THOMAS MERTON
Αν το πνεύμα μου προσπαθεί να επιβάλει σιωπή στην σάρκα μου δια της βίας, αργά ή γρήγορα η σάρκα μου θα εκδικηθεί το πνεύμα μου μολύνοντάς το κρυφά, με χίλια-δυο δηλητήρια. Η πικρία και η δυστροπία είναι οι συνηθέστεροι καρποί ενός ασκητισμού, που περιορίζεται στο να ασκεί μόνο το σώμα. Το πνεύμα μου είναι φυσικά ανώτερο από την σάρκα μου, αλλά δεν είναι ανεξάρτητο από την σάρκα μου. Θερίζει ό,τι σπέρνει σ’ αυτήν. Και εάν μεν της φέρεται με υπερβολική αδυναμία, αργά ή γρήγορα θα ανακάλυψει σ’ αυτήν, την εικόνα και την καταδίκη της αδυναμίας του. Αν όμως πάλι της φέρεται με βιαιότητα, αργά ή γρήγορα θα δεχθεί από αυτήν το αποτέλεσμα της βιαιότητάς του. Ο ψευδοασκητής αρχίζει συνήθως με το να είναι υπερβολικά αυστηρός με τον εαυτό του, αλλά καταλήγει, εξ ίσου συνήθως, με το να είναι υπερβολικά αυστηρός με όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του.
2. Άλλος είναι ο πραγματικός, ο χριστιανικός ασκητισμός. Είναι εκείνος που εμπνέεται και κατευθύνεται όχι από το πνεύμα του ανθρώπου, αλλ’ από το Πνεύμα του Θεού. Ο ασκητισμός αυτός διδάσκει ότι το πνεύμα του ανθρώπου πρέπει αυτό πρώτο να υποταγεί στην χάρη του Θεού· και μόνον τότε θα μπορέσει να υποτάξει και την σάρκα όχι τόσο στον εαυτό του, όσο και πάλι στην χάρη του Θεού. «Εἰ Πνεύματι -δηλαδή με την χάρη του Αγίου Πνεύματος- τάς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. η΄ 13).
Αλλ’ ἡ χάρη του Θεού είναι γεμάτη αγάπη, γεμάτη έλεος, γεμάτη καλωσύνη· είναι γεμάτη συμπάθεια, κατανόηση, τρυφερότητα, υπομονή. Προ πάντων, η χάρη του Θεού «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». Η μόνη επιθυμία, που εμπνέει στην ψυχή μας, είναι η επιθυμία να πράξουμε το θέλημα του Θεού, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό το θέλημα, οσοδήποτε ευχάριστο ή δυσάρεστο και αν είναι στην ανθρώπινη φύση μας.
Όσοι λοιπόν προσπαθούν να θανατώσουν τα πάθη τους όχι με το δηλητήριο της ανθρώπινης φιλοδοξίας (της φιλοδοξίας να γίνουν τέλειοι, να γίνουν ανώτεροι και καλύτεροι από τους άλλους, να επιτύχουν εκεί που αποτυγχάνουν τόσοι και τόσοι συνάνθρωποί τους), αλλά με την καθαρή λεπίδα της αγάπης του Θεού (της αγάπης, που εμπνέει στην ψυχή μας η χάρη του Θεού), αυτοί γνωρίζουν τελικώς την ησυχία και την σιωπή της πραγματικής εσωτερικής ειρήνης, γιατί η ζωή τους “κρύπτεται ὄντως σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ”. Αυτοί είναι οι «πραεῖς» για τους οποίους μιλούν οι Μακαρισμοί, οι «πραεῖς» που εν τούτοις «βιάζουν» την Βασιλεία των ουρανών.
3. Η «πνευματική ζωή» δεν είναι άρνηση της ύλης. Η Καινή Διαθήκη μιλάει βεβαίως περί της «σαρκός» σαν τον μεγαλύτερο εχθρό μας· χρησιμοποιεί όμως τον όρο αυτό υπό μία πολύ ειδική έννοια. «Σαρξ», υπό την έννοια αυτή, δεν είναι εκείνο που εμείς ονομάζουμε σήμερα σώμα, δηλαδή η υλική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, αλλ’ είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, ύλη και πνεύμα, που έχει αρνηθεί και έχει απορρίψει το «Πνεύμα», δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα της Αγάπης του Θεού. Όταν λοιπόν ο Κύριος διδάσκη ότι «ἡ σάρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ιωάν. στ’ 63), δεν εννοεί το σώμα που Εκείνος έχει πλάσει και Εκείνος μας έχει δώσει, αλλ’ εννοεί ένα τρόπο ύπαρξης που αρνείται ή αγνοεί το Πνεύμα του Θεού. Ένα τρόπο ζωής που διαπνέεται από μια καθαρά ανθρώπινη νοοτροπία, που επιδιώκει σκοπούς καθαρά ανθρώπινους και ενδοκοσμικούς όχι μόνο στα υλικά, αλλά και στα πνευματικά ζητήματα.
Είναι άλλο πράγμα να ζει κάνεις «ἐν τῇ σαρκί» και άλλο, τελείως άλλο, να ζει κανείς «κατά σάρκα». Στην πρώτη περίπτωσιν, εκπληρώνει απλά το θέλημα του Θεού, που έπλασε τον άνθρωπο όχι «ἄγγελον» (καθαρό πνεύμα) ούτε «ζῶον» (καθαρή ύλη), αλλά μία αδιαίρετη και αδιάσπαστη προσωπική ενότητα ψυχής και σώματος, ένα «ἔνσαρκον πνεῦμα» ή, αν προτιμάτε, μια «ἔμψυχον σάρκα». Στην δεύτερη όμως περίπτωση, τα πράγματα αλλάζουν· γιατί ο άνθρωπος, που ζει «κατά σάρκα», δεν ζει «κατά φύσιν», αλλά «παρά φύσιν». Θεωρεί ένα μέρος της φύσεώς του, το υλικό, σαν το όλο· και προσπαθεί να συμμορφώσει -στην πραγματικότητα, να παραμορφώσει- ολόκληρη την ύπαρξή του προς το επινόημα και εφεύρημά του αυτό. Αλλά αυτό σημαίνει απλούστατα ότι αρνείται ή αγνοεί το γεμάτο αγάπη θέλημα του Θεού. Σημαίνει ότι, εν γνώσει ή εν αγνοία, θέτει το κτιστό και πεπερασμένο «εγώ» του στην θέση του Ακτίστου, Απείρου και Πανσόφου Θεού. Και αυτή η άρνηση ή η παραγνώριση του θελήματος του πάνσοφου Θεού είναι η πηγή εκείνου του «φρονήματος της σαρκός» -εκείνης της «σαρκικής», δηλαδή της καθαρά ανθρώπινης, της καθαρά κοσμικής σοφίας- που, όπως μας εξηγεί ο Απόστολος, είναι «ἔχθρα εἰς Θεόν». Η σοφία αυτή φθάνει μέχρι του σημείου να αρνείται σαφώς και απεριφράστως τον Θεό και κάθε τι που έχει σχέση μ’ Αυτόν. Φθάνει μέχρι του σημείου να θεωρεί σαν μόνη πραγματικότητα και σαν μόνη αλήθειαν, σαν το κέντρο των πάντων, τον άνθρωπο και τα του ανθρώπου.
Απ’ αυτή την σοφία, απ’ αυτό το «φρόνημα» έχει σκοπό να μας λυτρώση η χριστιανική άσκηση, όχι από το σώμα και γενικώς την ύλη. Εάν επεδίωκε το δεύτερο, τότε θα κατέληγε και αυτή (από άλλο δρόμο φυσικά) στο ίδιο τέρμα: στο να γίνει και αυτή «σαρκική», στο να αρνηθεί ή να αγνοήσει και αυτή το θέλημα του Θεού, που έπλασε τον άνθρωπο, ψυχή και σώμα, ύλη και πνεύμα. Και ωρισμένοι μεν πιθανόν να επέμεναν να την ονομάζουν ακόμη πνευματική, αφού θα έστρεφε όλη την προσοχή της προς το πνεύμα και θα περιφρονούσε την ύλη, αλλά με τα κριτήρια της Αγίας Γραφής θα ήταν τόσο σαρκική όσο και ο υλισμός ορισμένων αθέων, αφού και αυτή στην θέση του πάνσοφου θελήματος του Θεού θα έθετε την σοφία της «σαρκός», την σοφία του “πεπτωκότος” ανθρώπου. Αλλ’ όπως είπαμε, τίποτε το παρόμοιο δεν συμβαίνει με την χριστιανική άσκηση.
Κατά την χριστιανική αντίληψη, ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, πρέπει να υψωθεί από την θεία χάρη και να «πνευματοποιηθῇ», να γεμίσει Άγιο Πνεύμα. Ο Λόγος του Θεού, που έγινε σάρκα και συμμερίσθηκε πλήρως την ανθρώπινη κατάστασή μας, αυτός που παρέδωσε την σάρκα του για να γίνει τροφή και ζωή μας, αυτός που κάθεται στα δεξιά του Πατρός με ένα σώμα όμοιο με το δικό μας, αλλά γεμάτο δόξα, και ο οποίος μια μέραν θα αναστήσει και τα δικά μας σώματα από τον τάφο και θα τα ντύσει με την δική του δόξα και την δική του αθανασία -ο Λόγος αυτός δεν δίδαξε ότι πρέπει να καταστρέφουμε ή να περιφρονούμε τα σώματά μας, αλλ’ αντιθέτως δίδαξε ότι πρέπει να τα εξαγιάζουμε όπως εξαγιάζουμε και τίς ψυχές μας. Προς αυτόν τον Λόγο, που σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και μας πήρε στον ουρανό ολόκληρο τον άνθρωπο, απευθύνεται η Εκκλησία, όταν προσεύχεται: «τάς ψυχάς ἡμῶν ἁγίασον, τά σώματα ἄγνισον…». Και για αυτόν τον Λόγο μας λένε οι Πατέρες ότι «ἐσαρκώθη, ἵνα ψυχή τε καί σῶμα καί πᾶν τό ἀνθρώπειον λογωθῇ…». Βεβαίως, το ότι πρέπει να ελέγχουμε την σάρκα, το ότι πρέπει να ασκούμε και να δουλαγωγούμε το σώμα, είναι αναμφισβήτητο. Αλλ’ ο έλεγχος, η άσκηση και η δουλαγωγία αυτή είναι απαραίτητα, όχι γιατί το σώμα είναι κακό, αλλ’ αντιθέτως γιατί και αυτό είναι προωρισμένο για την αιώνια ζωή για την χάρη, την αφθαρσία και την αθανασία. Η άσκηση του σώματος γίνεται όχι μόνον για το καλό της ψυχής, αλλά και για το καλό του σώματος. Ασκούμε το σώμα, επειδή είναι αναφαίρετο στοιχείο της ανθρώπινης φύσεώς μας, επειδή χωρίς αυτό δεν μπορούμε να είμαστε πλήρεις άνθρωποι ούτε στην παρούσα ζωή ούτε στην μέλλουσα, επειδή και αυτό (το σώμα) πρέπει να γίνη σημείο του Λόγου και ναός του Αγίου Πνεύματος, επειδή με αυτό θα υμνεί, θα λατρεύει, θα δοξάζει τον Θεό η ψυχή μας σε όλη την αιωνιότητα.
4. Ο «πνευματικός άνθρωπος», εκείνος που θέλει να ζει σαν υιός του Θεού, αναζητεί την πηγή της ζωής του όχι μόνον υπεράνω της σαρκός, αλλά και υπεράνω της ψυχής και γενικώς υπεράνω της ανθρώπινης φύσεως. Σαν διαρκή οδηγό του έχει τους λόγους του Ευαγγελιστού: «ὅσοι δέ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι… οἵ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» ( Ιωάν. α΄ 12-13). Ο Θεός λοιπόν ο ίδιος είναι η πηγή της «πνευματικής ζωής». Αλλά ο Θεός μεταδίδει το Πνεύμα και την ζωή του σε ανθρώπους αποτελούμενους από σώμα και ψυχή. Το σχέδιό του δεν είναι να αποπλανήση την ψυχή και να την αποσπάσει από το σώμα, αλλά να αγιάσει και τα δύο μαζί, θεώνοντας ολόκληρο τον άνθρωπον, ώστε να μπορεί να λέει ο Χριστιανός: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20).
5. Δεν γίνεται ποτέ κανένας άγιος με το να τρέπεται σε φυγή μπροστά στα υλικά πράγματα. Άγιος άνθρωπος, «πνευματικός άνθρωπος», γίνεται κανείς, μόνον όταν αγωνίζεται, με την χάρη του Θεού, να καταστήση αγία, να καταστήση «πνευματική» όλη την ζωή του, να την καταστήσει, δηλαδή, μία ζωή στην οποία όλες οι ενέργειες του σώματος θα είναι άγιες εξ αιτίας της ψυχής, η δε ψυχή θα είναι αγία εξ αιτίας του Θεού που θα ενοικεί σ’ αυτήν και θα ενεργεί δι’ αυτής. Όταν ζει κάνεις μία τέτοια ζωή, όλες οι πράξεις του σώματός του θα κατευθύνωνται προς τον Θεό και από τον ίδιο τον Θεό και θα αποτελούν μία αδιάκοπη προσευχή, μία συνεχή και έμπρακτη δοξολογία, συνάμα δε θα συμβάλλουν και στον εξαγιασμό της ψυχής του.
Ο άγιος, επομένως, δεν αγιάζεται μόνο με το να νηστεύει όταν πρέπει να νηστεύσει, αλλά και με το να τρώει όταν πρέπει να φάει. Δεν αγιάζεται μόνον με τις αγρυπνίες και τις μεσονύκτιες προσευχές, αλλά και με τον ύπνο που κοιμάται από υπακοή προς Εκείνον που μας έπλασε όπως μας έπλασε. Όχι μόνον η ησυχία και η μόνωση συμβάλλουν στην ένωσή του με τον Θεό, αλλά και η υπερφυσική αγάπη που τρέφει για τους φίλους και τους συγγενείς του και όλους εκείνους που συζούν και συνεργάζονται με αυτόν.
Ο Θεός, με την ίδια άπειρη πράξη αγάπης και θέλησης, θέλει το καλό όλων των όντων μαζί και το καλό κάθε όντος χωριστά· γιατί όλα τα ελάσσονα καλά συμπίπτουν στο ένα τέλειο καλό, που είναι η αγάπη του για τα έργα των χειρών του. Είναι φανερό, συνεπώς, ότι πολλοί άνθρωποι θα φθάσουν στην αγιότητα δια της κατά Χριστόν αγαμίας, ενώ πολλοί άλλοι, οι περισσότεροι, θα αγιασθούν με τόν έγγαμο βίο (αφού στον κόσμο αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν περισσότεροι έγγαμοι παρά άγαμοι). Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να φαντάζωνται μερικοί ότι το μοναστήρι είναι ο μόνος τόπος, στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να βρει την αγιότητα; Φυσικά, στα μοναστήρια αποδίδεται λιγότερη προσοχή στην ζωή του σώματος και περισσότερη στην ζωή της ψυχής. Αλλά μήπως και στον έγγαμο βίο, για να είναι επιτυχής, δεν χρειάζεται, παράλληλα προς μια συνεχή καλλιέργεια και ανάπτυξη της ζωής της ψυχής, μία διαρκής και αυστηρή άσκηση του σώματος; Πόσες θυσίες υφίστανται οι σύζυγοι, ο ένας χάριν του άλλου, και πόσες στερήσεις και θυσίες πρέπει να κάμουν και οι δυο χάριν των παιδιών; Η ύπαρξη του μυστηρίου του γάμου δείχνει σαφέστατα ότι η Εκκλησία δεν υποτιμά καθόλου τις δυνατότητες του εγγάμου βίου να γίνει «ἐργαστήριον ἁγιότητος» ούτε θεωρεί το σώμα και τις λειτουργίες του σώματος σαν εμπόδια στην πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα. Αντίθετα πιστεύει, ότι η σάρκα, πνευματοποιουμένη με την προσευχή και το Άγιο Πνεύμα (χωρίς να χάσει ο,τιδήποτε από την αρχική της υλικότητα) μπορεί να παίξει σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο στον αγιασμό και την θέωση του ανθρώπου.
6. Προσφέρει μεγάλη δόξα στον Θεόν ο άνθρωπος, που ζει σ’ αυτόν τον κόσμον, εκτιμώντας και χρησιμοποιώντας τα καλά πράγματα της ζωής χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία και χωρίς άτακτο πάθος. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε τον Θεό σ’ αυτόν τον κόσμον, αν δεν χρησιμοποιήσουμε τα δώρα του. Βεβαίως, η χρήση αυτή -όπως μας προειδοποιεί ο Απόστολος (Α’ Κορ. ζ’ 31)- δεν πρέπει να γίνει κατάχρηση· αλλά και δεν μπορεί να πάψει να είναι χρήση. Χρησιμοποιούμε τα δώρα του Θεού «ὡς μή καταχρώμενοι», όταν τα χρησιμοποιούμε χωρίς εγωϊσμό και χωρίς ιδιοτέλεια, με πλήρη ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη στον Θεό, με αληθινή αγάπη γι’ Αυτόν. Κάθε υπερβολική μέριμνα για την υλική πλευρά της ζωής καταδικάσθηκε από τον Κύριο, όταν είπε: «Τίς ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα» (Ματθ. στ’ 27). Για να χρησιμοποιούμε όμως τα υλικά πράγματα -και γενικώς τα δώρα, που μας χαρίζει ο Θεός- χωρίς υπερβολική μέριμνα και χωρίς περιττή αγωνία, πρέπει να κατορθώσουμε να αποκολληθούμε απ’ αυτά. Και ο καλύτερος τρόπος για να φθάσουμε σ’ αυτή την αποκόλληση είναι να μάθουμε να τα χρησιμοποιούμε με σωστό τρόπο.
Πολλοί άνθρωποι τρέμουν και αγωνιούν για την χαρά και την απόλαυση, που μας προσφέρουν τα υλικά πράγματα. Και αυτό συμβαίνει, γιατί περιορίζονται απλώς στο να φοβούνται τα υλικά πράγματα, αντί να προσπαθούν να ελευθερωθούν απ’ αυτά. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν πνευματικοί απλά και μόνο επειδή ανησυχούν για την σάρκα· και λησμονούν ότι έργο του Χριστιανού είναι, με την χάρη του Θεού, να «πνευματοποιήσει», να γεμίσει με Άγιο Πνεύμα, και την ψυχή και την σάρκα. Εννοείται ότι ο τρόμος και η αγωνία τους ενώπιον των πραγμάτων, που φοβούνται και όμως κατά βάθος εξακολουθούν να αγαπούν με μια αγάπη εγωϊστική, στενεύει την ψυχή τους, την παραλύει, την κάνει ανίκανη να ξεφύγει από την τυραννία που τόσο φοβάται, από την τυραννίαν της σάρκας. Στο τέλος η ψυχή τους δεν κυριαρχείται από άλλη σκέψιν ή φροντίδα εκτός από την σκέψη και την φροντίδα της σάρκας.
Οι άνθρωποι αυτοί καταντούν στην σάρκα, γιατί άρχισαν από την σάρκα. Συχνότατος δε καρπός του αγχώδους αυτού ασκητισμού τους είναι το να «μή χρῶνται» πολλών πραγμάτων, αλλά να το κάνουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σαν να «καταχρῶνται» αυτών. Έτσι η αυταπάρνησή τους γίνεται όχι μέσον αγιασμού, αλλά πηγή μολύνσεως όλης της ζωής τους. Δεν έχουν την χαρά και την απόλαυση που κρυφά ποθούν, γεύονται όμως όλην την πικρή απογοήτευση, την κουραστική αποθάρρυνση και το εκνευριστικό εκείνο αίσθημα ενοχής από το οποίο τόσον θα ήθελαν να λυτρωθούν.
Ο δρόμος του Πνεύματος είναι τελείως διαφορετικός. Ξεκινά από την πίστη ότι, όταν όλη η ζωή μας είναι προσανατολισμένη προς τον Θεό, τότε η χρήση ακόμη και των υλικότερων πραγμάτων, ακόμη και αυτων που εκ πρώτης όψεως φαίνονται λιγώτερο πνευματικά, είναι δυνατόν να αγιάσει και αυτά και εμάς, γιατί όλα τα πράγματα, “καθ’ ἑαυτά”, είναι καλά και «καλά λίαν». Και όλα μπορούν, με την χάρη του Θεού, να γίνουν οδηγοί μας προς μία διαρκώς μεγαλύτερη γνώση και αγάπη του Θεού, αρκεί να τα χρησιμοποιούμε χωρίς εγωϊσμό και χωρίς οίηση, ευτυχείς γιατί τα έχουμε από τα χέρια Εκείνου που μας αγαπά και του οποίου η αγάπη είναι το μεγαλύτερο αγαθό, η μεγαλύτερη απόλαυση και η μεγαλύτερη χαρά για μας.
7. Η αυταπάρνηση είναι στείρα και παράλογη όταν γίνεται για λανθασμένους λόγους ή, ακόμη χειρότερα, όταν γίνεται χωρίς κανένα λόγο. Γι᾿ αυτό, μολονότι είναι αλήθεια ότι πρέπει να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας για να μπορέσουμε να φθάσουμε σε μία αληθινή γνώση του Θεού, είναι εξ ίσου αλήθεια ότι πρέπει να έχουμε προηγουμένως κάποια γνώση του Θεού και των σχέσεων μας μαζί Του για να μπορέσει η αυταπάρνησή μας να είναι γόνιμη και λογική. Μία πολύ επιβλητική χορεία ασκητών, μας βεβαιώνει ότι η αληθινή «θεολογία», τό κατά Θεόν καί ἐν τῷ Θεῷ ζῆν, είναι καρπός της προσευχής και της ασκήσεως· αλλά από την άλλη πλευρά, η ιστορία αποδεικνύει ότι η Εκκλησία θεώρησε πάντοτε σαν προϋπόθεση όχι της μεγάλης άσκησης και της τέλειας προσευχής, αλλά απλά της στοιχειώδους χριστιανικής ζωής την κατήχηση, δηλαδή την από μέρους των μελλόντων Χριστιανών μελέτη και αφομοίωση των στοιχείων της χριστιανικής θεολογίας. Για να αποφασίσουμε να αρχίσουμε τον οδυνηρό αγώνα της αυταπάρνησης, (δηλαδή της υπερνικήσεως των αντιστάσεων, που προβάλλει η πεσμένη φύση μας στην χάρη του Θεού), για να μείνουμε σ’ αυτόν και, προ πάντων, για να τον διεξαγάγουμε σωστά και με επιτυχία, πρέπει να έχουμε κάποια ιδέα περί του «τίς ὁ Θεός ἡμῶν» και περί του «τί ζητεῖ ἀπό ἡμᾶς» ή, ίσως ακριβέστερα, «τί προσφέρει ἀδιακόπως εἰς ἡμᾶς». Διαφορετικά, θα πλανιώμαστε άσκοπα στο σκοτάδι και θα περιπίπτουμε από το ένα λάθος στο άλλο. Εννοείται ότι μεταξύ της γνώμης των θεολόγων που ανεφέραμε και της πράξεως που επί αιώνες εφαρμόζει η Εκκλησία δεν υφίσταται στην πραγματικότητα καμμία αντίφαση. Γιατί εκείνο που οι πρώτοι ονομάζουν «θεολογία» δεν είναι παρά το άνθος και ο καρπός του σπέρματος που σπέρνει στις ψυχές των μελλόντων Χριστιανών με την «κατήχηση» η Εκκλησία. Ίσως πολλές από τις παρεξηγήσεις που επικρατούν στον χώρο αυτό να οφείλωνται στην διάδοση, κατά τους τελευταίους αιώνες, της ιδέας ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μία καθαρά «επιστημονική θεολογία», μία θεολογία δηλαδή ασχολουμένη με τον Θεό και τα του Θεού κατά τρόπο καθαρώς θεωρητικό και αφηρημένο, εντελώς ανεξάρτητο από την ζωή και την πράξη.
Υπό το πρίσμα της καθολικής παραδόσεως, μία τέτοια θεολογία είναι καθαρή ανοησία. Αφ’ ενός μεν γιατί η θεολογία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλ’ όπως και η πίστη, όπως και η ελπίδα, είναι ένα μέσο προς την αγάπη, την ένωση δηλαδή και κοινωνία με τον ζωντανό Θεό και τους άλλους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε γιατί η αλήθεια που αποτελεί το αντικείμενο κάθε επιστήμης -και, κατά μείζονα λόγο, η θεολογική αλήθεια, ο Θεός και τα του Θεού, που αποτελούν το αντικείμενο της θεολογικής επιστήμης- δεν είναι ποτέ δυνατόν να χωρισθούν από την ζωή και την πράξη. Η ζωή, η πραγματική ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει και η πράξη δεν έχει νόημα χωρίς την αλήθεια. «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», διακήρυξε ο Χριστός. Και η Εκκλησία καθημερινά προσεύχεται: «ἁγίασον -δηλαδή ζωοποίησον- ἡμᾶς τῇ ἀληθείᾳ σου». Η αυταπάρνησή μας λοιπόν για να είναι γόνιμη και λογική πρέπει να είναι αληθινή· πρέπει να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην αλήθεια, που μας αποκάλυψε ο Θεός και μας διδάσκει τώρα η θεολογία της Εκκλησίας.
Αλλ’ η αληθινή και λογική αυταπάρνηση δεν μπορεί παρά να είναι και ταπεινή. Εάν η αυταπάρνησή μας αποβλέπει απλά και μόνο στην κατάρριψη ρεκόρ ηθικής, εάν έχει σαν σκοπό να αποδείξει ότι είμαστε τελειότεροι, καλύτεροι και δυνατότεροι από τους άλλους, τότε δεν είναι αυταπάρνηση, αλλ’ εἶναι απλούστατα φιλαρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση. Η πραγματική αυταπάρνηση όχι μόνο γεννιέται από γνήσια ταπεινοφροσύνη, αλλά και επιδιώκει την εξάλλειψη κάθε ίχνους εγωϊσμού, κάθε ίχνους φιλαυτίας. Είναι ακριβώς η απάρνηση αυτού του «εγώ» που θέλει διαρκώς να διακρίνεται και να υπερέχει των άλλων, αυτού του «εγώ» που θέλει να υψωθεί και να ενθρονισθεί στην θέση που δικαιωματικά ανήκει μονάχα στον Θεό.
Το πράγμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Η αυταπάρνησή μας δεν αρκεί μονάχα να είναι αληθινή, να είναι λογική, να είναι ταπεινή. Πρέπει επίσης να είναι υπερφυσική. Να μη έχει σαν τέρμα απλά την ηθική τελείωση του εαυτού μας ή το καλό της κοινωνίας στην οποία ανήκουμε, αλλά τον Θεό. Ο Θεός πρέπει να είναι το «τέλος» της αυταπαρνήσεώς μας, ο σκοπός προς τον οποίο θα τείνει, προς τον οποίον θα είναι εξ ολοκλήρου προσανατολισμένη. Αλλ’ ως γνωστόν, τίποτε δεν τείνει προς τον Θεό και δεν πηγαίνει προς Αυτόν, αν δεν προέρχεται από Αυτόν. Έτσι η αυταπάρνησή μας δεν μπορεί να είναι υπερφυσική παρά μονάχα αν εμπνέεται και αν κατευθύνεται από την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το φως της χάριτός του μας διδάσκει να διακρίνουμε τι είναι καλό και τι είναι κακό μέσα μας, τι προέρχεται από τον Θεό και τι προέρχεται μόνον από τον εαυτό μας, τι είναι ευάρεστο και ευπρόσδεκτο στον Θεό και τι ικανοποιεί απλώς την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας. Το Άγιον Πνεύμα μας διδάσκει επίσης την διαφορά μεταξύ ασκητισμού και θυσίας· και μας βοηθεί να καταλάβουμε ότι, για τον Χριστιανό, μόνος ο ασκητισμός δεν είναι αρκετός.
Ο ασκητισμός αρκείται στο να απονεκρώνει και να ελέγχει συστηματικά την ανθρώπινη φύση μας. Η θυσία όμως κάνει κάτι το ασύγκριτα σπουδαιότερο: προσφέρει αυτή την φύση και όλες τις δυνάμεις και τις εκδηλώσεις της στον Θεό. Μας επιβάλλει την στέρηση πολλών αγαθών της ζωής και του κόσμου τούτου. Όχι όμως επειδή τα περιφρονεί ή επειδή τα θεωρεί κακά, αλλά επειδή θέλει να τα «θυσιάσει», να τα προσφέρει ως δείγμα λατρείας και αγάπης στον Θεό. Η υπερφυσική, η όντως χριστιανική αυταπάρνηση από ένα και μόνον πόθο διαπνέεται: από τον πόθο να προσφέρει στον Θεό όλα όσα εμείς απαρνιόμαστε. Θεωρεί δε σαν κορύφωμα και τελείωσή της την ολοκληρωτική προσφορά του εαυτού μας στον Θεό “ἐν ἑνώσει μετά τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ”.
Το νόημα αυτής της προσφοράς και της θυσίας του εαυτού μας είναι ότι παραδίδουμε την κυριότητα όλων των πράξεων, των σκέψεων, των λόγων μας, όλης της ζωής και του θανάτου μας, στα χέρια του μόνου Κυρίου, του Θεού, ώστε πάντοτε να ζούμε και να ενεργούμε όχι για τον εαυτόν μας ή κατά το δικό μας θέλημα και τις δικές μας επιθυμίες, αλλά για τον Θεό και σύμφωνα προς το θέλημα του Θεού.
Το πνεύμα αυτής της θυσίας, που αποτελεί την ουσία και το περιεχόμενο όλης της χριστιανικής λατρείας, το έχει θαυμάσια αποδώσει ο μέγας Απόστολος των εθνών: «Οὐδείς γάρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει. Ἐάν τε ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν· ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. Ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. Εἰς τοῦτο γάρ Χριστός καί ἀπέθανε καί ἀνέστη καί ἔζησεν, ἵνα καί νεκρῶν καί ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ. ιδ΄ 7-9).
Για να προσφέρουμε αυτή την θυσία και αυτή την λατρεία στον Θεό, χρειαζόμαστε τον ασκητισμό. Τον χρειαζόμαστε όμως σαν μέσο· σαν το μέσο που θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε επαρκή έλεγχο της καρδιάς και των παθών μας και να φθάσουμε στο σημείο να αδιαφορούμε ακόμη και για την ζωή και τον θάνατό μας. Αλλά και εδώ πάλι το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει ότι μόνη η αδιαφορία δεν αρκεί. Ή μάλλον ότι η αδιαφορία στην οποία προσπαθούμε να φθάσουμε μέσω του ασκητισμού, για να είναι χριστιανική, πρέπει να είναι ο καρπός και το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού.
Ο Χριστιανός αδιαφορεί -ή, σωστότερα, προσπαθεί να αδιαφορεί- για όλα τα πράγματα, όχι επειδή τα θεωρεί κακά ή περιφρονητέα, αλλά γιατί αγαπά τον Θεό πάνω και πέρα απ’ όλα τα πράγματα, επειδή η αγάπη του δείχνει ότι ο Θεός υπερβαίνει απείρως σε αγαθότητα όλα τα πράγματα. Αλλά η αγάπη αυτή, που κάνει τον Χριστιανό να αδιαφορεί για όλα τα πράγματα, τον βοηθά συγχρόνως να ανακαλύψει και να ξαναβρεί στον Θεό όλα τα πράγματα, να ανακαλύψει σ’ Αυτόν την αγαθότητα και την αλήθεια όλων των πραγμάτων που έχει απαρνηθεί προς χάρη του. Χάρις στην απάρνηση αυτή, ο Χριστιανός γίνεται ικανός να δει Εκείνον που αγαπά, σε όλα τα πράγματα που απαρνείται, και, ταυτοχρόνως, να ξαναβρεί σ’ Αυτόν -όχι πλέον σαν φευγαλέες σκιές και απατηλούς αντικατοπτρισμούς, αλλά σαν αλήθεια και πραγματικότητα- όλα όσα απαρνείται. Σε τελευταία ανάλυση, η απάρνηση των πραγμάτων γίνεται καί χάριν του Θεού, και χάριν των ιδίων των πραγμάτων, για να κατορθώσουμε να βρούμε την πραγματική αξία και την αλήθειά τους. Γιατί, όταν με την χάρη τον Αγίου Πνεύματος αρχίσουμε να τα χρησιμοποιούμε «ὡς μή καταχρώμενοι», όταν δηλαδή αρχίσουμε να τα χρησιμοποιούμε με αποκόλληση και αδιαφορία, ουσιαστικά δεν σταματάμε να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά, δεν γινόμαστε αδιάφοροι για την αξία και την πραγματικότητα που έδωσε σ’ αυτά ο Δημιουργός τους, αλλά απλά παύουμε να ενδιαφερώμαστε για την σημασία που έχουν για μας, παύουμεν να τα βλέπουμε απλά και μόνο σαν μέσα που εξυπηρετούν την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας. Μόνον όταν κατορθώσουμε να αποκολληθούμε από τα πράγματα, μπορούμε να αρχίσουμε να τα εκτιμούμε πραγματικά. Μόνον όταν γίνουμε «αδιάφοροι» γι’ αυτά, μπορούμε να αρχίσουμε να τα αγαπούμε αληθινά. Και αν αυτό ισχύει για τα απλά πράγματα, καταλαβαίνει κανείς πόσο ισχύει για τα πρόσωπα, τα αριστουργήματα αυτά της θείας σοφίας και παντοδυναμίας, στα οποία η αγάπη του Θεού δίδει άπειρη αξία και τα οποία έχουν πλασθεί γιά ένα αιώνιο προορισμό.
Ο άνθρωπος, που αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τον Θεό, αγαπά πρόσωπα και πράγματα μόνον για το καλό που αυτός μπορεί να κερδήσει από αυτά. Η εγωιστική αγάπη του, τείνει να καταστρέψει τα πάντα, να αναλώσει τα πάντα, να απορροφήσει τα πάντα στον εαυτό του. Η αγάπη του γι᾿ αυτά -ακόμη και όταν συνεπάγεται στερήσεις και θυσίες- δεν είναι παρά μία άλλη όψη της φιλαυτίας του, του εγωϊσμού του. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι με κανένα τρόπο αδιάφορος για την σημασία που έχουν τα πρόσωπα, τα πράγματα ή τα γεγονότα για την ζωή του· είναι μόνον αδιάφορος για την αξία και το καλό που έχουν “καθ᾿ ἑαυτά”, θεωρούμενα, ανεξαρτήτως από τα οφέλη που μπορεί να του προσπορίσουν. Όσον αφορά τα κέρδη και τα οφέλη δεν είναι ούτε αδιάφορος ούτε αποκεκολλημένος· όσον αφορά όμως την αξία και την αγαθότητα που έχουν “καθ᾿ ἑαυτά”, είναι και αδιάφορος και αποκεκολλημένος.
Αντιθέτως, ο άνθρωπος, που αγαπά τον Θεό περισσότερο από τον εαυτό του, είναι επίσης σε θέση να αγαπά πρόσωπα και πράγματα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για την αξία και την αγαθότητα που έχουν “καθ᾿ ἑαυτά”. Η αγάπη του Θεού τον καθιστά ικανό να ανακαλύπτει σε κάθε πρόσωπο και κάθε πράγμα ό,τι καλό υπάρχει, ό,τι καλό έχει βάλει εκεί ο Θεός. Τον καθιστά ικανό να διακρίνει σε όλα τα όντα την ανταύγεια, τον αντικατοπτρισμό της δόξας και της αγαθότητας του Θεού. Και να αγαπά, σ’ αυτά τον Θεό. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να αδιαφορεί για την σημασία που έχουν τα πρόσωπα, τα πράγματα ή τα γεγονότα για την ζωή του. Γιατί εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η σχέση που έχουν με την δόξα και το θέλημα του Θεού. Όσον αφορά τα πρόσκαιρα οφέλη ή την πρόσκαιρη ικανοποίηση που μπορεί να αποκομίσει από αυτά, είναι και αδιάφορος και αποκεκολλημένος. Όσον αφορά όμως την αξία και την αγαθότητα που έχουν “καθ’ ἑαυτά”, δεν είναι διόλου αδιάφορος. Ενδιαφέρεται όσο ενδιαφέρεται και για τον Χορηγό αυτής της αξίας, για τον Δημιουργό αυτής της αγαθότητας, για τον Θεό. Αγαπά τα πάντα με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο αγαπά τον Θεό. Με άλλες λέξεις, τα αγαπά με την ίδια πράξη με την οποία τα απαρνείται! Και επειδή τα απαρνείται από αγάπη, τα ξαναβρίσκει σε ένα ασυγκρίτως υψηλότερο και τελειότερο επίπεδο, τα ξαναβρίσκει “ἐν τῷ Θεῷ”.
8. Όταν λέμε ότι η χριστιανική αυταπάρνηση πρέπει να είναι υπερφυσική, προσανατολισμένη αποκλειστικά και μόνον προς τον Θεό, εννοούμε ότι πρέπει να έχει ως φυσικό και λογικό καρπό της, μια ζωή προσευχής και καλών έργων, έργων αγάπης του Θεού και των αδελφών. Η χριστιανική αυταπάρνηση δεν είναι μία απλή τεχνική, που αρχίζει και τελειώνει μέσα στα στενά όρια της ατομικής ψυχής. Είναι η πρώτη κίνηση μιας ελευθερίας που ελευθερώνεται από τα δεσμά της ατομικότητας, που με την χάρη του Θεού κατορθώνει να υπερβεί τα όρια της ανθρώπινης φύσεως και γενικώτερα της κτιστής πραγματικότητας, δηλαδή όλη την σφαίρα του «σχετικῶς ὄντος», και να μπει σε μία σχέση φιλίας και κοινωνίας με τον «ἀπολύτως ὄντα», με τον άπειρο και πανάγαθο Θεό, από εκεί δε να στραφεί προς όλα όσα αγαπά ο Θεός και ενωμένη με την αγάπη αυτή του Θεού να προσπαθήσει να τα αγκαλιάσει, να προσπαθήσει να τα αγαπήσει και αυτή όπως τα αγαπά ο Θεός, δηλαδή χωρίς υστεροβουλία και χωρίς ιδιοτέλεια.
Η χριστιανική αυταπάρνηση είναι η αρχή μονάχα της πληρώσεως και ολοκληρώσεως του ανθρώπου “ἐν τῷ Θεῷ”. Είναι δε αχώριστη από την μετάνοια, την εσωτερική στροφή του ανθρώπου από τον εαυτό του προς τον Θεό. Η χριστιανική αυταπάρνηση είναι η άρνηση της καταστάσεως της μη “πεπληρωμένης” και μη δυναμένης να “πληρωθῇ” στην οποία μας οδήγησε η αμαρτία. Η άρνηση της φτώχειας και της κενότητας μας, η άρνηση του μηδενός μας· το πρώτο βήμα της στροφής μας προς το πλήρωμα και τον πλούτο του Θεού και όλης της δημιουργίας του.
Η αυταπάρνηση μάς απολυτρώνει από τα πάθη και την φιλαυτία μας. Μας ελευθερώνει από την προληπτική εκείνη προσκόλληση στο «εγώ» μας, ένα «εγώ» που εν γνώσει ή εν αγνοία μας έχει γίνει για μας το κέντρο των πάντων, θεός δηλαδή. Με άλλες λέξεις, μας σώζει από την «σάρκα», όταν η λέξη εννοεί την κατάσταση εκείνη του χωρισμού και της αποξένωσης του ανθρώπου από τον Θεό που προανεφέραμε. Η χριστιανική αυταπάρνηση δεν είναι φυγή από την ύλη ή τις αισθήσεις που μας έδωσε ο Θεός· είναι το πρώτο βήμα προς την μεταμόρφωση ολόκληρης της ύπαρξής μας, που προβλέπει το «θέλημα», δηλαδή το σχέδιο του Θεού. Μια μεταμόρφωση που θα έχει σαν αποτέλεσμα να ζήσουν και τα σώματά μας μέσα στο φως της δόξας του Θεού και να καταστούν μαζί με τις ψυχές μας κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος.
9. Τίποτε που θεωρούμε κακό δεν μπορεί να προσφερθεί θυσία στον Θεό. Το να απαρνιόμαστε, επομένως, την ζωή μας επειδή την έχουμε αηδιάσει ή επειδή έχουμε κουρασθεί από αυτή, δεν είναι θυσία και δεν έχει καμμιά απολύτως σχέση με την χριστιανική αυταπάρνηση. Προσφέρουμε στον Θεό ό,τι καλύτερο έχουμε, για να διακηρύξουμε ότι Αυτός είναι απείρως καλύτερος. Θυσιάζουμε προς χάρη του ό,τι περισσότερο εκτιμούμε και αγαπούμε, για να του αποδείξουμε ότι τον θεωρούμε σαν ασυγκρίτως ανώτερο και προσφιλέστερο από ό,τι αποτελεί για μας το «παν». Ένα από τα κύρια έργα της χριστιανικής άσκησης είναι ακριβώς να καταστήση την ζωή μας και το σώμα μας αρκετά έντιμα, αρκετά πολύτιμα, ώστε να μπορούμε να τα προσφέρουμε θυσία στον Θεό.
Πλανώνται όσοι νομίζουν ότι ο χριστιανικός ασκητισμός έχει ως σκοπό να μας κάνει να καταλάβουμε πόσο άθλια ή πόσο κουραστική είναι η ζωή· να μας βοηθήση να εννοήσουμε πόσο αποκρουστικός ή μάταιος είναι ο κόσμος· να μας πείσει ότι το σώμα μας και ό,τι έχει σχέση με το σώμα μας, στην πραγματικότητα δεν είναι καλό, αλλ᾿ είναι κάτι το κακό και το πονηρό. Ένας ασκητισμός που θα είχε αυτό τον σκοπό, που θα θεώρούσε κάθε χαρά και απόλαυση αθεράπευτα χυδαία ή επικίνδυνη, που θα έβλεπε το σώμα και όλες τις ενέργειες του σώματος με φόβο ή, ακόμη χειρότερα, με βδελυγμία -ένας τέτοιος ασκητισμός δεν θα ήταν απλούστατα χριστιανικός, γιατί θα παρέβλεπε ένα βασικό στοιχείο της χριστιανικής αποκάλυψης: ότι ο Θεός έκτισε τα πάντα καλά και καλά λίαν και ότι ούτε οι μεθοδείες του πονηρού ούτε οι αμαρτίες του ανθρώπου κατόρθωσαν ποτέ να τα καταστήσουν τελείως κακά, να τους αφαιρέσουν εντελώς την αρχική αγαθότητα και την αρχική τους αξία. Παρά την ανταρσία του Διαβόλου και των αγγέλων του, παρά την αφροσύνη και την αθλιότητα του ανθρώπου, ο κόσμος παραμένει κατά βάθος «κόσμος», ένα κόσμημα της θείας σοφίας και της θείας αγάπης, ένας «έπαινος» (μία διακήρυξη, ένα διαλάλημα) της δόξας του αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Αυτό συνεχώς μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή και όλη η παράδοση της Εκκλησίας που στηρίζεται σ᾿ αυτήν.
Ο πραγματικός σκοπός του χριστιανικού ασκητισμού είναι να μας αποκαλύψη την διαφορά που υφίσταται μεταξύ της κακής χρήσης των κτιστών όντων (πραγμάτων ή προσώπων), που είναι αμαρτία, και της καλής χρήσης τους, που είναι αρετή. Ο ασκητισμός αυτός σαφώς και απεριφράστως διδάσκει ότι η αμαρτία, η οποία από ωρισμένη άποψη μπορεί ίσως να φαίνεται καλή, στην πραγματικότητα είναι βδελυρή και καταστρεπτική. Ποτέ όμως δεν παραλείπει να τονίση την ανάγκη μιας ουσιαστικής διάκρισης· της διάκρισης μεταξύ της αμαρτίας, που είναι άρνηση, και της χαράς και της απόλαυσης, που είναι θετικό καλό. Αντιθέτως μάλιστα, με κάθε τρόπον προσπαθεί να κάνει αυτή την διάκριση όσον το δυνατόν γνωστότερη και σαφέστερη. Ο πραγματικός ασκητισμός επιμένει ότι μεταξύ αμαρτίας και απόλαυσης δεν υφίσταται κατ᾿ ανάγκη σχέση και σύνδεσμος, και ότι υπάρχουν αμαρτίες που δεν επιδιώκουν την χαρά και την απόλαυση ή και άλλες που δεν βρίσκουν καμμία.
Η χαρά και η απόλαυση έχουν μεγαλύτερη σχέση με την αρετή παρά με την αμαρτία. Η αρετή, που είναι αρκετά αποφασιστική ώστε να “πληρώσει” το τίμημα της αυταπάρνησης, απολαμβάνει τελικώς πολύ περισσότερο τα πράγματα, που έχει απαρνηθή, από ό,τι τα απολαμβάνει ο αμαρτωλός, που με αγωνία προσπαθεί να παραμείνει προσκολλημένος σ᾿ αυτά σαν να ήταν ο θεός του.
Προορισμός επομένως του ασκητισμού είναι να μας βοηθήση να αποκτήσουμε κυριαρχία στον εαυτό μας, για να μπορέσουμε να τον προσφέρουμε θυσία στον Θεό. Ποτέ το Άγιο Πνεύμα δεν θα μας εμπνεύσει την επιθυμίαν να απαλλαγούμε από το σώμα μας σα να ήταν κάτι το κακό ή να καταστρέψουμε τις δυνάμεις και τις ικανότητες, με τις οποίες το έχει προικίσει ο Θεός, σαν να ήταν αμείλικτοι εχθροί του Δημιουργού και συντηρητού τους, ανίκανοι να διδαχθούν, να υπακούσουν, στην χάρη του. Εκείνος, που το έπλασε με τα ίδια τα χέρια του, δηλαδή με τον Λόγο και το Πνεύμα του, και το έδωσε στην ψυχή μας σαν αιώνιο σύντροφο και βοηθό, δεν είναι ποτέ δυνατόν να ευχαριστηθεί με μια θυσία, στην οποία του προσφέρουμε το σώμα μας δολοφονημένο από το πνεύμα μας, άψυχο πτώμα, σάρκα στερημένη της πνοής της ζωής.
Αλλ᾿ ίσως να παρατήρηση κανείς ότι πολλοί άγιοι βάδισαν προς τον ουρανό του Θεού επί των ερειπίων του σώματός τους. Εάν όντως το έκαναν, και εάν ήταν όντως άγιοι, αυτό ασφαλώς δεν ωφειλόταν στο ότι θεωρούσαν το σώμα τους σαν κάτι το κακό και άξιο καταστροφής, αλλ᾿ ήταν το αποτέλεσμα της αγάπης τους για τον Θεό, η οποία είχε παραμερίσει κάθε άλλη σκέψη στον νου και την καρδιά τους και τους ωδηγούσε συχνά σε καταστάσεις, όπου η απάρνηση της υγείας ή και αυτής ακόμη της ζωής ήταν αναγκαία προς χάρη ενός μεγαλύτερου καλού. Η θυσία τους ήταν δικαιολογημένη και αγία. Δεν ήταν καρπός μίσους ή περιφρόνησης προς το σώμα, αλλά καρπός της αγάπης για τον Θεό και τους αδελφούς. Οι άγιοι αυτοί γνώριζαν άριστα ότι το σώμα τους ήταν αγαθό, ένα ανεκτίμητο δώρο του Θεού του ελέους και των οικτιρμών· αλλά γνώριζαν επίσης ότι η αγάπη είναι πολύ μεγαλύτερο αγαθό, ότι δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με το σώμα ούτε με όλη την ζωή, και ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνη που μας κάνει να θυσιάζουμε και το σώμα και όλη μας την ζωή προς χάρη των φίλων μας. Αυτή η αγάπη, η αγάπη του Θεού και των αδελφών, τους ενέπνευσε και την θυσία του σώματός τους, όπως προηγουμένως τους είχε εμπνεύσει και την θυσία τόσων άλλων αγαθών. Και αυτή η αγάπη τους ωδήγησε στην αγιότητα, αποτέλεσε και στην περίπτωσή τους -όπως αποτελεί παντού και πάντοτε- την αγιότητα. Γιατί, ας μη πλανιώμαστε, κανείς ποτέ δεν γίνεται άγιος με το να μισεί απλώς τον εαυτό του. Η αγιότητα είναι ακριβώς το αντίθετο της αυτοκτονίας. Είναι ένας καρπός, που μόνο μία ρίζα μπορεί να παραγάγει και να θρέψει: η αγάπη, η αγάπη του Θεού και “ἐν τῷ Θεῷ” όλων όσα “ἐποίησε καί ποιεῖ ὁ Θεός”.
10. Το να προσφέρουμε τον εαυτό μας θυσία στον Θεό δεν ισοδυναμεί καθόλου με το να καταστρέφουμε τον εαυτό μας. Θυσιάζουμε τον εαυτό μας στον Θεό, «πνευματοποιούντες» όλη την ύπαρξή μας δια της υπακοής στην χάρη του Θεού. Η μόνη θυσία, που είναι ευάρεστη και ευπρόσδεκτη σ᾿ Αυτόν, είναι η καθαρότητα της καρδιάς μας, η καθαρότητα της αγάπης μας. Μία αυταπάρνηση, που μας βοηθά να αγαπούμε περισσότερο τον Θεό, είναι καλή και χρήσιμη. Υπάρχουν όμως μορφές αυταπάρνησης, που πιθανόν να είναι ευγενείς και υψηλές καθ᾿ εαυτές, αλλά οι οποίες δεν έχουν την παραμικρή χρησιμότητα από πνευματικής άποψης, γιατί απλούστατα δεν τις ζητά από μας ο Θεός.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να «πνευματοποιηθεί» η ζωή μας είναι η ησυχία. Τίποτε το σημαντικό δεν μπορούμε να επιτύχουμε στον τομέα αυτό, αν προηγουμένως δεν μάθουμε να είμαστε «ήσυχοι». Ως γνωστόν, η υπερβολική (και συχνά άσκοπη) δραστηριότητα του σώματος ταράσσει και αναστατώνει την ψυχή μας, την εμποδίζει να αυτοκυριαρχηθεί, να περισυλλέξει τις δυνάμεις της, να βρει τον εαυτό της, να διακρίνει τον σκοπό της, να λειτουργήσει ομαλά και αποδοτικά. Αλλά φυσικά μία ησυχία, που θα προϋπέθετε την απόλυτη και μόνιμη ακινησία του σώματος και των πέντε αισθήσεών του, δεν θα ήταν ησυχία της ζωής, αλλά ησυχία του τάφου. Εφ ὅσον ζούμε, είμαστε υποχρεωμένοι και να αναπνέουμε και να κινούμαστε και να ενεργούμε. Η ησυχία λοιπόν που έχουμε κατά νουν δεν είναι η ησυχία της απόλυτης ακινησίας και της μόνιμης αδράνειας, αλλ᾿ εκείνη που γνωρίζει να κυβερνά το σώμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ζει και να εργάζεται ομαλά και ειρηνικά, χωρίς τις βίαιες και βεβιασμένες εκείνες ενέργειες ή τις άσκοπες και μάταιες εκείνες αναστατώσεις που τελικά αναστατώνουν και την ψυχή. Η ησυχία αυτή είναι καρπός της εσωτερικής ειρήνης, που πηγάζει από την τέλεια αποκόλληση και αδιαφορία μας (με την έννοια που εξηγήσαμε) για πρόσωπα και πράγματα· ή, τουλάχιστον, από την ταπεινοφροσύνη μας και την επίγνωση της άπειρης αγάπης, αγαθότητας και συμπάθειας του Θεού, του ζώντος και αληθινού.
Η ησυχία και η ειρήνη της ψυχής δεν εξαρτώνται, συνεπώς, από την σωματική αδράνεια. Αντίθετα μάλιστα, υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι, που μπορούν κάλλιστα να διατηρούν τέλεια πνευματική ειρήνη και ησυχία μέσα σε μια εξαιρετικά δραστήρια ζωή και οι οποίοι κυριολεκτικά θα τρελλαινόντουσαν, αν κανείς τους ανάγκαζε να μείνουν έστω και για ένα σύντομο διάστημα στην μόνωση και την σιωπή. Το παν εξαρτάται από το πως κυβερνούμε το σώμα μας και πως ρυθμίζουμε την δραστηριότητά μας. Και αυτό πάλι εξαρτάται από τον βαθμό της υπερφυσικής «αδιαφορίας» μας ή από το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης μας και την δύναμη της πίστεώς μας.
Στον καθένα έγκειται να βρει το είδος της εργασίας και του περιβάλλοντος, που θα του επιτρέπουν να ζει «πνευματικά». Αν μπορεί κανείς να βρει τέτοιες συνθήκες -και εάν είναι σε θέση να επωφεληθεί από αυτές- ας το κάνει. Όμως αλήθεια! τι δυσκολοκατόρθωτο και κυριολεκτικά απελπιστικό πράγμα θα ήταν η υπερφυσική ζωή, αν ήταν δυνατό να βιωθεί μόνο υπό ιδεώδεις συνθήκες; Τέτοιες συνθήκες ελάχιστοι μόνον άνθρωποι μπορούν να εξασφαλίσουν, αλλά και αυτό ακόμη γίνεται διαρκώς σπανιώτερον στον σύγχρονο κόσμο μας. Το κάθε τι στην ζωή των συγχρόνων πόλεων είναι, θα έλεγε κανείς, υπολογισμένο ώστε να εμποδίζει τον άνθρωπο να συγκεντρωθεί, να εισέλθει στο ταμιείο της ψυχής του και να ασχοληθεί με πράγματα που έχουν σχέση με την πνευματική ζωή. Στο τέλος της ημέρας, ακόμη και ο πνευματικώτερος άνθρωπος είναι δυνατόν να αισθανθεί τον εαυτό του εξαντλημένο, εξουθενωμένο και τελείως αποδιωργανωμένο από τον συνεχή θόρυβο των μηχανών, από την αναρχική ποικιλία των παραστάσεων που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του, από τα εκτυφλωτικά φώτα και τον στάσιμο αέρα των γραφείων, των καταστημάτων ή απλώς των δρόμων.
Όλος ο μηχανισμός της σύγχρονης ζωής, θα έλεγε κανείς ότι είναι κατά τέτοιο τρόπο ρυθμισμένος ώστε να ματαιώνει την προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει «πνευματικά» και να τον ωθεί στην άνυδρη και άγονη έρημο των νευρώσεων. Ακόμα και οι τοίχοι των μοναστηριών μας δεν αποδεικνύονται πάντοτε ικανοί να μας προστατεύσουν από αυτό τον κίνδυνο.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Ένας τρόπος υπάρχει μετά την ταπείνωση και την τέλεια εγκατάλειψή μας στο έλεος και την φιλάνθρωπη κρίση του Θεού. Είναι η προσπάθεια να αποκτήσουμε την εσωτερική ειρήνη και ησυχία, που απορρέουν από την αποκόλλησή μας από πρόσωπα και πράγματα, από τον ίδιο τον εαυτό μας, ακόμη και από τους πνευματικούς αγώνες μας, από την προσπάθειά μας να ζήσουμε πνευματικά. Πρέπει δηλαδή, να αποκτήσουμε την υπερφυσική εκείνη προοπτική, που θα μας επιτρέπει να κρίνουμε όλα τα πράγματα υπό το φως της πίστεως, να βλέπουμε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις. Έτσι υπάρχει ελπίδα, με την χάρη του Θεού, να ειρηνεύσουμε και να ησυχάσουμε. Και, χάρις στην εσωτερική αυτή ησυχία, να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την εξωτερική ταραχή και ανησυχία και να αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της Ειρήνης και της Αγάπης, να μαςμεταβάλει μέσα σε ένα ταραγμένο κόσμο, σε στοιχεία ειρήνης, σε εστίες αγάπης.
11. Ένα από τα κυριώτερα εμπόδια στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε αυτή την εσωτερική ειρήνη και ησυχία είναι αναμφίβολα η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή δεν πρέπει να συγχέεται ποτέ με την εύρυθμη και ισορροπημένη εργασία του φυσιολογικού ανθρώπου.
Η εργασία απασχολεί το σώμα και την ψυχή και είναι αναγκαία για την πνευματική υγεία. Η εργασία βοηθά τον άνθρωπο να προσεύχεται και νά διατηρεί την πνευματική περισυλλογή του και τον προφυλάσσει από τον κίνδυνο των άσκοπων μετεωρισμών και των επικινδύνων αυταπατών. Στην ψυχή εκείνων που έχουν βρει κάπως τον δρόμο τους, που έχουν καταλάβει κάπως τον προορισμό τους, η εργασία φέρνει την ειρήνη. Γιατί, χωρίς να τους αποκρύπτει τις ατέλειες και τις αδυναμίες τους, χωρίς να τους αποκρύπτει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ύπαρξή τους πολύ απέχει από εκείνη που απαιτεί το θέλημα του Θεού -χωρίς να τους αποκρύπτει, δηλαδή, το γεγονός ότι είναι «αμαρτωλοί»- τους βοηθά να συγκεντρώσουν όλη την προσοχή τους στους βασικούς σκοπούς της πνευματικής ζωής και να αρχίσουν σιγά-σιγά, με την χάρη του Θεού, να τους πραγματοποιούν. Αντίθετα, η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα όχι μόνο δεν φέρνει την ειρήνη, αλλά και αφαιρεί από την εργασία μας κάθε πνευματική χρησιμότητα και τελικώς ματαιώνει και αυτόν ακόμη τον φυσικό και κοινωνικό της σκοπό. Η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα είναι σημείο της εσωτερικής σύγχυσης της ψυχής. Σκοπός της είναι να κρύψει από την ψυχή τον πραγματικό εαυτό της και την πραγματική της κατάσταση· να δημιουργήσει ένα προπέτασμα καπνού που θα εμποδίζει την ψυχή να βλέπει το κενό της και θα της επιτρέπει την ψευδαίσθηση ότι «κάτι κάνει», ότι δεν ζει τελείως άσκοπα και ανώφελα. Η ψυχή όταν δεν έχει κανένα συγκεκριμένο σκοπό, προσπαθεί να «τα κάνει όλα». Όταν δεν γνωρίζει πώς να λυτρωθεί από τα προβλήματα, τις συγκρούσεις, την αβεβαιότητα και την ανία που της γεννάει η «ματαιότητά» της, καταφεύγει στην «δράση», στρεφομένη συνεχώς από το ένα «έργο» στο άλλο και προσπαθώντας να αντιδράσει ταυτοχρόνως σε χίλιους δυο ερεθισμούς. Και κάτω από όλα, σαν μια υποχθόνια, τερατώδης και ανεξάντλητη πηγή, κρύβεται ο φόβος, ένας παράλογος και πρωτόγονος φόβος, και η εξ ίσου παράλογη και πρωτόγονη απληστία για την δύναμη, την ηδονή και την αυτοεπιβεβαίωση. Όσο περισσότερο περίπλοκα είναι τα πάθη ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερο άτακτη και σπασμωδική είναι και η δραστηριότητά του. Αλλά εννοείται, όλα αυτά είναι θάνατος για την ειρήνη και την ησυχία, που αποτελούν την προϋπόθεση της πνευματικής ζωής. Το να πηγαίνει κανείς κάποτε-κάποτε στην εκκλησία ή να λέει μερικές βιαστικές προσευχές δεν ωφελεί σε τίποτα, γιατί απλούστατα δεν έχει την δύναμη να καθαρίσει και να θεραπεύσει την βαθειά αυτή πληγή.
Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από την μάστιγα της άτακτης και σπασμωδικής δραστηριότητας, ο καλύτερος τρόπος είναι ίσως η αποκόλλησή μας όχι μόνο από τα άμεσα αποτελέσματα της εργασίας μας (και η αποκόλληση αυτή είναι δύσκολη και σπάνια), αλλά γενικώτερα από το όλο σύμπλεγμα των σκοπών που κυβερνούν συνήθως την επίγεια ζωή μας. Πρέπει να αποκολληθούμε από την υγεία και την ασφάλεια, από τις απολαύσεις και τα παντός είδους «κτήματα» μας, από πρόσωπα και πράγματα και τόπους και συνθήκες της ζωής. Πρέπει να γίνουμε «αδιάφοροι» (με την ευαγγελική σημασία της λέξεως) προς την ζωή και προς τον θάνατο, ζώντας όπως τα κρίνα του αγρού, ζητώντας πρώτον την βασιλεία του Θεού και όντας βέβαιοι ότι όλα τα άλλα θα τα προσθέσει ο Θεός. Φυσικά, αυτό δεν είναι διόλου εύκολο. Ούτε μπορεί να γίνει από την μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί πίστη, απαιτεί προσευχή και άσκηση. Και προ παντός, απαιτεί την «χάρη», δηλαδή τον φωτισμό και την δύναμη του Πνεύματος του ζωντανού Θεού.
12. Μπορεί κανείς ευκολώτατα να προσκολληθεί σε μια μορφή ασκητισμού, όπως προσκολλάται σε οτιδήποτε άλλο υλικό ή κοσμικό πράγμα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να παύσουμε να είμαστε συστηματικοί στην αυταπάρνησή μας. Ας έχουμε μόνο κατά νου ότι τα συστήματα δεν είναι ο σκοπός, αλλ᾿ είναι απλά μέσα προς τον σκοπό. Ο άμεσος σκοπός των διαφόρων ασκητικών συστημάτων είναι να μας βοηθήσουν να απαλλαγούμε από τις διάφορες προσκολλήσεις μας και έτσι να βρούμε την ειρήνη και την γαλήνη μας· να ελευθερώσουμε το πνεύμα μας από την τυραννία των παθών και της φαντασίας, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται με προθυμία και ευκολία στις υποδείξεις της λογικής και της χάριτος. Ο ουσιαστικότερος σκοπός όλων των ασκητικών τεχνικών, όταν χρησιμοποιούνται μέσα στο χριστιανικό πλαίσιο, είναι η αγάπη· η αγάπη και η ένωση με τον Θεό.
Η άσκησή μας, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να είναι συστηματική. Η έλλειψη συστήματος φανερώνει έλλειψη σκοπού. Οι καλές συνήθειες αναπτύσσονται μόνο με την επανάληψη των καλών πράξεων. Δεν μπορούμε όμως να επιβάλουμε στον εαυτό μας να επαναλαμβάνει καλές πράξεις με κάποια λογική και κατανόηση, αν δεν υιοθετήσουμε κάποιο σύστημα. Είναι ανάγκη, προ πάντων στην αρχή της πνευματικής μας ζωής, να κάνουμε ορισμένα πράγματα σε ορισμένους καιρούς: να νηστεύουμε σε ορισμένες μέρες, να προσευχώμαστε και να κάνουμε την πνευματική μας μελέτη σε ορισμένη ώρα της ημέρας, να εξετάζουμε την συνείδησή μας, να προσερχόμαστε τακτικά στα Μυστήρια, να εκτελούμε συστηματικά τα καθήκοντα που μας επιβάλλει το επάγγελμα και γενικά η θέση μας, να προσπαθούμε με ιδιαίτερη προσοχή να αποβάλουμε ωρισμένα συγκεκριμένα πάθη μας και να αποκτήσουμε ορισμένες συγκεκριμένες αρετές.
Το να επιθυμούμε, λοιπόν, την πνευματική ζωή ισοδυναμεί με το να επιθυμούμε την συνετή πειθαρχία. Διαφορετικά, η επιθυμία μας είναι αυταπάτη. Βεβαίως, αυτή η συνετή πειθαρχία έχει σαν σκοπό να μας οδηγήσει τελικά στην πνευματική ελευθερία. Γι᾿ αυτό και ο ασκητισμός μας δεν πρέπει να είναι άκαμπτος, αλλά πνευματικά εύκαμπτος και ευέλικτος. Η ακαμψία δεν είναι συνετή πειθαρχία ούτε μπορεί ποτέ να γίνει μέσο προς την ελευθερία. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο άλλο άκρο· σε μία κατάσταση πραγμάτων, την οποία εμείς θα ονομάζουμε πειθαρχία, αλλά από την οποία θα λείπει κάθε στοιχείο αυστηρότητας. Γιατί τότε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ελευθερωθούμε από τα πάθη μας.
Αν δεν είμαστε επαρκώς αυστηροί με τον εαυτό μας, ο εαυτός μας θα μας εξαπατά. Αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να υποφέρουμε τον κόπο και τον μόχθο και αρκετά συχνά τα δάκρυα που συνεπάγεται η εφαρμογή ενός συγκεκριμένου προγράμματος, τότε οι δικαιολογίες και τα προσχήματα που εφευρίσκει ο εαυτός μας θα μας αποκοιμίζουν και πολύ γρήγορα θα μας οδηγήσουν και πάλι στην τυραννία της αδυναμίας μας και των υποκειμενικών μας ιδιοτροπιών.
13. Στην προσπάθειά μας για απόκτηση της αυτοπειθαρχίας, που αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο του αληθινού ασκητισμού, θα μας βοηθήσει πολύ η ύπαρξη ενός πνευματικού πατέρα, ενός πνευματικού καθοδηγητή. Θεωρητικά, η πνευματική αυτή καθοδήγηση δεν είναι απολύτως απαραίτητη για μια υγιά πνευματική ζωή. Στην πράξη όμως, οι περισσότεροι από μας δεν θα κατόρθωναν ποτέ να επιτύχουν ο,τιδήποτε στον τομέα αυτό χωρίς την βοήθεια ενός πνευματικού καθοδηγητή. Εκτός από την πολύτιμο καθοδήγηση στα ζητήματα της πνευματικής ζωής, ο πνευματικός πατέρας μας βοηθάει και με την ενθάρρυνση και τις διορθώσεις του. Είναι πολύ ευκολώτερο για μας να επιμείνουμε στο πρόγραμμά μας, στην προσευχή και την πνευματική μελέτη μας, όταν έχουμε κάποιον που διαρκώς θα μας υπενθυμίζει τις αρχικές αποφάσεις μας. Ο πνευματικός πατέρας μάς προστατεύει από την αστάθειά μας. Όπως μας προφυλάσσει και από την κούραση και την εύκολη αποθάρρυνσή μας. Έργο του πνευματικού καθοδηγητή είναι επίσης να προσανατολίζει την ασκητική μας πειθαρχία προς την πνευματική ελευθερία. Φυσικά, για το έργο αυτό χρειάζεται καλός πνευματικός καθοδηγητής. Και οι πνευματικοί καθοδηγητές είναι σπάνιοι· είναι αληθινά δώρα του ελεήμονα Θεού.
14. Ο ασκητισμός είναι τελείως άχρηστος, όταν μας μεταβάλλει σε εκκεντρικούς. Ο θεμέλιος λίθος του γνήσιου, του πραγματικά χριστιανικού ασκητισμού είναι η ταπεινοφροσύνη. Αλλά η ταπεινοφροσύνη, η χριστιανική ταπεινοφροσύνη, δεν είναι παρά υπερφυσική λογική. Μας διδάσκει να παραδεχώμαστε, τον εαυτόν μας όπως είναι στην πραγματικότητα, αντί να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι το καλύτερο ή το διαφορετικό, αυτό που θα ήθελε να είμαστε η υπερηφάνειά μας. Όταν γνωρίζουμε αληθινά τον εαυτό μας, παίρνουμε ήσυχα την θέση μας μέσα στην τάξη των πραγμάτων που έχει σχεδιάσει ο Θεός. Έτσι η υπερφυσική ταπεινοφροσύνη προσθέτει πολύ στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας, με την βοήθεια που μας παρέχει να ενταχθούμε μέσα στην κοινωνία των άλλων ανθρώπων και να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι τους και απέναντι του Θεού. Η υπερηφάνεια μας κάνει ψεύτικους και τεχνητούς· η ταπεινοφροσύνη μας κάμνει γνησίους και αληθινούς.
Ο απόστολος Παύλος, στην Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του (κεφ. 3), δείχνει πώς η χριστιανική ταπεινοφροσύνη και ο ασκητισμός μας βοηθούν να ζήσουμε μια πολύ απλή και πολύ συνηθισμένη ζωή, κερδίζοντας ειρηνικά το ψωμί μας και εξαγιάζοντας την κάθε μέρα μας μέσα σ᾿ αυτόν τον παρερχόμενο κόσμο. Η εργασία και η υπερφυσική παραδοχή της συνηθισμένης ζωής αποτελούν, κατά τον Απόστολο, προστασία κατά της άτακτης και άσκοπης δραστηριότητας, κατά της ανόητης και επικίνδυνης ταραχής του ψεύτικου ασκητισμού. Ο Χριστιανός έχει απορρίψει όλες τις ψεύτικες αξίες του κόσμου τούτου. Δεν έχει πλέον καμμιά εμπιστοσύνη στην ασφάλεια και την ευτυχία της παρούσης ζωής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξακολουθεί να ζει σ᾿ αυτόν τον κόσμο και να αισθάνεται ευτυχής και ικανοποιημένος μέσα σ᾿ αυτόν. Εργάζεται και ζει με απλότητα, με μεγαλύτερη χαρά και ασφάλεια από τους άλλους ανθρώπους, γιατί δεν αναζητά την τελείωση και ολοκλήρωση της ζωής του σ᾿ αυτόν τον κόσμο. Αποφεύγει την μάταιη ταραχή και αναστάτωση, που συνοδεύουν πάντοτε την επιδίωξη καθαρά πρόσκαιρων σκοπών. Ζει με ειρήνη μέσα στη ματαιότητα των παρερχόμενων πραγμάτων· χωρίς εν τούτοις να περιφρονεί την ματαιότητά τους, γιατί πίσω από την σκιά βλέπει την ουσία· και κάτω από τους θορύβους ξέρει να αναγνωρίζει την φωνή των πραγμάτων, που μιλάνε για την χαρά τους «ἐν τῷ Δημιουργῷ». Ύψιστη ταπεινοφροσύνη είναι να καταλάβουμε ότι μία απλή και συνηθισμένη ζωή, όταν γίνεται δεκτή με τέλεια πίστη στον Θεό, μπορεί να είναι αγιώτερη και περισσότερο υπερφυσική από οποιαδήποτε θεαματικά και εντυπωσιακά ασκητικά κατορθώματα. Η ταπεινοφροσύνη αυτή τολμά να είναι συνηθισμένη· και αυτό είναι κάτι, που δεν μπορεί ποτέ να βλάψει ή να καταστρέψει η πνευματική υπερηφάνεια. Η υπερηφάνεια επιδιώκει πάντοτε το ασυνήθιστο. Η ταπεινοφροσύνη δεν διστάζει να αρκεσθεί στο απλό και συνηθισμένο. Η ταπεινοφροσύνη ζει και τρέφεται με την ελπίδα ότι ο Χριστός θα επανέλθει και πάλι και ότι θα υψώσει και θα μεταμόρφωσει όλα τα συνηθισμένα πράγματα, λαμπρύνοντάς τα με το φως της δόξας του και δίδοντας σ᾿ αυτά νέα ουσία και νέο περιεχόμενο με την ατελεύτητη παρουσία του.
15. Ο Θεός δοξάζεται και μεγαλύνεται περισσοτέρο από τον άνθρωπο, που χρησιμοποιεί τα καλά πράγματα αυτής της ζωής με απλότητα και ευγνωμοσύνη, παρά από τον νευρικό ασκητισμό εκείνου, που αναστατώνεται με την παραμικρότερη λεπτομέρεια της αυταπάρνησής του. Ο πρώτος χρησιμοποιεί τα δώρα του Θεού και σκέπτεται τον Δωρητή τους. Ο δεύτερος φοβάται τα δώρα του Θεού και συνεπώς δεν μπορεί ούτε αυτά να χρησιμοποίησει σωστά, αλλά ούτε και να σκεφθεί όπως πρέπει για τον Δωρητή τους. Τρομοκρατείται μπροστά στην χαρά, που έχει βάλει ο Θεός στα δημιουργήματά του· και μέσα στον τρόμο του δεν σκέπτεται ούτε τον Δημιουργό ούτε τα δημιουργήματά του, αλλά μόνο τον εαυτό του. Φαντάζεται ότι ο Θεός τοποθέτησε όλα τα αγαθά μπροστά του όπως τοποθετούμε εμείς το δόλωμα μέσα σε μια παγίδα. Σκεπτόμενος μόνο τον εαυτό του και μη μπορώντας να βγει από τον εαυτό του για να αντικρύσει το μεγαλείο του Θεού και της δημιουργίας του, μεταβάλλει τον αγώνα για την τελείωση σε ένα εξαντλητικό ανταγωνισμό προς τον Θεό, τον κτίστη και χορηγό όλων των αγαθών. Και αυτή ακόμη η αγαθότητα των κτισμάτων τον πειράζει, τον ενοχλεί. Αποτελεί απειλή για την καθαρότητα της ψυχής του! Θα ήθελε πολύ να απέχει από το κάθε τι. Αλλά δεν μπορεί. Είναι άνθρωπος. Και σαν τους άλλους ανθρώπους είναι και αυτός αναγκασμένος να τρώει, να πίνει, να κοιμάται. Σαν τους άλλους πρέπει και αυτός να βλέπει τον ουρανό και τον ήλιο. Και παρ᾿ όλες τις αγωνιώδεις προσπάθειες του, εξακολουθεί και αυτός σαν τους άλλους να τα αγαπά όλα αυτά. Αλλά κάθε χαρά ή απόλαυση τον γεμίζει με ένα αίσθημα ενοχής. Έχει θεοποιήσει τόσο πολύ την τελειότητα του, ώστε στο τέλος ξεχνά ότι ατέλεια και αμαρτία δεν είναι η απόλαυση της χαράς και της ευχαριστήσεως που μας προσφέρει οικειοθελώς ο Θεός, αλλα η μη συμμόρφωσή μας προς το θέλημα του, είτε το θέλημα αυτό είναι δυσάρεστο είτε είναι ευχάριστο και απολαυστικό για μας. Και το καταπληκτικό είναι ότι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν ακόμα και στα μοναστήρια, και οι οποίοι άνθρωποι, υποτίθεται, δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης παρά μόνον την αγάπη του Θεού.
16. Όλη η φύση έχει σκοπό να μας υπενθυμίζει τον παράδεισο του Θεού. Δάση, αγροί, όρη, κοιλάδες, οι ποταμοί και η θάλασσα, τα σύννεφα που ταξιδεύουν στον ουρανό, το φως και το σκοτάδι, ο ήλιος και η σελήνη, μας πληροφορούν κάθε στιγμή ότι ο κόσμος αυτός πλάσθηκε για να είναι για τον Αδάμ ένας παράδεισος και ότι -παρά την αμαρτία του και τις δικές μας αμαρτίες- θα γίνει και πάλι μια ημέρα παράδεισος, όταν όλοι αναστηθούμε από τους τάφους «ἐν τῷ δευτέρῳ Ἀδάμ». Αλλά ακόμη και τώρα ο ουρανός αντικατοπτρίζεται στα κτιστά πράγματα. Όλα τα πλάσματα του Θεού μας προσκαλούν να αποθέσουμε τις μάταιες μέριμνες και φροντίδες μας και να επιστρέψουμε στην καρδιά μας, την οποία ο Θεός έκτισε και προώρισε να γίνει παράδεισός του και παράδεισός μας. Αν όμως αναζητούμε τον παράδεισο εκτός από εμάς, υπάρχει κίνδυνος να μη τον βρούμε ποτέ. Γιατί, αν δεν κατορθώσουμε να ειρηνεύσουμε και να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας, δεν είναι δυνατόν να βρούμε την ειρήνη και την ανάπαυση σε κάτι που βρίσκεται έξω από εμάς. Μονάχα ο άνθρωπος, που είναι «αδιάφορος» και ελεύθερος από προσκολλήσεις, ανακαλύπτει ότι όλα τα πλάσματα του Θεού είναι φίλοι του. Εφ᾿ όσον παραμένει προσκεκολλημένος σ᾿ αυτά, του μιλούν διαρκώς για τις επιθυμίες και τα άτακτα πάθη του ή του υπενθυμίζουν συνεχώς τις αμαρτίες του. Εφ᾿ όσον είναι φίλαυτος και εγωϊστής, του μιλούν για την φιλαυτία και τον εγωϊσμό του. Αν όμως, με την χάρη του Θεού, γίνει αγνός και καθαρός, τότε όλα του μιλούν για τον Θεό και την αγιότητα του.
17. Αν δεν είμαστε ευγνώμονες προς τον Θεό, είναι αδύνατο να δοκιμάσουμε την χαρά να τον βρούμε μέσα στα κτίσματά του. Η αγνωμοσύνη ισοδυναμεί με ομολογία, του ότι δεν γνωρίζουμε αληθινά τον Θεό και ότι αγαπάμε τα έργα των χειρών του όχι προς χάριν του, αλλά μόνον για τον εαυτό μας. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Αν δεν είμαστε ευγνώμονες προς τον Θεό, είναι αδύνατον να γνωρίσουμε πραγματικά και τον ίδιο τον εαυτό μας, να ανακαλύψουμε, τι πράγματι είμαστε και ποια αξία και σημασία έχει η ύπαρξή μας! Μπορεί να έχουμε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, για τις ικανότητές μας, για την αγαθότητά μας· αλλ᾿ η ιδέα αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με την αξία και την αλήθεια, που προσδίδει στον καθένα από μας το γεγονός ότι πλασθήκαμε από τα χέρια του ζώντος Θεού και προωρισθήκαμε να ζήσουμε αιώνια σαν παιδιά του. Όλα τα πράγματα φανερώνουν την πραγματική αξία τους, όταν τα δούμε σαν έργα του Θεού. Η ζωή μας αποκαλύπτει όλο το μεγαλείο της, όταν καταλάβουμε ότι είναι δώρο του τρισαγίου Θεού. Ο ασκητισμός μάς βοηθά να δούμε αυτή την πραγματικότητα, να εννοήσουμε την θεμελιώδη αυτή αλήθεια. Και όταν δούμε και εννοήσουμε όλα αυτά, ο ασκητισμός έρχεται να μας βοηθήσει να κάνουμε εκείνο που μας υπαγορεύει η λογική και η θεία χάρις: να τα προσφέρουμε όλα και προ παντός τον εαυτό μας θυσία ευχαριστίας στον Θεό. Αμήν.
Θεματολογικές ετικέτες