«Τότε ἡμῶν ἑκάστῳ καί ἑκάστῃ, παραδείσου θύρα ἀνοιχθῆ.
Τότε ὑδάτων ἀπολαύσετε Χριστοφόρον ἐχόντων εὐωδίαν.
Τότε Χριστοῦ προσηγορίαν λάβητε…»
Κύριλλος Ιεροσολύμων. (Προκατήχησις, P.G. 33,353)
Τότε για καθένα και για καθεμιά από σας, θα ανοιχθεί «η πόρτα του Παραδείσου».
Τότε θα απολαύσετε ένα λουτρό, που θα έχει ευωδία Χριστού.
Τότε θα πάρετε την ονομασία Χριστιανός.
Ακολουθώντας τη λογική και τη θεολογία, ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων πρώτα κάνει κατήχηση στους ανθρώπους και μετά τους βαπτίζει, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού «…ὁ πιστεύσας καί βαπτισθεῖς…»! Κανένας δεν γίνεται πιστός χριστιανός επειδή υπέστη, κυριολεκτικώς, την τελετουργία του μυστηρίου. Μπορεί να είναι βαπτισμένος, δεν είναι όμως εξασφαλισμένο και σίγουρο ότι είναι και χριστιανός. Η σημερινή πραγματικότητα το φωνάζει αυτό καθ’ εκάστην. «Οι Χριστιανοί δεν γεννιούνται, γίνονται» μας ειδοποιεί απ’ τον τέταρτο αιώνα ήδη ο Τερτυλλιανός. Ας αφήσουμε όμως αυτό το πελώριο θέμα και ας δούμε, γιατί άραγε κάνουμε στην γιορτή των Θεοφανείων τον αγιασμό των υδάτων της Βαπτίσεως… αφού κανένας δεν θα βαπτιστεί;
Στις γιορτές των Χριστουγέννων (μέχρι τον πέμπτο αιώνα συνεορτάζονταν και τα Θεοφάνεια) και το Πάσχα, η Εκκλησία του Χριστού βάπτιζε, μετά από μακρά κατήχηση, τα νέα της μέλη. Όλους μαζί. Το βάπτισμα ήταν υπόθεση της Εκκλησίας και όχι απόφαση και επιλογή προσωπική ή έστω οικογενειακή. Δεν ήταν θέμα ονοματοδοσίας, αλλά γεγονός υιοθεσίας. «Τότε θα πάρετε την ονομασία Χριστιανός». Με το βάπτισμα γίνεται κάποιος μέλος, δι’ υιοθεσίας από τον Θεό Πατέρα, της μεγάλης οικογένειας της Εκκλησίας. Γίνεται αδελφός του Χριστού. Γίνεται «συγκληρονόμος» της Βασιλείας του Θεού. («Τότε για καθένα και για καθεμιά από σας θα ανοιχθεί η πόρτα του Παραδείσου»). Αποκτάει με την υιοθεσία του Βαπτίσματος την δυνατότητα της μετοχής στο Ευχαριστιακό Τραπέζι του Πατέρα του, στην Θ. Λειτουργία. Μπορεί να μετέχει στην Θ. Λειτουργία και να μεταλαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού τα οποία συνιστούν την Εκκλησία. Συμμέτοχος και αυτός στο απρόσληπτο της απεραντοσύνης του Ευχαριστιακού Μυστηρίου, θα υλοποιεί αυτό που τον προτρέπει ο άγιος Κύριλλος: «Σφυροκοπείσθω τό σκληρόν τῆς ἀπιστίας».
Ακριβώς αυτή η πραγματικότητα των δεδομένων, ο άνθρωπος από τη μία, πεπερασμένος αντικειμενικά και συγχρόνως “απέραντος” διανοητικά, όσον αφορά την ελευθερία του, και απ’ την άλλη, η όντως απεραντοσύνη των μυστηρίων του Χριστού, που πρέπει “σχετικώς” να προσλάβουμε ως «κτήμα μας», δημιουργούν μια ασυμβατότητα που απαιτεί σωστή διαχείριση.
Χρειαζόμαστε διαρκή συνειδητότητα της ανθρώπινης αδυναμίας και τρεπτότητας, και ευλαβή επίγνωση της απεραντοσύνης των Μυστηρίων του Θεού. Εμείς είμαστε κτιστοί και εκείνος Άκτιστος. Η πρόσληψη του Ακτίστου (των Ενεργειών Του = Μυστηρίων) μπορεί να γίνει σταδιακά και κατ’ ολίγον, στο μέτρο που ελευθερώνουμε χώρο στην καρδιά μας με την ταπείνωση της διακοπής του αυτοεναγκαλισμού! Όσο ξεχνάμε τον εαυτό μας (το μυαλό μας, τις επιθυμίες μας), τόσο μπορούμε σιγά-σιγά να «δεχτούμε» αυτό που μας προσφέρει ο Χριστός. Πάντα βεβαίως διατρέχουμε τον κίνδυνο της λησμοσύνης και της επιστροφής στην προηγούμενη… “φυσική” μας κατάσταση. Ένα κίνδυνο, που γίνεται τόσο πιο πιθανός, όσο μας διαφεύγει.
Να, λοιπόν, γιατί κάνουμε τον αγιασμό στην γιορτή των Θεοφανείων, ενώ δεν έχουμε πλέον να βαφτίσουμε κανέναν. Για να ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΟΥΜΕ εμείς. Να θυμηθούμε τις υποσχέσεις του Βαπτίσματος που δώσαμε ἐν ἐπιγνώσει ή ἀνεπιγνώστως, ότι θα «πεθάνουμε» για ένα τρόπο ζωής χωρίς Χριστό, και ότι θα ζήσουμε σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού. Ότι ζυγαριά της ζωής μας, για αξιολόγηση αποδοχής ή απόρριψης των όσων μας συμβαίνουν, θα είναι το θέλημα του Χριστού και ο τρόπος Του. Και όταν λέμε να ξαναθυμηθούμε δεν το εννοούμε διανοητικά, αλλά υπαρξιακά. Δηλαδή να βαθύνουμε στην συνειδητοποίηση της ευθύνης για ωριμότητα. Σε μια απόφαση, δηλαδή, που ρυθμίζει όλη τη ζωή. Να βαθύνουμε σε μια αγάπη που μαθαίνεται καθ’ εκάστην στις τριβές της καθημερινότητας. Να βαθύνουμε στην αγάπη του Σταυρού (τον οποίον βαφτίζουμε στο νερό που θα πιούμε τελικά), ο οποίος δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό σύμβολο, αλλά αυτό που διαφοροποιεί τους μαθητές του Χριστού (θυσιαστική αγάπη) απ’ τον, άλλου τρόπου, κόσμο.
Οι γιορτές του Πάσχα, των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων (μετά την διαίρεσή τους από τα Χριστούγεννα) είναι οι μόνες γιορτές στον ετήσιο εορταστικό κύκλο, κατά τις οποίες τελείται, μέσα στην ίδια Εκκλησιαστική ημέρα, δύο φορές η Θ. Ευχαριστία. Μία πρώτη και επίσημη, το απόγευμα-βράδυ της παραμονής με τον εσπερινό. (Ως γνωστόν από την Αγία Γραφή, Γένεσις,) η «ημέρα» αρχίζει το εσπέρας: «καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία». Και μία δεύτερη φορά, το πρωί της κυριώνυμης ημέρας, με τον όρθρο της εορτής. Και στις τρεις γιορτές, η παραμονή ήταν νηστεία απόλυτη – ασιτία – μέχρι την «ενάτη ώρα», δηλαδή ώρα τρεις το απόγευμα. Τότε τέλειωνε η νηστεία και άρχιζε ο εορτασμός, με την επίσημη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Όταν η παραμονή ήταν Κυριακή και απαγορευόταν, λόγω του Αναστάσιμου χαρακτήρα της, η νηστεία-ασιτία, τότε η επίσημη λειτουργία γινόταν το πρωί με τον όρθρο της κυριώνυμης ημέρας. Στην γιορτή των Θεοφανείων, λοιπόν, μετά την ολοήμερη σχεδόν νηστεία της παραμονής, οι Χριστιανοί έπιναν το νερό του Βαπτίσματος (αγιασμό), προς επαναβεβαίωση των υποσχέσεων του δικού τους Βαπτίσματος. Αγιασμός, φυσικά, γινόταν τότε ΜΙΑ φορά. Η σημερινή αθεολόγητη κατάσταση να νηστεύουμε ενώ έχει αρχίσει ο εορτασμός (!) και να τελούμε δύο φορές τον ΙΔΙΟ αγιασμό, δεν έχει θέση στην τάξη της Εκκλησίας.
Αν, λοιπόν, δεν έχουμε διάθεση μιας στοιχειώδους θυσίας (νηστεία μιας μέρας) για να πιούμε, γιορτάζοντας τα Θεοφάνεια, τον αγιασμό του Βαπτισματικού ύδατος, πώς μπορούμε να συζητάμε για επαναβεβαίωση του Βαπτίσματός μας; Σ’ αυτή την περίπτωση, όλα γίνονται φολκλόρ, ο αγιασμός αποκόπτεται από το βάπτισμα και γίνεται… «μαγικός ζωμός», και οι αφελείς ψευτοευλάβειες επιτρέπουν την μετάληψή του, χωρίς νηστεία! Τότε ο σύγχρονος χριστιανός περιδινείται ανάμεσα σε τυπικά μαγικού χαρακτήρα και παραδόσεις ενός άλλου κόσμου, για να καταλήξει ότι όλα αυτά δεν τον αφορούν, αφού είναι συνήθειες των παπάδων! Ή ότι είναι συστατικά της Ελληνικότητάς του, όπως διαβεβαίωσε σε… κήρυγμά του (!!;;) τα Θεοφάνεια κάποιος αρχιερέας. Ίλεως Κύριε.
Όμως, παρά την άγνοια και τις τόσες αλλοιώσεις που έχουν υπεισέλθει, για την Εκκλησία του Χριστού τα Θεοφάνεια είναι υπομνηστικά των δυνατοτήτων που μας δίνει ο Χριστός βαπτιζόμενος. Ο Αγιασμός που πίνουμε είναι υπομνηστικό των υποσχέσεων και υποχρεώσεων του βαπτίσματος, τις οποίες πρέπει να αναλάβουμε με τη θέλησή μας, συνειδητά. «Ἐπαινούμεν τούς κατά προαίρεσιν ἀγαθούς, οὐ τούς ἀπό τίνος ἀνάγκης ἐξειργουμένους», δηλαδή, επαινούμε αυτούς που είναι καλοί από επιλογή, όχι αυτούς που από κάποια πίεση ή ανάγκη υποχρεώνονται να είναι καλοί. Δεν είναι ο αγιασμός των Θεοφανείων νερό με ευλογία απλώς, όπως ο ονομαζόμενος αγιασμός της πρωτομηνιάς ή αυτός που ευλογούμε σε σπίτια και καταστήματα ή άλλες ευκαιρίες. Ο αγιασμός των Θεοφανείων-Βαπτίσματος: «οὐχ ἁπλῶς ἀποσμήχει τό σκεύος, ἀλλ’ ὁλόκληρον αὐτό ἀναχωνεύει πάλιν», δηλαδή, «δεν καθαρίζει εξωτερικά, απλώς σκουπίζοντας τις ακαθαρσίες του ανθρώπου, αλλά ολόκληρο τον ξαναδημιουργεί».
Σ’ αυτή τη γιορτή, όπως και σε άλλες, πολλά είναι τα σύμβολα για τα οποία είναι χρήσιμη η σοφή προειδοποίηση του Μ. Βασιλείου ότι η διαφορά είναι τόση, «ὅση ἄν γένοιτο ὀνείρου πρός ἀλήθειαν καί σκιάς καί εἰκόνων, πρός τά κατ’ οὐσίαν ὑφεστηκότα» (Μ. Βασιλείου: περί Αγ. Πνεύματος), δηλαδή όση η διαφορά του ονείρου προς την πραγματικότητα, και της σκιάς και των εικόνων προς τα πράγματα που όντως υφίστανται.
Ο Δίδυμος ο Τυφλός (318-398 μ.Χ.) μας διδάσκει ότι ο Θεός: «Ἔδωκεν ἡμῖν, μητέρα τήν κολυμβήθραν, πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι’ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτήρα». Όταν το συνειδητοποιήσουμε, τότε θα ξέρουμε ότι μας δόθηκαν αυτά τα «όπλα», όπως στους στρατιώτες, όχι για να τα κρεμάμε στον τοίχο ως ενθύμια, αλλά για να μας σώσουν τη ζωή.
Με αγάπη και ευχές
ο Εφημέριός σας
π. Θεοδόσιος
Ιανουάριος 2018
Θεματολογικές ετικέτες