Γενικού ενδιαφέροντος

Στρατηγικές του χριστιανού συγγραφέα σε μοντέρνους καιρούς: η περίπτωση της Φλάννερυ Ο’Κόννορ

    Η Φλάννερυ Ο’ Κόννορ δεν κατάφερε στη διάρκεια της σύντομης ζωής της να κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό που αποτελούσε το στόχο της συγγραφικής στρατηγικής της. Όσοι τη διάβαζαν γνωρίζοντας τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, ένοιωθαν αμηχανία, όταν δεν σκανδαλίζονταν, από το βίαιο και ίσως νοσηρό, γι’ αυτούς, χαρακτήρα των ιστοριών της. Οι πιο κοντινοί και αδιάκριτοι την προέτρεπαν, συχνά μέσω της μητέρας της, να μη σπαταλά το ταλέντο της, αλλά να επιδοθεί στη συγγραφή ιστοριών με ευτυχέστερη κατάληξη και εμφανέστερα εποικοδομητικό χαρακτήρα. Όσοι πάλι αγνοούσαν τη θρησκευτική ταυτότητα της δημιουργού αυτών των ιστοριών, θαύμαζαν σ’ αυτές το συνδυασμό ειρωνείας και ρεαλισμού, αγριότητας και συμπόνιας, και χωρίς να υποψιάζονται την πνευματική πρόθεση της δημιουργού, την τοποθετούσαν στο κυρίαρχο τότε ρεύμα του λογοτεχνικού μοντερνισμού.

     Κι όμως, όποιος επιχειρήσει να προχωρήσει πέρα από τις ευφάνταστες και σκοτεινές αυτές ιστορίες προς το πρόσωπο της ίδιας της δημιουργού, δε θα ανακαλύψει κανένα μυστήριο που να δικαιολογεί την αμηχανία ή την παραπλάνηση του αναγνωστικού κοινού, παρά μόνο μια ζωή με τραγικό μεν χαρακτήρα, αλλά δίχως ίχνος από σκιές, παλινωδίες ή ψυχικές ανατροπές. Η Φλάννερυ Ο’Κόννορ γεννήθηκε στη Γεωργία των ΗΠΑ το 1925 από Ρωμαιοκαθολικούς γονείς σ’ αυτό το προπύργιο του προτεσταντικού Νότου. Θα εμφανιστεί πολύ νωρίς ως φέρελπις συγγραφέας και θα βρεθεί στην κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη με υποτροφία για να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Στα εικοσιέξι της, όμως, χρόνια θα διαγνωσθεί με λύκο, την αρρώστια που είχε οδηγήσει σε πρόωρο θάνατο τον πατέρα της, πριν οδηγήσει και την ίδια στο τέλος της στα τριάντα εννιά της χρόνια. Στο ενδιάμεσο θα αναγκαστεί να επιστρέψει στην οικογενειακή εστία όπου θα παραμείνει υπό την άγρυπνη, και ενίοτε βασανιστική, μητρική παρουσία και φροντίδα, προλαβαίνοντας να ολοκληρώσει δύο συλλογές διηγημάτων και δύο νουβέλες.

     Η βαθιά πνευματικότητά της και η απόλυτη αφοσίωσή της στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα αποκαλυφθεί στο ευρύ κοινό το 1979, με τη δημοσίευση της αλληλογραφίας της υπό τον τίτλο The Habit of Being.[1] Στις επιστολές αυτές εμφανίζεται ως μια γυναίκα με αταλάντευτη πίστη και ουσιαστική γνώση της χριστιανικής παράδοσης και, ταυτόχρονα, ως πνευματική καθοδηγός άλλων ανθρώπων.

     Στις επιστολές αυτές, μαζί με μερικά ακόμα περιστασιακά της δοκίμια, αποτυπώνεται με σαφήνεια και η συγγραφική της στρατηγική και παρέχονται τα ερμηνευτικά κλειδιά που καθιστούν την ανάγνωση του έργου της ουσιαστικότερη και γονιμότερη. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τη στρατηγική αυτή σε συνδυασμό με αναφορές σε παραδείγματα από το πεζογραφικό της έργο.

     Η Φλάννερυ Ο’Κόννορ έγραφε για έναν κόσμο που κυριολεκτικά ανέπνεε τον αέρα της απιστίας, όχι για τους πιστούς χριστιανούς.[2] Καθώς πίστευε ότι αρχίζουμε να προσεγγίζουμε το Χριστό στο βαθμό που έγνοια μας είναι η οδύνη των άλλων και όχι η δική μας, έκανε μέλημά της τη συγγραφή γι’ αυτό το εκκοσμικευμένο κοινό, μια που θεωρούσε πως δεν υπήρχε μεγαλύτερη οδύνη απ’ αυτήν που προκαλείται από τις αμφιβολίες όσων θέλουν αλλά αδυνατούν να πιστέψουν.

     Κατά την Ο’Κόννορ, ο συγγραφέας με χριστιανικό υπόβαθρο διαπιστώνει στη σύγχρονη πραγματικότητα διαστροφές που δεν μπορεί παρά να τις θεωρεί σε απόλυτο βαθμό απωθητικές, το ζητούμενο όμως είναι το πώς θα παρουσιαστούν ως τέτοιες σ’ ένα κοινό που έχει εθιστεί να τις θεωρεί ως απολύτως φυσικές καταστάσεις. Για να το πετύχει αυτό ο χριστιανός συγγραφέας θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλο και πιο βίαια μέσα για να διαπεράσει το τείχος του πνευματικού μιθριδατισμού και να μπορέσει να κάνει το όραμά του προσιτό και αντιληπτό.[3]

     Η Φλάννερυ Ο’Κόννορ δεν ενέδωσε στις πιέσεις για μια πιο εύπεπτη και εποικοδομητική λογοτεχνία. Πίστευε πως όταν ο χριστιανός συγγραφέας κλείνει τα δικά του μάτια και προσπαθεί να δει με τα μάτια της εκκλησίας το αποτέλεσμα δεν είναι παρά μια ακόμα προσθήκη στο μεγάλο σωρό των ευσεβοφανών σκουπιδιών για τα οποία οι χριστιανοί συγγραφείς έχουν καταστεί διάσημοι.[4] Έβλεπε πως για τον σύγχρονό της προτεσταντικό χριστιανισμό το να είσαι χριστιανός σήμαινε να αισθάνεσαι καλός, ασφαλής κι ανώτερος  κι αυτή η ατμόσφαιρα, στο βαθμό που ανέδιδε  μια αίσθηση εύκολης και φτηνής ελπίδας, την απωθούσε και την εξόργιζε. Θεωρούσε την αυταρέσκεια ως την κατεξοχήν χριστιανική αμαρτία και το γεγονός πως την αναγνώριζε και στον εαυτό της δεν την έκανε να την απεχθάνεται καθόλου λιγότερο.

     Η κυρίαρχη, ήδη από την εποχή της Φλάννερυ Ο’Κόννορ, άποψη για τις προϋποθέσεις του μυθιστορήματος ως προϊόντος των Νέων Χρόνων ήταν η αταλάντευτη πίστη στην αξιολογική ελευθερία του δημιουργού. Το κατά πόσον η άποψη αυτή αποτελεί όντως προϋπόθεση για την ύπαρξη του μυθιστορήματος ως νέου λογοτεχνικού είδους ή απλώς προϊόν της σύγχρονης μαζικοδημοκρατικής νοοτροπίας που προτάσσει τον σχετικισμό ως ιδεολογική πανάκεια δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ. Αυτό που ενδιαφέρει πάντως είναι το πώς προσέγγισε το συγκεκριμένο θέμα η Φλάννερυ Ο’Κόννορ καθώς η απάντηση της στον προβληματισμό αυτό αποτελεί την καρδιά της ποιητικής της.

     Για την Φλάννερυ Ο’Κόννορ το χριστιανικό δόγμα όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο για το συγγραφέα, αλλά, αντίθετα, τον ελευθερώνει παρέχοντάς του τη δυνατότητα να παρατηρεί τον κόσμο με την οξύτερη όραση που απαιτείται για να διακρίνει το γκροτέσκο, το παράλογο, το διεστραμμένο και νοσηρό. Το χριστιανικό δόγμα δεν καθίσταται έτσι ένα κανονιστικό πλαίσιο που προκαθορίζει την προοπτική του συγγραφέα, αλλά επενεργεί απελευθερωτικά, εγγυόμενο το σεβασμό προς το μυστήριο που περιβάλλει τον κόσμο.[5] Παρατηρώντας τον κόσμο, ο χριστιανός συγγραφέας δε νοιώθει τους ώμους του να βαραίνουν από την ανάγκη να υποκαταστήσει το Θεό δημιουργώντας ένα νέο δικό του σύμπαν· αυτό θα αποτελούσε την έσχατη μορφή αλαζονείας. [6]

     Ο χριστιανός συγγραφές εκτιμά δεόντως τον ορατό κόσμο, αποκαλύπτει και απεικονίζει την αγάπη του Θεού γι’ αυτόν και, κυρίως, εστιάζει στο γεγονός πως ο κόσμος, έτσι ακριβώς όπως είναι και όχι εξιδανικευμένος, αποτελεί κάτι, για χάρη του οποίου, στα μάτια του Θεού, αξίζει να πεθάνει κανείς. Στην προσπάθειά του αυτή ο συγγραφέας ακροβατεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί, αγωνιζόμενος, από τη μια να μην αγνοήσει την αποκρουστικότητα της πραγματικότητας, να μην μετριάσει δηλ. τη δριμύτητα της αλήθειας του κόσμου λόγω της αδυναμίας του αναγνώστη να την ανεχθεί και να την χωνέψει συναισθηματικά, αλλά ταυτοχρόνως, διαπνεόμενος από την εδραία πεποίθηση πως στον κόσμο αυτόν αναγνωρίζει την εισβολή της αποκάλυψης με όλη τη μεταμορφωτική της δύναμη. [7].

     Για να μπορέσει όμως να κάνει αντιληπτή και αποδεκτή αυτή την εισβολή της αποκάλυψης μέσα στο πλαίσιο της διήγησης ο συγγραφέας δε μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει τα φυσικά γεγονότα κι αν η ίδια η εξέλιξη της αφήγησης δεν κάνει πιστευτά αυτά τα φυσικά γεγονότα δεν μπορεί να γίνει πιστευτή και αποδεκτή και η υπερφυσική προέκτασή τους.[8]  Για να γίνει αυτό εφικτό οφείλει να μη μιλά ο αφηγητής, αλλά η δράση και οι χαρακτήρες του έργου[9]. Η ποιητική ηθική του συγγραφέα συνίσταται στην απόσταση την οποία οφείλει να κρατά από το αφηγηματικό υλικό του, στην άρνηση της επιθυμίας να συγκρατεί και να συνέχει τα πάντα στο μυαλό του [10]

     Αυτό που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τα διηγήματα και τις νουβέλες της Φλάννερυ Ο’Κόννορ είναι η ύπαρξη μιας στιγμής κατά την οποία η παρουσία της χάριτος γίνεται αισθητή και κατά κάποιον τρόπο αβάσταχτη, έτσι που δεν μπορεί παρά να αναμένεται η άμεση αποδοχή ή η απόρριψή της [11]. Η χάρις αυτή είναι πολύ πιθανό να μην αναγνωριστεί ως τέτοια, μια που η ανθρώπινη φύση αντιστέκεται στη χάρη και εθελοτυφλεί στο βαθμό που η χάρις ωθεί στην αλλαγή και η αλλαγή βιώνεται ως οδύνη [12]. Η παρουσία της χάριτος δεν γίνεται αναγκαστικά ο προάγγελος ενός νοήματος ή μιας τελικής καταλλαγής του ήρωα, είναι όμως πάντα μια ριζική πρόκληση και ευκαιρία που φανερώνει την ενδεχομενικότητα της ανθρώπινης απόκρισης.

     Οι ιστορίες της Φλάννερυ Ο’Κόννορ λειτουργούν μέσω μιας δράσης που, ενώ μοιάζει εντελώς αναπάντεχη, παραμένει ταυτόχρονα τελείως πιστευτή και αποδεκτή. Κι αν οι ιστορίες της μοιάζουν ενίοτε απροσδόκητες και δύσπεπτες, είναι γιατί στη δράση που περιέχουν συχνά είναι ο διάβολος που καθίσταται το απρόθυμο όργανο της χάριτος. Η ίδια η Ο’Κόννορ θεωρούσε πως το θέμα που δεσπόζει στο λογοτεχνικό της έργο είναι η δράση της χάριτος σε μια επικράτεια που ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από το δαιμονικό. [13].

     Στην προοπτική της Φλάννερυ Ο’Κόννορ είναι σαφές πως η παρουσία του Θεού είναι δεδομένη ακόμη και στις πιο αλλόκοτες, ανελέητες ή στερούμενες νοήματος καταστάσεις [14]. Ιδιαίτερα ο θάνατος, απεικονιζόμενος συχνά ως το βίαιο πέρασμα σε κάποια άλλη κατάσταση, αποτελεί ένα τυπικά βάναυσο στοιχείο της ειρωνείας της, σε βαθμό μάλιστα που κάποιοι κριτικοί εξέφρασαν αποστροφή για την άρνηση της ζωής που θεώρησαν πως έβλεπαν στο έργο της [15].

         Στο διήγημα «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος» [16] παρακολουθούμε μια οικογένεια να ταξιδεύει οδικώς προς τη Φλόριντα για διακοπές. Στη διαδρομή ο βαρετός, άσκοπος και ενίοτε μικρονοϊκός χαρακτήρας των συζητήσεων και μικροκαυγάδων τους θα αναδείξει τις μίζερες σχέσεις τους, αλλά και την παρουσία της γιαγιάς ως καταπιεστικής φιγούρας. Αυτή είναι που θα επιμείνει να κάνουν μια παράκαμψη για να δουν ένα σπίτι που είχε επισκεφθεί στα νιάτα της και στοιχειώνει τις αναμνήσεις της. Όταν αρχίζουν να υποψιάζονται ότι έχουν χαθεί και η γιαγιά θυμάται πως το αναζητούμενο σπίτι βρίσκεται μάλλον σε άλλη πολιτεία, η γάτα της, την οποία η γιαγιά έχει πάρει κρυφά μαζί της, ορμά τρομαγμένη στον πατέρα της οικογένειας που οδηγεί για να ολοκληρωθεί έτσι η καταστροφή και να βρεθεί το αυτοκίνητο σ’ ένα χαντάκι.

     Μέσα στην απελπισία τους θα διακρίνουν πέρα μακριά κάποιους ανθρώπους και θα προστρέξουν σ’ αυτούς για βοήθεια. Πρόκειται όμως για μια συμμορία από δραπέτες με αρχηγό τον Ανισόρροπο, έναν ψυχικά διαταραγμένο δολοφόνο. Μιλώντας μαζί του η γιαγιά θα κάνει το αφελές λάθος να τον αναγνωρίσει, έχοντας ακούσει γι’ αυτόν στην τηλεόραση. Οι συνεργοί του Ανισόρροπου οδηγούν ένα-ένα τα μέλη της οικογένειας στο κοντινό δάσος απ’ όπου ακούγονται οι πυροβολισμοί που αναγγέλλουν το τραγικό τέλος τους. Τελευταία θα μείνει η γιαγιά, η οποία αντιμετωπίζοντας το φάσμα του θανάτου, θα οδηγηθεί σε μια στιγμή αφύπνισης και υπέρβασης. Θα ακολουθήσει ένας συνταρακτικός διάλογος με τον Ανισόρροπο. Η γιαγιά θα προσπαθήσει αρχικά, με κάποια δόση αφέλειας, να τον πείσει πως κατά βάθος δεν είναι παρά ένας αγαθός άνθρωπος, αδικημένος από τις περιστάσεις που δεν έχει στην πραγματικότητα πρόθεση να βλάψει κανέναν. Τον καλεί μάλιστα να καταφύγει στην προσευχή για βοήθεια. Ο Ανισόρροπος θα αντιτείνει πως ο Χριστός τα έκανε θάλασσα, δημιουργώντας ανισορροπία στον κόσμο: όποιος Τον πιστεύει δεν έχει παρά να Τον ακολουθήσει, ενώ όποιος δεν Τον πιστεύει μπορεί να κάνει όποια κακία θέλει. Σε μια ύστατη αναλαμπή, κι ενώ οι πυροβολισμοί και οι κραυγές από το δάσος πληθαίνουν, η γιαγιά θα μουρμουρίσει: «Μα είσαι κι εσύ ένα από τα μωρά μου. Είσαι κι εσύ παιδί μου». Ο Ανισόρροπος, ακούγοντας αυτά τα λόγια τινάζεται πίσω σα να τον έχει δαγκώσει φίδι και πυροβολεί τρεις φορές τη γιαγιά αναγγέλλοντας, ταυτόχρονα, τη δική του κρίση γι’ αυτήν: «Θα ήταν καλή γυναίκα αν υπήρχε κάποιος να την πυροβολεί κάθε λεπτό της ζωής της».   

     Στο διήγημα αυτό βρίσκουμε όλα τα στοιχεία της στρατηγικής της Φλάννερυ Ο’Κόννορ που προαναφέραμε. Η χάρις θα αγγίξει τη γιαγιά με τη μορφή της βίας που εξαπολύουν δαιμονικές δυνάμεις. Έτσι η γιαγιά θα συνειδητοποιήσει, έστω και περιορισμένα, ότι είναι συνυπεύθυνη για τον άνθρωπο που έχει μπροστά της, ότι είναι δεμένη μαζί του με δεσμούς συγγένειας, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στο μυστήριο της ζωής και το αίνιγμα της ύπαρξης του κακού. Οι δικές της μικροαμαρτίες, εμμονές και ψευδαισθήσεις γονιμοποιούν τη δημιουργία ενός κόσμου στον οποίο η ύπαρξη του Ανισόρροπου είναι δυνατή [17].

     Αλλά και Ανισόρροπος δέχεται το άγγιγμα της χάριτος όταν η γιαγιά συμπάσχει για τα δεινά του και τον αναγνωρίζει ως παιδί της. Δεν θα μπορέσει όμως να αντέξει το άγγιγμα της, μια που η χάρις τον αγγίζει μόνο στο βαθμό που μπορεί να αναγγείλει την ετυμηγορία για τη γιαγιά. Αυτή θα ήταν ένας καλός άνθρωπος αν αυτός ήταν εκεί παρών σε κάθε λεπτό της ζωής της.

     To δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από ένα από τα τελευταία διηγήματα που έγραψε η Φλάννερυ Ο’Κόννορ πριν το θάνατό της και φέρει τον τίτλο «Αποκάλυψη»[18]. Η βασική του ηρωίδα, η κ. Τούρπιν, είναι η εύπορη ιδιοκτήτρια μιας φάρμας στον αγροτικό Νότο, ευσεβής και τυπική εκπρόσωπος της προτεσταντικής μεσαίας τάξης. Αγαπημένη της ασχολία είναι να κρίνει συνεχώς τους πάντες, να τους ιεραρχεί και να δοξάζει το Θεό που δεν την έκανε μαύρη ή, ακόμα χειρότερα, κάποια περιθωριακή και απόβλητη. Κάθε στιγμή της ζωής της έχει τη διάθεση να Τον ευχαριστεί για το ότι δημιούργησε τον κόσμο όπως ακριβώς είναι. Αν η αυταρέσκεια είναι για την Ο’ Κόννορ η βασική χριστιανική αμαρτία, η κ. Τούρπιν εμφανίζεται ως  η τυπικότερη εκπρόσωπός της.

     Στο διήγημα τη βλέπουμε να πηγαίνει τον τραυματισμένο άντρα της σ’ ένα ιατρείο για να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα. Εκεί θα αναγκαστεί να περιμένει σ’ έναν κατάμεστο θάλαμο αναμονής και θα αρχίσει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα από ο,τιδήποτε άλλο και την ευχαριστεί τόσο πολύ: να παρατηρεί και να κρίνει τους πάντες γύρω της, φλυαρώντας ανόητα με όποιον της δίνει σημασία.

     Κατά ειρωνικό τρόπο, σε μια στιγμή που είναι πλήρως αφοσιωμένη στο να κατατάσσει και να ιεραρχεί τους ανθρώπους γύρω της, θα συμβεί κάτι αναπάντεχο. Μια νεαρή φοιτήτρια, με το απροκάλυπτα δηλωτικό όνομα Μαίρη Γκρέις (Χάρις), η οποία κάθεται διαβάζοντας ένα βιβλίο και μέχρι τότε παρατηρεί την κ. Τούρπιν με δυσοίωνο βλέμμα να οδηγεί την αυτάρεσκη μωρολογία της σ’ ένα εντυπωσιακό κρεσέντο,  θα εκσφενδονίσει το βιβλίο με όλη της τη δύναμη για να βρει την κ. Τούρπιν λίγο πάνω από το αριστερό της μάτι. Και μη σταματώντας εκεί, πριν προλάβει η κ. Τούρπιν να καταλάβει τι της συμβαίνει, η φοιτήτρια θα της χιμήξει και τα δάχτυλά της θα σφίξουν σαν μέγγενη το λαιμό της κ. Τούρπιν.

     Θα ακολουθήσει πανδαιμόνιο κι όταν ο γιατρός και οι νοσοκόμες θα απελευθερώσουν την κ. Τούρπιν αυτή θα κοιτάξει τη νεαρή που της επιτέθηκε με την αίσθηση ότι το κορίτσι αυτό την γνωρίζει μέσα από μια ιδιότυπη προσωπική γνώση που ξεπερνά το χώρο και το χρόνο. Περιμένοντας κυριολεκτικά μιαν αποκάλυψη η κ. Τούρπιν θα την ρωτήσει: «Τι έχεις να μου πεις;». Και τότε θα ακούσει το κορίτσι να ξεστομίζει μια φράση την οποία αυτή η αξιοσέβαστη κυρία δεν μπορούσε έπ’ ουδενί να περιμένει: «επέστρεψε στην κόλαση όπου ανήκεις γριά βρωμογουρούνα».

     Η κ. Τούρπιν θα εγκαταλείψει το ιατρείο και θα επιστρέψει στο σπίτι της συγκλονισμένη, ανίκανη να ερμηνεύσει αυτό που της συνέβη, άφωνη. Θα προσπαθήσει να βρει παρηγοριά και υποστήριξη στο σύζυγό της ή στους μαύρους εργάτες της, αλλά καμία φτηνή φιλοφρόνηση δεν είναι ικανή να επουλώσει την πληγή της. Θα καταλήξει σ’ ένα μονόλογο προς το Θεό: «Γιατί μου έστειλες ένα τέτοιο μήνυμα; Γιατί σε μένα, υπάρχει έστω κι ένας τιποτένιος λευκός ή μαύρος που να μην ελέησα; Δεν σπάω κάθε μέρα τη μέση μου στη δουλειά; Δεν κάνω τόσα για την εκκλησία;» Θα συνεχίσει με ανάλογες μωρολογίες μέχρι να ξεστομίσει οργισμένα την τελική, προκλητική της ερώτηση προς το Θεό: «Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» Μετά τη φράση αυτή θα παραμείνει για ώρα ακίνητη και αμίλητη παρατηρώντας τον ουρανό και το τοπίο. Και τότε ένα όραμα θα της φανερωθεί. Θα δει μια λωρίδα φωτός, σα μια κλίμακα που φτάνει στον ουρανό μέσα από ένα λιβάδι από ζωντανή φωτιά. Πάνω της μια ορδή από ψυχές ανεβαίνει προς τον Παράδεισο. Αποτελούνται από ομάδες λευκών περιθωριακών, που είναι καθαροί για πρώτη φορά στη ζωή τους, κι από ομάδες νέγρων με λευκές ρόμπες κι από τάγματα παράξενων και σαλεμένων που φωνάζουν, χειροκροτούν και χοροπηδούν. Στο τέλος ακολουθεί η φυλή των ανθρώπων που, σαν κι αυτήν και τον άντρα της, είχαν πάντα λίγο απ’ όλα, και μαζί τη θεόσταλτη σοφία να τα χρησιμοποιήσουν έπ’ αγαθώ. Περπατούν πίσω από τους άλλους με μεγάλη αξιοπρέπεια, υπόλογοι όπως σ’ όλη τους τη ζωή να επιζητούν την τάξη, την κοινή λογική και την αξιοσέβαστη συμπεριφορά. Και η κ. Τούρπιν μπορεί να δει στα έκπληκτα και μεταμορφωμένα τους πρόσωπα πως ακόμα και οι αρετές τους καίγονται και χάνονται καθώς ανεβαίνουν την κλίμακα αυτή.

     Το όραμά της δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες στον αναγνώστη: κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τη θεϊκή κρίση. Και στην κρίση αυτή η κ. Τούρπιν δεν είναι πλέον ο κριτής των άλλων, ούτε καν η πρώτη στη σειρά απ’ όσους ανεβαίνουν. Εδώ πλέον ο κόσμος δε συμμορφώνεται με τις ιδέες που δηλητηριάζουν τη φαντασία της. Και η τελική της μεταμόρφωση δεν είναι, όπως συχνά στο κλίμα της σύγχρονης μαζικοδημοκρατικής θεραπευτικής προσδοκίας, η μετάβαση από την καταδίκη σε μια φτηνή παρηγοριά και ανακούφιση στην οποία η έννοια της κρίσεως υποβαθμίζεται. Δεν είναι ούτε όμως και η αποδοχή μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα σε καταδίκη και παρηγοριά, σα να μπορούσαμε να είμαστε ικανοποιημένοι όντας άνθρωποι και γουρούνια την ίδια ώρα. Μάλλον η μεταμόρφωση προκύπτει μέσω της κρίσης του Θεού στην οποία δεσπόζει η χάρις, κάνοντας δυνατή τη νέα ζωή με τη δύναμη του Πνεύματος.[19].

     Αν στο Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος η χάρις μοιάζει να παραμένει ανενεργή, ενώ στην Αποκάλυψη  η διήγηση μοιάζει να καταλήγει σε ευτυχέστερο τέλος, στη νουβέλα Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν[20], το τελευταίο και πιο φιλόδοξό έργο της, στο οποίο αφιέρωσε επτά χρόνια εντατικής εργασίας, μοιάζει να επιχειρείται ένας πιο σύνθετος συνδυασμός των δύο αυτών διαφορετικών στάσεων ως προς την έκβαση της δράσης.     Βασικά θέματα της νουβέλας είναι η ένταση ανάμεσα στη θρησκευτική εμμονή και τον ορθολογισμό, η πίστη και το βάπτισμα από τη μια μεριά, η άρνηση της χάριτος ως έμπρακτη απόδειξη της αξιοπρέπειας του ανθρώπου από την άλλη. Η ίδια η Φλάννερυ Ο’Κόννορ την είδε  ως μια παραβολή πάνω στην Ευχαριστία, μια που ένα θέμα που επανέρχεται ως λάιτ-μοτίφ είναι η πείνα του ήρωα και η αδυναμία του να την κορέσει, καθώς η απόπειρα να λάβει τροφή συχνά-πυκνά καταλήγει σε εμετό.

     Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Φράνσις Ταργουότερ, ένα δεκατετράχρονο αγόρι που μεγαλώνει σε μια ερημική καλύβα μαζί με τον παππού του, ο οποίος είναι αποφασισμένος να κρατήσει το μικρό μακριά από τη διαβρωτική συνάντηση με το σύγχρονο πολιτισμό. Ο γέρος, ένας ιδιότυπος φανατικός προφήτης, θεωρεί ως κλήση εξ ουρανού την εμμονή του να βαπτίζει κάθε παιδί της οικογένειάς του, ακόμα κι αν πρέπει να το απαγάγει από τα χέρια των συγγενών. Αυτό έκανε κάποτε και με τον Φράνσις, αρπάζοντά τον από τα χέρια του Ραίυμπερ, θείου του Φράνσις, που επιθυμούσε να τον μορφώσει και να τον αναθρέψει σύμφωνα με τις δικές του ορθολογιστικές αρχές. Και τώρα ο γέρος Ταργουότερ μεγαλώνει  τον Φράνσις μαθαίνοντάς του να περιμένει κι αυτός την κλήση  του Κυρίου, αναθέτοντάς του να εκπληρώσει αυτό που δεν μπόρεσε αυτός, να βαπτίσει το παιδί του Ραίυμπερ.

     Ο Ραίυμπερ ζει στην πόλη, εργάζεται ως δάσκαλος και είναι τυπικός εκπρόσωπος ενός κοινότοπου και αφελούς ορθολογισμού. Μεγαλώνει μόνος του το νοητικά καθυστερημένο γιο του, τον Μπίσοπ, και αρνείται πεισματικά να ανταποκριθεί στην επιθυμία του γέρου Ταργουότερ να βαπτίσει το παιδί. Για τον Ραίυμπερ η άρνηση της βάπτισης αυτής είναι ένα ελάχιστο δείγμα ανθρώπινης αξιοπρέπειας απέναντι σ’ ένα Θεό που επιτρέπει το ανερμήνευτο, την οδύνη ενός παιδιού. Εντελώς ειρωνικά μητέρα του Μπίσοπ είναι μια κυρία της Πρόνοιας, συνοδοιπόρος αρχικά του Ραίυμπερ στα ορθολογιστικά του οράματα, που εγκαταλείπει όμως σύζυγο και παιδί μην αντέχοντας το βάρος μιας καταθλιπτικής πραγματικότητας.

         Η νουβέλα ξεκινά με το γέρο Ταργουότερ να έχει μόλις πεθάνει, κι όσο η δράση εξελίσσεται, ο αναγνώστης  πέφτει συνεχώς πάνω στην οργισμένη απροθυμία του νεαρού Ταργουότερ να ανταποκριθεί στην κλήση για την οποία τον ετοίμαζε ο παππούς του. Όχι μόνο δε θα θάψει τη σορό του παππού του βάζοντας πάνω στον τάφο ένα σταυρό, αλλά θα προσπαθήσει να κάψει το πτώμα. Φεύγει από το σπίτι, αφού του έχει πρώτα βάλει φωτιά, για να καταφτάσει το σπίτι του ιδεολογικού εχθρού, του Ραίυμπερ. Σύντομα όμως θα συγκρουστεί και μαζί του, αρνούμενος να αποδεχθεί τις απόψεις του. Σε μια κορύφωση της δράσης θα διαπράξει αυτό που κάποτε επεχείρησε, αλλά δεν άντεξε να ολοκληρώσει ο Ραίυμπερ, να πνίξει στο νερό τον άτυχο Μπίσοπ, μην αντέχοντας την παρουσία του άρρωστου παιδιού. Την ύστατη στιγμή, λίγο πριν ολοκληρωθεί η αποτρόπαιη πράξη, ο Ταργουότερ θα συνειδητοποιήσει ότι ψελλίζει, άθελά του, τα λόγια του βαπτίσματος, επιτελώντας ασυνείδητα μ’ αυτό το διεστραμμένο τρόπο την εντολή του νεκρού παππού του. Για άλλη μια φορά ο θάνατος στο νερό χρησιμοποιείται από τη Φλάννερυ Ο’Κόννορ ως συμβολισμός του βαπτίσματος, ως μετάβαση σ’ έναν άλλο κόσμο. [21]

     Κι όμως, όσο προχωρά αυτή η νοσηρή και αυτοκαταστροφική πορεία του Ταργουότερ, όσο κι αν ο ήρωας πασχίζει να υπερπηδήσει κάθε σκέψη που να του υπενθυμίζει την κλήση του, όσο κι αν προσπαθεί να αποφύγει «την απειλητική εξοικείωση με τη δημιουργία», όσο κι αν «στην πιο μύχια περιοχή της ψυχής του βρίσκεται κρεμασμένη ανάποδα σαν κοιμισμένη νυχτερίδα η ακλόνητη γνώση πως αυτός δεν πεινούσε για τον άρτο της ζωής», στο τέλος της ιστορίας ο ήρωας θα διαψευστεί.

     Η νουβέλα τελειώνει με την επιστροφή του Ταργουότερ στο ερειπωμένο σπίτι του παππού του, στον τόπο όπου όλα του υπενθυμίζουν το σημείο μιας διαθήκης που δεν τηρήθηκε. Κι αν όλα μοιάζει να κατατείνουν σ’ ένα σκοτεινό φινάλε, ο ήρωας, και μαζί του και ο αναγνώστης, αρχίζουν να διακρίνουν πως με κάποιο υπόγειο, αντιστικτικό τρόπο, η εξέλιξη παίρνει διαφορετική τροπή. Ο Ταργουότερ ανακαλύπτει πως η επιθυμία του παππού του για μια χριστιανική ταφή με έναν ξύλινο σταυρό έχει εκπληρωθεί, εκτελεσμένη από ένα μαύρο εργάτη που είχε στη δούλεψή του ο γέρος Ταργουότερ. Κι όταν ο εργάτης αποχωρήσει και ο Φράνσις Ταργουότερ μείνει μόνος του, στην τελευταία σκηνή της νουβέλας, θα αξιωθεί την εμπειρία της χάριτος με τη μορφή ενός οράματος. 

     «[Το χωράφι] δεν του φαινότανε άδειο πια, αλλά γεμάτο από πλήθος. Παντού, έβλεπε αχνές σκιές καθισμένες στην πλαγιά και καθώς ατένιζε, είδε πως μέσα από ’να σκέτο καλάθι όλο το πλήθος χόρτασε». Και τότε κατάλαβε «επιτέλους ποιο ήτανε το αντικείμενο της πείνας του, καταλαβαίνοντας πως ήτανε το ίδιο με του γέρου και πως τίποτα στη γης δεν μπορούσε να τον χορτάσει. Δεν ένιωθε πια την πείνα του σαν πόνο, παρά σαν πλημμύρα. Την ένιωθε…να φουσκώνει μέσα από τους αιώνες και ήξερε  πως φούσκωνε σε μια διαδρομή ανθρώπων που οι ζωές τους είχαν διαλεχτεί για να την βαστάζουν, που θα πλανιόντουσαν στον κόσμο, ξένοι από κείνη τη βίαιη χώρα όπου η σιωπή ποτέ δεν σπάει παρά μόνο για να κηρυχτεί η αλήθεια». [22]

      Στη νουβέλα επανέρχεται διαρκώς το θέμα του αδίκως πάσχοντος και μάλιστα με τη μορφή του πάσχοντος παιδιού, της κλασσικότερης περίπτωσης του ριζικού κακού όπως το αντιλαμβάνεται η σύγχρονη θεοδικία. Ο Μπίσοπ είναι το παιδί που έχει εγκαταλειφθεί από τη μητέρα του, γλιτώνει από τα χέρια του πατέρα του για να φονευτεί τελικά από τον ξάδερφό του. Ο ίδιος ο Φράνσις είναι το παιδί μιας γυναίκας που θεωρείται πόρνη από τον παππού του και πατέρα της κι ενός πατέρα που δεν θα γνωρίσει ποτέ. Η μητέρα του έχει τραυματιστεί θανάσιμα σε ένα τροχαίο και θα ζήσει μόνο μέχρι να γεννήσει τον Φράνσις, το παιδί ενός δυστυχήματος όπως θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του. Προς το τέλος της διήγησης ο Φράνσις θα πέσει θύμα βιασμού από έναν παιδόφιλο που τον έχει πάρει στο αυτοκίνητό του.

    Απέναντι σ’ όλα αυτά η Φλάννερυ Ο’Κόννορ δεν θα μεθοδεύσει μια εύκολη και απλουστευτική κάθαρση, μια χάρις κερδισμένη άκοπα τής μοιάζει αφελής και απαράδεκτη. Ο Ραίυμπερ και ο Φράνσις  θα προσπαθήσουν να σκοτώσουν τον Μπίσοπ αποσκοπώντας στην πραγματικότητα να σκοτώσουν το Χριστό μέσα τους. Και θα το κάνουν αυτό γιατί αντιμετωπίζουν τη χάρη σαν θανατική καταδίκη· ο εξοβελισμός κάθε πιθανότητας να γίνει η χάρις ενεργή φαντάζει ως η μόνη διέξοδος για να παραμείνουν ζωντανοί.[23]

     Για τη Φλάννερυ Ο’Κόννορ το ίδιο το θέμα της θεοδικίας της μοιάζει άγονο και παραπλανητικό. Θα επιλέξει ένα άλλο, πιο ανοιχτό σε ερμηνείες,  τέλος για τη σκοτεινή νουβέλα της. Ο Ταργουότερ νιώθει την πείνα του «να οικοδομείται από το αίμα του Άβελ ως το δικό του, να φουσκώνει και να τον καταπίνει» Διακρίνει στο όραμά  του μια φωτιά και συνειδητοποιεί πως «αυτή ήταν η φωτιά που είχε περικυκλώσει τον Δανιήλ, που ’χε αναρπάσει τον Ηλία από τη γη, που ’χε μιλήσει στον Μωυσή και που κείνη τη στιγμή θα μιλούσε και στον ίδιο….Ρίχτηκε καταγής και με το πρόσωπο πάνω στο χώμα του τάφου άκουσε την εντολή. Ύπαγε να προειδοποιήσεις τα τέκνα του Θεού περί της τρομεράς ταχύτητος του ελέους».[24] Η εντολή αυτή, που θυμίζει την κλασσική προφητική απειλή, έχει αντιστραφεί από τη συγγραφέα, καθώς η μόνη αμετάκλητη «καταδίκη» των ανθρώπων είναι πλέον η αταλάντευτη βούληση του Θεού να τους κρατήσει σταθερά υπό τη σκέπη του ελέους Του.

     Κλείνοντας ας συνοψίσουμε: η προσήλωση της Φλάννερυ Ο’Κόννορ στη ρωμαιοκαθολική παράδοση δεν την εμπόδισε να διακρίνει ότι ο κόσμος των Νέων Χρόνων δεν μπορούσε παρά να είναι βαθιά «προτεσταντικός». Στέκοντας σταθερά προσηλωμένοι προς την κατεύθυνση της εξατομίκευσης οι ήρωες της  Φλάννερυ Ο’Κόννορ δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Δύσπιστοι ή και εχθρικοί απέναντι στις θεσμικές εκφράσεις της εκκλησίας συναντούν το Θεό στο χώρο της υποκειμενικότητας και μάλιστα κυρίως μέσα από εμπειρίες όπως η οδύνη, ο πόνος, η αρρώστια ή ο θάνατος. Της οφείλουμε ότι μας παρουσίασε έναν κόσμο όπου η κυριαρχία της αγριότητας, της μικροπρέπειας και της απύθμενης ανοησίας δεν τον καθιστά έναν τόπο απουσίας του Θεού, αλλά, αντίθετα, έναν κόσμο που η παρουσία Του γίνεται δυνατή μ’ έναν εντελώς αναπάντεχο για την ανθρώπινη φαντασία τρόπο, γεμάτο οδυνηρές εκπλήξεις που απεργάζονται, όμως, σε όσους τις αποδέχονται, το δρόμο της ωριμότητας.

                                                                π. Ευάγγελος Γκανάς

[1] The Habit of Being, Letters of Flannery O’Connor, Sally Fitzgerald (Ed), Farrar, Straus and Giroux, 1979.

[2] Carter Martin, The True Country: Themes in the Fiction of Flannery O’Connor, Vanderbilt University Press, 1994, p.18.

[3] Margaret Earley Whitt, Understanding Flannery O’Connor, University of South Carolina Press, 1995, p. 38

[4] Flannery O’Connor, Spiritual Writings, Robert Ellsberg (Ed), Orbis Books, p. 98. Πρόκειται για μια ανθολογία από τα βιβλία, την αλληλογραφία και τα περιστασιακά δοκίμια της Flannery O’Connor με κεντρικό άξονα επιλογής των αποσπασμάτων την ανάδειξη της πνευματικής τοποθέτησής της.

[5] Βλ. Spiritual Writings, p. 62-3.

[6] Ο.π., p. 97.

[7] Βλ. Rowan Williams, Grace and Necessity. Reflections on Art and Love, Morehouse, 2005, p. 99-100. Επίσης βλ. Spiritual Writings, p. 57.

[8]  Βλ., Spiritual Writings, p. 96.

[9]  Βλ., Grace and Necessity, p. 97.

[10] Βλ. ο.π. σ. 126.

[11] Βλ., Spiritual Writings, p. 128.

[12] Βλ., Spiritual Writings, p. 82.

[13]  Bλ., Spiritual Writings, p. 128-9.

[14] Βλ., Grace and Necessity, p. 100.

[15] Βλ., Grace and Necessity, p. 120.

[16] Φλάνερυ Ο’Κόνορ, Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, μτφρ. Ρένα Χάτχουτ, Γράμματα, 1986, σ. 9-28.

[17] Βλ., Grace and Necessity, p. 107-8.

[18] Flannery O’Connor, The Complete Stories, Farrar, Straus and Giroux, 1971, p. 488-509.

[19] Βλ. L. Gregory Jones, Embodying Forgiveness. A Theological Analysis, Eerdmans, 1995, p. 56-57.

[20] Φλάννερυ Ο’Κόνορ, Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κέδρος 1995.

[21] Το θέμα έχει χρησιμοποιηθεί και στο διήγημα Ο Ποταμός ( Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, σ. 29-50) με ήρωα και πάλι μένα παραμελημένο από τους γονείς του παιδί που διαλέγει την αυτοκτονία στο νερό του ποταμού ύστερα από την επίδραση ενός περιοδεύοντα ιεροκήρυκα που βαπτίζει τους πιστούς στην όχθη του ποταμού.

[22] Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, σ. 217-8.

[23] Βλ., Grace and Necessity , p 114.

[24] Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, σ. 218.

Αφήστε μια απάντηση