Ρωμανού του Μελωδού
Κοντάκιον
Προοίμιον
Η Παναγία παρθένος γεννά τον υπερούσιο
και ο κόσμος στον απρόσιτο, μία σπηλιά προσφέρει,
μαζί με τους ποιμένες, δοξολογούν οι άγγελοι,
και με αστέρι οδηγό, οδοιπορούν ερχόμενοι, μάγοι σοφοί, που λένε:
για όλους εμάς γεννήθηκε και έγινε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
Α.
Την παλαιά μας την Εδέμ, που ανόητα την κλείσαμε
η τωρινή η Βηθλεέμ την άνοιξε ξανά. Για ιδέστε,
ευτυχία σαν την παλιά εκείνη της Εδέμ,
απρόσμενα και μυστικά πάλι εμείς εβρήκαμε,
μέσα σε μια σπηλιά!
Μέσα σ’ αυτήνε την σπηλιά, σαν ρίζα αυτοφυής,
γεννήθηκε Αυτός οπού είναι η άφεση,
που ανέβλησε από πηγάδι που άνθρωπος δεν άνοιξε,
και που απ’ το νερό του “πηγαδιού”,
ο ίδιος ο Δαβίδ πριν επιθύμησε να πιεί.
Μέσα σ’ εκείνη την σπηλιά γέννησε η παρθένος
το βρέφος, που χόρτασε την δίψα και του Δαβίδ και του Αδάμ·
γι’ αυτό και ‘μεις σ’ Αυτόν ας καταφύγουμε,
που έγινε μικρό παιδί, τον άναρχο Θεό.
Β.
Με θέλησή του, έγινε ο νεαρός ο γιος της,
Αυτός που είναι πατέρας της μητέρας του!
Ο Σωτήρας των βρεφών, κειτόταν βρέφος στο παχνί
και κείνη που τον γέννησε τον κοίταζε και του ‘λεγε
«πες μου, παιδί μου, μέσα στο σώμα μου
πώς σπάρθηκες και φύτρωσες;
Σε βλέπω σπλάχνο μου και καταπλήττομαι,
εγώ να σε θηλάζω χωρίς να έχω παντρευτεί.
Εσένα βλέπω, στα σπάργανα να είσαι τυλιγμένος
και ταυτοχρόνως ανέγγιχτο κατανοώ και το δικό μου σώμα·
Εσύ το έκανες αυτό, Εσύ που ευδόκησες
και έγινες μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός».
Γ.
Μεγάλε Βασιλιά, σαν τι να έχεις το κοινό
εσυ και η ταλαιπωρία μας;
Συ ποιητής των ουρανών γιατί σε μας κατέβηκες;
Σου άρεσε το σπήλαιο ή τέρπεσαι απ’ το παχνί;
Να, δεν υπάρχει για την δούλη σου χώρος εις το κατάλυμα,
όχι δωμάτιο αλλ’ ούτε καν σπηλιά·
αφού κι αυτή ξένος την έχει για τα ζώα του.
Όταν η Σάρρα παράδοξα κι εκείνη εγέννησε τον Ισαάκ
της δόθηκε κληρονομιά τόπος πολύς,
σ’ εμένα δε ούτε καν μια φωλιά,
γι’ αυτό και εγώ μένω σ’ αυτήνε την σπηλιά
που θεληματικά κατοίκησες εσύ που έγινες μικρό παιδί,
ο άναρχος Θεός.
Δ.
Αυτά τα λόγια ενδιάθετα σκεφτόταν
και ενώ τον καθικέτευε, Θεό τον γνώστη των απορρήτων,
ακούει ότι οι Μάγοι το βρέφος ψάχνουν
και τότε τους ρωτά: Ποιοι είστε εσείς;
Και αυτοί της λένε: Και εσύ ποια είσαι, που τέτοιον γέννησες υιό;
Ποιοι είναι ο πατέρας και η μάνα σου;
Πώς έγινες μητέρα και τροφός παιδιού
για το οποίο πατέρας δεν χρειάζονταν;
Αυτού, που είδαμε το άστρο του και καταλάβαμε ότι εφάνη,
και έγινε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
Ε.
Ο Βαλαάμ, σαφέστατα μας πληροφόρησε
το νόημα εκείνων των λόγων που προμάντευσε,
όταν το έλεγε ότι πρόκειται νέος αστέρας να ανατείλει.
Αστέρας που θα σβύσει μαντείες και τους οιωνούς,
Αστέρι που θα φανερώνει σοφών τα προμηνύματα,
κι όλους τους λόγους τους, και τα προβλήματα που θέσαν.
Του ήλιου που κυριαρχεί απέραντα λαμπρότερος,
αφού Αυτός είναι ο Δημιουργός που έφτιαξε τα σύμπαντα.
Αυτός για τον οποίον γράφτηκε, πως,
εξ Ιακώβ, εγένηκε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΣΤ.
Όταν όλα ετούτα τα πρωτάκουστα
άκουσε η Μαριάμ, έπεσε και προσκύνησε Αυτόν
που βγήκε από τα σπλάχνα της και κλαίγοντας
του είπε : Μεγαλειώδη, παιδί μου, μεγαλειώδη είναι
όλα όσα ενήργησες με όργανο σου εμένα την φτωχή.
Να, έξω, σε αναζητούν μάγοι σοφοί,
αυτοί που είναι οι βασιλείς οι της ανατολής.
Το πρόσωπό σου ανερευνούν, και λιτανεύουν την μορφή σου,
οι ένδοξοι τούτου του λαού.
Πραγματικός λαός σου είναι όσοι το κατενόησαν
ότι έγινε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
Ζ.
Επειδή είναι λαός δικός σου, Κύριε, κανόνισε
να είναι πάντα στην σκιά σου,
ώστε να εννοούν την πάμπλουτη και τίμια πτωχία σου.
Εγώ εσένα έχω δόξα και καύχημα
και δεν το ντρέπομαι αυτό.
Συ είσαι η ομορφιά και η ευπρέπεια της κατοικίας και εμού.
Πρόσταξε να μπούν, καθόλου δεν με στενοχωρεί η ευτέλεια.
Εσένα έχω θησαυρό, εσένα που κρατώ
εσένα ήλθαν για να δουν οι βασιλείς,
όσοι βασιλείς και μάγοι κατάλαβαν
Ότι έγινε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
Η
Τότε ο Ιησούς Χριστός, ο πράγματι Θεός μας,
αόρατα επενέβηκε στον νου της μάνας του
λέγοντάς της: Μίλησέ τους να εισέλθουν,
αυτοί που δέχθηκαν τα λόγια μου·
ο λόγος μου φωτίζει την ψυχή όσων με αναζητούν.
Συμπορεύθηκε με τους μάγους, αστέρι κατά τα φαινόμενα,
και στην πραγματικότητα άγγελος, υπηρετώντας εμένα
και περιμένει ακόμα με σταθερότητα
να ολοκληρώσει την διακονία του,
δείχνοντας με τις ακτίνες του τόπον όπου
γεννήθηκε, μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
Θ
«Λοιπόν δέξου, σεμνή μητέρα, δέξου αυτούς που
με αποδέχθηκαν. Είμαι μαζί τους
όπως ακριβώς και στις αγκάλες σου.
Ούτε από σένα απομακρύνθηκα,
αλλά συμπορευόμουν και μαζί τους».
Και η Μαρία άνοιξε την πόρτα της και δέχτηκε τους μάγους.
Άνοιξε την πόρτα, «η κεκλισμένη πύλη»
που μόνο ο Χριστός διώδευσε.
Άνοιξε την πόρτα αυτή που γέννησε
και συγχρόνως δεν έχασε της παρθενίας τον θησαυρό.
Αυτή άνοιξε την πόρτα, από την οποία
γεννήθηκε η θύρα των ουρανών,
το μικρό παιδί, ο Άναρχος Θεός.
Ι
Τότε οι μάγοι αμέσως μπήκαν μέσα και έφριξαν
σαν είδαν τον Χριστό
γιατί είδαν την μητέρα του και τον μνηστήρα της
και με συστολή είπαν: Αυτός είναι Αγεννεαλόγητος,
και πως παρθένε εσύ, αυτόν που σε μνηστεύσανε
τονέ κρατάς ακόμα μεσ’ στο σπίτι σου;
Και δεν θα κατηγορηθεί η συγκατοίκησή σου με τον Ιωσήφ;
Έχεις πολλούς που σε φθονούν και ερευνούν,
πως γεννήθηκε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΙΑ
Θα σας το πω είπε στους μάγους η Μαρία
για ποιο σκοπό κρατώ τον Ιωσήφ
στο σπίτι μου: για έλεγχο όλων των καταλαλούντων!
Διότι αυτός θα ομολογεί όσα έζησε και άκουσε, για το παιδί μου.
Είδε άγιο άγγελο στον ύπνο του,
που του εξήγησε το πώς συνέλαβα
και από την ολοφώτεινη μορφή του αγγέλου
κάηκαν οι ακανθώδεις λογισμοί
οπού τον τυρανούσαν τότε.
Γι’ αυτό και έμεινε μαζί μου και το ομολογεί
ότι αυτό το μικρό παιδί είναι ο άναρχος Θεός.
ΙΒ
Τα διαλαλεί σαφώς, άπαντα όσα άκουσε,
κηρύττει μεγαλόφωνα όλα όσα με τα μάτια του,
από τον ουρανό και επί γης, τα είδε.
Για τους ποιμένες, που ανυμνούσαν αυτοί οι
πήλινοι, μαζί με τους πύρινους αγγέλους.
Για σας τους μάγους, ότι σας φώτιζε και
οδηγούσε άστρο λαμπερό.
Εγκαταλείψτε αυτά που λέγατε και
πέστε μας σε μας αυτά που σας συμβαίνουν.
Από πού ήρθατε; Και από πού το καταλάβατε
Ότι φανερώθηκε, μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός;
ΙΓ
Όταν λοιπόν η ολόφωτη Μαρία τους είπε αυτά,
οι Μάγοι, αυτοί οι φωστήρες της ανατολής της απάντησαν
Θέλεις να μάθεις από πού ήρθαμε έως εδώ;
Από την γη των Χαλδαίων όπου δεν δέχονται τον ένα Θεό,
από την Βαβυλώνα όπου δεν ξέρουν ποιος είναι ο δημιουργός
όλων αυτών που σέβονται.
Από εκεί ήρθε και μας ελευθέρωσε, από την Περσική φωτιά,
το φως του παιδιού σου.
Αφήσαμε την καταστρεπτική φωτιά
γιατί βρήκαμε ότι το “δροσιστικό” φώς,
έγινε μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΙΔ
Ματαιότης ματαιοτήτων είναι άπαντα,
αλλά ανάμεσα στον λαό μας
κανένας δεν υπάρχει που έτσι να φρονεί.
Άλλοι πλανούν και άλλοι πλανώνται.
Γι’ αυτό, παρθένε, χάρη χρωστάμε στον υιό σου, που μας λύτρωσε,
όχι μονάχα από την πλάνη αλλά και την ταλαιπωρία,
που επικρατεί σ’ όλες τις χώρες που περάσαμε·
έθνη άσημα και γλώσσες άγνωστες·
όταν περιτρέχαμε την γη και την εξερευνούσαμε
έχοντας το αστέρι οδηγητικό λυχνάρι,
τότε που αναζητούσαμε που γεννήθηκε,
μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΙΕ
Ενόσω ακόμα αυτόν τον λύχνο είχαμε
περιοδεύσαμε όλη την Ιερουσαλήμ,
εκπληρώνοντας καταφανώς αυτά πού έλεγε η προφητεία.
Διαβάσαμε ότι απείλησε ο Θεός
να ανακρίνει σχολαστικά την Ιερουσαλήμ και να την εξερευνήσει.
Ψάχναμε μ’ αυτόν τον λύχνο,
αναζητώντας να βρούμε του περιούσιου λαού τα δικαιώματα,
αλλά δεν βρέθηκαν, γιατί αφαιρέθηκαν:
η κιβωτός μαζί με όλα τα καλά που προηγουμένως είχε·
η παλαιά κατάσταση τελείωσε· έκανε τα πάντα καινούργια,
το μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΙΣΤ
Ακριβώς, είπε στους πιστούς μάγους η Μαρία, ρωτώντας τους:
«Περιοδεύσατε αυτήν την πόλη την Ιερουσαλήμ την προφητοκτόνον;
Πώς την διασχίσατε χωρίς να στενοχωριέστε,
αυτήν την πόλη την κακοδιάθετη;
Πώς ξεφύγατε απ΄ τον Ηρώδη, που αντί κυβερνήτης έχει γίνει δολοφόνος;».
Και εκείνοι της απάντησαν:
«Παρθένε δεν ξεφύγαμε αλλά αυτόν τον εμπαίξαμε·
συναντήσαμε τους πάντες ρωτώντας που γεννήθηκε,
μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΙΖ
Όταν άκουσε αυτή τους την απάντηση η Θεοτόκος είπε:
«Τι σας ρώτησε ο βασιλιάς Ηρώδης και οι Φαρισαίοι;»
Ο Ηρώδης πρώτος και οι αρχηγοί του έθνους κατόπιν,
ζήτησαν να μάθουν από μας, τον χρόνο εμφάνισης του αστέρα·
και παρότι το άκουσαν, σαν να μη κατάλαβαν,
δεν επιθύμησαν να δουν, Αυτόν για τον οποίον ρώταγαν,
και ο οποίος σ’ όσους τον αναζητούν, συνηθίζει να εμφανίζεται
μικρό παιδί, ό άναρχος Θεός.
ΙΗ
Μας νόμισαν επιπόλαιους, οι ανόητοι αυτοί
και μας ρωτούσαν λέγοντας: «από πού και πότε ήρθατε;
Πώς ταξιδέψατε σε άγνωστους δρόμους;
Και μεις τους ρωτήσαμε αυτό που ήξεραν:
«Πώς ταξιδέψατε σεις, πρωτύτερα,
στην μεγάλη έρημο απ’ την οποία περάσατε;
Αυτός που οδήγησε αυτούς που έφευγαν από την Αίγυπτο,
Αυτός, οδήγησε και τώρα από την Χαλδαία
αυτούς που πορευόντουσαν προς Αυτόν,
τότε με στύλο πύρινο τώρα δε με άστρο που φανερώνει
μικρό παιδί τον άναρχο Θεό».
ΙΘ
Το αστέρι σ᾿ όλους τους τόπους μας καθοδηγούσε
όπως εσάς ο Μωυσής με το ραβδί του
σας άνοιγε τον δρόμο φωτίζοντάς σας με το φως της Θεογνωσίας.
Σάς τότε το μάνα σας έθρεψε και η πέτρα σας ξεδίψασε·
εμάς τώρα μας έτρεφε η ελπίδα της συνάντησης μαζί Του·
ήμαστε χορτασμένοι με την χαρά Του,
ώστε ποτέ δεν πέρασε απ’ το νου μας
να επιστρέψουμε στην Περσία, λόγω των δύσκολων οδών,
ποθώντας να δούμε, να προσκυνήσουμε και να δοξάσουμε
μικρό παιδί, τον άναρχο Θεό.
Κ
Αυτά έλεγαν οι Μάγοι που δεν πλανήθηκαν καθόλου
και τα επιβεβαίωνε η σεμνή παρθένος,
ενώ το βρέφος επικύρωνε τα λόγια και των δύο,
διατηρώντας άφθορη την παρθενία αυτής που τον γέννησε
και κάνοντας ξεκούραστο το μυαλό εκείνων μετά το ταξίδι
καθώς επίσης και τα βήματα·
κανένας απ’ τους Μάγους δεν κουράστηκε,
όπως δεν εμόχθησε να πάει ο Αββακούμ στον Δανιήλ.
Αυτός που φανερώθηκε σε κείνους τους προφήτες,
φανερώθηκε και τώρα στους μάγους,
αυτός το μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΚΑ
Μετά απ’ όλες αυτές τις διηγήσεις
οι Μάγοι αυτά που είχαν στα χέρια τους προσέφεραν,
δώρα σ’ Αυτόν που είναι το όντως Δώρο
και μύρα στο όντως Μύρο.
Προσκόμισαν στον Χριστό, Χρυσό και σμύρνα και λιβάνι,
λέγοντας: Δέξαι ένα δώρο τρίϋλο
όπως δέχεσαι από τα Σεραφείμ ύμνο τρισάγιο.
Μη μας τα αρνηθείς όπως στον Κάιν,
αλλά αγκάλιασέ τα σαν την του Άβελ προσφορά,
με τις πρεσβείες της τεκούσης δια της οποίας γεννήθηκες
μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΚΒ
Εντυπωσιακά και όμορφα δώρα βλέποντας η πάναγνος κόρη
στα χέρια των Μάγων να τα φέρνουν και να τα προσφέρουν,
το αστέρι να φανερώνει τον γεννηθέντα τους ποιμένες να τον υμνούν,
άρχισε να ικετεύει τον κτίστη και Κύριο όλων αυτών λέγοντας:
Τώρα, παιδί μου, που δέχτηκες αυτά τα τρία δώρα,
ικανοποίησε και τα τρία αιτήματα αυτής που σε γέννησε.
Σε παρακαλώ για ηπιότητα των ανέμων
και για καρποφορία της γης
καθώς και για όλους τους κατοίκους της.
Συμφιλιώσου με όλους, δι’ εμού, αφού γεννήθηκες
μικρό παιδί, ο άναρχος Θεός.
ΚΓ
Εύσπλαχνε Σωτήρ, δεν είμαι απλώς μητέρα σου,
δεν θηλάζω ματαίως αυτόν που χορηγεί την τροφή·
για όλους σε παρακαλώ·
Συ με έκανες όλου του γένους μου καύχημα και στόμα·
εμένα έχει η οικουμένη σαν ισχυρή υπεράσπιση,
τείχος και στήριγμα·
σε μένα προσβλέπουν, όσοι έχασαν τον παράδεισο της χαράς,
να τους επαναφέρω να “ξαναγευθούν” τους “καρπούς” του,
μέσω εμού που είμαι η τεκούσα
μικρό παιδί, τον άναρχο Θεό.
ΚΔ
Σώσον τον κόσμο, Σώτερ, γι αυτό άλλωστε ήλθες
επικύρωσε το θέλημά σου·
για αυτό φανερώθηκες σε μένα και τους μάγους
και βέβαια σ᾿ όλη την κτίση.
Να οι μάγοι στους οποίους φανέρωσες το φως του προσώπου σου,
σου προσφέρουν δώρα γονατιστοί, χρήσιμα καλά και αναγκαία·
τα έχω ανάγκη γιατί πρόκειται να ταξιδέψω για την Αίγυπτο
και να φύγω μαζί σου και εξ αιτίας σου,
οδηγέ μου, γιέ μου, δημιουργέ μου, λυτρωτή μου,
παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός.
Θεματολογικές ετικέτες