Κήρυγμα της Μεγάλης Παρασκευής 2016
Βασιλική του Αγίου Πέτρου
Σάββατο 26 Μαρτίου 2016
«Ο Θεός μας συμφιλίωσε μαζί του διά του Χριστού, και ανέθεσε σ’ εμάς να υπηρετούμε το έργο της συμφιλίωσης […].Το ζητούμε στο όνομα του Χριστού, συμφιλιωθείτε με τον Θεό. Αυτόν που δεν γνώρισε αμαρτία, τον ταύτισε ο Θεός με την αμαρτία για χάρη μας, για να μπορέσουμε εμείς μέσω εκείνου να δικαιωθούμε με την ίδια τη δικαιοσύνη του Θεού. Ως συνεργοί του Θεού σας παρακαλούμε ακόμη να μην αφήσετε να πάει χαμένη η χάρη που δεχτήκατε από αυτόν. Γιατί εκείνος λέει μέσα στη Γραφή : Την κατάλληλη στιγμή σε άκουσα, την ημέρα της σωτηρίας σε βοήθησα. Να, τώρα είναι ο καιρός της χάρης, να, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας ! (2Κορ 5, 18 – 6,2).
Αυτά είναι τα λόγια του Αποστόλου Παύλου στη δεύτερη επιστολή προς Κορινθίους. Η πρόσκληση του αποστόλου για συμφιλίωση με τον Θεό δεν αφορά την ιστορική συμφιλίωση μεταξύ του Θεού και της ανθρωπότητας (αυτή – μόλις τώρα το είπε – πραγματώθηκε από τον Χριστό πάνω στον σταυρό)· ούτε ακόμα τη μυστηριακή συμφιλίωση που έγινε με το βάπτισμα και στο μυστήριο της συμφιλίωσης· η πρόσκληση παραπέμπει σε μια συμφιλίωση υπαρξιακή και προσωπική που πρέπει να γίνει τώρα, την παρούσα στιγμή. Η πρόσκληση απευθύνεται στους χριστιανούς της Κορίνθου που είναι βαφτισμένοι και ζουν από καιρό μέσα στην Εκκλησία· απευθύνεται λοιπόν και σ’ εμάς, εδώ και τώρα. «Η κατάλληλη στιγμή, η ημέρα σωτηρίας» είναι, για μας, το έτος της ευσπλαχνίας το οποίο διατρέχουμε.
Αλλά τι σημαίνει, με μια έννοια υπαρξιακή και ψυχολογική, να συμφιλιωθούμε με τον Θεό ; Μία από τις αιτίες, ίσως η κυριότερη, της απομάκρυνσης του σύγχρονου ανθρώπου από τη θρησκεία και την πίστη είναι η παραμορφωμένη εικόνα που έχει για τον Θεό. Ποια είναι, πράγματι, η «προκαθορισμένη» εικόνα του Θεού στο συλλογικό ανθρώπινο υποσυνείδητο ; Για να το ανακαλύψουμε, ας θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα : «Ποιους συνειρμούς ιδεών κάνουμε και πώς αντιδρούμε, χωρίς καν να σκεφτούμε, όταν, στην προσευχή του «Πάτερ ημών…», φτάνει η στιγμή να πούμε : «Γενηθήτω το θέλημά σου» ;
Προφέρουμε τη φράση σκύβοντας εσωτερικά το κεφάλι, σαν υποταγμένοι, σαν να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο. Ασυναίσθητα, συνδέουμε το θέλημα του Θεού με κάθε δυσάρεστο, επώδυνο, μ’ εκείνο που, με τον ένα η τον άλλο τρόπο, θα θεωρηθεί ως κάτι που προσβάλλει την ελευθερία και την προσωπική μας εξέλιξη, μας ακρωτηριάζει. Λίγο σαν ο Θεός να ήταν ο εχθρός κάθε γιορτής, κάθε χαράς και κάθε ευχαρίστησης. Ένας Θεός εριστικός και ιεροεξεταστής.
Ο Θεός θεωρείται ως το υπέρτατο Ον, ο Παντοδύναμος, ο Κύριος του χρόνου και της ιστορίας, δηλαδή ως μια οντότητα που επιβάλλεται έξωθεν στο άτομο, καμιά λεπτομέρεια της ανθρώπινης ζωής δεν του ξεφεύγει. Η παράβαση του Νόμου του επιφέρει αμετάκλητα μια αταξία που απαιτεί μια ανάλογη επανόρθωση την οποία ο άνθρωπος ξέρει ότι δεν είναι σε θέση να του τη δώσει. Εξ ου και ο φόβος και κάποτε εκείνη η κρυφή μνησικακία εναντίον Του. Έχουμε εδώ τα κατάλοιπα της ειδωλολατρικής ιδέας για τον Θεό, που ποτέ δεν ξεριζώθηκε πλήρως, και που ίσως είναι μάλλον αδύνατο να ξεριζωθεί, από την ανθρώπινη καρδιά. Όλη η ελληνική τραγωδία βασίζεται σ’ αυτό· ο Θεός επεμβαίνει, από θεία τιμωρία, για να επαναφέρει την ηθική τάξη που διαταράχθηκε από το σφάλμα. Όλα προέρχονται από αυτή την εικόνα του Θεού «που ζηλεύει» τον άνθρωπο και που το φίδι αρχικά ενστάλαξε μέσα στον Αδάμ και στην Εύα.
Στον χριστιανισμό, βέβαια, η ευσπλαχνία του Θεού ποτέ δεν αγνοήθηκε ! Αλλά το μόνο έργο που της αναγνωριζόταν ήταν να μετριάζει τις απόλυτες αυστηρότητες της δικαιοσύνης. Η ευσπλαχνία ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Το έτος της ευσπλαχνίας είναι η ευκαιρία για να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια την αληθινή εικόνα του βιβλικού Θεού, ενός Θεού που δεν αρκείται στην άσκηση της ευσπλαχνίας, αλλά που είναι ευσπλαχνία. Αυτή η τολμηρή διαβεβαίωση στηρίζεται στο γεγονός ότι «ο Θεός αγάπη εστί»(1Ιω 4, 8. 16). Μόνο μέσα στην Τριάδα, ο Θεός είναι αγάπη, χωρίς να είναι «ευσπλαχνία». Το γεγονός ότι ο Πατέρας αγαπά τον Υιό, δεν είναι χάρη ή παραχώρηση· είναι αναγκαιότητα· έχει ανάγκη ν’ αγαπά για να υπάρχει ως Πατέρας. Το γεγονός ότι ο Υιός αγαπά τον Πατέρα, δεν είναι πράξη ευσπλαχνίας ή χάρη· είναι αναγκαιότητα, έστω πολύ ελεύθερη· έχει ανάγκη ν’ αγαπιέται και ν’ αγαπά για να είναι «Υιός». Παρόμοια και με το Άγιο Πνεύμα που είναι η αγάπη προσωποποιημένη. Όταν ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο και θέτει μέσα εκεί δημιουργήματα ελεύθερα, τότε ακριβώς η αγάπη του παύει να είναι της τάξεως της φύσης και γίνεται χάρη. Αυτή η αγάπη είναι μια ελεύθερη παραχώρηση, που θα μπορούσε να μην υπάρχει· είναι hesed, χάρη και ευσπλαχνία. Η αμαρτία του ανθρώπου δεν αλλάζει τη φύση αυτής της αγάπης, αλλά προκαλεί μέσα της ένα άλμα ποιότητος : από την ευσπλαχνία ως δωρεά γίνεται ένα πέρασμα στην ευσπλαχνία ως συγγνώμη. Από αγάπη προσφοράς, γίνεται αγάπη οδύνης, επειδή ο Θεός υποφέρει να βλέπει να απορρίπτουν την αγάπη του. «Έκανα παιδιά και τα μεγάλωσα, αλλά αυτά επαναστάτησαν εναντίον μου» (Ησ 1, 2). Ας ρωτήσουμε τόσους πατέρες και τόσες μητέρες που είχαν την πείρα αυτού του πράγματος, αν δεν πρόκειται για μια οδύνη, και μάλιστα από τις πιο πικρές της ζωής.
* * *
Και τι γίνεται με τη δικαιοσύνη του Θεού ; Θα έπρεπε να ξεχαστεί, να υποτιμηθεί ; Ο απόστολος Παύλος απάντησε μια για πάντα σ’ αυτό το ερώτημα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή του, αρχίζει το άγγελμά του της σωτηρίας λέγοντας : «Τώρα αποκαλύφθηκε η δικαιοσύνη του Θεού» (Ρμ 3, 21). Διερωτάται κανείς : ποια δικαιοσύνη ; Αυτή που δίνει «unicuique suum», στον καθένα ό,τι του πρέπει, με άλλα λόγια αμοιβές ή τιμωρίες ανάλογα με ό,τι αξίζει ; Βέβαια, θα έρθει η ημέρα όπου αυτή η δικαιοσύνη του Θεού, που συνίσταται στο να δίνει στον καθένα ό,τι αξίζει, θα πραγματοποιηθεί. Γιατί, όπως γράφει ο απόστολος, ο Θεός «θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του. Όσοι κάνουν υπομονετικά το καλό κι αναζητούν έτσι τη δόξα, την τιμή και την αφθαρσία, θα λάβουν την αιώνια ζωή· αλλά όσοι αντιστρατεύονται τον Θεό, αρνούνται την αλήθεια για να δοθούν στην αδικία, θα υποστούν την οργή και τον θυμό»(Ρμ 2, 6-8). Αλλά ο απόστολος δεν μιλάει γι’ αυτή τη δικαιοσύνη, όταν γράφει : «Τώρα η δικαιοσύνη του Θεού αποκαλύφθηκε». Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ένα γεγονός μελλοντικό, στη δεύτερη, για ένα γεγονός εν ενεργεία, που πραγματοποιείται «τώρα». Αν δεν επρόκειτο γι’ αυτό, η διαβεβαίωση του Παύλου θα ήταν παράλογη, τα γεγονότα θα την διέψευδαν. Από την άποψη της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, τίποτα δεν άλλαξε στον κόσμο με την έλευση του Χριστού. Συνεχίζουμε, έλεγε ο Bossuet, να βλέπουμε συχνά τους ένοχους πάνω στον θρόνο και τους αθώους στην αγχόνη· αλλά, για να μη νομίσει κανείς πως υπάρχει μια κάποια δικαιοσύνη ή σταθερή τάξη στον κόσμο, ακόμα κι αν από την άλλη, μας συμβαίνει κάποτε να βλέπουμε το αντίθετο, δηλαδή τον αθώο στον θρόνο και τον ένοχο στην αγχόνη. Όχι, δεν είναι αυτή η καινοτομία που έφερε ο Χριστός. Ας ακούσουμε τι μας λέει ο απόστολος :
«Όλοι αμάρτησαν και στερούνται της δόξας του Θεού, και αυτός, δωρεάν, τους
δικαιώνει με τη χάρη του, εξαιτίας της απολύτρωσης που συντελέστηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γιατί το σχέδιο του Θεού ήταν να γίνει ο Χριστός όργανο συγγνώμης, με το αίμα του, μέσω της πίστεως. Με τον τρόπο αυτόν θέλησε ο Θεός να φανερώσει τη δικαιοσύνη του, αυτός που, με τη μακροθυμία του, είχε παραβλέψει τις αμαρτίες που είχαν γίνει προηγουμένως. Ήθελε να φανερώσει, στον παρόντα χρόνο, σε τι συνίσταται η δικαιοσύνη του, να δείξει ότι είναι δίκαιος και δικαιώνει εκείνον που πιστεύει στον Ιησού» (Ρμ 3, 23-26).
Ο Θεός εκδηλώνει τη δικαιοσύνη του, εκδηλώνοντας την ευσπλαχνία του ! Αυτή είναι η μεγάλη αποκάλυψη. Ο απόστολος λέει ότι ο Θεός είναι «δίκαιος και δικαιώνει», δηλαδή ότι είναι δίκαιος με τον εαυτό του, όταν δικαιώνει τον άνθρωπο· είναι ταυτόχρονα αγάπη και ευσπλαχνία· γι’ αυτό είναι δίκαιος με τον εαυτό του – δηλαδή, δείχνεται αληθινά αυτό που είναι – όταν ασκεί την ευσπλαχνία του.
Αλλά δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα απ’ όλα αυτά, αν δεν καταλάβει τι ακριβώς σημαίνει η έκφραση «δικαιοσύνη του Θεού». Υπάρχει ο κίνδυνος να ακούμε να γίνεται λόγος γι’ αυτή τη δικαιοσύνη αλλά, αντί να αισθανόμαστε ενθαρρυμένοι, να φοβόμαστε επειδή αγνοούμε τη σημασία της. Ο Άγιος Αυγουστίνος το είχε ήδη εξηγήσει σαφώς : «Η ‘δικαιοσύνη του Θεού’, έγραφε, είναι εκείνη δια της οποίας είναι δίκαιοι οι άνθρωποι που τους δικαιώνει ο Θεός με τη χάρη του, ακριβώς όπως ‘η σωτηρία του Κυρίου’ (salus Domini) (Sal 3,9) είναι η σωτηρία δια της οποίας ο Κύριος μας σώζει». Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη του Θεού είναι η πράξη με την οποία ο Θεός δικαιώνει εκείνους που πιστεύουν στον Υιό του. Δεν σημαίνει ότι εκδικείται, αλλά ότι δικαιώνει (τους πιστούς).
Ο Λούθηρος αξιώθηκε να ξαναφέρει στο φως αυτή την αλήθεια, ύστερα από αιώνες λήθης, τουλάχιστον στο χριστιανικό κήρυγμα, και κατά τούτο η χριστιανοσύνη οφείλει στη Μεταρρύθμιση, που τον προσεχή χρόνο θα γιορτάσει την πέμπτη εκατονταετία της. «Όταν το ανακάλυψα αυτό, είχε γράψει αργότερα ο Λούθηρος, αισθάνθηκα σαφώς να ξαναγεννιέμαι και μου φάνηκε σαν να μπήκα στον ίδιο τον παράδεισο από ολάνοιχτες πόρτες». Αλλά ο Αυγουστίνος και ο Λούθηρος δεν ήταν οι πρώτοι που εξήγησαν με αυτό τον τρόπο την έννοια της «δικαιοσύνης του Θεού»· οι ίδιες οι Γραφές το είχαν κάνει πριν απ’ αυτούς :
«Όταν ο Θεός, ο Σωτήρας μας, φανέρωσε την καλοσύνη του και την αγάπη του για τους ανθρώπους, μας έσωσε όχι από δικαιοσύνη για τα δικά μας έργα, αλλά από την ευσπλαχνία του» (Τιτ 3, 4-5). «Ο Θεός είναι πλούσιος σε έλεος· εξαιτίας της μεγάλης αγάπης με την οποία μας αγάπησε, εμάς που ήμασταν νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας έδωσε τη ζωή μαζί με τον Χριστό : με τη χάρη του έχετε σωθεί» (Εφ 2, 4-5).
Όταν λέμε, λοιπόν, ότι «η δικαιοσύνη του Θεού φανερώθηκε», είναι σαν να λέμε ότι ο Θεός φανέρωσε την καλοσύνη του, την αγάπη του και την ευσπλαχνία του. Η δικαιοσύνη του Θεού όχι μόνο δεν αντιφάσκει προς την ευσπλαχνία του, αλλά συνίσταται ακριβώς σ’ αυτήν !
* * *
Τι συνέβη το τόσο σημαντικό πάνω στον σταυρό που να δικαιολογεί μια τόσο ριζική αλλαγή στη μοίρα της ανθρωπότητας ; Ο Βενέδικτος 16ος , στο βιβλίο του για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, γράφει :
«Η αδικία, το κακό ως πραγματικότητα, δεν μπορεί απλώς να αγνοείται, δεν μπορεί να αφήνεται να υπάρχει. Πρέπει ν’ απομακρυνθεί, να νικηθεί. Μόνο σ’ αυτό συνίσταται η αληθινή ευσπλαχνία. Και αφού οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί γι’ αυτό, ο ίδιος ο Θεός το επωμίζεται τώρα – εκεί βρίσκεται η απροϋπόθετη αγάπη του Θεού».
Ο Θεός δεν αρκείται να συγχωρεί τις αμαρτίες του ανθρώπου. Έκανε κάτι απείρως περισσότερο, πήρε πάνω του αυτές τις αμαρτίες, τις φορτώθηκε στους ώμους του. Ο Υιός του Θεού, λέει ο απόστολος Παύλος, «έγινε για μας αμαρτία». Φοβερός λόγος ! Ήδη στον Μεσαίωνα κάποιοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι ο Θεός απαιτεί τον θάνατο του Υιού του για να συμφιλιωθεί με τον κόσμο. Ο Άγιος Βερνάρδος τους απαντούσε : «Δεν ήταν ότι του άρεσε ο θάνατος του Υιού αλλά η θέλησή του να πεθάνει αυθόρμητα για τη σωτηρία του κόσμου» : «Non mors placuit sed voluntas sponte morientis». Δεν είναι λοιπόν ο θάνατος που μας έσωσε αλλά η αγάπη !
Η αγάπη του Θεού συνάντησε τον άνθρωπο στις αντιστάσεις του τις πιο ακραίες, δηλαδή στον θάνατο. Ο θάνατος του Χριστού έπρεπε να φαίνεται στα μάτια όλων ως η υπέρτατη απόδειξη της ευσπλαχνίας του Θεού προς τους αμαρτωλούς. Και γι’ αυτό δεν έχει ούτε καν το μεγαλείο ενός μοναχικού θανάτου, αλλά συνδέεται με τον θάνατο δύο ληστών. Ο Ιησούς θέλει να μείνει ο φίλος των αμαρτωλών ως το τέλος. Πεθαίνει λοιπόν όπως αυτοί και μαζί τους.
* * *
Ήρθε η ώρα να καταλάβουμε ότι το αντίθετο της ευσπλαχνίας δεν είναι η δικαιοσύνη, αλλά η εκδίκηση. Ο Ιησούς δεν αντιπαρέθεσε την ευσπλαχνία στη δικαιοσύνη, αλλά στον νόμο των αντιποίνων : «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Συγχωρώντας τις αμαρτίες, ο Θεός δεν απαρνείται τη δικαιοσύνη, αλλά την εκδίκηση· δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστραφεί και να ζήσει (βλ Ιεζ 18, 23). Ο Ιησούς πάνω στον σταυρό δεν ζήτησε από τον Πατέρα να πάρει εκδίκηση για χάρη του· του ζήτησε να συγχωρήσει τους σταυρωτές του. Το μίσος και η βαναυσότητα των τρομοκρατικών επιθέσεων αυτής της εβδομάδας στις Βρυξέλλες μας βοηθούν να καταλάβουμε τη θεϊκή δύναμη που περιέχεται στα τελευταία λόγια του Χριστού : «Πατέρα, συγχώρησέ τους : δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λκ 23, 34). Όσο μεγάλο κι αν είναι το μίσος των ανθρώπων, η αγάπη του Θεού ήταν, και θα είναι, πάντα δυνατότερη. Σ’ εμάς απευθύνεται, στις σύγχρονες καταστάσεις, η προτροπή του αποστόλου Παύλου : «Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (Ρμ 12, 21). Οφείλουμε να απομυθοποιήσουμε την εκδίκηση ! Αυτή έχει γίνει μύθος που κατακλύζει και μολύνει τα πάντα και όλο τον κόσμο, αρχίζοντας από τα παιδιά. Μεγάλο μέρος των ιστοριών που προβάλλονται στην οθόνη και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών είναι ιστορίες εκδίκησης, που την κάνουν συχνά να μοιάζει με νίκη του ευγενικού ήρωα. Το 50 % , και περισσότερο, του πόνου που υπάρχει σήμερα στον κόσμο (όταν δεν πρόκειται για τις φυσικές καταστροφές) προέρχεται από την επιθυμία για εκδίκηση, τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις, όσο και στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και λαών.
Ο Ντοστογιέφσκυ είπε ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»· αλλά η ομορφιά μπορεί να φέρει και την καταστροφή. Η ευσπλαχνία είναι η μόνη που μπορεί πραγματικά να σώσει τον κόσμο ! Η ευσπλαχνία του Θεού για τους ανθρώπους και των ανθρώπων μεταξύ τους. Κι αυτή μπορεί να σώσει , ιδιαίτερα σήμερα, ό,τι πιο πολύτιμο και πιο εύθραυστο υπάρχει αυτή τη στιγμή στον κόσμο : τον γάμο και την οικογένεια. Μέσα στον γάμο συμβαίνει κάπως αυτό που συνέβη ανάμεσα στον Θεό και στους ανθρώπους, στις σχέσεις τους, που η Εκκλησία το περιγράφει χρησιμοποιώντας ακριβώς την εικόνα του γάμου. Στην αρχή, έλεγα, είναι παρούσα η αγάπη, όχι η ευσπλαχνία. Το ίδιο και στον γάμο, στην αρχή υπάρχει μόνο η αγάπη. Δεν παντρεύεται κανείς από ευσπλαχνία αλλά από αγάπη. Ύστερα όμως από χρόνια, ή μήνες, κοινής ζωής, κάποια όρια αρχίζουν να εμφανίζονται από τη μια και την άλλη πλευρά, προβλήματα υγείας, οικονομικά, των παιδιών. Η ρουτίνα εγκαθίσταται και η χαρά σβήνει.
Αυτό που μπορεί να σώσει έναν γάμο από το κατρακύλισμα και να τον βοηθήσει να ξανανέβει την πλαγιά είναι η ευσπλαχνία, με τη βιβλική της έννοια, δηλαδή όχι μόνο ως αμοιβαία συγγνώμη, αλλά και ως «ένδυμα τρυφερότητας και συμπάθειας, καλοσύνης, ταπείνωσης, πραότητας και μακροθυμίας» (Κολ 3, 12). Η ευσπλαχνία προσθέτει την αγάπη στον έρωτα, την αγάπη της αυτοπροσφοράς και τη συμπάθεια στην προσφορά της αναζήτησης. Ο Θεός «συμπονάει» τον άνθρωπο (Ψλ !02, 13) : ο άνδρας και η γυναίκα δεν θα έπρεπε να συμπονούν ο ένας τον άλλον ; Κι εμείς που ζούμε σε κοινότητα, δεν θα έπρεπε να έχουμε συμπόνια μεταξύ μας, αντί να κρίνει ο ένας τον άλλον ;
Ας προσευχηθούμε. Ουράνιε Πατέρα, χάρη στα πάθη του Υιού σου που «έγινε ο ίδιος αμαρτία» πάνω στον σταυρό για μας, βγάλε την επιθυμία της εκδίκησης από την καρδιά των ανθρώπων, των οικογενειών και των λαών, και κάνε ν’ αγαπήσουμε την ευσπλαχνία. Κάνε ώστε η πρόθεση του Αγίου Πατέρα να κηρύξει αυτό το έτος άγιο έτος της ευσπλαχνίας να βρει συγκεκριμένη ανταπόκριση στις καρδιές μας και να μας κάνει όλους να γνωρίσουμε τη χαρά της συμφιλίωσης μ’ Εσένα στα έσχατα βάθη του εαυτού μας. Γένοιτο !
1.Jacques-Bénigne Bossuet, «Sermon sur la Providence» (1662), dans Œuvres de Bossuet, eds. B. Velat and Y. Champailler (Paris: Pléiade, 1961), p.1062.
2. St Augustin, L’Esprit et la lettre, 32,56 (PL 44,237).
3. Martin Luther, Préface aux œuvres latines, ed. Weimar, 54, p. 186.
4. Cf. J Ratzinger – Benoît XVI, Jésus de Nazareth, Partie II, Libreria Editrice Vaticana 2011, pp. 151.
5. St Bernard de Chiaravalle, Contre les erreurs d’ Abélard,8,21-22 (PL 182, 1070).
6.F.Dostoïevski,L’Idiot,partieIII,chap.5.
Θεματολογικές ετικέτες