Κατήχηση, Ποίηση, Υμνοι και ψαλμοί

«Τα οστά των νεκρών αγωνιζόμαστε να ζωντανέψουμε»

(T. Tranströmer)

(Θεολογία του σώματος)

 

Η διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού για την σωτηρία των ανθρώπων εννοείται ότι συμπεριλαμβάνει τον όλον άνθρωπο. Η λέξη ψυχή εξυπονοεί σύνολον τον άνθρωπο.

Το “φύσημα” του Χριστού στον Αδάμ τον έκανε ψυχή ζώσα. Και ο Χριστός δίδαξε τον “Αδάμ” ότι δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει αντάλλαγμα της ψυχής που του έδωσε, αφ’ ενός, αλλά και αφ’ ετέρου αν δεν αποφασίσει να “χάσει” την ψυχή του για τον Χριστό, δεν πρόκειται να την σώσει!

Δηλαδή;

Δηλαδή όλος ο άνθρωπος (σώμα και ψυχή) σώζεται, όταν εμπιστευτεί τον Χριστό και απορρίψει τα «αντισταθμιστικά οφέλη» (αντάλλαγμα της ψυχής) των επίγειων συνθηκών, που φαντάζουν στα μάτια των ανθρώπων… περιουσία. Τον Χριστό Τον ακολουθούμε «ὅπου ἄν ἀπέρχῃ» με την εμπιστοσύνη των παιδιών προς τις ενέργειες και τα λόγια του πατέρα τους.

Όταν αυτό γίνει, τότε έρχεται και κατοικεί μέσα μας η Χάρη του Θεού, δηλαδή η άκτιστη ενέργεια Του, που μεταβάλει την ποιότητα των προσωπικών μας δεδομένων και τα κάνει να είναι της ποιότητας του Χριστού.

Αυτό το γεγονός μαζί με την διδασκαλία της Εκκλησίας ότι δεν έχουμε σώμα, αλλά είμαστε σώμα, σε συνδυασμό και με τις περιπτώσεις από την Αγ. Γραφή (το σώμα του Μωϋσέως – το παιδάριο του Ελισαίου – η “λάσπη” από τον Χριστό στα μάτια του τυφλού – ο ιαματικός Λόγος του Χριστού – τα σιμικίνθια του αποστόλου Παύλου – η σκιά του Πέτρου) και την παράδοση από τους βίους των αγίων, έκαναν το Σώμα της Εκκλησίας, τους χριστιανούς, να τιμούν και να σέβονται τα λείψανα των αγίων, ως κατοικητήριο της Χάριτος του Θεού. Παρά τον σεβασμό και την τιμή, ποτέ δεν δέχθηκε η Εκκλησία μια φετιχιστική ειδωλολατρεία για τα λείψανα. Ποτέ δεν τα αυτονόμησε. Πάντοτε οι “λαϊκές” υπερβολές ήταν καταδικαστέες. Υπήρξαν υπερβολές; Βεβαίως και πάντοτε. Έτσι είναι τα ανθρώπινα. Όπως υπήρξαν απόκρυφα ευαγγέλια από λανθασμένη ευλάβεια, πολύ περισσότερο υπήρξε… “λειψανολατρεία” απαράδεκτη. (Ο αγ. Νεκτάριος επ’ αυτού γράφει… κάμποσα). Όταν η ποιότητα και το ήθος του μάρτυρα και αγίου ξεχνιόταν, τότε γινόταν… υπερέξαρσις της τιμής των λειψάνων του! Τότε «εὐσεβεῖς ἀπάτες» βεβήλωναν και… γελοιοποιούσαν ένα πελώριο θέμα, καταστρέφοντας τον δυναμισμό της θυσιαστικής αγάπης των αγίων και μεταβάλλοντας τα λείψανα σε… φετίχ!

Οι χριστιανοί δεν πρέπει να φοβούνται να μιλήσουν για τα λάθη τους. Άλλωστε η κύρια πνευματική ενέργεια της σχέσεως κάποιου με τον Χριστό είναι η μετάνοια. Ας μη φοβόμαστε να μετανοήσουμε και για λάθη άλλων. Τα προφανή δεν χρειάζονται δικαιολογίες! Η θεολογία της ευσεβούς απάτης (fraus pia) δεν έχει σχέση με την Εκκλησία του Χριστού.

Απ’ αυτές τις υγιείς αντιλήψεις εμφορούμενος και ο άγνωστος βυζαντινός συγγραφέας, του ποιήματος που παραθέτουμε, διακωμωδεί τις υπερβολές και εμπαίζει την λάθος… “θεολογία” “απειλώντας” τον αφελή αυταπατώμενο και απατούντα: «αὐτός πράξεως οὐκ ἐνθέου… ὑπόσχη ἀξίαν τιμωρίαν»!!

Και μεις μαζί του, αφού διακρίνουμε σωστά την υγιή διδασκαλία και αποφύγουμε τον κίνδυνο «να πετάξουμε μαζί με το νερό και το μωρό», ας λέμε: «Ὡς ἂν γελώην ἠδέως καθ’ ἡμέραν, τῶν θλίψεων εὑρών σὲ φάρμακον μέγα».


 

Πολλοὶ λέγουσιν (οὐκ οἶδα δέ, εἰ ἀληθεῖς οἱ λόγοι)

πλὴν λέγουσι καὶ πείθουσί με,

Ὡς σφόδρα χαίρεις, ὦ μοναστὰ καὶ πάτερ,

εἰ τὶς σὲ σεπτοῖς δεξιοῦται λειψάνοις,

ἀνδρῶν μαρτύρων ἢ γυναικῶν μαρτύρων,

θήκας δὲ πολλάς λειψάνων θείων ἔχεις,

ἅς ἐξανοίγων τοῖς φίλοις σου δεικνύεις.

Τοῦ Προκοπίου μάρτυρος χεῖρας δέκα,

Θεοδώρου δὲ πέντε καὶ δέκα γνάθους,

καὶ Νέστορος μὲν ἄχρι τῶν ὀκτὼ πόδας,

Γεωργίου δὲ τέσσαρας κάρας ἅμα,

καὶ πέντε μαστοὺς Βαρβάρας ἀθληφόρου·

καὶ νῦv μὲν ὁστᾶ δώδεκα βραχιόνων

τοῦ καλλινίκου μάρτυρος Δημητρίου.

Νῦν τ’ αὖ καλάμους εἴκοσι σκελῶν ὅλων

τοῦ Παντελεήμονος (ὢ τῆς πληθύος!).

Λέγεις δὲ πίστει ταῦτα πάντα λαμβάνειν,

οὐκ ἀμφιβάλλων, οὐκ ἀπιστῶν οὐδ’ ὅλως,

αἰδῶ τε πολλὴν τοῖς κιβωτίοις νέμεις,

Καὶ προσκυνεῖς ὡς ὄντα Χριστοῦ μαρτύρων!

Βαβαὶ ζεούσης πίστεως σῆς Ἀνδρέα,

ἥτις σὲ πείθει τοὺς μὲν ἀθλητάς, ὕδρας,

τάς μάρτυρας δέ θήρας οἴεσθαι κύνας,

Τοὺς μὲν κεφαλάς μυρίας κεκτημένους

Τάς δ’ αὖ γε μαστῶν πλῆθος, ὥσπερ οἱ κύνες!

Ἐκ πίστεως σῆς καὶ πρὸς ἰχθὺν ἐτράπη

Νέστωρ ὁ μάρτυς, ὀκτάπους δεδειγμένος.

Καὶ Προκόπιον πίστις ἡ σὴ δεικνύει

Βριάρεων κομῶντα χειρῶν πληθύι!

Λέγεις ὁ σεμνὸς καὶ Θέκλης τῆς πρωτάθλου

ὀδόντας ἑξήκοντα (φεῦ πλάνης!) ἔχειν,

Καὶ τοῦ μεγίστου Προδρόμου λευκάς τρίχας·

αὐχεῖς δὲ καὶ σὺ πάσας ὡς νῦν ἔπριω

ἐκ τῶν γενείων τῶν σφαγέντων νηπίων

ἐν Βηθλεέμ, πρὶν τῆς Ἰουδαίας πόλει!

Φάσκεις δὲ τιμᾶν ταῦτα, πιστοῖς, ὡς νόμος.

Ὦ πίστις ὀρθή, πίστις ἠνθρακωμένη,

ἥ τοὺς πατρώους οὐκ ἀπαρνεῖται νόμους,

τῶν Μακκαβαίων τὸ ζέον μιμούμενη!

Ὦ πίστις μῶμον οὐκ ἔχουσα οὐδένα,

Τάξεις ἀνατρέπουσα καὶ φύσεις μόνον,

Νῦν μὲν γυναίκα δεικνύουσα πρεσβύτιν,

Ὕλην ὀδόντων αὐχοῦσαν ἑξηκοντάδα,

Νῦν δ’ αὖ γε λευκαίνουσα τὴν κόμην νέω,

Καὶ νηπίοις διδοῦσα πωγώνων πλάτη!

Καὶ ταῦτα πιστῶς ὡς ἀληθῆ προσδέχη,

Καὶ χρημάτων νέμεσιν ἠδέως ἔχη.

Οὐκ ἂν γὲ τοὶ λείψη σὲ πλῆθος λειψάνων!

Ἔσται γὰρ ἔσται λειψάνων ἔτι πρᾶσις,

Ἕως ἂν ἠχήσειε σάλπιγξ ἐσχάτη

Ἑνοῦσα ταῦτα καὶ συναθροίζουσά πως,

Ἄφθαρτον εἰς σύμπηξιν ἄλλης οὐσίας·

Σφίγγουσα τὰ πρὶν ἐσκορπισμένα,

Πνοὴν δίδουσα πᾶσιν ἐκπεπνευκόσιν,

καὶ πάντας εἰς τὸ βῆμα συγκαλουμένη·

τὸ φρικτὸν ὄντως βῆμα.

Ἐν ὦπερ αὐτὸς πράξεως οὐκ ἐνθέου

ὀρθῶς ὑπόσχη ἀξίαν τιμωρίαν,

ἀνθ’ ὧν παρηνόμησας οὕτως ἀφρόνως,

ὁστᾶ βεβήλων οἴα σεπτῶν μαρτύρων

ὠνούμενός τε καὶ κατακλείων πίθω.

Τί καὶ τοσούτον ἐκκενοῖς οὖν χρυσίον;

Ἔξεστι καὶ γὰρ δωρεὰν σὲ λαμβάνειν,

πρὸς τοὺς τάφους τρέχοντα τοὺς ἐν τῇ πόλει·

εἰ πὲρ σὺ μισθὸν οὐ κομίζεσθαι λέγεις

ὧν ὀστᾶ προῖκα λαμβάνεις ἐκ μνημάτων,

ἴθι πρὸς ἐξώνησιν, ἡδέως ἴθι·

Ρᾶον κενώσεις ἅπαν τὸ σὸν χρυσίον,

ἤ τοὺς τάφους ἅπαντας οἱ νεκροπρᾶται.

Ἔγωγε τοίνυν ταῦτα θαυμάζειν ἔγνων

πῶς οὐκ ἀπιστεῖς τοῖς πράταις τῶν ὀστέων,

τοὐναντίον δὲ καὶ προσηνῶς προσδέχη

ἅπαντας αὐτοὺς καὶ μεθ’ ἡδονῆς ὅσης!

Ἤκουσα δ’ αὐτὸς πρὸς τινος τῶν σῶν φίλων

Ὡς γνοὺς πλάνος τῆς πίστεως σῆς· τὸ ζέον,

ὁστοῦν προβάτου μηριαῖον λαμβάνει,

ἇπαν δὲ κύκλω βάματι χρίσας κρόκου,

καὶ θυμιάσας καὶ περιστείλας ἅμα,

πρόσεισιν εὐθὺς καὶ δίδωσι σοὶ λέγων·

«Ὀστοῦν ὑπάρχει τοῦτο μάρτυρος Πρόβου,

(Τὸ δ’ ἦν προβάτου μᾶλλον, ἀλλ’ οὐχὶ Πρόβου)

Δεῖ τοιγαροῦν σοὶ χρυσίνων δέκα».

Λαβεῖν τί χρῆμα θεῖον ὠήθης, πάτερ,

ἐκ πίστεως καὶ τοῦτο ποιήσας τἄχα.

πολλὴ γὰρ ἐστί πίστις ἡ σὴ καὶ λίαν,

Καὶ μὴν δυνηθῆ καὶ μεθιστᾶν τὴν κτίσιν·

ὅπου γὰρ μικρὰ πίστις ἀκραιφνεστάτη,

ὡς κόκκος σινάπεως, ὁ Χριστὸς λέγει,

ὅρη μεθιστᾶν εὐκολώτερον σθένει.

Πλὴν ἀλλ’ ἔπει σὲ πιστὸν ἔγνων εἰς ἄκρον,

οὐκ ἀμφιβάλλειν, οὐδὲ διστάζειν ὅλως

πρὸς τάς δόσεις θέλοντα τάς τῶν λειψάνων,

παρέξομαι σοὶ προίκα χρῆμα τί ξένον·

Ἐνὼχ τὸν ἀντίχειρα τοῦ τρισολβίου,

καὶ γλουτὸν αὐτὸν Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου!

Βούλει, παράσχω λειψάνοις τούτοις ἅμα

καὶ δάκτυλον σοὶ Μιχαὴλ ἀρχαγγέλου;

Ἔσται! παράσχω τοῦτο ἐκ Χώνων ἔχων.

Μόνον σὺ μοὶ πίστευε ταῦτα λαμβάνων,

ὡς εἰσὶ τούτων ὧν ἐγώ, διδούς, λέγω.

Δώσω σὺν αὐτοῖς καὶ βραχύ, πάτερ, μέρος

τοῦ Γαβριὴλ σοὶ τοῦ μεγίστου τῶν νόων·

ἐν Ναζαρὲτ γὰρ κατελθών πρὶν τῇ πόλει,

πτερορρυήσας ἐξανέπτη πρὸς πόλον·

ἤχθησαν οὖν ἐκεῖθεν ὧδε τὰ πτίλα·

ἐγὼ δὲ ταῦτα πάντα ἔχων ἐσχάτως

καὶ σοὶ παράσχω, πιστὲ λειψάνων φίλε!

Ἀλλ’ οὐκ ἐκείνων φείσομαι τῶν κρειττόνων.

οὕτω σὲ πιστεύοντα πρὸς ταῦτα βλέπων,

τὸν ἡδὺν ὄντως ἐν μονασταῖς Ἀνδρέαν,

δώσω δὲ σοὶ κακεῖνα σὺν προθυμία.

Ἑνὸς χερουβὶμ τριῶν ὀμμάτων κόρας,

καὶ τήν φλογίνην ρομφαίαν δώσας,

ἥν ἐξανάψας ἐν μέσῳ τῶν λειψάνων

ἄλλου παρ’ αὐτὴν οὐ δεηθήση λύχνου·

Φλὸξ οὖσα, καὶ γὰρ οἶδε καὶ φῶς ἐκφέρειν,

καὶ πάντα νικᾶ φῶτα λαμπρῶν ἀστέρων·

ἔξεις ἐκείνην τοιγαροῦν σὺ καὶ λύχνον

καὶ λείψανον κάλλιστον ὑπὲρ τί ἄλλο.

Καὶ πάντα ταῦτα προῖκα καὶ χωρὶς πόνου

λοιπαῖς συνάξας σὺν ἀπείροις λειψάνοις,

θήσεις με πρῶτον τοῦ χοροῦ τῶν σῶν φίλων,

εὐεργέτην καλῶν πάντα τὸν χρόνον.

Οὕτω γὰρ ἐστίν, ὥσπερ οἶμαι, καὶ πρέπον.

Ἀπογραφεὺς σοὶ ταῦτα τῶν βασιλέων,

ὁ Χριστοφόρος, ὂν καὶ γινώσκειν ἔχεις,

ἀγχοῦ μὲν οἰκῶν τοῦ νεῶ Προτασίου,

Ἀμφ’ αὐτὸ φημὶ τὸ στρατήγιον, πάτερ.

Ποθῶν δὲ καὶ γνώριμον σχεῖν καὶ φίλον,

Ὡς ἂν γελώην ἠδέως καθ’ ἡμέραν,

Τῶν θλίψεων εὑρών σὲ φάρμακον μέγα.

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση