Κατήχηση

Τα μνημόσυνα

«Ο νεκρός δεν έχασε την θέση του

στην συνείδηση και τον νου των ανθρώπων

επειδή λείπει από τα μάτια τους»

J.H. Newman

 

Λίγο πολύ όλοι έχουμε πάει σε κάποιο μνημόσυνο συγγενούς ή γνωστού. Όλοι λάβαμε μέρος σε “μνήμες νεκρών”. Όλοι έχουμε ζήσει την αμηχανία της πένθιμης ατμόσφαιρας, στην οποία δεν ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε και τι να σκεφτούμε! Όλοι έχουμε αισθανθεί δύσφορα, με τα κρύα και αδιάφορα συλλυπητήρια, που είπαμε, χωρίς να το αισθανόμαστε. Τα μνημόσυνα, είτε για γνωστούς είτε για συγγενείς, έχουν πάρει θέση στη ζωή των χριστιανών χωρίς να είναι αυτονοήτως κατανοητό και αποδεκτό το “γιατί” τους.

Τα μνημόσυνα, στην σημερινή ιδίως εποχή “καταντούν” πλέον μια συνήθεια ανακουφιστική ψυχολογικά και συγχρόνως μια άρνηση και αντίρρηση λογική! Κάνω “κάτι” για το αγαπημένο μου πρόσωπο που έφυγε και μένω με την αίσθηση επικοινωνίας μαζί του δια της προσφοράς. Συγχρόνως “διαμαρτύρεται” το μυαλό μου, αν όλα αυτά έχουν κάποια ουσιαστική χρησιμότητα, αφού όταν πεθάνεις… όλα μοιάζουν πια ανώφελα και άχρηστα, όπως είναι, όντως άχρηστα, για τον νεκρό, όλα τα υλικά τα ανθρώπινα.

Τι όντως συμβαίνει; Τι είναι το μνημόσυνο και γιατί χρειάζονται μνημόσυνα;

 

  1. Η Θεολογία του θέματος

«Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετά δέ ταῦτα κρίσις» (Ἑβρ. 9, 27) διδάσκει ο απόστολος Παύλος μαθαίνοντάς μας με την όλη του διδασκαλία, ότι αιωνιότητα δεν είναι κάτι, αλλά Κάποιος· ότι όταν πεθάνουμε δεν θα πάμε κάπου, αλλά θα συναντήσουμε Κάποιον· ότι η συνάντηση μαζί Του είναι “έλεγχος”-“κρίσις” της ποιότητας του προσώπου μας. Ακούγοντας την λέξη “κρίσις” οι περισσότεροι κάνουν λογική αναγωγή σε δικαστήρια και αποφάσεις! Φαντάζονται ξεκαθαρίσματα λογαριασμών από ένα βιβλίο καλών και κακών έργων. Η επίγεια λογική της αξιοπρέπειας και του φαίνεσθαι συνακολουθεί και στα καινούργια δεδομένα (έτσι φαντάζονται) επειδή θέλουμε να ξεχνάμε ότι “εκεί” δεν υπάρχουν διπλά δεδομένα (κάποια που φαίνονται και κάποια που μπορούν να κρυφτούν), αλλά όλα είναι «γυμνά καί τετραχηλισμένα» δηλαδή ξέσκεπα και ορατά.

Βεβαίως, από την άλλη, ξεχνάμε εύκολα τα «κατάμαυρα κατάστιχα» της ζωής του συσταυρωθέντος ληστού! Ξεχνάμε ότι η ποιότητα των δέκα παρθένων έγινε φανερή όταν ήρθε ο Νυμφίος! Ξεχνάμε ότι τα κατσίκια και τα πρόβατα δεν τα έφτιαξε ο Τσοπάνης (Ματθ. 25)! Απλώς η παρουσία Του φανέρωσε την διαφορά, όχι επειδή αγαπούσε κάποιους περισσότερο, αλλά διότι τα προσωπικά τους δεδομένα, άλλους τους έκαναν συγγενείς Του (κατά την καρδίαν) και άλλους ξένους και άγνωστους. Ο λόγος του Χριστού στο 25ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου είναι διαπιστωτική φανέρωση, όχι αυθαίρετη ταξινόμηση. Η μακαριότητα δεν είναι ανταμοιβή συνδεδεμένη με μια καλή ζωή, όπως ένας βαθμός που έρχεται από την παρακολούθηση μιας σχολικής τάξης! Η μακαριότητα είναι αυτή η ίδια η ζωή στην τελειότητά της.

Η πορεία του ανθρώπου και της κτίσεως είναι δυναμική και συνεχής και συγχρόνως πάντοτε προσβλέπει και κατατείνει στην έλευση του Χριστού, στο τέλος δηλαδή της ιστορίας (έσχατα-εσχατολογία). Όλα πορεύονται (από «δόξης εἰς δόξαν» όπως σ΄ όλη την βιολογική ζωή και μετά θάνατον) ακαταλήκτως σε πορεία μετοχής και βαθύτερης σχέσης με την Ζωοποιό Τριάδα, τον Ζωντανό Θεό. Αυτός είναι η μοναδική και όντως Ζωή, η πηγή κάθε ζωής, Αυτός που έφερε σε ύπαρξη τα πάντα «ἐκ τοῦ μή ὄντος». Αυτός είναι ο μόνος αθάνατος. Αυτός είναι ο χορηγός της ζωής. Ο άνθρωπος από “φυσικού” του πεθαίνει και δεν γίνεται παρά να είναι κατά χάριν και μετοχή η ψυχή του αθάνατη, όπως και ο όλος άνθρωπος είναι αθάνατος μετά την σωματοψυχική του ενοποίηση διά της Αναστάσεως.

Πάντως η μετά θάνατον κατάσταση του ανθρώπου δεν μπορεί να νοηθεί στατικά· είναι δυναμική συνέχεια.

Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (= ο Θεός είναι βοηθός μου) είναι επιβεβαίωση (Λουκ. 16, 91-31). Ο πλούσιος και ο Αβραάμ συναντώνται ως πρόσωπα και συνδιαλέγονται. Φυσικά ισχύουν και εδώ τα πατερικά «δεν πρέπει όλες τις λεπτομέρειες των παραβολών να τις εξετάζουμε σχολαστικά» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας), «μήπως ο λόγος μας φτάνοντας σε υπερβολές “καταλυπήσει με όλες τις περιττές λεπτομέρειες τους ακροατές» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Η συζήτηση πάντως μεταξύ Αβραάμ και πλουσίου φανερώνει την δυνατότητα αναζήτησης καλύτερων δεδομένων (ἵνα καταψύξη μου την γλῶσσαν). Η απάντηση του Αβραάμ φανερώνει ότι «οι προαιρέσεις τους ήταν διαφορετικές και έτσι οι συνθήκες διαμονής ήσαν αντίθετες και ο καθένας “γευόταν” τα αντίστοιχα με την επιλογή και τον τρόπο της ζωής του» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας).

  1. «Τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;»

Μια “ευσεβής” απορία αλλά και μια παγκόσμια αγωνία.

Μια απορία-ερώτηση που επανέρχεται πολλάκις στα ευαγγελικά κείμενα και που ουσιαστικά βρίσκεται σε κάθε ανθρώπινο μυαλό και ζητάει απάντηση για τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής! Σύμφωνα με τον Χριστό, και κατ’ επέκτασιν με την διδασκαλία της Εκκλησίας, πρέπει να γεννηθείς ξανά! Να αναγεννηθείς. Μια απάντηση που κάνει τον Νικόδημο (αυτόν που ήταν διδάσκαλος του Ισραήλ) να απορεί πώς γίνεται να… ξαναγεννηθεί ένας γέρος;! (Ιω. 3, 4). Φυσικά ο Χριστός δεν του προτείνει (και φυσικά ούτε και σε μας) μια συναισθηματική και ψυχολογική “γέννηση”, αλλά κάτι το οντολογικό, το πραγματιστικό! Το να γεννηθείς ξανά, σημαίνει να αποκτήσεις μια καινούργια φύση, την φύση που μας έδωσε ο Θεός και μεις αρνηθήκαμε.

Γεννιόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο βιολογικά, σε μια κατάσταση «αρχικού χωρισμού από τον Θεό», χωρίς να έχουμε αυτό που ονομάσαμε καινούργια φύση. Παρά ταύτα ο Χριστός μας προτείνει να Τον εμπιστευθούμε και να πάρουμε την “θεία φύση” δια του Βαπτίσματος της Αναγεννήσεως. Μέχρι τότε είμαστε βιολογικές υπάρξεις και ο Θεός «δεν είναι πατέρας μας» ακουσίως. Είναι σαφές ότι δεν γίνεται πατέρας κάποιος λόγω της παγκόσμιας δύναμής του πάνω σ’ όλο το ανθρώπινο γένος! Άλλωστε και ένας βασιλιάς και ένας δικτάτορας, που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, δεν γίνεται εξ’ αυτού… πατέρας!!

Τι κάνει τον Θεό να είναι πατέρας; Αυτό που δίνει…! Οι πατέρες του ανθρώπινου γένους δίνουν ανθρώπινη ζωή, οι πατέρες του γένους των ζώων δίνουν ζωή ζώων, ο Θεός Πατέρας δίνει Θεία Ζωή, αυτό που στην θεολογική γλώσσα λέγεται Χάρη. Αν λοιπόν δεν Τον εμπιστευθείς για να ξαναγεννηθείς, αν δεν πιστέψεις, δεν θα σωθείς. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι «αν ο νους σου σκέφτεται λαθεμένες σκέψεις θα πας στην κόλαση και θα πεθάνεις»! Σημαίνει ότι: αν αρνηθείς να δεχθείς την πρόσκληση του Θεού, θα είσαι πνευματικά στείρος. Αν δεν αφήσεις να μπει ο Θεός μέσα στην ψυχή σου, δεν πρόκειται να έχεις θεία ζωή μέσα σου. Τότε, το λάδι σου δεν θα φτάνει για «να υποδεχθείς τον Νυμφίο», και ο τρόπος της ζωής σου θα σε έχει κάνει “ερίφιο”, που θα ενοχλείται από την παρουσία της αγάπης του Τσοπάνη.

  1. «Ο άδης και ο θάνατος»

Η κάθοδος του Χριστού στον άδη, που την γιορτάζουμε πανηγυρικά το Μεγάλο Σάββατο, δεν επιτρέπει να ξεχάσουμε τους νεκρούς. Είναι οι… περισσότεροι και τους θυμήθηκε αγαπητικά ο Χριστός! Ούτε να δεχθούμε παρερμηνείες περί δήθεν τελεσίδικης κατάστασης των νεκρών, (ότι τάχα «ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια»), ενώ συγχρόνως φωνάζουμε στεντορείως και μεγαλοπρεπώς στο Σύμβολο της Πίστεως: «… καί πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας και νεκρούς…». Αν η κατάσταση των νεκρών ήταν οριστική και συνεπώς “κριμένη”, ποια επιπλέον (και… τελική) κρίση χρειαζόταν γι’ αυτούς; [… Αναρωτιόμουν πού θα είναι στοιβαγμένα όλα αυτά τα δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων σώματα; Και ακόμα: Αν υπάρχει τελική κρίση, τότε τι χρειάζεται η άλλη κρίση, αυτή που ακολουθεί αμέσως μετά τον θάνατο και που υποτίθεται ότι είναι οριστική και αμετάκλητη; (Λουίς Μπονιουέλ. «Η τελευταία πνοή», σελ. 43)]

Αν δεν παρέμενε και για τους νεκρούς η δυνατότητα να αγαπήσουν ή να αρνηθούν τον Χριστό, γιατί θα κατέβαινε τρεις μέρες ο Χριστός στον άδη; Φυσικά και βεβαίως για τον Χριστό «πάντες ζῶσι», και Αυτός ενεργεί με αυτό το δεδομένο. «Σε σχέση με τον ζωοδότη Θεό το βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζωής δεν είναι μόνο η μετάνοια και η υπακοή, εκούσια και όχι στανικά βέβαια, αλλά και η αναμονή»! (Ν. Ματσούκας). Μήπως εμείς τελικά δεν καταλάβαμε ότι για όλους μας λειτουργεί (ευτυχώς) πάντοτε: «ἡ ὑποκειμένη ἑκάστῳ ποιότητα διαθέσεως»; Ότι δηλαδή ο καθένας μας κουβαλάει τον “κόσμο” του; Πράγμα, που μαζί με την θεόσδοτη ελευθερία, μας κάνει εθελότρεπτους…;

Ακριβώς και απ’ αυτήν την εθελότρεπτη ελευθερία της ανθρώπινης ψυχής, η Εκκλησία του Θεού, ξέρει ότι οι νεκροί ναι μεν περιμένουν την δια της αναστάσεως αρτίωση της υπάρξεώς τους, όμως και μπορούν να σκέπτονται και να αποφασίζουν. Η «ὑποκειμένη ἑκάστῳ ποιότητα διαθέσεως» (δηλαδή η υπάρχουσα στον καθένα ψυχική ποιότητα) προσδιορίζει, σε βαθμό που δεν είναι για μας αντιληπτός, το είδος και την ποιότητα της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ακριβώς γι’ αυτό, πάντοτε προσευχόταν για την ανάπαυση των ψυχών των νεκρών μελών της. Ήξερε ότι η ανάπαυση αυτή ποικίλει κατά το μέτρο της σχέσης με τον Χριστό κατά το Γραφικό «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» (Α’ Κορ. 15, 41).

Ο Χριστός κατήλθε στον άδη. [Οι Εβραίοι κατερχόντουσαν στον Scheol (Σεώλ) που σημαίνει: αόρατος, ή εκείνος που ζητάει…(φυσικά την ζωή και σωτηρία του)]. Αυτή η κάθοδος δεν προσδιορίζει συνθήκες του χωροχρονικού διαστήματος, αλλά συνθήκες μεταφυσικής υπάρξεως. Με τον θάνατο απογυμνώνονται οι κρυμμένες ρίζες της ζωής και μένουν σε μας το «φύλλωμα και ο κορμός». Η ψυχή όμως ζει σε πραγματικό περιβάλλον, με δεσμούς προς τον υλικό κόσμο και συνείδηση εαυτού, ο οποίος εαυτός αναμένει την αρτίωσή του δια της αναστάσεως.

Γι’ αυτούς τους νεκρούς, που, παρότι νεκροί, είναι μέλη της (το σώμα της Εκκλησίας χαρακτηρίζεται ως σώμα «ζώντων καί τεθνεώτων»), προσεύχεται η Εκκλησία, ξεκινώντας με την εξόδιο ακολουθία, και συνεχίζοντας με τις θ. Λειτουργίες-μνημόσυνα, και εκτάκτως με τα τρισάγια επί των τάφων για «ανάπαυση των ψυχών τους». Για την συνείδηση των χριστιανών που αγαπούν τον Χριστό και πιστεύουν σ’ Αυτόν, και αναμένουν με προσδοκία χαράς την ανάστασή Του, δεν γίνεται να κυριαρχήσει ο θάνατος και η λήθη. Η ψυχή υπάρχει ως ουσία και ως ενέργεια όχι μόνο πνευματική, αλλά και σωματική.

Μπορεί στην Βασιλεία του Θεού… «να μη παντρεύονται οι άνθρωποι» αλλά τους χριστιανούς τους συνδέει ο θεϊκός αδελφικός δεσμός της υιοθεσίας από τον Θεό Πατέρα δια του Χριστού, και όχι οι συνθήκες των βιολογικών δεδομένων και συνηθειών του βίου. Αγαπάμε τώρα με τα μέτρα και τις δυνατότητες τις γήινες. Δι’ “εσόπτρου” και πριν “σχισθεί” το «καταπέτασμα της σαρκός μας» (Εβρ. 10, 20), τότε δε, με την «μείζονα πάντων» αγάπη του Χριστού, της οποίας θα μας κάνει κοινωνούς και συμμετόχους ο Πρωτότοκος Αδελφός μας.

  1. Τα περί της πορείας του ανθρώπου και της ψυχής του.

Η ψυχή είναι άυλη «ὅσον πρός ἡμᾶς», όμως συγκρινόμενη με τον Θεό «παχύ τε και ὑλικόν εὑρίσκεται» (αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Ο Χριστός με την κάθοδό Του στον άδη δημιούργησε νέα χαραυγή στο βασίλειο των νεκρών. Πλέον μετά την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη ο θάνατος έχασε το “κεντρί” του («πού σου Ἅδη τό κέντρον;», Κατηχητικός λόγος του Πάσχα) και έτσι η παραμονή μεταξύ των νεκρών δεν προκαλεί φρίκη στους χριστιανούς! Η κάθοδος του Χριστού στον άδη και η κατάκτηση «των καταχθονίων» έκανε τον θάνατο, όχι απώλεια, αλλά κέρδος, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος τους Φιλιππισίους («επιθυμώ να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο και να είμαι μαζί με τον Χριστό», Φιλ. 1, 23) και τους Κορινθίους («πάρα πολύ επιθυμούμε να εκδημήσουμε από το σώμα και να ενδημήσουμε στον Κύριο» Β’ Κορ. 5, 8).

Η ψυχή του χριστιανού είναι γεμάτη με την ειρήνη και την χαρά της επιστροφής στο πατρικό σπίτι, όπως επιθυμούσε και όταν ήταν με την σάρκα. Τώρα σχεδόν τίποτε δεν εμποδίζει την κοινωνία με τον Χριστό παρά μόνον η έλλειψη του σώματος. Η παραμονή λοιπόν των ανθρώπων στον άδη, πριν την κάθοδο του Χριστού ήταν τελείως διαφορετική, απ’ ό,τι μετά την κάθοδό Του. Τώρα είναι διαφορετική για εκείνους που πίστεψαν στον Κύριο, διαφορετική για εκείνους, που δεν πίστεψαν και δεν ήλπισαν σ’ Αυτόν, όπως και διαφορετική για εκείνους που δεν τους δόθηκαν ευκαιρίες να γνωρίσουν τον Χριστό και να πιστέψουν.

Συνεπώς υπάρχουν διάφορες συνθήκες και δεδομένα στην κατάσταση του θανάτου. Μπορεί κανείς να συναντήσει εκεί και ένα Παράδεισο και ένα σκοτεινό άδη, όπως λέει ο μάρτυρας Ιουστίνος στον “Διάλογο”: «… δεν πάνε στον θάνατο οι ψυχές των αγίων, όπως των αμαρτωλών, αλλά γεύονται τον παράδεισο, παρ’ ότι τώρα ευρίσκονται μαζί με όλους στον άδη, όχι όμως με τα ίδια δεδομένα όπως και οι άδικοι».

Όπως εκπληκτικά περιγράφει ο C. S. Lewis στον πρόλογο του βιβλίου του “Μεγάλο διαζύγιο”:

«Δεν χάνονται όσοι επιλέγουν λάθος δρόμους. Η σωτηρία τους όμως βρίσκεται στο να επιστρέψουν στον σωστό δρόμο. Μια λάθος πράξη μπορεί να διορθωθεί, αλλά μόνο αν γυρίσεις προς τα πίσω μέχρι να εντοπίσεις το σφάλμα και να το διορθώσεις, και όχι απλά με το να συνεχίσεις. Το κακό μπορεί να διορθωθεί, αλλά δεν μπορεί να “εξελιχθεί” σε καλό. Ο χρόνος δεν το θεραπεύει. Τα “μάγια” πρέπει να λυθούν, κομμάτι κομμάτι, το ένα μετά το άλλο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το δίλημμα «είτε-είτε» παραμένει. Αν επιμείνουμε να κρατήσουμε την Κόλαση (ή ακόμα και τη Γη), δεν θα δούμε τον Παράδεισο. Αν αποδεχτούμε τον Παράδεισο δεν θα μπορέσουμε να κρατήσουμε ούτε το πιο μικρό και πιο αγαπημένο αναμνηστικό από την Κόλαση. Είμαι σίγουρος, πως όποιος έφτασε στον Παράδεισο, θα συνειδητοποιήσει ότι αυτά που εγκατέλειψε (ακόμα κι αν έβγαλε το δεξί του μάτι) δεν χάθηκαν. Πως ο πυρήνας αυτού που πραγματικά αναζητούσε (ακόμα και στις πιο εξαχρειωμένες και άθλιες επιθυμίες του), θα είναι εκεί, πέρα από κάθε προσδοκία, να τον περιμένει στην Βασιλεία του Θεού. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε για όσους ολοκλήρωσαν το ταξίδι (και μόνο γι’ αυτούς), ότι το καλό αγκαλιάζει τα πάντα και ο Παράδεισος υπάρχει παντού. Αλλά εμείς, που δεν φτάσαμε ακόμα στην κατάσταση αυτή, δεν πρέπει να προσπαθούμε να επισπεύσουμε προκαταβολικά αυτό το όραμα. Αν το κάνουμε, είναι πιθανόν να ενστερνιστούμε την ψευδή και καταστροφική αυταπάτη, ότι όλα είναι μέσα στο καλό και πως ο Παράδεισος είναι παντού».

  1. S. Lewis, Το Μεγάλο Διαζύγιο, Εκδ. Ι. Μ. Πρεβέζης, σελ. 14
  1. Τα… Τυπικά.

Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη η τότε Εκκλησία προσευχόταν για τους νεκρούς. Για τον θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν γίνεται προσφορά νηστείας. Ο Νεεμίας περιγράφει την νηστεία και την εξαγόρευση του λαού για τους νεκρούς. Στο δεύτερο βιβλίο Μακκαβαίων περιγράφεται «περί ἁμαρτίας θυσία» (είχαν γίνει ιδιότυποι ειδωλολάτρες οι συγκεκριμένοι νεκροί) και μάλιστα με την απαίτηση «τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθήναι» αυτούς. Και επεξηγώντας την πράξη γράφεται, ότι η προσευχή αυτή ζητήθηκε (μάλιστα στέλνοντας και χρήματα στο Ναό της Ιερουσαλήμ) από τον γενναίο αρχηγό τους, τον Ιούδα, γιατί και αυτός «προσδοκούσε την ανάσταση των νεκρών, αφού αλλοιώτικα θα ήταν ανόητη φλυαρία η προσευχή για τους νεκρούς» (Β’ Μακ. 12, 45).

Η προσφορά της Ευχαριστίας με την “ευκαιρία” ενός μνημοσύνου (τριημέρου-εννιαήμερου-τεσσαρακοστού ή ετήσιου) είναι έκφραση του γεγονότος ότι η ζωή των χριστιανών, ζώντων και νεκρών, είναι η Ευχαριστία, αφού το «Αίμα του Ιησού Χριστού μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία» (Α’ Ιωάν. 1, 7) και μας ζωοποιεί-μας ζωντανεύει, όχι απαραιτήτως βιολογικά αλλά ουσιαστικά.

Η Εκκλησία την τρίτη ημέρα (στα τριήμερα) του θανάτου προσφέρει την Ευχαριστία και προσεύχεται για τον νεκρό σε ανάμνηση της τριημέρου Αναστάσεως. Επαναλαμβάνει τα ίδια την ένατη ημέρα (στα εννιάημερα) προσευχόμενη και στους αγγέλους (εννέα τάγματα) και στον φύλακα άγγελο για τον νεκρό. Την τεσσαρακοστή ημέρα από τον θάνατο αναμιμνησκόμενη την πορεία του λαού του Θεού στην έρημο, και την ανάλογη προσευχή στον θάνατο του Μωυσή, καθώς και την τεσσαρακονθήμερη προσευχή του Χριστού, προσφέρει και πάλι την Ευχαριστία, χωρίς να δεσμεύεται με απόλυτο τρόπο από τον αριθμό των ημερών του θανάτου.

Στα δύο Ψυχοσάββατα του έτους, που είναι το προ της Κυριακής των Απόκρεω και το προ της Κυριακής της Πεντηκοστής, η Εκκλησία (μάλιστα κατά το δεύτερο, προσευχομένη στα γόνατα), προσεύχεται για ανάπαυση των ψυχών των νεκρών με επίταση και θέρμη, προσφέροντας την ευχαριστία για όλους τους νεκρούς, τους παντοιοτρόπως αποθανόντας και φυσικά για όσους δεν έχουν κανένα συγγενή να προσευχηθεί για αυτούς. Λέμε στον Χριστό στις γονυκλινείς προσευχές μας:

«Σ’ αυτήν την παντέλεια και σωτήρια εορτή καταδέχθηκες να δεχθείς ικετήριες προσευχές για τους νεκρούς και να μας δώσεις μεγάλες ελπίδες ότι οι νεκροί θα ελευθερωθούν από τα “ανιαρά” τα οποία τυχόν τους βασανίζουν… και δια των φωτεινών αγγέλων θα συμμετάσχουν στην ζωή των αγίων και στην μακαριότητα της τελειώσεως έχοντας… τύχει ελέους και αφέσεως και ελευθερίας και ανέσεως». Αυτή είναι η διδασκαλία και η πίστη της Εκκλησίας.

Δεν εξαντλείται η Εκκλησία σε περιγραφές διαδρομών της ψυχής (έστω και αν υπάρχουν τέτοιου περιεχομένου πολλά κείμενα που κυκλοφορούν ανάμεσα στα μέλη της) ξέροντας ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι στα χέρια του Θεού στο λιμάνι της Βασιλείας Του, στην κατάπαυσή Του. Κάθε ψυχή “κινδυνεύει” από το περιεχόμενό της και όχι από τον Χριστό! Η προσευχή της Εκκλησίας γι αυτήν (την ψυχή) δεν είναι εξιλέωση του Ελεήμονος Πατρός (ο Οποίος έχει σπλάχνα οικτιρμών, και ΕΙΝΑΙ αγάπη) αλλά είναι ικεσία για δεκτικότητα από μέρους της ψυχής, του ελέους του Θεού. Δηλαδή να μην είναι “αγκυλωμένη” στον εγωισμό της αυτογοητείας τόσο, ώστε «να μη μπορεί να δει την ομορφιά του Θεού» και έτσι να δυστυχεί.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κυριολεκτικά αγγελικός διδάσκαλος για την Εκκλησία μας, μάς διευκρινίζει θεμελιακά ότι:

Οι λογικές νοερές ψυχές των αγγέλων και των ανθρώπων (από την δημιουργία τους και κατά χάριν) έχουν την ζωή ως ουσία, δηλαδή ζουν αυτόνομα και είναι αθάνατες. Για τους ανθρώπους όμως η ψυχή δεν υπάρχει μόνον ως ουσία, αλλά και ως ενέργεια, αφού ζωοποιεί και το σώμα με το οποίο είναι ενωμένη. Σ’ αυτό υπάρχει διαφορά από τις αγγελικές ψυχές που δεν έχουν σώμα. Υπάρχει βέβαια για τους ανθρώπους διαφορά και από την “ψυχή” των αλόγων ζώων, αφού σ’ αυτά η ψυχή τους “συμπίπτει” με την ζωή του σώματος και διαλύεται μαζί με το σώμα.

Και άγγελοι και άνθρωποι την αγαθότητα δεν την έχουν ως ουσία, αλλά η ψυχή τους είναι δεκτική αγαθότητας ή αρνήσεως της αγαθότητας. Άγγελοι και άνθρωποι λοιπόν έχουν ψυχή σύνθετη από την ζωή τους (ως ουσία) και από την ποιότητα της διαθέσεώς τους, που εξαρτάται από την αυτεξουσιότητα της δηλαδή την ελευθερία τους. Έτσι έχουμε καλούς αγγέλους και κακοποιούς αγγέλους. Καλούς (ουσιαστικά όχι συμπεριφορικά) ανθρώπους και κακούς ανθρώπους. Αγγέλους και ανθρώπους που θέλουν να μετέχουν των αρετών του Χριστού και αγγέλους και ανθρώπους που Του στρέφουν τα νώτα!

Οι κακοποιοί άγγελοι είναι… “νεκροποιά” πνεύματα, αφού “νεκρώνουν” όποιον τους υπακούει. Φυσικά, παρά αυτή τους την επιλογή παραμένουν αθάνατα, γιατί δεν χάνουν ούτε έτσι την ζωή ως ουσία. Η νεκρότητα δεν είναι ουσία, αλλά παγιωμένη ποιότητα διαθέσεως χωρισμού από τον Θεό. Κατ’ αναλογίαν καταντά και η ανθρώπινη πραγματικότητα, όταν υπακούει σ’ αυτήν την νεκροποιό διάθεση και προσαρμόζεται. Στους ανθρώπους βεβαίως υπάρχει και ο τομέας της σωματικής-υλικής ενέργειας (είτε ζωοποιού και δημιουργικής, είτε νεκροποιού και καταστροφικής). Όλα αυτά τα δεδομένα διατηρούνται και έπειτα από τον σωματικό θάνατο, απλώς με τον θάνατο η ψυχή χάνει την σωματοποιητική της ενέργεια. Σώμα χωρίς την ψυχή είναι νεκρό, ψυχή χωρίς το σώμα είναι γυμνή.

«Κεφάλαια Φυσικά Θεολογικά…», Φιλοκαλία τ. 4ος, σελ. 136-187 § λ’

  1. Οι προσευχές και οι “προσφορές” για τους νεκρούς

Η αγαπητική διάθεση των ζώντων για τους νεκρούς των, τους οδηγεί στην μέριμνα «να κάνουν κάτι» για την ανάπαυση της ψυχής των ανθρώπων τους. Θεμιτό και φυσικό. Η πρώτη αυτονόητη κίνηση είναι η προσευχή. Προσευχή στον ναό κατά τις ακολουθίες (κηδεία-μνημόσυνα) αλλά ιδιαιτέρως κατ’ ιδίαν, προσευχή με την ένταση της αγωνίας “αποτελέσματος” για το αγαπημένο πρόσωπο, καθώς και προσευχή κατ’ αναλογίαν της Ευαγγελικής αναίδειας!

Η προσφορά των κολλύβων (βρασμένο σιτάρι) έχει βάση την διδασκαλία του Χριστού «εάν ο σπόρος δεν πέσει στην γη και δεν πεθάνει, αυτός μόνος μένει» (Ιω. 12, 24) που είναι διδασκαλία αναστάσεως. Τα μνημόσυνα (δηλαδή οι θ. λειτουργίες για τους νεκρούς) συνοδεύονται πάντα από κόλλυβα. Οι αγαπητικές εκφράσεις προσευχής για τους νεκρούς [καντήλι επί του τάφου, δηλαδή προσευχητική υπόμνηση μπροστά στο Σταυρό (όπως και στις εικόνες)-θυμίαμα-άναμα κεριών] είναι εκφράσεις μέριμνας για την κατάστασή τους. Είναι έγνοια για το κατά πόσον βρίσκονται σε συνθήκες άνεσης, χαράς, και ανάπαυσης ή δυστυχούν αυτοέγκλειστοι στην εγωιστική φυλακή που τυχόν έχτιζαν σε όλη τους την επίγεια ζωή. Ανάπαυση δεν είναι ένα… ανακουφιστικό λουτρό, αλλά το βίωμα της ουσιαστικής χαράς που γεννιέται από την συνάντηση με Τον αγαπημένον.

Από την άλλη, η προτροπή προσφοράς ελεημοσυνών υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων είναι αρχαία συνήθεια των Χριστιανών βάσιμη και σωστή. Η ελεημοσύνη είναι θυσία αγάπης και άρα ελευθερίας από το κλουβί του εγωιστικού εαυτού. Όταν λοιπόν «βλέποντας τον αδελφόν σου βλέπεις Κύριον τον Θεόν σου» (έτσι διδάσκουν οι πατέρες) η προσφορά τελικώς καταλήγει να είναι προσφορά στον Θεό! Την χρειάζεται; Εκείνος καθόλου, εμείς την χρειαζόμαστε ως υποστατή και έμπρακτη αγάπη. Η ελεημοσύνη λοιπόν θέλει να “ζεστάνει την καρδιά” των νεκρών μας σε αγάπη προς τον Θεό, ώστε να μπορέσει η ψυχή να… «διαβεί τα χάσματα», που την χωρίζουν τυχόν από τον Χριστό. Γίνεται κάτι τέτοιο; Η εμπειρία της Εκκλησίας απαντάει ναι.

“Αγωνία” πάντως λανθασμένη εκφράζεται πολλές φορές και από θεολόγους και ιεροκήρυκες, μπας και κάποιος λυτρωθεί εκ της κολάσεως (του χωρισμού δηλαδή από τον Θεό) και γράφουν: «… δέν ἐννοοῦμεν (διά τῶν μνημοσύνων) τήν ἀπαλλαγήν ἐκ τῶν δεινῶν τοῦ ἅδου καί μεταβίβασιν ἀπό τῆς κολάσεως εἰς τόν Παράδεισον, ἀλλ᾿ ὡς ἀνακούφισιν καί βοήθειαν μικράν…». Τέτοιες στενόκαρδες θεολογίες (λες και αν κάποιος αμαρτωλός πάει στον παράδεισο, θα μας πάρει την “θέση”) πρέπει να μας απαντήσουν για το είδος της ανακούφισης και το μέγεθος της βοήθειας…!!

Και οι πατερικές παραπομπές (αποσπασματικές και μονομερείς συνήθως, αλλά και ουσιαστικές π.χ. Λόγος αγ. Ιω. Δαμασκηνού, «Γι’ αυτούς που πέθαναν εν πίστει». www.enoriako.info) δεν κατοχυρώνουν φυσικά το αναντίρρητο… Η Εκκλησία, πλήρης αγάπης του Θεού, προσεύχεται για μετοχή των νεκρών μελών της στην χαρά της Βασιλείας του Θεού και στην συμπερίληψη των κεκοιμημένων στους ορώντας το Πρόσωπο του Χριστού, όχι ἐν ἐσόπτρῳ, αλλά αὐτοψεί. Προσεύχεται για την “καταγραφή” των κοιμηθέντων στο Βιβλίο της Ζωής· στους πολίτες της Χώρας των Ζώντων. Στην Νεκρώσιμη Ακολουθία που τονίζονται ακριβώς όλα τα παραπάνω καθώς και η ελπίδα της δυνατότητας… “ανάξιας” σωτηρίας, στο προτελευταίο τροπάριο που ακούμε λέμε:

«… ἀλλ᾿ αἰτῶ πάντας και δυσωπῶ, ἀδιαλείπτως ὑπέρ ἐμοῦ προσεύξασθαι Χριστῷ τῷ Θεῷ, ἵνα μή καταταγῶ διά τάς ἁμαρτίας μου, εἰς τόν τόπον τῆς βασάνου, ἀλλ᾿ ἵνα μέ κατατάξη ὅπου τό φῶς τῆς ζωῆς».

Ο καθένας φυσικά θα κριθεί σύμφωνα με το μέτρο που θα έχει ο ίδιος εφαρμόσει για τον πλησίον του. Οι άνθρωποι «γίνονται δεκτοί» στην Βασιλεία ή “καταδικάζονται” σε αιώνια τιμωρία, ανάλογα με την αγάπη ή την αδιαφορία που έχουν δείξει στους άλλους. Με αυτά τα δεδομένα, ο θάνατος του Χριστού είναι η στιγμή που κρίνεται ο κόσμος. Βέβαια η κρίση πραγματώνεται από την στιγμή που ο Πατέρας στέλνει τον Υιό του στον κόσμο. Από την στιγμή που ο Ιησούς εμφανίζεται στον κόσμο, εγκαινιάζονται οι έσχατοι καιροί. Ήδη πραγματώνεται η εσχατολογική κρίση, όσο και αν θα πρέπει να αναμένεται η ένδοξη επιστροφή του Χριστού για να εκπληρωθεί τέλεια! Ο Πατέρας βεβαίως δεν Τον στέλνει για να κρίνει τον κόσμο, αντιθέτως, έρχεται για να σώσει τον κόσμο. Αναλόγως όμως με την στάση που ο καθένας τηρεί απέναντί Του, η Κρίση γίνεται άμεση: όποιος πιστεύει δεν θα κριθεί, όποιος δεν πιστεύει έχει ήδη κριθεί γιατί αρνήθηκε το φως (Ιω. 3, 18). Η κρίση λοιπόν είναι περισσότερο μια αποκάλυψη του μυστικού της καρδιάς του ανθρώπου παρά μια θεϊκή ετυμηγορία. Αυτοί που τα έργα τους είναι πονηρά προτιμούν τα σκότη από το φως, και ο Θεός δεν έχει παρά να τους σεβαστεί, στην επιλογή της τύφλωσής τους, αυτούς τους αυτοϊκανοποιημένους ανθρώπους, που καυχιούνται ότι βλέπουν καθαρά. Στους άλλους όμως, έρχεται ο Ιησούς να γιατρέψει τα μάτια τους, ώστε «πράττοντας τήν ἀλήθεια» να έρθουν στο φως (Ιω. 3, 21). Η τελική κρίση λοιπόν δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά να φέρει στο φως αυτόν τον διαχωρισμό που γίνεται από τώρα μυστικά στις καρδιές. Τότε, «ὅταν ἡ ζωή ἡμῶν φανερωθῆ» (Κολ. 3, 4), ή Τον εμπιστεύεσαι, Τον ακολουθείς και αλλάζεις την καρδιά σου, και με την βοήθεια των ἐν τῷ κόσμῳ αδελφών σου, που προσεύχονται και προσφέρουν την αναίμακτη θυσία για σένα, έχεις ή αποκάς την δυνατότητα μετοχής στην «ἀπέραντο ἡδονή τῶν καθορόντων τό φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ», ή μένεις στην δυστυχία του αυτοέγκλειστου («κεκλεισμένων των θυρών» Ζ. Π. Σαρτρ), να εμπιστεύεσαι μόνον τον εαυτό σου, να αιτιάσαι τους άλλους ως υπαίτιους της ταλαιπωρίας σου, και τελικώς να μη βγαίνεις από αυτήν την φυλακή της δυστυχίας, παρ’ ότι «οι πόρτες άνοιξαν» από τον Χριστό.

Η προσευχή λοιπόν για τους νεκρούς είναι αγωνία, ικεσία και δέηση για ελευθερία της καρδιάς των αγαπημένων από την αυτοϊκανοποιητική τύφλωση που οδηγεί στην μοναξιά της κόλασης. Είναι κραυγή ικεσίας για επανάληψη στους δικούς μας… της ιστορίας του ληστού.

«Ο Θεός δεν κολάζει κάποιον, αλλά καθένας κάνει τον εαυτό του δεκτικό ή μη, της μετοχής των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Και είναι η μετοχή ευτυχία (παράδεισος) και η μη μετοχή δυστυχία (κόλασις). Ο Θεός και στον διάβολο δίνει πάντοτε αυτή την καλή δυνατότητα, αλλά εκείνος δεν θέλει να μετάσχει»! (Ιω. Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων). Ο ίδιος άγιος λέει: «όπως το σκοτάδι εξαφανίζεται με την έλευση του φωτός, έτσι και η φθορά καταργείται με την “εισβολή” της ζωής, που έφερε ο Χριστός και όλοι “ζωογονούνται”. Μένει η φθορά μόνον στον φθορέα», (Ιω. Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως).

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση