«Αυτό όλο μας δείχνει τη δικαιοσύνη του Βασιλέα», είπα. «Και η δικαιοσύνη του Θεού;»
Έστρεψε προς το μέρος μου το άλογό του χαμογελώντας ακόμη. «Αυτό είναι πιο δύσκολο να το καταλάβει κανείς», είπε. «Μου φάνηκες χρήσιμος, Νίκολας Μπάρμπερ, και θα σε βοηθούσα αν μπορούσα. Σκέφτηκες πιο σοβαρά την πρότασή μου να σε αποκαταστήσω στην εύνοια του Επισκόπου σου;»
Η αλήθεια είναι πως δεν το χα σκεφτεί και πολύ, γιατί είχα πολύ λίγο καιρό για σκέψη. Αλλά καθώς σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα στο πρώτο φως τη μέρας ήξερα ποια θα ’πρεπε να ’ναι η απάντησή μου κι ότι η απάντηση αυτή θα ’τανε αυτό που με δίδαξε το Έργο του Τόμας Γουέλς. Δε θα πήγαινα στον Λίνκολν ξανά παρά μόνο ως θεατρίνος. Ήξερα λίγο τον κόσμο, όπως το ’χε καταλάβει και ο Δικαστής, ήξερα όμως ότι μπορούμε να χάσουμε τους εαυτούς μας στους ρόλους που παίζουμε κι αν αυτό συνεχιστεί για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα δε θα βρούμε το δρόμο για να γυρίσουμε πάλι πίσω. Όταν ήμουνα βοηθός διακόνου και αντέγραφα τον Όμηρο του Πιλάτου για έναν ευγενή πάτρωνα, νόμιζα ότι υπηρετώ το Θεό αλλά το μόνο που έκανα είναι να ενεργώ σύμφωνα με τις οδηγίες του Επισκόπου, που είναι ο σκηνοθέτης όλου αυτού του θιάσου του Καθεδρικού Ναού. Εγώ έπαιζα το ρόλο ενός μισθωτού αντιγραφέα, αλλά δεν το ’ξερα, νόμιζα ότι αυτό είναι ο πραγματικός εαυτός μου. Ο Θεός δεν υπηρετείται με την αυταπάτη. Η παρόρμηση να το σκάσω δεν ήτανε απερισκεψία, αλλά η σοφία της ψυχής μου.
Θα γινόμουνα θεατρίνος και θα προσπαθούσα να διαφυλάξω την ψυχή μου, αντίθετα από τον θεατρίνο του μύθου. Και δε θα παγιδευόμουνα μέσα σ’ ένα ρόλο άλλη φορά. «Σας είμαι ευγνώμων, Άρχοντα Δικαστή», είπα, «αλλά θα παραμείνω θεατρίνος από δω και πέρα».
Ο Δικαστής κούνησε το κεφάλι του. Δεν χαμογελούσε πια. Η έκφρασή του ήτανε προσεκτική, κρύα και λίγο θλιμμένη, όπως ήτανε όταν άρχισα για πρώτη φορά να του λέω την ιστορία μου. «Η επιλογή είναι δική σου», είπε. «Τώρα πήγαινε στο πανδοχείο και περίμενε κει. Οι φίλοι σου θα έρθουν να σε συναντήσουν αργότερα.— έχεις τη διαβεβαίωσή μου γι’ αυτό. Πρέπει τώρα να πάω να κάνω τη συζήτησή μου με τον Σερ Ρίτσαρντ ντε Γκιζ».
Κούνησε πάλι το κεφάλι του και αναχώρησε με τους ανθρώπους του ν’ ακολουθάνε πίσω του. Τους παρακολουθούσαμε μέχρι που οι φιγούρες τους χαθήκανε μέσα στο αβέβαιο φως. Η κοπέλα σήκωσε τα χέρια της και προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη στα ατίθασα μαλλιά της. Και γω αναρωτήθηκα αν ο Μάρτιν θα συνέχιζε να την αγαπά, τώρα που δεν ήτανε πια στις αλυσίδες.
………………………………………………………………………………………………
σελ. 251-252, Εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1997
Θεματολογικές ετικέτες