Δίχως αγάπη,
όλη η λατρεία είναι ένα ασήκωτο βάρος
ο χορός αγγαρεία,
η μουσική σκέτος θόρυβος.
Τζ. Ρουμί “O Aγαπημένος”
Πολλοί άνθρωποι στην σύγχρονη εποχή μας, αξιολογούν την Εκκλησία και τους κληρικούς κατ΄ αναλογίαν του ακτιβισμού που αυτοί (Εκκλησία και κληρικοί) επιδεικνύουν. Μια Εκκλησία που εξαντλείται σε κοινωνική δράση και φιλανθρωπία παντός είδους, και κάποιοι κληρικοί που έχουν ουσιαστική θεμελιώδη κεντρική “στάση ζωής” της ιερωσύνης τους την “προσφορά” και την κάλυψη των υλικοτεχνικών αναγκών των ανθρώπων, γίνονται άνετα αποδεκτοί από τον σημερινό κόσμο. Βέβαια ο Χριστός “εμπαίζοντας” το ανειλικρινές ενδιαφέρον των συγχρόνων του, τους έλεγε: «… σας βεβαιώνω ότι ψάχνετε να με βρείτε, όχι επειδή είδατε θαυμαστά σημεία από τον Θεό, αλλά γιατί φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε» (Ιω. 6, 26)! Σήμερα ούτε αυτό υπάρχει! Σήμερα όλα είναι μια πνευματικά ατελέσφορη, για τους ανθρώπους, “τροφοδοσία”, που εξαντλείται με το πιάτο και δεν δίνει τίποτε άλλο, σ᾿ αυτόν, που θιγμένος και θυμωμένος στέκεται μπροστά μας.
Ο Χριστός δεν είναι ο χωματένιος μεσσίας, που προσδοκά την αυθαίρετη “καλή” γνώμη μας, ως ρυθμιστή των υλικοτεχνικών μας αναγκών και εκκρεμοτήτων. Δεν ήρθε να φέρει ψωμιά στα σώματα, αλλά αλήθεια στις ψυχές. Ήρθε να μετατρέψει τα βασίλεια της γης σε Βασιλεία των Ουρανών και την ανθρώπινη κοινωνία σε μακάρια αγγελική αγιότητα. Με κανένα τρόπο όμως δεν δέχεται να αλλάξει “τις πέτρες” σε “ψωμιά” μεταλλάσσοντας την ύλη σε άλλη μορφή ύλης.
Έχοντας ο σημερινός κόσμος περιορίσει όλα του τα ενδιαφέροντα στην υλική υπόσταση του ανθρώπου (στην οποία και “τον εξαντλεί”), πώς να εννοήσει θέματα μεγαλύτερα και ουσιαστικότερα; Ήρθε και η αντιπαλότητα της ιδεολογικής απόρριψης της Εκκλησίας- θρησκείας από τον Μαρξισμό και το «κερασάκι έδεσε». Η αγωνία της δημιουργίας επίγειου παραδείσου δεν δεχόταν να «ακούσει» άλλη θεματολογία ανθρωπίνων προβλημάτων, εκτός από το «ψωμί»! Θετική αξιολόγηση γινόταν μόνον για ό,τι δραστηριοποιόταν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Η κουρασμένη από τα χρόνια και την κακή χρήση εκ μέρους των κληρικών διδασκαλία του Χριστού «δεν ζει κανένας μόνο με ψωμί», είχε χάσει το πελώριο νόημα και την μεγαλειώδη της προοπτική, του να απαιτεί να μη αξιολογείται ο άνθρωπος ως μια άδεια κοιλιά και ένα προηγμένο θηλαστικό, και είχε γίνει “παπαδοκουβέντες”.
Μια ατμοσφαιρική διάβρωση “επέβαλε” έστω και ανεπίγνωστα την “απαίτηση” η Εκκλησία και οι κληρικοί να αποδεικνύουν πρακτικά την χρησιμότητά τους στον κοινωνικό βίο! Όχι μόνον άθεοι, αλλά και “χριστιανοί”, δεν μπορούν να εννοήσουν άλλον λόγο ύπαρξης παρά μόνον την προσφορά στις κοινωνικές ανάγκες!
Χωρίς να λείπουν και από το απώτατο παρελθόν ανάλογες αγωνίες εντάθηκαν στην περίοδο του Προτεσταντισμού και στον Διαφωτισμό που επακολούθησε και γίναν άποψη και τοποθέτηση και στάση ζωής. Πρώτα όσον αφορά τους μοναχούς και τα μοναστήρια και την χρησιμότητά τους, και κατόπιν για την Εκκλησία και τους κληρικούς, ξεσηκώθηκε μια αμφισβήτηση, που για τους Προτεστάντες πατούσε στις πληγές που δημιουργήθηκαν από ενέργειες και απόψεις της Καθολικής Εκκλησίας, και για τον Διαφωτισμό, στην αθεϊστική λογική του: «υπάρχει, μόνον ό,τι βλέπω».
Δεν γινόταν εύκολα κατανοητή η θυσιαστική ζωή των μοναχών ούτε ο τρόπος της… Μαρίας (παρά τους πόδας του Ιησού), αφού η προσευχή αξιολογούταν ως… χαμένος χρόνος και η μοναχική ζωή ως… τεμπελιά. Έτσι τα μοναστήρια δέχτηκαν επιθέσεις ιδεολογικές (στην Αγγλία, καταργήθηκαν με βασιλική εντολή) και ξεκίνησε σάλαγος απορριπτικών “κυμάτων”, που έφτασαν μέχρι και τα μισά του εικοστού αιώνα. Ξεκινώντας από τον… πολιτισμένο δυτικό κόσμο εξαπλώθηκαν αυτές οι αντιλήψεις και στην «καθ’ ημάς» ανατολή. Οι κληρικοί απολογούμενοι στην ανόητη τοποθέτηση του καθ’ ενός, εξαντλούνται στον απολογισμό του έργου τους. Τον δημοσιεύουν. Τρέχουν να ανταποκριθούν στις… απαιτήσεις, που εν τέλει τους διαλύουν και τους αποσυνθέτουν. Εν γνώσει, ή στην καλύτερη περίπτωση ανεπιγνώστως, γίνονται νεροκουβαλητές στον «μύλο του καλού ονόματος» της “αποδοχής” και της “υστεροφημίας”. Το έργο του Θεού ξεχνιέται στην γωνιά των αζήτητων! Οι απλοί κληρικοί πελαγοδρομούν και οι υπεύθυνοι αρχιερείς εκδίδουν φυλλάδια και περιοδικά δραστηριοτήτων με πλείστες όσες φωτογραφίες, των «την διακονίαν τους πληροφορούντων» στιγμιοτύπων! Φυσικά τώρα με το internet γίνεται και αγώνας συμπερίληψης… πνευματικότερων θεμάτων! Βιντεοσκοπούνται… εσπερινοί, αρτοκλασίες, μνημόσυνα, αγιασμοί, θ. Λειτουργίες!! Γιατί φυσικά ευχαριστιόμαστε να ακούμε όσους είναι πρόθυμοι να κάνουν φιλοφρονήσεις! Οι ιερείς μεγαλώνουν στην αναπηρία μιας ρουτίνας, που θα καλύψει τον βιοπορισμό τους, και οι αρχιερείς στην μέριμνα της ψυχολογικής τους αναπλήρωσης του κενού της έλλειψης οικογενείας, αφού από μοναχοί κατέληξαν… άγαμοι!
Ο ιερέας με όλα αυτά καταλήγει ένας υπάλληλος ενός συστήματος γραφειοκρατών. Και ο αρχιερέας πολλές φορές τελικώς γίνεται ένας τυπικός και ευγενής γραφειοκράτης χαμηλών τόνων, με “ποιμαντική” μέθοδο την τακτική: «μη θίγεται τα κακώς κείμενα και βρίσκεται τον μπελά σας»! Έτσι άλλωστε φτάνει στην θέση του. Με συνετή αφάνεια και χρήσιμη υπομονή. Απαραίτητα “εφόδια” για διαδρομές καριέρας! Έχει “σπουδάσει” συνήθως αυτή την τακτική ή την ποιμαντική ευθύνη (όπως θέλετε πέστε το) ή κοντά σε προϊσταμένους καλόκαρδους χρήσιμους ανύπαρκτους, ή σε άχρηστους θεολογικά τραμπούκους οπορτουνιστές. Οι δεύτεροι έχουν και τις τρεις ερμηνευτικές εκφάνσεις της λέξης-προσδιορισμού “οπορτουνιστής”
α. δηλαδή ενεργούν σύμφωνα με συμφεροντολογικά ελατήρια και όχι από χρέος προς μία πάγια αρχή,
β. ελίσσονται και αξιοποιούν κάθε είδους συγκυρία προκειμένου να επιτύχουν προσωπικά συμφέροντα, και
γ. συμμορφώνονται με την αστική νομιμότητα, εγκαταλείποντας χωρίς δισταγμούς την θεολογική διδασκαλία του ενός κυρίου (Ματθ. 6, 24) (ή την επανάσταση, όπως θα ‘λεγαν οι μαρξιστές!).
Ατυχώς πλέον σπανίζουν μέχρις εξαφανίσεως οι υγιείς θεολογικά κληρικοί. Αυτοί, που μπορούν να ισορροπούν ανάμεσα στην φροντίδα αγάπης για τους ανθρώπους του ποιμνίου τους και στον απρόσωπο ακτιβισμό. Εκείνοι, που έχουν την ελευθερία της προσωπικής θεολογικής στάσεως και δεν αγωνιούν για την… υστεροφημία, την οποία επικαλείτο, ως λόγο συνετισμού, ενός τέτοιας ποιότητος όντως αγίου αρχιερέως, κάποιος σεβάσμιος… ερημίτης!! (Ναι. Ερημίτης!).
“Χάθηκαν” αυτοί οι κληρικοί που δεν αξιολογούν την δράση ως ποιότητα ζωής, αλλά την προσευχή και την διδασκαλία, διότι θεωρούν εκκλησιαστική συμφορά την εγκατάλειψη του Λόγου του Θεού! Ας μη μας πει κανείς το «καί τοῦτο δεῖ ποιήσαι κακείνο μή ἀφιέναι», γιατί εν προκειμένω το πρόβλημα μπαίνει στην αξιολογική σειρά του “ποιήσαι” και του “ἀφιέναι”. Αν δηλαδή το “ποιήσαι” είναι η διδασκαλία και το «μή ἀφιέναι» η διακονία τραπεζών, ή το αντίστροφο! Άλλωστε όπως λέει και η Ιωάννα η τρελή στον «Καρδινάλιο της Ισπανίας» του Μοντερλάν: « Η δράση, η δράση, η δράση, άσ’ την επιτέλους σε κάποιους που δεν μπορούν να κάνουν άλλο τίποτε»!
Συνεπακόλουθο στην όλη ιστορία είναι να περιγράφουν και οι νοήμονες πολιτικοί την όλη υπόθεση (και από την πολιτική της πλευρά) ως μια ψυχολογική διαφυγή, που βέβαια άλλα μέσα θεραπείας απαιτεί.
‘’…η διογκούμενη φτώχεια αποτελεί κοινωνική απειλή. Καταργεί την ελευθερία του φτωχού, σπέρνει τον τρόμο στον έχοντα, καταστρέφει τη δημιουργικότητα, σκοτώνει την ζωή. Σε μια ορθολογική κοινωνία η φτώχεια έπρεπε να είναι ο υπ΄ αριθμόν ένας δημόσιος κίνδυνος. Αντί γι αυτό, όμως η καλή καγαθή μας κοινωνία την αγνοεί επιδεικτικά, υποβιβάζοντάς την στον ρόλο ενός αρνητικού υποπροϊόντος της ‘’ανάπτυξης’’, της κερδοφορίας, της ανεργίας –καθιστώντας την πεδίο δράσης της ‘’φιλανθρωπίας’’ της οποίας πραγματικός στόχος δεν είναι η καταπολέμηση της φτώχειας αλλά η ανακούφιση μερικών φτωχών ώστε να ανακουφιστούν πολύ περισσότερο οι συνειδήσεις όσων συντηρούν (άθελά τους) το φαινόμενο της φτώχειας με τις δράσεις και πολιτικές τους!! (Γ. Βαρουφάκης, Η γένεση της μνημονιακής Ελλάδας σ. 68 GUTENBERG).
Μαζί λοιπόν ο σημερινός κληρικός με μια “τρομαγμένη” για τον λόγο ύπαρξης της Εκκλησία, προσπαθεί να αποδείξει όπως είπαμε, με κοινωνικές δραστηριότητες και προσφορές, την ανάγκη ύπαρξής της, και κατ’ επέκτασιν… ύπαρξής του!! Στα τόσα που υπέφερε ο λαός, οι κοινωνικές δραστηριότητες είναι ανακουφιστική αναθάρρυνση, και… ιεραποστολική διδασκαλία, λένε, μαζί με μια στριμωγμένη στην «ανακριτική γωνιά» Εκκλησία, που εκλιπαρεί αποδοχή και παραδοχή της ύπαρξής της στον κοινωνικό χώρο.
Στην συγκυρία μιας κοινωνικής πίεσης σαν την σημερινή, τέτοιες διδασκαλίες βεβαίως, σαν τις παραπάνω, ηχούν παράταιρα και φαντάζουν άκαιρες! Όμως δεν είναι. Όση ανάγκη οικονομική και αν έχει ένας άνθρωπος ποτέ δεν θα δεχθεί να αξιολογείται ως άδειο στομάχι! Θέλει να τον βλέπουν (και έτσι πρέπει) με τον προσήκοντα σεβασμό, που αρμόζει σε ελεύθερο ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν καταδέχεται (και σωστά) να ισχύει ο λόγος της Simone Weil για «… ένα εγώ σκοτωμένο….»!! Μπορεί η κοινωνική εργασία να γεννάει σκέψεις θαυμασμού και αγάπης, στις συνειδήσεις των παρατηρούντων, ή και ακόμα “ευσεβή” διάθεση μίμησης, προσφοράς και θυσίας, όμως ποτέ δεν πρέπει να λησμονείται η στιχομυθία:
-Μ’ αγαπάς;
-Σ΄ αγαπάω!
-Γιατί μ’ αγαπάς;
-Γιατί θέλω να πάω στον Παράδεισο.
-Και ποιος σου είπε ότι εγώ θέλω να είμαι το υποζύγιό σου…;
Από την προτροπή του ποιητή Ερρίκου Χάϊνε: «Αφήστε τον ουρανό στους παπάδες και στα σπουργίτια», πολλοί κληρικοί (αντίστροφα απ’ την προηγούμενη στιχομυθία) αγωνιωδώς προσπαθούν να “φωνάζουν” ότι τους νοιάζει: η γη, το τώρα, και το εδώ, πριν απ’ τον ουρανό! Δεν αντιλαμβάνονται την αυτοχειρία μιας τέτοιας στάσεως. Δεν θέλουν να σκεφτούν ότι ο χριστιανισμός δεν μας ζητάει να εγκαταλείψουμε την γη για να κοιτάμε έναν φανταστικό ουρανό, αλλά να γίνουμε εμείς οι ίδιοι, αυτός ο ουρανός. Να μεταμορφώσουμε την ζωή μας, αφήνοντας να διαφανεί μέσα μας όλο το φώς και όλη η χαρά του Θεού. Αυτό θα γίνει όταν αφουγκραστούμε τις απαντήσεις του Χριστού στις προτάσεις του διαβόλου… μετά την έρημο (Ματθ.4,3).
―― . ――
Α. Υπέκυψε πολύ γρήγορα η Δυτική Εκκλησία στο να ενδώσει σ’ όλα τα παραπάνω! Στον πειρασμό της προσπάθειας να στήσει ένα ολόκληρο μηχανισμό κοινωνικής προσφοράς, που να καθιστά χρήσιμη την παρουσία της, πάντοτε βέβαια με κερασάκι στην τούρτα το: ad majorem gloriam Dei!! «Για την μεγαλύτερη δόξα του Θεού». Ο “Θεός” έγινε χρήσιμο εργαλείο και εξ αυτού αποδεκτός. Ήταν πολύ δύσκολο μέσα σ’ όλα αυτά να συνειδητοποιηθεί ότι πλέον πρόκειται για… άλλον Θεό. Και φυσικά ο ψεύτικος Θεός που “μοιάζει” του αληθινού, εμποδίζει το πλησίασμα στον αληθινό!
Η αγωνία για την αμφισβήτηση της μεταφυσικής, γέννησε ένα χριστιανισμό χωρίς υπερφυσικό στοιχείο. Η Εκκλησία ξέχασε, ότι η ίδια βρίσκεται ανάμεσα στον δύστυχο πεινασμένο και στον χορτάτο δύστυχο. Ότι η αγάπη πρέπει να νοιαστεί εξ ίσου και το άδειο στομάχι του φτωχού και την άδεια καρδιά του πλούσιου. Ότι και οι δύο έχουν την ίδια αξία.
Ο δύστυχος πεινασμένος, υπάρχει μέγας κίνδυνος να παραβλεφθεί εν ονόματι ενός άρρωστου και ψευδούς σπιριτουαλισμού. «Ας πάρουμε την περίπτωση που κάποιος αδελφός ή κάποια αδελφή δεν έχουν ρούχα να ντυθούν και στερούνται το καθημερινό τους φαγητό. Αν κάποιος τους πει: Ο Θεός μαζί σας. Εύχομαι να βρείτε ρούχα και να χορτάσετε φαγητό, ποιο το όφελος, αν δεν τους δώσει κιόλας τα απαραίτητα που χρειάζεται για το σώμα; (Ιακ. 2, 15-16). Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε μια διαστροφική πνευματικότητα, που δεν καταδέχεται να ασχοληθεί με… υλικά θέματα και θέλει να αγνοεί, ότι το πνευματικότερο θέμα είναι το ψωμί του διπλανού μας, όταν αυτός το στερείται. Αυτή η ανάγκη πρέπει οπωσδήποτε να καλυφθεί προκειμένου να μπορεί να “καταλαβαίνει” και ο δύστυχος πεινασμένος τον λόγο του Χριστού: «δεν ζει κανένας μονάχα με ψωμί». Ταυτόχρονα ατυχώς στην προσπάθεια της κάλυψης της υλικής ανάγκης εμφιλοχωρεί για τους εκπροσώπους της Εκκλησίας ο πειρασμός της… αντίχριστης προβολής αυτής της φροντίδας, από… αμνησία των λόγων του Χριστού: «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά τῆς δεξιᾶς τό ἔργον» (Ματθ. 6,3), και τότε έχουμε αυτή τη φωτογραφική πλημμυρίδα του… “φιλανθρωπικού” ενδιαφέροντος που είπαμε.
Ο χορτάτος δύστυχος κουβαλάει την… Αποκαλυπτική αυταπάτη «πλούσιος εἰμί καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω» (Αποκ. 3, 17). Και αυτός πρέπει να βοηθηθεί, ίσως πολύ περισσότερο απ’ τον πρώτο, να συνειδητοποιήσει την συνέχεια του Αποκαλυπτικού λόγου (τον οποίον λόγο χρησιμοποιεί αποσπασματικά, αγνοών και αυταπατώμενος): «καί οἰκ οἶδας ὅτι σύ εἶ ὁ ταλαίπωρος καί ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός»! Δύσκολα πράγματα για να συνειδητοποιηθούν. Γι αυτά τα δύσκολα, «… μπροστά στα οποία κάθε ζωντανή ύπαρξη στέκεται», (R. M. Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή), υπάρχει η Εκκλησία! Το μοίρασμα των πιάτων είναι πολύ ευκολότερη υπόθεση. Γίνεται από αγάπη, αλλά μπορεί να γίνει όπως είπαμε και από αγωνία κοινωνικής προβολής και αποδοχής. Χρειάζεται να γίνει, αλλά χωρίς σωστό τρόπο, αντί τροφής γίνεται “δηλητήριο” και αντί αγάπης, γίνεται εγωισμός. ‘’ Αυτό το ψωμί το προσφέρει το χέρι της ματαιοδοξίας, που, όσο φιλικό και αν δείχνεται, δεν ξέρει να επιδέσει μια πληγή ή να σπογγίσει ένα δάκρυ. Τα όρια λοιπόν περιπλέκονται, και στην συνείδηση και σκέψη των ανοήτων μετράνε, παρά ταύτα, τα πιάτα, γιατί αυτό είναι μετρήσιμο και σταθμητό και φυσικά νομίζουν (οι ανοηταίνοντες) κάτι τέτοιο, ως καταξίωση και λόγο ύπαρξης της Εκκλησίας!
Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία καταντάει… Μη Κυβερνητική Οργάνωση, που αυτάρεσκα εξειδικεύεται στην κοινωνική συνδρομή, όπως ένα σωρό άλλες τέτοιες, αναλόγου περιεχομένου οργανώσεις. Όταν η παρουσία της Εκκλησίας καταντήσει σε κάτι τέτοιο, τότε δεν μπορεί και να απαντήσει με θεολογική ευκρίνεια για το τι αυτή “προσφέρει” περισσότερο απ’ τους «Γιατρούς Χωρίς Σύνορα», και ποια είναι η μεταξύ τους διαφορά!
Β. Σ’ αυτό τον πειρασμό υπέκυψε σιγά-σιγά και η δική μας Εκκλησία. Δέχτηκε να κάνουν οι μοναχοί κοινωνικό έργο για να μη θεωρούνται κηφήνες και άχρηστοι! Τους υπήγαγε σε άλλον κύριο εκτός Εκείνου για τον οποίον στέκουν ή πίπτουν. Τους έβγαλε στους δρόμους να κάνουν έργα, που δεν είναι έργα λατρείας και αφοσίωσης «στην πρώτη τους αγάπη» (Αποκ. 2, 4), χάριν της οποίας αποφάσισαν αυτόν τον δρόμο (να γίνουν καλόγηροι). Χωρίς να το κηρύξει, αποδέχτηκε τον ανόητο συλλογισμό: Εκκλησία χρήσιμη, άρα Εκκλησία αποδεκτή. Είχε αυτή η… “Θεολογία” συνακόλουθο και τον πειρασμό της καταξίωσης και της αποδοχής και εύκολα ξεχνιόταν το ότι, δεν πρέπει να ελεούμε τον πλησίον για τον Χριστό, αλλά από τον Χριστό! Ξεχάστηκε το ότι και μετά τις αναστάσεις των νεκρών που έκανε ο Χριστός, οι άνθρωποι συνέχιζαν να πεθαίνουν, και μετά τον χορτασμό των πεντακισχιλίων, οι άνθρωποι συνέχιζαν να πεινούν. Και συγχρόνως βέβαια το ότι σκοπός της Εκκλησίας είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο ώστε να δώσει (ο άνθρωπος) την καρδιά του στον Χριστό, και Εκείνος (ο Χριστός) να την μεταμορφώσει και έτσι να νικηθεί ο θάνατος. Χωρίς την ανάσταση της μεταμορφωμένης καρδιάς (με την οποία ο άνθρωπος μεταβαίνει «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν»), η ανάσταση του σώματος μπορεί να γίνει τραγωδία καταδίκης σε ανάσταση κρίσεως.
Η Εκκλησία δεν επιδιώκει να τερματίσει τις ανθρώπινες δυσκολίες και ανάγκες. Η έγνοια της για τους αναγκεμένους δεν είναι το να έχει κοινωνική δράση! Είναι έκφραση αγάπης για πρόσωπα συγκεκριμένα. Η υπέρτατη μεγαλοσύνη του χριστιανισμού προέρχεται από το ότι δεν επιζητεί φάρμακο κατά της οδύνης, αλλά υπερβατική αξιολόγηση και χρήση της οδύνης..!
―― . ――
Δηλαδή τι θέλεις να μας πεις με όλα αυτά και τι προτείνεις; Θα πει κάποιος διαβάζοντας τα παραπάνω. Δεν πρέπει να νοιαζόμαστε τους φτωχούς; Δεν πρέπει να φροντίζουμε τους αναγκεμένους; Μήπως ξέχασες την διδασκαλία της Εκκλησίας για την πίστη και τα έργα; Μήπως καταλήξαμε σε μια πεθαμένη πίστη, αφού «ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα νεκρά ἐστί»; (Ιακ. 2, 17). Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξεχνά κανείς. Φυσικά και πρέπει να νοιαζόμαστε για τους φτωχούς. Από “αυτονόητη” όμως αγάπη, και όχι ως «ιεραποστολικό δόλωμα», γιατί στα πρόσωπά τους μάθαμε να βλέπουμε τον Χριστό, και όχι γιατί απλώς γιατί ενοχλήθηκαν τα συναισθήματά μας: «… Αχ οι καϋμένοι»!! Ας δούμε όμως την όλη διδασκαλία του Αγίου Ιακώβου και το, ποια έργα εννοεί!
Στο δεύτερο κεφάλαιο της επιστολής, αφού πρώτα λέει για την θέση των πλουσίων και την ελευθερία που πρέπει να έχει η Εκκλησία απέναντι σ’ αυτούς (2, 1-4) και συνεχίσει για την αγάπη του Θεού προς τους φτωχούς (2, 5-13) ολοκληρώνει το κεφάλαιο με τους στίχους 14 έως 26 κάνοντας σαφέστατο το για ποια και τι είδους έργα εννοεί, ως “αποδείξεις” και φανέρωση της πίστεως. Λέει λοιπόν: όταν απλώς εύχεσαι (…ὑπάγεται ἐν εἰρήνη…) και δεν συνδυάζεις την ευχή με θυσία προσωπική (…μή δώτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια…), τότε το “ευχολόγιό” σου είναι ψευδής και ανέξοδη για σένα υποκρισία, που αναιρεί την ευχή! Ο απόστολος μιλώντας για τον Πατριάρχη Αβραάμ και την φανέρωση της πίστεώς του (του Αβραάμ) με την θυσία του Ισαάκ, κάνει προφανέστατο και αδιαμφισβήτητο, το τι ποιότητας είναι τα φανερούντα την πίστη έργα! Το προηγηθέν παράδειγμα των καλών πράξεων είναι κατ’ αντιστοίχηση με την φανέρωση της ειλικρίνειας των ευχών. Όμως… είναι πολύ “ακριβή” υπόθεση η πίστη, για να νομίζουμε ότι θα φανερώνεται με δυο προσκοπικά καμώματα! Αφού πίστη και υπακοή (στο θέλημα του Θεού) ταυτίζονται, τότε το άκρον άωτο της γνησιότητας της πίστεως φανερώνεται από τα “έργα” του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή, όχι από τους “φιλανθρωπικούς” λογαριασμούς του Ανανία και της Σαπφείρας!
Ας αφουγκραστούμε όμως και τον απόστολο Ιάκωβο:
«Τι το όφελος, αδελφοί μου, αν κάποιος λέει πως έχει πίστη αλλά δεν την φανερώνει με έργα; Μήπως έτσι μπορεί η πίστη να τον σώσει;
Αν ένας αδελφός ή μια αδελφή είναι γυμνοί και τους λείπει η καθημερινή τροφή, και τους πει κάποιος από εσάς: «Ο Θεός μαζί σας. Εύχομαι να θερμαίνεστε και να χορταίνετε», αλλά δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, τι το όφελος;
Έτσι και η πίστη, αν δεν εκφράζεται με έργα, είναι νεκρή από μόνη της.
Αλλά θα πει κάποιος: «Εσύ έχεις πίστη, κι εγώ έχω έργα». Του απαντώ: Δείξε μου την πίστη σου από τα έργα σου. Εγώ θα σου δείξω από τα έργα μου την πίστη. Εσύ πιστεύεις ότι ένας είναι ο Θεός. Καλά κάνεις. Και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.
Θέλεις λοιπόν να γνωρίσεις, ω άνθρωπε κούφιε, ότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή; Ο Αβραάμ ο πατέρας μας δε δικαιώθηκε από τα έργα, επειδή πρόσφερε τον Ισαάκ το γιο του στο θυσιαστήριο; Βλέπεις ότι η πίστη συνεργούσε με τα έργα του και από τα έργα η πίστη τελειοποιήθηκε. Και έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή που λέει: Πίστεψε ο Αβραάμ στο Θεό και του λογαριάστηκε για δικαίωση και ονομάστηκε φίλος Θεού.
Βλέπετε λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται από έργα και όχι μόνο από την πίστη;
Ομοίως επίσης και η Ραάβ η πόρνη δικαιώθηκε από τα έργα της, επειδή υποδέχτηκε τους αγγελιοφόρους και τους έβγαλε από την Ιεριχώ από άλλη οδό;
Όπως λοιπόν το σώμα χωρίς ψυχή είναι νεκρό, έτσι και η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή.» (Ιακ. 2, 14-26).
Γ. Λοιπόν δεν θέλω απλώς να προτείνω κάτι. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα. Θέλω όμως να επισημάνω τις στρεβλώσεις, που φθείρουν την Εκκλησία του Χριστού μετατρέποντάς την, όπως είπαμε, σε Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Σαφώς ξέρουμε ότι στο πρόσωπο του φτωχού αδελφού μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ο Χριστός, που χτυπάει την πόρτα. Εδώ απλώς θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή, στο πρόσωπο και όχι στην ανάγκη. Στον άνθρωπο και όχι στο περιστατικό. Στον αδελφό και όχι στον απλώς αναγκεμένο. Στον κίνδυνο μιας οργανωμένης ευπρεπούς καλής χρησίμου και χριστιανικής… “αδιαφορίας” για τους ασήμαντους και αδύνατους ανθρώπους, που πρέπει απλώς να… τακτοποιηθούν, για να μη προκαλούν! Θέλω να πούμε όχι στην στρέβλωση, ή “ευγένεια” και “γλυκύτητα” και “σύνεση”, να αντικαταστήσουν την Αγάπη.
Φυσικά δεν ξεχνάμε ποτέ, ότι ο Ιησούς υπήρξε ένας εργάτης και το θετό παιδί ενός μαραγκού. Δεν μας ντροπιάζει το γεγονός ότι γεννήθηκε φτωχός ανάμεσα σε μεροκαματιάρηδες και ότι έβγαζε το ψωμί του, πριν από τον δημόσιο βίο του, με τον ιδρώτα του προσώπου του. Αυτά τα χέρια του , που ευλόγησαν τους απλοϊκούς, που θεράπευσαν τους λεπρούς, που χάρισαν το φώς στους τυφλούς, που σήκωσαν τους νεκρούς, αυτά τα χέρια, που έκαμαν ρόζους από το δούλεμα του ξύλου, που νοτίζονταν από τον ιδρώτα, που πάθαιναν αμυχές από την χρησιμοποίηση των εργαλείων της δουλειάς του, ήσαν τα χέρια ενός μαραγκού, ο οποίος, όπως λέει και ο πάπας Φραγκίσκος, έφτιαξε «μια Εκκλησία φτωχή και των φτωχών»! Σ’ αυτούς ανήκει η Εκκλησία. Εμείς πρέπει να τους βοηθήσουμε να συνειδητοποιήσουν την διαδρομή, για το πώς θα γίνουν μέλη αυτής της Εκκλησίας.
Ο παπάς και ο δεσπότης που αναλαμβάνει να κάνει ιδρύματα για πάσης φύσεως ανάγκες (για φτωχούς, για ξένους, για ορφανά, για ηλικιωμένους) και συσσίτια για ανθρώπους που δεν μπορούν να καλύψουν τον βιοπορισμό τους, πρέπει να είναι μια λαμπάδα, που πριν απ’ όλα, φανερώνει το πρόσωπο του Χριστού. Που πριν απ’ όλα δηλοποιεί το, τι ζωή έφερε ο Χριστός στον κόσμο! Αλλιώτικα τα πράγματα κινδυνεύουν να καταντήσουν σε μια θεσμοποιημένη κοινωνική δράση, που το διαφορετικό της, από τις τόσες άλλες, είναι το περίεργο όνομα!
Αν αυτό δεν το συνειδητοποιούν οι κληρικοί, τότε ο λόγος του Ντοστογιέφσκι από τον Ιεροεξεταστή θα ακουστεί και πάλι με τραγική επικαιρότητα:
«… Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες την μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητί· την σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: Ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει κείνο το δώρο της ελευθερίας, που μ’ αυτό γεννιέται ο δύστυχος. Μα κύριος της ελευθερίας των ανθρώπων γίνεται μονάχα κείνος που μπορεί να καθησυχάσει την συνείδησή τους. Με το ψωμί, Σου δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: Θα ‘δινες ψωμί και ο άνθρωπος θα Σε προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονίκητο απ’ το ψωμί. Μα αν την ίδια στιγμή καταχτούσε κάποιος άλλος την συνείδησή του, εκτός από Σένα, ω, τότε θα ‘φτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμα και το ψωμί Σου και θ’ ακολουθούσε κείνον που γοήτευσε την συνείδησή του. Σ’ αυτό είχες δίκιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει μα και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στέρεη γνώση του σκοπού για τον οποίο ζει, ο άνθρωπος θ’ αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω κι αν όλα γύρω του είναι ψωμιά».
Και όπως έγραφε η Simon Weil:
«Ο ανθρωπισμός, κι αυτό που τον ακολούθησε, δεν είναι επιστροφή στην “γνησιότητα”», αλλά μια εξέλιξη εσωτερικών δηλητηρίων στον χριστιανισμό. Η υπερφυσική αγάπη είναι ελεύθερη. Θέλοντας να την εξαναγκάσουν, την αντικατέστησαν με την φυσική αγάπη. Αλλά, η ελευθερία χωρίς υπερφυσική αγάπη, (όπως εκείνη του 1789), είναι ολότελα άδεια. Απλή αφαίρεση, χωρίς καμιά δυνατότητα να είναι κάποτε πραγματική», (Simon Weil, «Η βαρύτητα και η χάρη», Εκδ. Αστρολάβος, σελ. 162).
Από αυτά τα «δηλητήρια του Χριστιανισμού», πρέπει, περισσότερο από ποτέ άλλοτε σήμερα, να ελευθερωθούμε προς μια πορεία… «υπερφυσικής αγάπης». Έχει απόλυτο δίκιο και είναι εκατό τοις εκατό σωστές οι αξιολογήσεις του Τζιοβάνι Παπίνι στην κατάληξη του βιβλίου του «Η ζωή του Χριστού», για το τι και ποιες, είναι οι αναζητήσεις των ανθρώπων, ακόμα και μέσα στις πιέσεις από πράγματα καθημερινά και συνηθισμένα:
«Είσαι πάντοτε ανάμεσά μας, αλλά χωρίς οι περισσότεροι να σε βλέπουμε. Εσένα μόνο έχουμε ανάγκη, Εσένα και κανέναν άλλον. Μονάχα Συ μας αγαπάς με την αγάπη που χρωστάμε στον εαυτό μας και που δεν την έχουμε. Και Συ μονάχα μπορείς να αισθάνεσαι την ανάγκη που σου έχουμε ιδιαιτέρως τώρα.
Όλοι έχουν την ανάγκη σου και αυτοί ακόμα που δεν την νοιώθουν. Πολύ περισσότερο αυτοί που δεν την νοιώθουν. Ο πεινασμένος θαρρεί πως ζητά ψωμί και ζητά Εσένα. Ο άρρωστος υποθέτει ότι του λείπει η υγεία κι αυτό που του λείπει είσαι Συ. Όποιος ψάχνει για την αλήθεια, ψάχνει χωρίς να το καταλαβαίνει για Σένα, που είσαι η μόνη αλήθεια που αξίζει να μάθη κανείς. Και όποιος απλώνει το χέρι του με αγωνία προς την ειρήνη, τ’ απλώνει προς Εσένα, που είσαι η μόνη ειρήνη στην οποία μπορούν να βρουν ανάπαυση οι καρδιές. Όλοι, μέσα απ’ όλες τις ανάγκες μας εσένα φωνάζουμε, χωρίς να το ξέρουμε»…
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος.
Θεματολογικές ετικέτες