Γενικού ενδιαφέροντος, Πεζά κείμενα

«Τι θα γίνει, μετά την πανδημία;»

«Τι θα γίνει, μετά την πανδημία;»  (ψευδής τίτλος)

A.J.Cronin

                                                                           Περιπέτειες σε δύο κόσμους

                                                                           Εκδ. ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ, σελ. 290-293

 

Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, λίγους μήνες ύστερα από την ανακωχή, να κάνω μία μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη, ξεκίνησα γι’ αυτήν την αποστολή με βαριά καρδιά, γιατί πίστευα από πριν πως όσο και να ’ψαχνα δε θα ’βρισκα αχτίνα από φως στη μαύρη καταχνιά που κρεμόταν πάνω από τα καταστρεμμένα μέρη. Κι όμως είχα άδικο. Το ανθρώπινο πνεύμα, όσο και να το συνθλίψει κανείς και να το καταπιέσει, είναι αδούλωτο. Η μαρτυρία που ανακάλυψα γι’ αυτό, ίσως, ήταν ασήμαντη, βασισμένη σε τυχαία ατομικά περιστατικά. Όμως, για μένα, με όλα τούτα, έχει περσότερη βαρύτητα, από ένα τόννο ψυχρές στατιστικές.

Πήγα, πρώτα-πρώτα στη Βιέννη, αυτή την έξοχη πόλη, που άλλοτε την είχα γνωρίσει τόσο καλά και τόσο πολύ την αγάπησα. Από τη στιγμή, που το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο, η διάθεσή μου γινόταν ολοένα και πιο μελαγχολική. Κάθε άνεση ζωής, και η στοιχειωδέστερη, ήταν ανύπαρκτη, και το δωμάτιο, που κατάφεραν να μου βρουν στην Kartherstrasse, είχε ελάχιστα έπιπλα και ήταν χωρίς θέρμανση. Το μεσημεριανό ήταν χορτόσουπα σκέτη με μία ψιλή φέτα μαύρο πατατόψωμο.

Το απόγευμα, που βγήκα να κάμω μία βόλτα ολόγυρα, πέρασα τον κατεστραμμένο καθεδρικό ναό του αγίου Στεφάνου και τα ερείπια της Όπερας και η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Το μικρό ανάκτορο της αυτοκράτειρας Ευγενίας, όπου είχα γευματίσει με τόσο κέφι με τον κόμη Von Zsolnay και τον Franz Werfel, καθώς και τόσα άλλα κτήρια, τι είχαν απογίνει τώρα; Αυτή ήταν η κεφάτη, η έκτακτη πόλη, όπου είχα περάσει τόσο χαρούμενες μέρες και υπέροχες νύχτες, όπου είχα ακούσει την Λέμαν στη Boheme και όπου είχα παρακολουθήσει το Heurige, τη γιορτή του νέου κρασιού; Είχα ’ρθει προετοιμασμένος να αντικρίσω υλικές καταστροφές, γκρεμισμένα σπίτια, σωρούς πέτρες και χαλίκια, βομβαρδισμένα κτήρια, ακόμα και το μελαγχολικό θέαμα της συντριμμένης γέφυρας του Δούναβη. Είχα προβλέψει κάποια πίκρα, όχι όμως τούτο το κενό, τη βουβή απελπισία που σα φρικτό θανατικό είχε κατακλύσει τους γκρίζους και μαύρους έρημους δρόμους που είχαν γεμίσει χαλάσματα.

Σιγά-σιγά κατακάθισαν μέσα μου οι πρώτες εντυπώσεις, ένιωσα να γεννιέται στη ψυχή μου ένας τυφλός θυμός, μια κρυφή αγανάκτηση εναντίον της Θείας Πρόνοιας, που είχε επιτρέψει να γίνουν όλες τούτες οι καταστροφές. Την κατάστασή μου τη χειροτέρεψε η βροχή που άρχισε, παγωμένη, να πέφτει εκείνο το φοβερό απόγευμα του Φεβρουαρίου, καθώς πύκνωσε το σούρουπο, και ήταν κίνδυνος το κρουσταλλιασμένο νερό να περάσει το στρατιωτικό μου μανδύα που φόραγα πάνω από το μάλλινο σακάκι.

Βρισκόμουν σε μία από τις ανατολικές συνοικίες, εκείνη τη στιγμή, και για να φυλαχτώ από το νερό χώθηκα σ’ ένα γειτονικό οικοδόμημα – ένα εκκλησάκι που είχε γλιτώσει από την καταστροφή. Ο χώρος ήταν άδειος και σκοτεινός σχεδόν, το μόνο φως ήταν το καντήλι του ιερού. Αναγκαστικά, στάθηκα να περιμένω εκεί ώσπου να σταματήσει η βροχή.

Ξαφνικά, άκουσα βήματα και, γυρνώντας, είδα ένα γέρο άντρα να μπαίνει μες στην εκκλησία. Δε φόραγε σακάκι, και το μεγάλο λιπόσαρκο κορμί του ήταν τυλιγμένο σ’ ένα λεπτό και χιλιομπαλωμένο κοστούμι σε άθλια κατάσταση. Καθώς προχώρησε προς το ιερό είδα κατάπληκτος πως κρατούσε στα χέρια του ένα παιδί, ένα μικρό κοριτσάκι κάπου έξι χρονών, που κι αυτό φορούσε κάτι ρουχαλάκια σε κακό χάλι, σωστά κουρέλια. Όταν έφτασε κοντά στο ιερό, απόθεσε χάμω το παιδί και, τότε, πρόσεξα καλά, και από τις σπασμωδικές κινήσεις των ποδιών του βεβαιώθηκα, πως το μικρό ήταν παράλυτο. Εκείνος το συγκρατούσε με μεγάλη υπομονή και τούδινε κουράγιο, για να το καταφέρει να γονατίσει, αφού προηγουμένως του στερέωσε τα χέρια στα κάγκελα του ιερού. Όταν επιτέλους κατάφερε αυτό που ήθελε, γύρισε και χαμογέλασε του παιδιού, σα νάθελε να το συγχαρεί για το κατόρθωμά του, και ύστερα, στητός, γονάτισε κ’ εκείνος πίσω του.

Για λίγα λεπτά έμειναν σ’ εκείνη τη στάση, και ύστερα ο γέρος σηκώθηκε. Άκουσα τον ανεπαίσθητο ήχο ενός μικρού νομίσματος που έπεσε στο παγκάρι, και ύστερα τον είδα να παίρνει ένα κερί, να το ανάβει και να το δίνει στο παιδί. Εκείνο το κράτησε στο αδύναμο χεράκι του για πολλήν ώρα, και η φλογίτσα που φώτισε το προσωπάκι του έδειξε μιαν έκφραση χαρούμενη στα ωχρά και λιπόσαρκα χαρακτηριστικά. Ύστερα, στερέωσε το κερί στον κηροστάτη, θαυμάζοντας τη μικρή του προσφορά.

Τώρα, ο γέρος σηκώθηκε ξανά κι αφού βοήθησε το παιδί ν’ ανασηκωθεί κ’ εκείνο, το σήκωσε στα χέρια του, και κίνησε να βγει από την εκκλησία. Όλη την ώρα που τους κοίταζα, ένιωθα ένοχος, γιατί, χωρίς να το ξέρουν, είχα παρακολουθήσει αυτή την ολότελα ατομική εκδήλωσή τους, σα να είχα κάμει μιαν ιεροσυλία. Τώρα όμως, μ’ όλο που έμενε ακόμα μέσα μου αυτό το αίσθημα, μια ακατανίκητη εσωτερική δύναμη μ’ έσπρωξε να σηκωθώ και να τους ακολουθήσω ως την πόρτα της εκκλησίας.

Έξω, γερμένο στο πλάι, βρισκόταν ένα μικρό πρόχειρο χειράμαξο – ένα αθλιέστατο ξύλινο τετράγωνο κουτί που τόχαν προσαρμόσει σε δυο τροχούς που από καιρό είχαν χάσει τις αχτίνες τους. Σ’ αυτό το κατασκεύασμα, ο γέρος απόθεσε το παιδάκι προσεχτικά, απλώνοντας στα πόδια του ένα παλιό σακί από πατάτες για σκέπασμα. Τώρα, που στεκόμουν πολύ κοντά τους, μπόρεσα να βεβαιωθώ γι’ αυτό που είχα υποψιαστεί από ώρα. Το κάθε χαρακτηριστικό στην τραβηγμένη φυσιογνωμία του γέρου, το ψαλιδισμένο γκρίζο μουστάκι, η λεπτή μύτη, τα περήφανά του μάτια κάτω από τα πυκνότατα φρύδια, έδειχναν πως είχε κανείς απέναντί του έναν αληθινό πατρίκιο, έναν από κείνους τους καλογεννημένους Βιεννέζους που, χωρίς να φταίξουν σε τίποτα οι ίδιοι, ο πόλεμος στάθηκε γι’ αυτούς ολοκληρωτική καταστροφή. Το παιδάκι τούμοιαζε στα χαρακτηριστικά και ήταν μάλλον βέβαιο πως θάταν εγγονούλα του. Αφού ταχτοποίησε το σακί ολόγυρα στο παιδί, με τα φίνα του χέρια, γύρισε και με κοίταξε. Ένας χείμαρρος από ερωτήσεις μού ήρθαν στα χείλη, αλλά κάτι, η πνευματικότητα της φυσιογνωμίας του, συγκράτησε την περιέργειά μου. Το μόνο που κατάφερα ήταν να τραυλίσω αδέξια:

– Πολύ κρύο κάνει!

Μου αποκρίθηκε με ευγένεια:

– Δεν είναι από τις πιο κρύες μέρες του φετεινού χειμώνα!

Σιωπή απλώθηκε. Το βλέμμα μου καρφώθηκε και πάλι στο παιδί, που μας παρακολουθούσε και τους δυο με τα γαλάζια του μάτια.

– Απ’ τον πόλεμο; Είπα κοιτάζοντάς το.

– Μάλιστα, από τον πόλεμο, μου αποκρίθηκε. Από την ίδια βόμβα σκοτώθηκε ο πατέρας και η μητέρα της.

Και πάλι απλώθηκε σιωπή.

– Ερχόσαστε εδώ ταχτικά; είπα και αμέσως έσκασα από το κακό μου για την αδιακρισία που είχα ξεστομίσει.

Αυτός όμως δεν έδειξε πως πειράχτηκε.

– Μάλιστα, ερχόμαστε κάθε μέρα, για να προσευχηθούμε.

Χαμογέλασε αδύναμα, ύστερα, εξακολούθησε:

– Εξάλλου, ερχόμαστε και για να δείξουμε στον καλό μας τον Θεό πως δεν είμαστε θυμωμένοι μαζί του.

Δε μπόρεσα να βρω λόγια για να του αποκριθώ. Και καθώς στεκόμουν σιωπηλός, εκείνος τέντωσε το κορμί του, κούμπωσε το σακάκι του, έπιασε τις λαβές του χειράμαξου και, με το ίδιο άτονο χαμόγελο και την ευγενική κλίση του κεφαλιού, κίνησε να φύγει τραβώντας το παιδί μες στο σκοτάδι που πύκνωνε ολοένα.

Πριν χαθούν ολότελα, ένιωσα και πάλι μιαν ακράτητη επιθυμία να τους πάρω ξοπίσω. Ήθελα να βοηθήσω, να τους δώσω χρήματα, να βγάλω το ζεστό μου ρούχο και να τους το χαρίσω, να κάνω κάτι εντυπωσιακό, θεαματικό και παράφορο για κείνους. Στάθηκα όμως καρφωμένος στη θέση μου, σα νάχα ριζώσει εκεί. Ένιωσα πως σε τούτη δω την ιστορία δεν υπήρχε περίπτωση να βοηθήσει κανείς χρηματικά, γιατί ό,τι κι αν έδινε δε θα γινόταν δεκτό. Αντίθετα, εκείνοι είχαν δώσε κάτι σε μένα. Αυτοί, που είχαν χάσει τα πάντα, αρνιόνταν να παραδοθούν στην απελπισία και την απόγνωση. Μπορούσαν ακόμα να πιστεύουν. Μεγάλη αναταραχή με κυρίεψε. Τώρα πια, μέσα μου, δεν υπήρχε θυμός, ούτε έγνια για τις δικές μου ανόητες μικροστερήσεις, αλλά μονάχα λύπη κ’ ένα έντονο ολίσθημα ντροπής.

Η βροχή είχε σταματήσει. Δεν αποφάσιζα όμως να βγω έξω. Δίσταζα. Ύστερα, γύρισα πίσω και τράβηξα προς τον κηροστάτη, τον μικρό και ταπεινό, όπου ακόμα έκαιγε το φτωχό κεράκι του παιδιού, ρίχνοντας το αδύναμο χλωμό φως μες στην άδεια εκκλησία. Ένα κεράκι σε μια χαλασμένη πολιτεία. Έτσι όμως καθώς έκαιγε, η μικρή του λάμψη έμοιαζε σαν ελπίδα για όλο τον κόσμο!

                                                                         

 

 

 

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση