Από την Αυστρία πήγα στην Ιταλία. Κάθε πρωί, το λίγο καιρό που έμεινα στο χαλασμένο χωριουδάκι, το Καστελμάρε, κοντά στο Λιβόρνο, έβλεπα τη γριά Μαρία Μπεντέλι. Κοντούλα, λεπτή και σουφρωμένη, με γυμνά πόδια, μ’ ένα μαύρο βρώμικο ρούχο, ένα μαύρο μαντίλι γύρω απ’ το κεφάλι της. Οι αδύνατοι ώμοι της λύγιζαν κάτω από το βαρύ κοφίνι που κουβάλαγε. Ήταν η προσωποποίηση του τραγικού ανθρώπου. Το αδύνατο μελαχρινό της πρόσωπο, σφιχτό και χιλιοβασανισμένο, έμοιαζε νάχει ζυμωθεί με τόση δυστυχία, ώστε είχαν απομείνει πάνω της ανεξίτηλα τα απομεινάρια της θλίψης.
Πούλαγε ψάρια, αυτά μαζί με λίγα μακαρόνια ή σπαγέττο, ήταν το κύριο φαγητό αυτουνού του μικρού κατεστραμμένου ιταλικού χωριού. Είχα γνωρίσει το μέρος τούτο και τον καιρό της ξένοιαστης, της χαρούμενης ειρηνικής εποχής. Τώρα, δεν υπήρχε εδώ ούτε μουσική ούτε χαρές και γέλια, στη μικρή πλατεία όπου τα βομβαρδισμένα κτίρια άπλωναν τα χαλάσματα τους – το θέαμα τούτο σου ράγιζε την καρδιά – και πάνω απ’ όλα η μυρουδιά από τις ανθισμένες ροδοδάφνες σκορπιζόταν δυνατή, σα νάταν πάνω σε μνήμα. Ο τόπος είχε νεκρωθεί κ’ επειδή τον είχα αγαπήσει πάρα πολύ, η τωρινή του ερήμωση μούκανε μεγάλο κακό.
Οι περσότεροι νέοι και νέες είχαν φύγει. Όμως τα παιδιά και οι γέροι ξώμεναν και κινούνταν – έτσι μου φαινόταν εμένα – σα φαντάσματα, εξοικονομώντας μια μπουκιά ψωμί από το ψάρεμα με τις μισοτσακισμένες τους βάρκες και τα χιλιομπαλωμένα δίχτυα.
Ανάμεσα τους ήταν η Μαρία. Πότε-πότε τραβούσε μαζί και την ανιψούλα της, ένα αδύναμο κοριτσάκι δέκα χρονών, που ακολουθούσε ξοπίσω της και φώναζε με μια τσιριχτή επίμονη φωνίτσα : «Pesci… pesci freschi!» («Ψάρια, φρέσκα ψάρια») σαν να υπήρχε αμφιβολία πως τα ψάρια της ήταν της ώρας.
Ένα πρωινό, καθώς περνούσα από το βομβαρδισμένο τετράγωνο, τους έπιασα κουβέντα. Μάλιστα, είχαν γλυτώσει από το βομβαρδισμό. Συμφωνούσαν και οι δυο τους πως ο πόλεμος ήταν πολύ κακό πράγμα. Ζούσαν με τη μεγαλύτερη οικονομία σ’ ένα μικρό δωματιάκι της Via Eustachia, στενού δρομάκου από τους φτωχότερους του χωριού.
Ξαφνικά, ο έμφυτος πεσιμισμός μου μ’ έβαλε να τους ρωτήσω :
— Γιατί δε φεύγετε από το χωριό; Εδώ δεν υπάρχει σωτηρία… όλα έχουν καταστραφεί… το κάθε τι έχει τελειώσει!
Έγινε σιωπή. Η γριούλα κούνησε αργά το κεφάλι της.
— Εδώ είναι η πατρίδα μας, το σπίτι μας. Δεν πιστεύουμε πως όλα έχουν τελειώσει.
Καθώς ξεμάκραιναν, μου φάνηκε πως αντάλλαξαν μια μυστική ματιά οι δυο τους.
Αυτή η ματιά άναψε την περιέργεια μου. Τις επόμενες μέρες, έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να παρακολουθεί τις κινήσεις τους μ’ ένα παράξενο, αθέλητο ενδιαφέρον. Τη μισή μέρα είχαν την ορισμένη και γνωστή δουλειά. Το απόγεμα όμως, κατά πολύ παράξενο τρόπο, χάνονταν, δεν μπορούσες να τις βρεις πουθενά. Πολλές φορές, ύστερ’ από το φαγητό, έκοβα βόλτες στη Via Eustachia και το μόνο που ανακάλυπτα ήταν το δωματιάκι τους αδειανό όμως. Μήπως και οι δυο τους ήταν λιγότερο απλοϊκές απ’ ότι τις είχα νομίσει και η απογεματινή τους απουσία έκρυβε κάποιαν άλλη μυστική δουλειά, κανένα λαθρεμπόριο ίσως, ή καμιά σιχαμερή απασχόληση, σχετική με μαύρη αγορά;
Μ’ αυτή τη σκέψη, μια μέρα, πήγα νωρίτερα στη Via Eustachia. Άλλοτε, αυτή την ώρα ξεκουραζόμουν στην αμμουδιά. Χώθηκα σ’ ένα κατώφλι, κοντά στο δωματιάκι της γριούλας. Δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Λίγα λεπτά ύστερ’ από τη μια, παρουσιάστηκε η Μαρία και η ανιψιά της. Η καθεμιά τους είχε στον ώμο της από ένα καλάθι άδειο, και πιασμένες από το χέρι, με ύφος σοβαρό, πήραν το δρόμο τους. Μηχανικά σχεδόν τις ακολούθησα κ’ εγώ.
Πέρασαν ένα σωρό σωρούς από πέτρες, η γριά και το κοριτσάκι. Στις παρυφές του χωριού πήραν ένα μονοπάτι που τόψηνε ο ήλιος κ’ έφερνε στη στεγνή κοίτη ενός πόταμου. Εκεί – μπορούσα να τις βλέπω πίσω απόνα δέντρο που διάλεξα για καταφύγιο – είδα κατάπληκτος πως πολλοί άνθρωποι δούλευαν με τσαπιά και φτυάρια. Η Μαρία και το κοριτσάκι κατέβασαν τα κοφίνια τους κι άρχισαν να δουλεύουν. Στην αρχή, φαντάστηκα πως κάτι σκάλιζαν να βρουν, ύστερα, ανακάλυψα πως το παιδί γέμιζε το μικρό του κοφινάκι με άσπρη άμμο, ενώ η Μαρία, ψαχουλεύοντας εδώ κ’ εκεί, ξεδιάλεγε, με πολλή προσοχή, τετράγωνες άσπρες πέτρες. Όταν γέμισαν τα κοφίνια, τα φορτώθηκαν και οι δυο στην πλάτη τους και βιαστικά ανέβηκαν το στενό κι απότομο μονοπάτι.
Πέρασαν πολύ κοντά μου, ωστόσο, κι αν ακόμα είχαν καταλάβει πως βρισκόμουν εκεί, δεν έδειξαν τίποτα. Όταν ξεμάκρυναν λίγο, τότε, τις ακολούθησα και πάλι.
Ο δρόμος έφερνε προς την κορφή της ερειπωμένης πόλης, σ’ ένα πλάτωμα που κυριαρχούσε στο τοπίο, που παρ’ όλους τους περιπάτους μου εδώ κ’ εκεί, δεν τόχα επισκεφτεί και που είχε γλιτώσει από την καταστροφή. Εκεί πέρα, καταμεσίς σ’ ένα άλσος από ακακίες, ένα σωρό άνθρωποι από το χωριό δούλευαν. Ήσυχα, μιλώντας σιγά, συγκρατημένοι, πράγμα που έδινε στις κινήσεις τους μια παράξενη επισημότητα, ανακάτευαν ασβέστη, πελεκούσαν τις πέτρες και άλλοι χτίζανε τους τοίχους μιας πελώριας καινούργιας οικοδομής.
Για μια στιγμή, τα έχασα. Ύστερα, μονομιάς, από το ύψος που είχε φτάσει το κτίσμα και από το σχήμα του κατάλαβα τι ήταν αυτό που χτίζανε. Πιάστηκε η ανάσα μου. Αυτοί οι άνθρωποι, που μετά βίας είχανε μια στοιχειώδη στέγη πάνω από τα κεφάλια τους, που απάνω τους βάραινε η μοίρα ενός τέτοιου χαλασμού, αυτές οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, που ως εκείνη τη στιγμή τους αντίκρυζα σαν ψοφισμένα και εξοντωμένα σκέλεθρα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν αποφασίσει να χτίσουν ομαδικά, ολομόναχοι τους, μια καινούργια λαμπρότατη εκκλησιά. Όχι κανένα πρόχειρο παρεκκλήσι, αλλά ένα ωραιότατο και μεγαλόπρεπο χώρο λατρείας, όπως ποτέ ως τότε δεν είχαν αποχτήσει.
Η Μαρία και το παιδί άδειασαν το φόρτωμα τους. Στάθηκαν ένα-δυο λεπτά να πάρουν ανάσα και ύστερα γύρισαν πίσω για να ξαναπάρουν τον ίδιο δρόμο. Καθώς η γριούλα πέρασε κοντά μου, με το μέτωπο της μουσκεμένο στον ίδρωτα, χωρίς να το περιμένω, μου έστειλε ένα γρήγορο κι αδύναμο χαμόγελο, με τα μαύρα σοβαρά της μάτια, ένα χαμόγελο γλυκύτατο, που κάτω από τη βαθιά ηρεμία του έκρυβε έναν τόνο φιλικής κακεντρέχειας, σα νάθελε να ειπεί:
— Τελειώσαμε, λοιπόν, επιτέλους ; Καταλάβατε ;
Όλη της η ζωή διαγραφόταν σ’ εκείνη τη ματιά – τα περασμένα, τα τωρινά και το μέλλον. Υπήρχε θάρρος μέσα της και μεγάλη καρτερία και πίστη ακλόνητη – η θέληση να ζήσει, να επιβιώσει, να υπομείνει και, πάνω απ’ όλα, να ελπίζει.
Συγκινημένος και ταπεινωμένος, στάθηκα ακίνητος καθώς η γριούλα και το κοριτσάκι πέρασαν μπροστά μου, ώσπου χάθηκαν. Και, ξαφνικά, το στήθος μου βάρυνε, σα να μου το διαπέρασε ένα μαχαίρι, – το μαχαίρι της μετάνοιας για την αγωνία που είχα νιώσει και τον κατήφορο της απελπισίας που με είχε παρασύρει. Τι σημασία είχαν οι σωροί οι πέτρες και τα ερείπια ; Αν το νήπιο και η γριούλα μπορούσαν να νιώθουν τόση πίστη, τότε ο κάθε άνθρωπος στον κόσμο έπρεπε να ελπίζει.
Στάθηκα εκεί πολλή ώρα, κι όταν επιτέλους έλαβα την απόφαση να κατεβαίνω, έχοντας πάρει θάρρος και παρηγορημένος, το πρώτο αστέρι έβγαινε στον ουρανό, χλωμό αλλά λαμπερό, πάνω στον ακίνητο ουρανό και μες στην απαλή ομίχλη που ανέβηκε από τα νερά κι απλώθηκε ολόγυρα χάθηκε το χαλασμένο χωριό. Στη θέση του υψώθηκε μια λαμπρή πολιτεία του πνεύματος.
Θεματολογικές ετικέτες