Κατήχηση

Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας

Γεωργίου Φλωρόφσκι

Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας

 

Η ιεραποστολική εργασία πρέπει να αρχίζει πρώτα απ’ όλα με τη με­τάφραση, όπως είναι ανάγκη πάντα να αρχίζει στη δημοτική γλώσσα. Το Ευαγγέλιο πρέπει να μεταφραστεί και να γραφεί, ή με οποιοδήποτε τρό­πο να σχετιστεί με τη γλώσσα της χώρας – αλλά καθώς το έργο προ­χω­­ρεί δημιουργούνται προβλήματα.

Είναι ανάγκη να μετα­φράσουμε ο­λόκληρη την Αγία Γραφή και όλο τον κύκλο των εκκλησιαστικών βιβλίων και να αποδώσουμε επίσης σε κάθε γλώσσα τη θεολογική ορολογία που εί­ναι απαραί­τητη για τη μετάφραση των δογματικών κειμένων; Η δυσκο­λία εδώ βρίσκεται στο γεγονός ότι πολλές από τις γλώσσες είναι ακόμα ανανάπτυκτες και δεν έχουν αρκετή πλαστικότητα και πλούτο στο λεξι­λόγιό τους, για να χρησιμοποιηθούν στη διατύπωση μυστικών και ιερών εννοιών. Οι Ιεραπόστολοι συχνά είναι αναγκασμένοι όχι μόνο να επι­νο­ούν ένα αλφάβητο, αλλά, τρόπον τινά, να επινοούν και να αναπτύσσουν την ίδια τη γλώσσα. Μια άλλη δυσκο­λία εμφανίζεται όταν η μετάφραση γίνεται σε γλώσσες μη χριστιανικών πολιτισμών, γιατί υπάρχουν πολλοί παλαιοί εννοιολογικοί συσχετισμοί και γίνεται αισθητή η έλλειψη λέξεων ικανών να εκφράσουν τις νέες έννοιες, γιατί οι παλιές λέξεις έχουν πάρα πολλές παλιές σημασίες. Εν πάση περιπτώσει ένας ιεραπόστολος πρέπει να έχει μεγά­λο φιλολογικό ταλέντο και ευαισθησία· μια ευαίσθητη και ζωντανή αίσθηση της γλώσσας· μια επιθυμία και δύναμη να διεισδύσει στην ψυχή ενός ξένου λαού και να την κατανόη­ση· δηλαδή, πρέπει κανείς υπό ορισμένη έννοια να έχει την ικανότητα της συμπαθητικής μετεμ­ψυ­χώσεως.

Τό ίδιο, χωρίς αμφιβολία, απαιτείται από κάθε κληρι­κό και δάσκαλο γενικά, αλλά η ανάγκη να υπάρχουν αυτές οι ιδιότητες στο Ιεραπο­στο­λικό έργο είναι ιδιαίτερα επιτα­κτική. Πολύ συχνά οι ιεραπόστολοι πρέπει να δημιουργούν και να προάγουν τον πολιτισμό των γηγενών, γιατί είναι συχνά αδύνατο να σύρουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ευαγγελι­κών δογμάτων και της καθημερινής ζωής. Πολύ συχνά είναι ανάγκη να μεταβάλουν ή ακόμα και να διακόψουν την όλη δομή ή τον όλο τρόπο της ζωής που έχει τόσο στενά συνδεθεί με το ειδωλολατρικό παρελθόν και έχει γίνει ένα μέρος της καθημερινής ζωής. Μερικές φορές είναι ανάγκη να απομονώσουν τους νεοφύτους από τον λαό τους, συχνά για λόγους ασφαλείας τους. Ακόμα, για να ωφεληθούν αυτοί από το κήρυγμα του Ευαγγελίου, είναι σπουδαίο να διευρύνουν την πνευματική θεώρηση ενός ποιμνίου που βρίσκεται στο στάδιο της αναζητήσεως, ώστε να αφυπνί­σουν και ανυψώσουν τις απαιτήσεις του, και αυτό πάλι είναι δυνατό μό­νον όταν τους φέρουν σε επαφή με ένα ανώτερο πολιτισμό που ήδη έχει ρ­ίξει βαθειές ρίζες. Γενικά, μόνο με την αποδοχή αυτού του ανώτερου πο­λιτισμού μπορούν να αφυπνισθούν οι κρυμμένες δυνάμεις ενός νεοφώ­τι­στου λαού. Στίς εμπειρίες της καθη­μερινής ζωής δεν μπορεί κανείς να σύ­ρει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των θρησκευτικών και των εγκο­σμί­ων πρα­γμάτων. Σύμφωνα με την εσωτερική λογική του ίδιου του ιερα­πο­στολικού έργου ένας ιεραπόστολος πρέπει να μπει μέσα στην καθημε­ρι­νή ζωή του λαού του. Δεν είναι σφάλ­μα το να εμπλακεί ένας ιεραπόστο­λος σε εγκόσμιες υποθέ­σεις και φροντίδες· τούτο είναι σφάλμα μόνο, αν αυ­τός χά­σει την αληθινή προοπτική του Ευαγγελίου και παραδώσει τον ε­αυ­τό του στο πνεύμα του κόσμου. Είναι αναπόφευκτο για την ιεραπο­στο­λή να ‘ρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την πολιτεία, δηλαδή να συνερ­γα­στεί μαζί της, ή τουλάχιστο να εργαστεί παράλληλα με τους εξανα­γκαστικούς και ορ­γανωτικούς θεσμούς της πολιτείας, αλλ’ είναι δύσκολο να πεις ποιο είναι το δυσκολότερο, να συνεργαστεί ή να παλέψει μαζί της. Η βοήθεια και οι διευκολύνσεις από την πο­λιτεία γενικά περιπλέκουν μάλ­λον το πνευματικό έργο ενός Ιεραποστόλου. Το να χρησιμοποιήσει η ιεραποστολή, μια άμε­ση δύναμη δεν είναι τόσο επικίνδυνο, αλλά η μεν χρήση της ισχύος και της δυνάμεως της Πολιτείας εξαναγκάζει σε μετα­στροφή με τον υπερβολικό φόβο που από μόνη της προκαλεί, η δε πολιτι­στική υπεροχή της επιβάλλεται με την ανώτερη λάμψη της, με αποτέ­λε­σμα η γνήσια απλότητα μιας χριστιανικής μεταστροφής και η κατά Θεόν αύξησή της να δυσχεραίνεται και ο ρυθμός του ιεραποστολικού έργου να γίνεται πολύ ταχύς. Μερικές φορές η ιεραποστολή αναπό­φευκτα έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτεία· γιατί μπο­ρεί να συμβεί το συμφέρον της πολιτείας να απαιτεί καθυ­στέρηση της κινήσεως του εκχριστιανισμού των νεωτέρων εθνών ή μερικές φορές, αντίθετα, το κράτος μπορεί να χρη­σι­μοποιεί το βάπτισμα σαν μέσο για να εξαναγκάσει αυτά τα έθνη να μπουν σε μιά κεντρική πολιτισμένη πολιτική ενοποίηση. Στην περίπτωση των τοπικών διαλέκτων, επί­σης, οι μέθοδοι του ευαγγελισμού μπορεί να φαί­νωνται ε­πιζήμιες από της πλευράς του κράτους. Το να βρεις ένα δρό­μο διά μέσου όλων αυτών των δυσκολιών και συγκρού­σεων στην προσπά­θεια να δημιουργήσεις χριστιανική ζωή είναι δυνατό μόνο, αν έχης δημι­ουρ­γική έμπνευση και οξύνοια.

(σελ. 166-168)

………………………………………………………………………………………………………………………

Διαπιστώνει κανείς μια ορισμένη αμηχανία του δημιουργικού   πνεύ­ματος  στην  ιστορία της ρωσσικής θεολογίας. Το πιο νευραλγικό ση­μείο είναι η παράξενη διάσταση μεταξύ θεολογίας και ευσέβειας, μεταξύ πολυγνωσίας και λατρευτικής προσευχής, μεταξύ σχολείου και εκκλη­σιαστικής ζωής· ένας χωρισμός και ένα σχίσμα μεταξύ της «intelligentsia» και του «λαού», μέσα σ’ αυτούς τους κόλπους της Εκκλησίας. Ας αρκε­σθού­με σ’ αυτό το σημείο να θυμηθούμε μόνο ότι αύτη η αποξένωση υ­πήρ­ξε επιβλαβής και για τις δυο πλευρές. Οι ταραχές του Αγίου Όρους (1912-1913), που προκλήθηκαν από λογομαχίες για το θείο όνομα και την «Προσευχή του Ιησού», είναι ένα τυπικό παράδειγμα.

Η θεολογική επιστημοσύνη (scholarship) ήταν δάνειο από τη Δύση. Για πάρα πολύ καιρό παρέμεινε ξένη μεταξύ μας. Επέμεινε ακόμα να χρη­σιμοποιεί μια ιδιαίτερη γλώσσα (που δεν ήταν ούτε η γλώσσα της καθημερινής ζωής ούτε της προσευχής). Η θεολογία παρέμεινε μια από­μονωμένη περιοχή μέσα στον οργανισμό της Εκκλησίας. Κα­θώς ανα­πτυσσόταν σ’ ένα τεχνικό μέσο και σε απομόνωση, έγινε και παρέμεινε μια σχολική παίδευση, όλο και περισ­σότερο μια ύλη που διδάσκεται, όλο και λιγότερο μια αναζήτηση της αλήθειας ή μια ομολογία πίστεως. Η θε­ο­λογική σκέψη σιγά-σιγά έχασε την ικανότητά της να προσαρμό­ζεται στους ζωντανούς παλμούς της Εκκλησίας. Δεν μπο­ρούσε πλέον να βρει τον δρόμο που οδηγούσε στην καρδιά της. Δεν τραβούσε ούτε την προσο­χή ούτε την συμπάθεια των μεγάλων κοινωνικών και λαϊκών κύκλων της Εκκλη­σίας. Η θεολογία, στις καλύτερες περιπτώσεις, φαινόταν άχρηστη. Αλλά συχνά η έλλειψη κατανοήσεως χειροτέ­ρευε τόσο, ώστε να καταντά σε μνησίκακη δυσπιστία, ακόμα και σε εχθρότητα. Κατά συνέπεια πολλοί πιστοί απόκτησαν την αξιοθρήνητη συνήθεια να κάνουν χωρίς καθόλου θεο­λογία, και να την αντικαθιστούν, μερικοί με τους κανόνες, μερικοί άλ­λοι με προσευχές, με αρχαίες παραδόσεις, με τε­λετουργίες, με τον λυρι­σμό της ψυχής. Τούτο προκάλεσε την εμφάνιση μιας εγκρατείας σκοτει­νού είδους, μιας αρνήσεως της γνώσεως, μπορούμε να πούμε μιας θεολο­γικής αφασίας, ενός αδικαιολόγητου «δογματισμού» ή ακόμα ενός αγνω­στι­κισμού υπό το πρόσχημα της ευσέβειας· με μια λέξη, μιας αναβιώσεως της αιρέσεως των «αντισοφών», των «γνωσιμάχων».

Η αμαρτία συνίστατο όχι μόνο στο γεγονός ότι οι πνευ­ματικοί θη­σαυ­ροί παρέμειναν θαμμένοι και αυθαίρετα αχρησιμοποίητοι – αυτή η «γνω­σιμαχία» απειλούσε ακόμα και την ισορροπία του πνεύματος. Στην τέλεση της λατρείας, της κατ’ ιδίαν και της κοινής (liturgical), πάντοτε ελ­λο­χεύει ο κίνδυνος του «ψυχολογικού υποκειμενισμού», ο πειρασμός να δεχτείς ή να προσφέρεις το ψυχικό αντί του πνευματικού. Αύτος μπορεί να πάρει τη μορφή του τελετουργικού ή του κανονικού φορμαλισμού ή αλλιώς μιας δελεαστικής ευαισθησίας. Παρά ταύτα, είναι ένας πειρα­σμός. Μόνο το θεολογικό πνεύμα – ταπεινή, ευθεία, άγρυπνη εμπειρία -μπο­ρεί να μας διαφυλάξει από τέτοιους πειρασμούς. Ούτε οι παραδοσια­κές τελετές ούτε οι κανόνες μπορούν να μας προστατεύσουν επαρκώς. Η ψυχή αφήνεται να παρασυρθεί υποκινούμενη και ελκομένη από τη δική της αμηχανία. Μέσα σ’ ένα τέτοιο ψυχολογικό κλίμα, η δυσπιστία προς τη θεολογία απέβη διπλά επιβλαβής. Η έρευνα δεν είχε έδα­φος να στηριχτεί. Χωρίς θεολογικό κριτήριο, η ρωσσική ψυ­χή ήταν τόσο ασταθής, τόσο εκτεθειμένη σε πειρασμούς!..

Από την εποχή του Πέτρου του Α’, η «ευσέβεια» είχε, ούτως ειπείν, κα­ταφύγει προς τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Η διάσταση με­ταξύ της «intelligentsia» και του «λαού» είχε επέλθει ακριβώς στο επίπεδο της πίστεως! Τα ανωτέρα στρώματα γρήγορα μολύνθηκαν από την απι­στία και τον λογοκρατικό φιλελευθερισμό. Η πίστη είχε διαφυλαχτεί στις κατώτερες τάξεις τον περισσότερο καιρό μέσα σ’ ένα θρησκόληπτο και «λαϊκό» περιβάλλον. Η Ορθοδοξία κατήντησε να είναι η ομολογία των «α­πλών ανθρώπων», των εμπόρων, των χωρικών. Πολλοί άρχισαν να σκέπτονται ότι δεν μπορούσαν ίσως να προσέλθουν στην Εκκλησία παρά μόνον αν γινόταν απλοί, αν ανα­μει­γνύονταν με τον λαό, αν έσκαβαν το­σο βαθειά, όσο ήταν τα εθ­νικά, ιστορικά θεμέλια, και επιστρέψουν στη γη. Και μπέρδευαν τόσο συ­χνά την προσέλευση στην Εκκλησία με τον ερχομό πίσω προς τον λαό. Κοντόφθαλμοι ζηλωτές, σαν τους μετανοού­ντες διανοούμε­νους, τους αγροίκους και τους επηρμένους νεόπλουτους (snobs), βοήθησαν στη διασπορά επικινδύνων προλήψεων. Οι σλαβόφιλοι έχουν το μερί­διο της ευθύνης τους. Σύμφωνα μ’ αυτούς, η ίδια η ζωή του λαού ή­ταν ένα είδος φυσικής καθολικότητος. Η αγροτική κοινότητα, το «mir», ήταν ένα έμβρυο της Εκκλησίας. Ακόμα και σήμερα υπάρ­χουν πά­ρα πολλοί που θεωρούν ότι ένας ορισμένος «λαϊκι­σμός» είναι ο α­να­­γκαίος τρόπος υπάρξεως της αληθινής Ορθοδοξίας. Η foi du charbonnier, η πίστη της γριάς παραμάνας ή του αγράμματου μέλους της Εκ­κλησίας, εθεωρείτο σαν το πρότυπο και ο αυθεντικότερος τύ­πος. Φαινόταν σωστό και ασφαλέστερο να ρωτούν να μά­θουν σχετικά με την ουσία της Ορθο­δοξίας τον «λαό» μάλ­λον παρά τους «Πατέρας». Η θεολογία, επο­μένως, δεν πε­ριλαμβανόταν στη δομή της «ρωσσικής Ορθο­δοξίας». Εν ονόματι της «απλής ευσέβειας» είναι γενικά παραδεκτό, α­κό­μα και σήμερα, να χρησιμοποιείται μια φτιαχτή ψευτολαϊκή γλώσσα, που φέρνει τη σφραγί­δα της κατανύξεως και της ευσέβειας. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη μορφή σκο­ταδισμού και συχνά το προνόμοιο των μετα­νο­ού­ντων διανο­ουμένων. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Ορθοδοξία συχνά μετα­τρέπεται σε κάποιο είδος ηθικολογικής λαογρα­φί­ας. «Τι θα έλεγε ο τσά­ρος Αλέξιος Μιχαήλοβιτς, αν του έλεγαν ότι η αλη­θινή Ορθοδοξία, εκτός από τα μοναστήρια, δια­φυλάχθη­κε μόνο μεταξύ των χωρικών, ότι διώ­χτη­κε από μέσα από τους βογιάρους, τους ευγενείς, τους επιφανείς εμπό­ρους της πρωτευούσης, τους επισήμους, και ένα μεγάλο πλήθος αντι­προ­σώ­πων της μικρής μπουρ­ζου­αζίας; Στους χρόνους του, η Εκκλησία στηρι­ζόταν πάνω στους καλύτερους ανθρώ­πους της χώρας, όχι πάνω στις α­φα­νείς μάζες της ε­παρ­­χίας, που διατηρούν μέχρι σήμερα τόσες πολλές πα­ράξενες πεποιθή­σεις, ειδωλολατρικά κατάλοιπα, και μεταξύ των ο­ποί­ων το σχίσμα από­κτησε γρήγορα βαθειές ρίζες» (S.Trubetsky).

Η όλη απάτη του θρησκευτικού «λαϊκισμού» φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι η συντριβή της καρδίας ποτέ δεν μπορεί να είναι μια «ορ­γα­νική» διαδικασία, αν και απο­καθιστά ή αρχίζει την πνευματική ολο­κλή­ρωση της ψυχής. Γιατί η μετάνοια είναι, πάντα μια κρίση, δηλαδή  μια καταδίκη. Ο μόνος τρόπος για να προσέλθει κανείς αληθι­νά στην Εκκλη­σία είναι ένας αυστηρός ασκητισμός και όχι μια επιστροφή στον λαό, στα πρώτα βήματα και στην απλή ενότητα των πηγών. Όχι το folklore, οι λαϊκές παραδόσεις της καθημερινής ζωής, αλλ’ η νηστεία και η μετάνοια. Δεν υπάρχει καμμιά επάνοδος στον απλό πρωτογωνισμό, αλλά πρέπει κανείς να μπει μέσα στην ιστορία δια της αφομοιώ­σεως των οικουμενι­κών και καθολικών παραδόσεων. «Ο Χριστιανισμός στη Ρωσσία, όπως και οπουδήποτε αλλού, έ­χει παύσει να είναι στην ουσία μια λαϊκή θρησκεία. Ο λαός, ο απλός κόσμος, κατά το πλείστον, ξεπέφτει σε ημινοησιαρχία, υλισμό, σοσιαλισμό· δοκιμάζει μια πρωτόγευστη μα­νία για τον μαρξισμό, δαρβινισμό κ.λπ. Τουναντίον, οι δια­νοούμενοι από τα ανώτερα καλλιερ­γη­μέ­να στρώματα της κοινωνίας, επιστρέφουν στη χριστιανική πίστη. Η Ορθοδο­ξία του παλαιού, φολκλορικού και χωριάτικου τύπου έφθα­σε στο τέλος της· δεν μπορεί να επαναφερθεί στη ζωή. Έ­χουμε απείρως υψηλό­τε­ρες απαιτήσεις από τον Χριστιανι­σμό, ας ήταν πάντα τόσο μέτριος. Ο Χριστιανισμός της ταπεινής χωρικής σήμερα είναι ένας μύθος· αυτή έχει γίνει μηδενίστρια και άθεη. Ο πιστός της σήμερον είναι ο φιλόσοφος, ο αν­θρωπος της κουλτούρας» (Νικόλαος Μπερντιάεφ).

Υπάρχει στο ρωσσικό πνεύμα μια θανάσιμη «σχιζοθυμία». Αφενός, μια λαχτάρα για γνώση, μια ανησυχία του πνεύματος, ένα αριστοτελικό πνεύμα έρευνας. Αφε­τέρου, ένα ξηρό και ψυχρό πάθος για απλούστευση. Δυο θελήσεις που αντιτίθενται μεταξύ τους· ακριβέστερα, η βού­ληση χω­ρί­ζεται στα δυο. Ακούμε συχνά για τον ρωσσικό σκοταδισμό. Όμως, σπά­νιοι είναι εκείνοι που κατανοούν το αληθινά τραγικό βάθος του. Η κίνηση είναι άκρως πολύ­πλοκη· λέγω «κίνηση», γιατί δεν πρέπει αυτή να εκλη­φθεί σαν νάρκωση ή νυσταγμός της λογικής βουλήσεως – έχουμε εδώ να κά­νουμε με μια πολύ ενεργητική στάση, μια θετική στάση, καθόλου με μια παθητικότητα. Τα πιο διαφορετικά στοιχεία συνεργάζονται στο να δε­θεί ένας κόμπος απογνώσεως. Σε τελευταία ανάλυση, ό,τι ονομάζουμε «σκοταδι­σμό» είναι μια δυσπιστία προς την κουλτούρα. Η πεισματάρικη καχυποψία πολλών εναντίον της θεολογικής επιστήμης είναι μόνο μια επιμέρους περί­πτωση εκείνου που δηλητηριάζει τη ρωσσική μεγαλοφυΐα. Ιστορικά αυτός ο «σκοταδισμός» γεννήθηκε σαν μια ανησυ­χία και επα­γρύ­πνηση απέναντι σε μια δανεισμένη επιστή­μη, που υπετίθετο αυτάρ­κης, αλλά ήταν χωρίς ρίζες στην πραγματικότητα της θρησκευτικής ε­μπει­ρίας της ζωής. Ή­ταν πάνω απ’ όλα μια διαμαρτυρία και μια άμυνα εναντίον μιας άψυχης πολυγνωσίας. Μια τέτοια διαμαρτυρία μπορούσε εύ­κο­λα να μεταβληθεί στον πιο ωμό ωφελιμισμό, όπως συχνά συνέβη, και ακόμα συμβαίνει. Εντούτοις, η πολυ­μάθεια ή η λογοκρατία δεν είναι α­κόμα πραγματική γνώση και η δυσπιστία δεν ήταν χωρίς κίνητρα ή χω­ρίς λόγους.

Ο τελικός λόγος για τη δυσπιστία ήταν ότι η θεολογία έ­παυσε να εκφράζει και να μαρτυρεί την πίστη της Εκκλη­σίας. Και, όχι χωρίς λόγο, θεωρούσε κανείς ότι η θεολογία έσφαλλε. Σ’ αυτό βρίσκεται το κατ’ ου­σίαν παράδοξο της θρησκευτικής μας ιστορίας. Στα βάθη και στα μύχια της εκ­κλησιαστικής εμπειρίας η πίστη παρέμεινε άθικτη. Διαμέ­σου της θε­ωρίας, της προσευχής και της λατρείας της η ρωσσική ψυχή κρατά το αρ­χαίο και ρωμαλέο ήθος των Πα­τέρων, ζει σε μια πλήρη κοινωνία. Αλλ’ η σκέψη έχει αποσπαστεί από αυτήν· πολύ συχνά η ψυχή αποχωρούσε από τα βάθη και συναισθανόταν αυτό το θανάσιμο ξερρίζωμα πολύ αρ­γά. Ο «σκοταδισμός» ήταν η διαλεκτική προειδοποίηση γι’ αυτήν την α­πώλεια εδάφους. Μόνο η δημιουργική θεολογική σκέψη θα μπορέσει να υπερνικήσει αυτές τις αντί­ξοες περιστάσεις, όταν η θεολογία ξαναγυρίσει στα βάθη της Εκκλησίας και τα φωτίσει από μέσα, όταν το λογικό βρει το κέντρο του μέσα στην καρδιά και όταν η καρδιά θα ωριμάσει με τη βο­ήθεια της λογικής σκέψεως. Μόνο τότε θα γίνει μια αρχή για την κατανό­ηση της αλήθειας.

(σελ. 217-222)

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση