Κατήχηση

Τα χέρια του Θεού

«Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το Πνεύμα μου», κατά Λουκάν 23, 46

 

Ούτε ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ούτε ο Ευαγγελιστής Μάρκος μπορεί να μας δίνουν επιπλέον πληροφορίες για οποιαδήποτε τυχόν λόγια που διατυπώθηκαν από τον Κύριό μας μετά το, “Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες”. Και οι δύο, μαζί με τον Ευαγγελιστή Λουκά, μιλούν για μια δυνατή κραυγή πριν παραδώσει το πνεύμα Του. Μεταξύ των δύο αυτών γεγονότων ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει τα λόγια: “Θεέ μου, στα χέρια σου παραδίδω το Πνεύμα μου”. Ο ίδιος δεν αναφέρει κάτι για την προσευχή της απόγνωσης “Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες”. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης δεν καταγράφει την προσευχή μήτε το “Θεέ μου, στα χέρια σου παραδίδω το Πνεύμα μου” αλλά ούτε και την δυνατή κραυγή. Μας λέει μονάχα πως αφού Του προσφέρθηκε το ξύδι είπε, “τετέλεσται” (Έχει ολοκληρωθεί) και έγειρε το κεφάλι Του και παρέδωσε το πνεύμα.

 

Θα μας πει άραγε ποτέ ο Κύριος γιατί κραύγασε έτσι; Ήταν κραυγή ανακούφισης στο άγγιγμα του θανάτου; Ήταν κραυγή νίκης; Ήταν κραυγή χαράς επειδή άντεξε ως το τέλος; Ή μήπως, ο Πατέρας έστρεψε το βλέμμα επάνω Του ως απάντηση στο “Θεέ μου” και η ευτυχία που προκάλεσε αυτό το βλέμμα τον έκανε να κραυγάσει επειδή δεν μπορούσε να χαμογελάσει; Ήταν άραγε τέτοια η κατάστασή Του ώστε η μεγαλύτερη Χαρά του κόσμου, να μη μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο με μια κραυγή; Ή δεν ήταν παρά η τελευταία σουβλιά του πόνου πριν αναπαυθεί; Ίσως να ήταν όλα σε ένα. Σίγουρα όμως, κανένα από όλα τα βιβλία, καμμιά από όλες τις λέξεις των σκεπτόμενων ανθρώπων δεν θα μπορέσουν ποτέ να εκφράσουν με κάποια πληρότητα όσα δεν έχουν αρθρωθεί σ᾿  αυτή την κραυγή του Υιού του Θεού. Εξ’ αιτίας Του ο Πατέρας δεν είναι πλέον ο επιβλητικός “Κύριος τῶν Δυνάμεων”, αλλά ο Κύριος που προσβλέπει στην αφοσίωση και στην αγάπη. Τώρα η πνευματική υιοθεσία και το πνεύμα της θυσίας θα γεννηθεί στις καρδιές των ανθρώπων γιατί η θεία υπακοή του Χριστού τελειώθηκε με το πάθος. Και όπως αυτός έζησε ανάμεσα στους αδερφούς του έτσι και εκείνοι, με τον ίδιο τρόπο, θα κάνουν το ίδιο. Ό,τι αυτός έκανε για κείνους, το ίδιο θα κάνουν και εκείνοι για τον Θεό και τους αδερφούς τους. Μετά από αυτό ο Θεός-Χριστός βρισκόταν πάντοτε ανάμεσά τους, μέσα τους, στην καρδιά τους. Ο Θεός-Χριστός είχε βρεθεί ανάμεσά στους αδελφός του. Μαζί με τους πάσχοντες και συμπάσχοντες. Δίνοντας όλα όσα “είχε”: την ίδια Του την Ζωή· ό,τι αγάπησε· ό,τι ήταν. Αυτό το μεγαλειώδες γεγονός τελειώνει με μια κραυγή.

Επομένως η κραυγή “Έχει τελειώσει” (τετέλεσται), σημαίνει, “Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το Πνεύμα μου”. Δηλαδή, κάθε ανώτερη ανθρώπινη πράξη πρέπει ακριβώς να σημαίνει μια παράδοση στον Πατέρα, αυτού, που εκείνος πρώτα έδωσε σε μας. “Ορίστε επιστρέφω με χαρά πάλι το δώρο σου, αυτό που εσύ μου έχεις δώσει· η ψυχή μου επιστρέφει στο σπίτι της”. Κάθε πράξη λατρείας είναι μια αναφορά στον Θεό αυτών με τα οποία Εκείνος μας έχει φτιάξει. “Ορίστε Θεέ μου, δες τι έχω. Δες σε μένα αυτό που εσύ έχεις φτιάξει. Δες την δικιά σου ευεργεσία, το είναι μου. Είμαι δικό σου παιδί και δεν γνωρίζω πώς να σε ευχαριστήσω παρά μόνο υψώνοντας προς εσένα την δωρεά που αντλώ από το πλημμύρισμα της δικιάς σου ζωής και φωνάζω δυνατά: “Είναι δικό Σου και άρα είναι δικό μου. Είμαι δικός Σου και επομένως είμαι δικός μου”. Η πλειοψηφία των λειτουργιών του πνευματικού όπως και του φυσικού κόσμου είναι απλά μια επιστροφή στην πηγή.

Η τελευταία πράξη του Κυρίου μας, που ήταν η παράδοση του Πνεύματός του, δεν ήταν παρά η συγκεφαλαίωση όλων όσων έκανε σε όλη του την ζωή. Όλα αυτά τα χρόνια προσέφερε αυτή την θυσία, την θυσία του εαυτού του· θυσιάζοντας έζησε την θεία ζωή! Κάθε πρωί που ξεκινούσε για να προσευχηθεί, πριν ακόμα ξημερώσει· κάθε απόγευμα που παρέμενε στο βουνό ως το βράδυ, αφότου οι φίλοι του είχαν φύγει, προσέφερε τον εαυτό του στον Πατέρα σε κοινωνία αγαπητικών λέξεων, ανώτερων σκέψεων, άφατων συναισθημάτων. Επέστρεφε για να πράξει τα ίδια για τους δικούς Του και συγκεκριμένα να προσφέρει λόγια αγάπης, σκέψεις ανακούφισης, να ενεργήσει θεραπευτικά. Γιατί ο τρόπος του να λατρεύεις τον Θεό όσο η μέρα διαρκεί είναι να δουλεύεις: το μόνο «θείο λειτούργημα» είναι η διακονία των συνανθρώπων μας.

 

Με όλα όσα γράφω δεν είναι σκοπός μου να επισημάνω την εγκατάλειψη της ψυχής μας στον Πατέρα ως καθήκον. Αυτό θα σήμαινε την μετατροπή του μεγαλύτερου προνομίου που κατέχουμε σε θλιβερό βάρος. Απλά θέλω να δείξω ότι είναι το μακαριότερο πράγμα στον ανθρώπινο κόσμο.

 Το ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να σκεφθεί για τον εαυτό του έτσι: “Μπορεί άραγε να πέσω σε κώμα και να χάσω την συνείδησή μου; Ή να βρεθώ ανήμπορος για μια περίοδο μη μπορώντας να σκεφτώ, σαν να είμαι νεκρός; Ή ακόμη χειρότερα: θα είμαι άραγε αδύναμος στην θέληση και με λειψή συνείδηση στα όνειρα που θα έρθουν;

Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου.

Δίνω τον εαυτό μου πίσω σε σένα. Πάρε με, ανακούφισέ με, ανανέωσέ με, “φτιάξε με από την αρχή”. Αν εκτεθώ στις υποθέσεις και στην ταραχή του κόσμου με τους τόσους πειρασμούς, θα ενεργήσω άραγε λιγότερο έντιμα, με λιγότερη πίστη, με λιγότερη καλοσύνη, με λιγότερη επιμέλεια από όσο θα ήθελε ο Χριστός, ο Ιδανικός Άνθρωπος να κάνω;

Πατέρα, στα δικά σου χέρια…

Πρόκειται να κάνω ένα καλό έργο; Τότε περισσότερο από όλες τις φορές.

Πατέρα στα δικά σου χέρια μη τυχόν και με πάρει ο εχθρός.

Είμαι σε κατάσταση πόνου; Μήπως η ασθένεια έρχεται σε μένα για να «σβήσει» την διαύγεια ενός υγιούς μυαλού και αντ’ αυτής να φέρει σύγχυση και αναλήθειες; Πάρε το πνεύμα μου Κύριε και δες όπως εσύ ήδη γνωρίζεις, ότι δεν μπορεί να αντέξει περισσότερα.

Πρόκειται να πεθάνω; Εσύ ξέρεις καλύτερα και μόνο από την κραυγή του Υιού σου πόσο άσχημο είναι αυτό. Και αν δεν έρθει σε μένα σε τόσο άσχημη μορφή, σαν αυτή που ήρθε σε εκείνον, σκέψου πόσο φτωχός είμαι δίπλα του. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η πάλη με τον θάνατο γιατί από τους χιλιάδες που την ζουν καθημερινά ούτε ένας δεν διαφωτίζει τον πλησίον, αυτόν που μένει πίσω. Αλλά: θα προσμένω άραγε με αγωνία μια ανάσα του δικού σου αέρα και δεν θα μου δίνεται; Θα με σχίσει σε κομμάτια ο θάνατος;

Δεν θα κάνω άλλες ερωτήσεις.

Πατέρα, στα χέρια σου εγκαταλείπω το πνεύμα μου.

Γιατί είναι δική σου δουλειά, όχι δική μου. Εσύ θα ξέρεις κάθε σκιά του δικού μου πόνου, εσύ θα φροντίσεις για μένα με την τέλεια πατρότητά Σου γιατί αυτή με κάνει υιό Σου και αυτή με σπλαγχνίζεται και με αγκαλιάζει. Ως παιδί μπορούσα να αντέξω μεγάλο πόνο όταν ο πατέρας μου με αγκάλιαζε. Άραγε τώρα τα χέρια Σου θα μπορούσαν να έρθουν πράγματι πολύ πιο κοντά στην ψυχή μου με μια θαλπωρή που δεν έχω καν φανταστεί;! Γιατί, πώς η φαντασία μου θα πλησιάσει στην γοργή “καρδιά σου”; Δε με νοιάζει ο πόνος αρκεί το πνεύμα μου να είναι δυνατό. Στα δικά σου χέρια παραδίδω/εγκαταλείπω αυτό το πνεύμα. Αν η αγάπη σου, που είναι προτιμότερη από την ζωή το παραλάβει, τότε σίγουρα, η φροντίδα σου θα το κάνει δυνατό”.

 

Σκεφτείτε αδέρφια, ζούμε στον χώρο μιας αιώνιας πατρότητας. Κάθε φορά που η καρδιά ανυψώνεται και κοιτά προς τον Πατέρα, η Χάρη και η αλήθεια μας περιβάλλει· είναι μέσα μας. Αλλά και όταν είμαστε ανάξιοι, όταν δηλαδή έχουμε υποκύψει στον πειρασμό, όταν είμαστε σκληρόκαρδοι και κακοί, ακόμη και τότε, ας αφεθούμε στα χέρια του Θεού. Πού αλλού να τολμήσουμε να αφεθούμε; Άραγε ένας πατέρας δεν θα αγαπούσε περισσότερο το παιδί του όταν αυτό του έλεγε σερνάμενο προς αυτόν με πρόσωπο σκυθρωπό και θυμωμένο: “Νιώθω πατέρα χωρισμένος από Σένα και θέλω να ᾿ρθω κοντά Σου”! Μήπως θα έλεγε στο παιδί του: “Πώς τολμάς; Φύγε και αφού διορθωθείς έλα σε μένα!”. Θα τολμούσαμε ποτέ να σκεφτούμε πως ο Θεός θα μας έδιωχνε αν τον πλησιάζαμε έτσι όπως το παιδί, χωρίς να χαρεί που τον πλησιάσαμε; Ακόμη και αν είμασταν θυμωμένοι, όπως ο Ιωνάς; Άραγε εμείς δεν θα περιβάλαμε με όλη μας την φροντίδα ένα τέτοιο παιδί; Θα τολμούσαμε λοιπόν να σκεφτούμε πως αν του το ζητήσουμε ο Θεός δεν θα μας επισκεφθεί; Όταν εμείς, όντας κακοί, ξέρουμε να προσφέρουμε αγαθά στα παιδιά μας; Δεν θα κατέβαινε κάποια “ουράνια δροσιά” επάνω στην θέρμη του θυμού μας ή δεν θα έπεφτε μια “ήπια βροχή” πάνω στην “ξερή” φιλαυτία μας ή μια ηλιαχτίδα στην “συννεφιασμένη” μας απελπισία; Το λιγότερο που θα μας δωθεί θα είναι ψωμί και όχι πέτρα! Νερό και όχι ξύδι… ανακατεμένο με χολή!

Ακόμη, δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να ζητάμε από τον Θεό για τους εαυτούς μας και δεν μπορούμε να το ζητήσουμε για τους αδελφούς μας! Μπορούμε να εμπιστευθούμε στην φροντίδα του κοινού Πατέρα οποιονδήποτε αδερφό μας. Θα υπάρξουν στιγμές που μόνο η προσευχή για όλους τους αδερφούς μας θα κάνει την καρδιά μας να νιώσει την αγάπη τους.

Ποτέ δεν θα γνωρίσουμε την ανάπαυση στα χέρια του Πατέρα, την ανάπαυση του Αγίου Τάφου, εκείνη που ο Κύριος γνώρισε όταν η αγωνία του θανάτου έλαβε τέλος, όταν η “καταιγίδα” του κόσμου, (δηλαδή όλος ο θόρυβος που προέρχεται από την διαμάχη Ζωής-Θανάτου), έσβησε πίσω από το πνεύμα του που αναπαυόταν και εκείνος πέρασε εκεί που υπάρχει μόνο ζωή. Ποτέ λοιπόν δεν θα μπορέσουμε, λέω, να αναπαυτούμε στην αγκαλιά του Πατέρα μέχρι εκείνος να μας αποκαλυφθεί στην αγάπη των αδερφών μας. Γιατί εκείνος είναι δικός τους Πατέρας και δεν μπορούμε να τον θεωρούμε και δικό μας αν δεν τον «βλέπουμε» και δεν τον «νιώθουμε» και σαν δικό τους Πατέρα.

Ποτέ δεν θα τον γνωρίσουμε σωστά αν δεν χαρούμε και δεν πανηγυρίσουμε για το γεγονός ότι για μας αυτός είναι ο Πατέρας.

Αν κάποιος δεν μπορεί να αγαπήσει τον αδερφό του που έχει δει, πώς μπορεί να αγαπήσει τον Θεό που δεν έχει δει; Κλείνοντας, θα ήθελα να πω, πως τα χέρια στα οποία ο Κύριός μας παρέδωσε το Πνεύμα πρέπει να μας έχουν ήδη μάθει να αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας.

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση