Η συζήτηση σχετικά με το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας γίνεται με δεδομένα δύο πράγματα. Στην Ουκρανία διεξάγεται πόλεμος μεταξύ της κυβερνήσεώς της και των ανατολικών επαρχιών που επιχείρησαν να αποσχιστούν και το έχουν σχεδόν επιτύχει. Ο πόλεμος διεξάγεται στα πλαίσια της «εμφύλιας» σύγκρουσης Ρωσίας και Ουκρανίας που άρχισε με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και συνεχίζεται με διάφορους τρόπους.
Πόλεμος σημαίνει θάνατος, μίσος και καταστροφή με ότι αυτά συνεπάγονται. Το δεύτερο δεδομένο είναι η εμπλοκή της πολιτικής που ενδιαφέρει άμεσα και κατευθείαν το ρωσικό κράτος και τους αντιπάλους του σε διεθνές επίπεδο. Οι πρέσβεις των κρατών πηγαινοέρχονται στα γραφεία των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταφέροντας απόψεις και επιστολές των ηγετών των κρατών τους με αποτέλεσμα οι πολιτικές πιέσεις γύρω από το θέμα μας να είναι τεράστιες. Όταν άνθρωποι σκοτώνονται και οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών πιέζονται πολιτικά, τα πράγματα στενεύουν, οι συζητήσεις είναι πολυτέλεια και τα επιχειρήματα χάνουν την αξία τους. Τα παραπάνω δεδομένα δεν συντρέχουν απλά, αλλά γίνονται καθοριστικά για την πορεία των πραγμάτων.
Πριν αναφερθούμε στο αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας ας πούμε δυο λόγια πρώτα τι είναι το αυτοκέφαλο των εκκλησιών, γύρω από το οποίο γίνεται η συζήτησή μας. Πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του αυτοκέφαλου της εκκλησίας της αρχαίας εποχής και εκείνου του ύστερου Μεσαίωνα και της Νεωτερικότητας. Ο όρος αυτοκέφαλος εμφανίζεται πρώτη φορά τον έκτο αιώνα στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρου Αναγνώστου.[1] Ο Αναγνώστης αναφέρεται σε δεύτερη προσπάθεια του θρόνου της Αντιόχειας να σφετεριστεί τα δικαιώματα της Εκκλησίας της Κύπρου που έγινε επί της βασιλείας του Ζήνωνος (474-491) και αρχιεπισκόπου Κύπρου Ανθεμίου. Η πρώτη προσπάθεια έγινε αφορμή να καταφύγουν οι επίσκοποι της Κύπρου στην Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο (431) και να ζητήσουν την προστασία του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας τους. Η σύνοδος θέσπισε γι’ αυτό τον 8ο κανόνα της με τον οποίο επιβεβαίωσε το αυτοκέφαλο εκάστης Μητροπόλεως και της Κύπρου. Το αυτοκέφαλο εκάστης Μητροπόλεως βεβαιώνεται στην κωδικοποίηση του άγραφου αρχαίου κανονικού δικαίου, τους «αποστολικούς κανόνες». Στον 34ο κανόνα ορίζεται: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν άνευ της εκείνου γνώμης· εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και τοις υπ’ αυτόν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιήτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, διά Κυρίου, εν αγίω Πνεύματι· ο Πατήρ, και ο Υιός, και το άγιον Πνεύμα». Την ίδια ρύθμιση έχουμε και με τον 9ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας (341). «Τους καθ’ εκάστην επαρχίαν επισκόπους ειδέναι χρη τον εν τη μητροπόλει προεστώτα επίσκοπον, και την φροντίδα αναδέχεσθαι πάσης της επαρχίας, διά το εν τη μητροπόλει πανταχόθεν συντρέχειν πάντας τους τα πράγματα έχοντας. Όθεν έδοξε και τη τιμή προηγείσθαι αυτόν, μηδέν τι πράττειν περιττόν τους λοιπούς επισκόπους άνευ αυτού, κατά τον αρχαίον κρατήσαντα εκ των Πατέρων ημών κανόνα· ή ταύτα μόνα, όσα τη εκάστου επιβάλλει παροικία και ταις υπ’ αυτήν χώραις. […] Περαιτέρω δε μηδέν πράττειν επιχειρείν, δίχα του της μητροπόλεως επισκόπου, μηδέ αυτόν άνευ της των λοιπών γνώμης». Στον 8ο της Γ΄ που προαναφέραμε ορίζεται: «Έδοξε τοίνυν τη αγία και οικουμενική συνόδω, σώζεσθαι εκάστη επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια εξ αρχής και άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος, άδειαν έχοντος εκάστου μητροπολίτου τα ίσα των πεπραγμένων προς το οικείον ασφαλές εκλαβείν. Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω». Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος όχι μόνο επιβεβαίωσε τον 34ο Αποστολικό και τον 9ο της Αντιοχείας, αλλά και εισήγαγε μια ενδιαφέρουσα χρήση των εγγράφων. Επέτρεψε σε κάθε Μητροπολίτη να φέρει αντίγραφο του Κανόνος, «τα ίσα των πεπραγμένων», για να είναι ασφαλής και να επικαλείται την ακυρότητα κάθε εγγράφου με αντίθετο περιεχόμενο. Μοιάζει περίεργη η πρόβλεψη του κανόνα να ακυρώσει κάθε τυχόν μελλοντικό ‘μαχόμενον τύπον’, δηλαδή έγγραφο νόμο, διάταξη ή απόφαση που θα εναντιώνεται στον 8o κανόνα της. Δικαιολογείται όμως επειδή ο 8ος κανόνας της δεν εισάγει κάτι καινούργιο, αλλά βεβαιώνει την ίδια την υπόσταση της επισκοπής.
Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας σχολιάζει τον 34ο Αποστολικό Κανόνα ως εξής: Υψηλότερη αυθεντία στην εκκλησία είναι ο επίσκοπος και σχήματα και λειτουργήματα ενότητας σε υπερτοπικό επίπεδο όπως μητροπολίτες και πατριάρχες μπορούν και πρέπει να υπάρχουν, με την προϋπόθεση ότι αυτή η αρχή διατηρείται. Γι’ αυτό κανείς επίσκοπος δεν πρέπει να κάνει κάτι χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων. Κανένα λειτούργημα δεν είναι υψηλότερο από τον επίσκοπο, εφόσον ο «πρώτος» είναι ο ίδιος επίσκοπος. Καμία αρχή δεν μπορεί να επιβληθεί πάνω σ’ εκείνη του επισκόπου. Καμία τοπική Εκκλησία ή επίσκοπος δεν μπορεί να ενεργεί σε απομόνωση από άλλες εκκλησίες ή επισκόπους. Ο ίδιος θεωρεί πως ο 34ος ισορροπεί τη διδασκαλία περί του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, τη σχέση ανάμεσα στον Ένα και τους πολλούς, ανάμεσα στην αγάπη και την ελευθερία, ανάμεσα στον Πατέρα και στα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.[2] Ο ίδιος αλλού υποστηρίζει ότι α) η επισκοπή ως τοπική Εκκλησία έχει αυτάρκεια χάριτος και σωτηρίας και είναι η ‘καθολική Εκκλησία’ «ικανή να κρίνει κάθε ‘παγκόσμιο’ λειτούργημα».[3] β) Η ενότητα των εκκλησιών δεν είναι ενότητα μερών, αλλά ενότητα ταυτότητας. Είναι η ταυτότητα των Εκκλησιών με τον ένα Χριστό και μεταξύ τους που σημαίνει ότι ουδεμία τοπική Εκκλησία μπορεί να είναι ‘καθολική Εκκλησία’ εάν είναι αποσχισμένη από τις λοιπές. Και γ) η ενότητα αυτή δεν κάνει την τοπική Εκκλησία μέρος ενός όλου και δεν εξαφανίζει την εκκλησιολογική πληρότητα εκάστης ‘καθολικής Εκκλησίας’ δηλαδή κάθε επισκοπής.[4] Υπό τις παραπάνω εκκλησιολογικές προϋποθέσεις αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς σήμαινε η απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.[5] Η Εκκλησία της Κύπρου εξασφάλισε αυτό που ήδη είχε και ταυτόχρονα η Σύνοδος βεβαίωσε τις γενικές αρχές της συνοδικότητας. Η Εκκλησία της Κύπρου επιβίωσε ως αυτοκέφαλος μέχρι σήμερα, πότε ονόματι και πότε πράγματι για έναν και μόνο λόγο. Επειδή αναφέρεται ονομαστικά στον παραπάνω κανόνα. Το κύρος της Συνόδου και η ιερότητα που συνοδεύει μέχρι σήμερα τις αποφάσεις της δεν βοήθησαν τις άλλες αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες – Μητροπόλεις που αναφέρονται γενικά στον 8ο Κανόνα της και απορροφήθηκαν μέσα στις υπερμητροπολιτικές Εκκλησίες-Πατριαρχεία. Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου αν και είναι επιβίωση της αρχαίας κανονικής τάξεως, είναι εξαίρεση για να επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι κάθε έθνους-επαρχίας η Μητρόπολις είναι αυτοκέφαλος Εκκλησία.
Ας έρθουμε τώρα στην εμφάνιση των αυτοκέφαλων Εκκλησιών του Ύστερου Μεσαίωνα. Πρόκειται για τις Εκκλησίες που εμφανίστηκαν μαζί με τα σλαβικά κράτη κατά και μετά την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο καθηγητής Ιωάννης Ταρνανίδης γράφει: «Η προαγωγή των σλαβικών εκκλησιών δεν υπαγορεύτηκε ούτε υπάκουσε σε κάποιους κανόνες. Υποκινήθηκε πάντα από την πλευρά της κοσμικής ηγεσίας των Σλάβων και γι’ αυτό θεωρήθηκε από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης προϊόν της ‘ανωμαλίας των καιρών’».[6] Αλλά και κατά την εμφάνιση των αυτοκέφαλων Εκκλησιών της Νεωτερικότητας επαναλαμβάνονται τα ίδια πράγματα. Μετά την χορήγηση του τόμου αυτοκέφαλου στην Εκκλησία της Αλβανίας, η Εκκλησία Κων/λεως κατηγορήθηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικόλαο ότι προέβη σ’ αυτό χωρίς τη συμφωνία των άλλων Εκκλησιών. Ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Βενιαμίν γράφει σε απαντητική συνοδική επιστολή του το 1937: «Γνωστόν εστί τη Υμετέρα γερασμία Μακαριότητι ότι περί του τρόπου, καθ’ ον δέον ίνα γίγνηται ο αποχωρισμός και η εις αυτοκέφαλον αποκατάστασις οιουδήποτε τμήματος της Εκκλησίας, ουδαμού των ιερών κανόνων γίνεται λόγος ουδέ νύξις».[7] Το αυτοκέφαλο των Εκκλησιών λοιπόν «δεν υπαγορεύτηκε ούτε υπάκουσε σε κάποιους κανόνες. Ή «ουδαμού των ιερών κανόνων γίνεται λόγος ουδέ νύξις».
Με δεδομένα τα παραπάνω και αναδιφώντας την ιστορία του αυτοκέφαλου εύκολα και αβίαστα μπορούμε να κάνουμε τρεις παρατηρήσεις. α) Κανένα αυτοκέφαλο δεν χορηγήθηκε εξαρχής συναινετικά χωρίς να έχουμε σύγκρουση μεταξύ της εκκλησίας που θέλει να γίνει αυτοκέφαλος και της μητέρας της εκκλησίας.[8] β) Καμία προσπάθεια για απόκτηση αυτοκέφαλου δεν απέτυχε και η σύγκρουση απέβη πάντοτε υπέρ της εκκλησίας που το ζητούσε. Και γ) Η διεκδίκηση του αυτοκέφαλου συνδέεται πάντοτε με το πολιτικό. Προηγείται η δημιουργία νέας πολιτικής οντότητας και συνήθως το αυτοκέφαλο διεκδικεί η πολιτική ηγεσία. Οι παρατηρήσεις μαζί με τη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν κανόνες διεκδίκησης και χορήγησης του αυτοκέφαλου μας οδηγούν στο να εννοήσουμε περί τίνος πρόκειται. Πρόκειται για κατάσταση εξαίρεσης, φαινόμενο που το συζητούμε σήμερα μετά την Πολιτική Θεολογία του Καρλ Σμιτ (1922) και τη συζήτηση που προκάλεσε. Ο Σμιτ έδειξε τη δομική αντιστοιχία θεολογικών και κοσμικών εννοιών και έφερε στο φως τις θεολογικές ρίζες της σύγχρονης πολιτικής. Παραπέμπει στον γάλλο πολιτειολόγο του 16ου αιώνα Bodin που ορίζει την κατάσταση εξαίρεσης ότι είναι «η τροποποίηση ή η πλήρης κατάργηση των νόμων σύμφωνα με ό,τι απαιτούν οι περιπτώσεις, οι καιροί και τα πρόσωπα».[9] Ο παράγοντας ‘καιροί’ αναφέρεται και στο συμπέρασμα της έρευνας στην οποία ήδη παραπέμψαμε ότι το αυτοκέφαλο «θεωρήθηκε από την πλευρά της Κων/λεως προϊόν της ανωμαλίας των καιρών». Ο Agamben, σχολιαστής του Σμιτ, μας δίνει έναν ακόμη ορισμό της κατάστασης εξαίρεσης: «Ένας κενός χώρος, στον οποίο η ανθρώπινη δράση που δεν σχετίζεται με το δίκαιο, έρχεται αντιμέτωπη με τον κανόνα που δεν σχετίζεται με τη ζωή».[10] Μια νέα πραγματικότητα δεν μπορεί να φυλακιστεί σε σχήματα που αδυνατούν να την εκφράσουν. Ο κανόνας υπάρχει να υπηρετεί τη ζωή και όχι να την στραγγαλίζει. Ο Agamben με τον τρόπο του Σμιτ ανέδειξε την γενεαλογία της κατάστασης εξαίρεσης από το κανονικό δίκαιο. Η κατάσταση εξαίρεσης μας βοηθάει να κατανοήσουμε την γένεση του αυτοκέφαλου εάν αναζητήσουμε τι είναι αυτό που κρίνεται κατά την εκδήλωσή της. Το κρινόμενο στην κατάσταση εξαίρεσης στο πεδίο της πολιτικής είναι η κυριαρχία. Ο κυρίαρχος κρίνει πότε έχουμε κατάσταση εξαίρεσης και την κηρύσσει χωρίς να δεσμεύεται από κανόνες. Αν αντικαταστήσουμε την κυριαρχία με την καθολικότητα της τοπικής εκκλησίας έχουμε το ίδιο. Δηλαδή στην γένεση του αυτοκέφαλου διακηρύσσεται ότι η Εκκλησία που γίνεται αυτοκέφαλος είναι η καθολική Εκκλησία, μία τοπική Εκκλησία στην πληρότητά της. Θα λέγαμε ότι με την αυτοανακήρυξή της σε αυτοκέφαλη η τοπική Εκκλησία εκφράζει την αυτοσυνειδησία της τόσο ως καθολική Εκκλησία, όσο και την άρνηση της να εξαφανιστεί ως μέρος ενός όλου με το οποίο όμως θέλει να είναι ενωμένη με σχέση ταυτότητας. Η προσπάθειά της να αναγνωριστεί από τις άλλες Εκκλησίες δείχνει την έγνοιά της να παραμείνει σε κοινωνία με την Μητέρα Εκκλησία και τις άλλες ή ν’ αποκαταστήσει την τυχόν διακοπή της κοινωνίας μαζί τους. Δηλαδή ταυτόχρονα με την αυτοανακήρυξη του αυτοκέφαλου και στο σημείο μηδέν της κανονικής τάξεως αρχίζει η κανονικότητα.
Ας πάρουμε αναλογικά τη σύνταξη των θεμελιωδών νόμων των σύγχρονων κρατών, των συνταγμάτων τους, σύμφωνα με τη θεωρία του συνταγματικού δικαίου. Το σύνταγμα ψηφίζεται από φορέα που ασκεί τη συντακτική εξουσία με τρόπο τελείως πρωτότυπο για τη δημιουργία νέου κράτους ή επανίδρυση κράτους ο οποίος παραβιάζει ενσυνείδητα και ηθελημένα τους ορισμούς και τις διατάξεις της έννομης τάξης που ήδη επικρατούσε και ο ίδιος δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί εκ των προτέρων. Η άσκηση της συντακτικής εξουσίας διαρρηγνύει τα πλαίσια της υφιστάμενης έννομης τάξης αφού δεν διέπεται από κανόνες δικαίου και μόνο αυτοπεριορίζεται. Κανένας δεν μπορεί να ορίσει εκ των προτέρων τον φορέα του. Με τον ίδιο τρόπο εκδηλώνεται η κίνηση για το αυτοκέφαλο. Και εδώ κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποια ή ποιες επισκοπές θα κινήσουν τη διαδικασία για το αυτοκέφαλο, ποιος θα αναγνωριστεί ως πρώτος των επισκόπων, ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί και σε ποια έκταση ενσυνείδητα και ηθελημένα θα παραβιαστεί η κανονική τάξη. Ταυτόχρονα, ισχύει για όλες τις κινήσεις αυτοκέφαλου, έχουμε την πρωτεύουσα δραστική συμμετοχή του πολιτικού και σχεδόν πάντοτε την άσκηση της συντακτικής εξουσίας για θέσπιση συντάγματος. Όπως στην άσκηση της συντακτικής εξουσίας έχουμε συνύπαρξη του δίπολου εξαίρεση-κανονικότητα με την έννοια ότι η κατάσταση εξαίρεσης οδηγεί στην κανονικότητα, με τον ίδιο τρόπο η κίνηση για αυτοκέφαλο ως κατάσταση εξαίρεσης οδηγεί στην εγκαθίδρυση εκ νέου της κανονικής τάξεως. Εξαίρεση και κανονικότητα συνδέονται βαθιά και η μία διαπερνά την άλλη σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο. Δυστυχώς η πραγματικότητα διαψεύδει συνεχώς τους ευσεβείς πόθους των ανθρώπων για αιώνια κανονικότητα. Κάθε κανονικότητα αγωνίζεται να εξοστρακίσει την κατάσταση εξαίρεσης και κάθε κατάσταση εξαίρεσης εγκαθιδρύει πάντοτε την κανονικότητα.
Στο σημείο λοιπόν μηδέν της κανονικής τάξεως, όπως προβλέπουν ο 34ος αποστολικός και ο 9ος της Αντιοχείας, οι επίσκοποι μιας περιοχής (‘έθνους’ ή ‘επαρχίας’) κινούνται από την τοπική εκκλησία-επισκοπή και συγκροτούν την ευρύτερη τοπική-αυτοκέφαλο εκκλησία. Και οι δύο κανόνες χρησιμοποιούν τη λέξη ειδέναι, ρήμα ενεργητικής σημασίας. Η κίνηση αφορά στην αναγνώριση πρώτου που είναι επίσκοπος άλλος από εκείνον που αναγνώριζαν ως πρώτο μέχρι τώρα. Αυτόματα με την κίνηση αυτή, την αναγνώριση πρώτου έχουμε τη σύσταση της κανονικότητας. Αυτό που ορίζει και πάλι την κανονικότητα βρίσκεται στην καθολικότητα κάθε επισκοπής που την κάνει ικανή «να κρίνει κάθε παγκόσμιο λειτούργημα» επομένως και των σχημάτων και λειτουργημάτων ενότητας σε υπερτοπικό επίπεδο που ίσχυαν μέχρι την εκδήλωση της κίνησης (π.χ. μητροπολίτες, πατριάρχες κλπ.). Ο επίσκοπος αναγνωρίζοντας τον πρώτο έχει κοινωνία μαζί του, και υποχρεώνεται να μην κάνει οτιδήποτε περιττό (9ος Αντιοχείας). Οτιδήποτε δηλαδή βρίσκεται πέρα από τα όρια της επισκοπής του. Ταυτόχρονα ο πρώτος δεν ενεργεί τα περιττά χωρίς τη γνώμη των άλλων επισκόπων. Με τον τρόπο αυτό η ευρύτερη τοπική εκκλησία επιδιώκει τη κοινωνία της με τις άλλες εκκλησίες, βεβαιώνει τη σχέση μαζί τους ως σχέση ταυτότητας, στο Σώμα του Χριστού, και δεν είναι αποσχισμένη απ’ αυτές. Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται εκεί που η τοπική-αυτοκέφαλος εκκλησία χωρίς να είναι αποσχισμένη δεν είναι και μέρος ενός όλου, κάτι που θα οδηγούσε σε απώλεια της καθολικότητάς της. Στην εκδήλωση του αυτοκέφαλου η ουσία βρίσκεται στον αγώνα της τοπικής εκκλησίας να παραμείνει καθολική, ενώ συνήθως η μητέρα εκκλησία προσπαθεί να την κάνει τμήμα της. Γι’ αυτό παρατηρούμε στη ιστορία κάθε αυτοκέφαλου την έγνοια της τοπικής Εκκλησίας να αποκαταστήσει πάση θυσία την κοινωνία της με τις άλλες εκκλησίες. Και είναι σημείο του μυστηρίου της εκκλησίας, φαινόμενο εκκλησιολογικής υγείας, που ευτυχώς μαρτυρείται στην ιστορία κάθε αυτοκέφαλου.
Στην εποχή μας, η συζήτηση για το αυτοκέφαλο άρχισε το 1970 μετά από σύγκρουση των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας που έγινε εξ αφορμής της χορήγησης από τη δεύτερη αυτοκέφαλου σε μια από τις ρωσικές εκκλησίες στην Αμερική, της Μετροπόλια, της γνωστής O.C.A. Το 1976 στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Γενεύη γράφτηκε στον κατάλογο των θεμάτων της μέλλουσας Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με τίτλο: «Το Αυτοκέφαλο και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού». Στην συνέχεια με τη διαδικασία που συμφωνήθηκε ανατέθηκαν εισηγήσεις που με τη σειρά τους συζητήθηκαν στις διασκέψεις της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής το 1990, το 1993, και το 2009. Στην Διάσκεψη του 1993 καταρτίστηκε σχέδιο κειμένου στο οποίο συμφώνησαν όλες οι Εκκλησίες πως οι προϋποθέσεις για να ανυψωθεί σε αυτοκέφαλο μία Εκκλησία είναι οι ακόλουθες: α) συναίνεση και ενέργεια της μητέρας εκκλησίας, β) εξασφάλιση πανορθόδοξης συμφωνίας μέσα από διαδικασία που θα εποπτεύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και γ) έκδοση τόμου διακήρυξης του αυτοκέφαλου της αιτούσης Εκκλησίας από το τελευταίο. Οι Εκκλησίες δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο αν θα υπέγραφε τον τόμο μόνος του ο Οικουμενικός ή θα συνυπέγραφε και ο προκαθήμενος της μητέρας Εκκλησίας ή και όλοι οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών και συνέχισαν τις συζητήσεις στην Διάσκεψη το 2009 και στη Σύναξη των Προκαθημένων το 2014 χωρίς αποτέλεσμα. Το σχέδιο της απόφασης του 1993 φαίνεται λογικό αλλά δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση εξαίρεσης. Και αυτό δεν είναι μια πιθανολογία, αλλά δυστυχώς η οδυνηρή πραγματικότητα. Στην πρώτη περίπτωση που ανέκυψε, στο Ουκρανικό ζήτημα, το σχέδιο δεν βοήθησε τις Εκκλησίες να το λύσουν παρότι, όπως θα δούμε προσπαθούν τηρήσουν τα συμφωνημένα.
Στη συζήτηση γύρω από το θέμα της αυτοκέφαλου γίνεται συνεχώς λόγος περί των κανονικών προϋποθέσεων της ανακήρυξής του. Αναζητούνται κανόνες, ερευνούνται ήθη και έθιμα και τελικά αναδεικνύονται κανονικά κριτήρια ανακήρυξής του.[11] Ένα μόνο δεν συζητείται. Η πρακτική πλευρά της ανακήρυξης του αυτοκέφαλου και μάλιστα υπό το φως τόσο της ιστορικής έρευνας, όσο και της δήλωσης του Οικουμενικού Πατριάρχη το 1937. Εάν αναζητήσει κανείς στην ιστορία προηγούμενο του σχεδίου απόφασης του 1993 θα το βρει σε κείμενο του βουλγαρικού Συνοδικού της Ορθοδοξίας που γράφτηκε και αναγνώστηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 13ου αιώνα και διατηρήθηκε στη συνέχεια με συμπληρώματα. Σύμφωνα με το κείμενο η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου πρέπει να διέπεται από τις παρακάτω αρχές: α) Ο ηγεμόνας της χώρας της οποίας η Εκκλησία επιθυμεί το αυτοκέφαλο απευθύνεται στον αυτοκράτορα της Κων/λεως που είναι η ανώτατη αρχή της επίγειας βασιλείας, β) ο αυτοκράτορας σε συνεργασία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη επικοινωνεί με τους προκαθημένους των άλλων πρεσβυγενών πατριαρχείων και ζητά να εκφράσουν την συγκατάθεσή τους με επίσημα γράμματα, γ) ακολουθούν τοπικές σύνοδοι, τόσο στην Κων/λη, όσο και στη Εκκλησία που επιθυμεί το αυτοκέφαλο και δ) την απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη και της συνόδου συνοδεύει και επίσημο γράμμα (τόμος) που απευθύνεται στον ηγεμόνα του τόπου και στον προκαθήμενο της αυτοκέφαλης Εκκλησίας.[12] Εάν συγκρίνουμε τα δύο κείμενα διαπιστώνουμε ότι βασικά προτείνουν την ίδια διαδικασία. Πρωτοβουλία του τοπικού παράγοντα, συμφωνία των άλλων αυτοκέφαλων Εκκλησιών με την φροντίδα της Εκκλησίας Κων/λεως, έκδοση του σχετικού τόμου. Υπάρχουν όμως δύο μεγάλες διαφορές. Στο παλαιότερο κείμενο η θέση του πολιτικού παράγοντα τόσο στο χώρο της τοπικής Εκκλησίας όσο και στο χώρο της μητέρας Εκκλησίας είναι ουσιαστική με τον απαραίτητο όρο της μεταξύ τους συμφωνίας. Επίσης ουσιαστικός φαίνεται και ο ρόλος της τοπικής συνόδου της μέλλουσας αυτοκέφαλης Εκκλησίας που ήδη αναγνωρίζεται η ύπαρξή της και η συμμετοχή της στη διαδικασία του αυτοκέφαλου. Το νεότερο κείμενο αγνοεί τον πολιτικό παράγοντα και την εκκλησιολογική θέση της Εκκλησίας που επιθυμεί το αυτοκέφαλο. Και οι δύο διαφορές δείχνουν ότι το παλαιότερο κείμενο ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα και σωστότερο εκκλησιολογικά.
Το βουλγαρικό κείμενο του οποίου και η γνησιότητα αμφισβητείται είναι σαφώς ιδεολογικό με την έννοια ότι η σχέση του με την πραγματικότητα είναι σχεδόν μηδενική. Ο υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Μητροπολίτης Τυρνόβου ανυψώθηκε Πατριάρχης στα πλαίσια της μεταξύ της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του βουλγαρικού κράτους συνθήκης της Λαμψάκου το 1235. Την ίδια την ύπαρξή του καθόρισαν οι πολιτικές συνθήκες, κανένας άλλος πατριάρχης δεν έλαβε μέρος στην ανύψωσή του, εκτός από τον Οικουμενικό, ο οποίος και ουδέποτε του αναγνώρισε ολόκληρο αυτοκέφαλο, επεδίωξε πάντοτε την επανένταξή του στη δικαιοδοσία του και την κατόρθωσε αργότερα υπό νέες πολιτικές συνθήκες.
Αλλά και το σχέδιο του 1993 είναι ιδεολογικό. Εάν στο βουλγαρικό κείμενο αποτυπώνεται η θέση του πολιτικού παράγοντα σύμφωνα με τις απόψεις της εποχής (μία επίγεια βασιλεία αυτοκράτορας πατέρας-τοπικοί ηγεμόνες παιδιά του), γιατί στο σχέδιο του 1993 δεν γίνεται καν λόγος γι’ αυτόν; Να είναι τάχα η ψευδαίσθηση των δημοκρατικών μας καιρών που οδήγησε στην εκκωφαντική απουσία του; Το ουκρανικό έρχεται να το δείξει οδυνηρά. Αλλά και η εκκλησιολογία του κειμένου είναι ιδεολογική. Αποτυπώνει απόψεις που μπορούν να καλλιεργούνται και να κυκλοφορούν στα πανεπιστήμια, να συμφωνούνται σε διασκέψεις, αλλά να μην μπορούν να εφαρμοστούν στο σκληρό πεδίο των πολιτικών και εκκλησιαστικών διενέξεων. Ήδη ο π. J. Ericson έγραψε ότι το κείμενο είναι μη ρεαλιστικό και αυτό οφείλεται στο ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τη φύση και το περιεχόμενο του ίδιου του αυτοκέφαλου. Επίσης ο ίδιος διερωτάται σχετικά με το νόημα του όρου ‘τοπική εκκλησία’ που αναφέρεται στο κείμενο εάν με τον όρο εννοείται η μυστηριακή φανέρωση της εκκλησιαστικής πληρότητας. Εάν δηλαδή ο όρος σημαίνει την ευχαριστιακή σύναξη κλήρου και λαού υπό τον επίσκοπο μιας συγκεκριμένης περιοχής. Κατά τη γνώμη του το κείμενο του 1993 αποτυγχάνει να δώσει απαντήσεις σε ανάλογα βασικά εκκλησιολογικά ερωτήματα.[13]
Η αποτυχία ρύθμισης του αυτοκέφαλου βρίσκεται στην ίδια την ουσία του που είναι η κατάσταση εξαίρεσης. Όπως σε όλες τις καταστάσεις εξαίρεσης κάθε προσπάθεια ν’ αντιμετωπιστεί με θέσπιση κανόνων οδηγείται σε αδιέξοδο. Όπως γράφει ο Καρλ Σμιτ το αν κάποιος τρέφει την πίστη και την ελπίδα ότι η κατάσταση εξαίρεσης μπορεί να εξαλειφθεί, εξαρτάται από φιλοσοφικές αντιλήψεις, ιδιαίτερα από όσες αναφέρονται στη φιλοσοφία της ιστορίας και στη μεταφυσική.[14] Έχει σημασία και κάτι ακόμη που τονίζουν οι θεωρητικοί της κατάστασης εξαίρεσης. Το κείμενο του 1993 συμφωνήθηκε στη βαριά σκιά της ουκρανικής κρίσης. Και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι συντάκτες κάθε κειμένου που θέλουν ν’ αντιμετωπίσουν μια κατάσταση εξαίρεσης κατασκευάζουν κανόνες υπό το κράτος της προσδοκίας της και του φόβου της.[15] Στη διάσκεψη του 2009 η Εκκλησία της Ρουμανίας, ζήτησε να προστεθεί στο κείμενο του 1993 παράγραφος που να προβλέπει τη δυνατότητα μιας εκκλησίας να προσφύγει σε πανορθόδοξο όργανο, σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησης της μητέρας εκκλησίας να συγκατατεθεί στη χορήγηση αυτοκέφαλου. Πίσω από την πρόταση, κατά μία άποψη, κρυβόταν η ρουμανική διεκδίκηση δικαιοδοσίας στην Εκκλησία της Μολδαβίας.[16] Η Εκκλησία της Μόσχας αντέδρασε για λόγους διαδικαστικούς και επειδή η πρόταση φαινόταν ότι αναιρούσε αυτό που έγινε ομόφωνα αποδεκτό ότι το αυτοκέφαλο χορηγείται με τη σύμφωνο γνώμη της μητέρας εκκλησίας. Εάν δηλαδή η κατάσταση εξαίρεσης ήταν για την Εκκλησία της Ρουμανίας προσδοκία στην πιθανή περίπτωση της Μολδαβίας, η ίδια κατάσταση ήταν ο φόβος της Μόσχας για την ίδια περίπτωση, αλλά και για την περίπτωση της Ουκρανίας που την εμπόδιζε να συμφωνήσει. Οι αντιπρόσωποι των Εκκλησιών, με βάση το σύστημα της ομοφωνίας, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν και η πρόταση απορρίφτηκε. Το ίδιο κρύβεται και πίσω από το βουλγαρικό μεσαιωνικό κείμενο στο οποίο αναφερθήκαμε. Ο συντάκτης του ενήργησε υπό το κράτος του φόβου τυχόν μελλοντικής μεταβολής της θέσης του πατριαρχείου Τυρνόβου και μας παρέδωσε μια εγγυημένη διαδικασία κατασκευάζοντας τη σχετική αφήγηση.[17] Το κείμενο του 1993 μοιάζει με ένα υποθετικό σύνταγμα ενός π. χ. ευρωπαϊκού κράτους που έχει στο περιεχόμενό του διατάξεις για τον τρόπο κατάργησής του και της εκ νέου σύνταξής του. Όπως δεν υπάρχει τέτοιο σύνταγμα για τον ίδιο λόγο το σχέδιο απόφασης του 1993 κινείται πέραν του πραγματικού.
Πριν εξετάσουμε τις λεπτομέρειες του ζητήματος του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας ας δούμε το χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων:
27.10.1990: Η Εκκλησία της Μόσχας επιδίδει στην Εκκλησία της Ουκρανίας Τόμο Αυτονομίας.
28.10.1990: Η Εκκλησία της Ουκρανίας ανακηρύσσει την αυτονομία της.
24.08.1991: Ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ουκρανικού κράτους.
03.11.1991: Έκκληση της Εκκλησίας της Ουκρανίας προς την Εκκλησία της Μόσχας για χορήγηση αυτοκέφαλου που υπογράφεται από όλα (23) τα μέλη της Ιεραρχία της.
22.01.1992: Επανάληψη της ίδιας Έκκλησης.
03.03.1992: Η Εκκλησία της Μόσχας απορρίπτει το αίτημα.
02.04.1992: Η Εκκλησία της Μόσχας ζητά στη Μόσχα από τον Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτο να παραιτηθεί ενώπιον της Συνόδου της Ουκρανικής Εκκλησίας και εκείνος το υπόσχεται.
14.04.1992: Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος επιστρέφοντας στο Κίεβο αρνείται να παραιτηθεί και δηλώνει ότι πιέστηκε από τις μυστικές υπηρεσίες.
07.05.1992- 21.05.1992:
– Η Εκκλησία της Μόσχας καταδικάζει τις σχισματικές ενέργειες του Μητροπολίτου Φιλαρέτου και του αφαιρεί κάθε αρμοδιότητα εκτός από εκείνη της σύγκλησης της Συνόδου της Εκκλησίας της Ουκρανίας με θέμα την υποβολή της παραίτησής του.
– Κηρύσσει κενή τη θέση του Μητροπολίτου Κιέβου, ορίζει τοποτηρητή τον αρχαιότερο Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ουκρανίας Νικόδημο Χαρκόβου και εντέλλεται την εκλογή νέου Μητροπολίτου Κιέβου.
– Ο Νικόδημος Χαρκόβου ανακοινώνει τη σύγκληση προσυνοδικής διάσκεψης στο Χάρκοβο, επειδή η κυβέρνηση της Ουκρανίας δεν συμφωνεί με την εκθρόνιση του Φιλαρέτου για 27-28.05.1992.
21.05.1992: Έκκληση ομάδος Κληρικών και Λαϊκών της Εκκλησίας της Ουκρανίας προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη για παρέμβασή του στη σύγκρουση με την Εκκλησία της Μόσχας που επικαλείται την Πατριαρχική Πράξη του 1686.[18]
25.05.1992: Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος ενημερώνει γραπτά τον Πατριάρχη της Μόσχας Αλέξιο ότι οι αποφάσεις της Εκκλησίας της Μόσχας είναι αντικανονικές και ανίσχυρες.
27.05.1992: Σύνοδος στο Χάρκοβο με τη συμμετοχή 18 επισκόπων εκθρονίζει τον Μητροπολίτη Φιλάρετο, προτείνει την καθαίρεσή του και εκλέγει Μητροπολίτη Κιέβου τον Βλαδίμηρο με 16 ψήφους.
28.05.1992-11.06.1992:
– Η Εκκλησία της Μόσχας εγκρίνει τα πρακτικά της Συνόδου στο Χάρκοβο, καθαιρεί τον Μητροπολίτη Φιλάρετο και εγκρίνει την εκλογή Βλαδίμηρου.
– Η κυβέρνηση της Ουκρανίας στηρίζει τον Φιλάρετο ως Μητροπολίτη Κιέβου.
30.05.1992: Ο Μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος απευθύνεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
15.06.1992: Ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Εκκλησίας από τον Μητροπολίτη Φιλάρετο.
26.08.1992: Επιστολή Οικουμενικού Πατριάρχου προς τον Πατριάρχη Μόσχας με την οποία αναγνωρίζει τα μέτρα εναντίον του Μητροπολίτου Φιλαρέτου.
02.02.1997: Αφορισμός Μητροπολίτου Φιλαρέτου από την Εκκλησία της Μόσχας.
07.04.1997: Επιστολή Οικουμενικού Πατριάρχου προς τον Πατριάρχη Μόσχας με την οποία αναγνωρίζει τον αναθεματισμό Φιλαρέτου.
26.07.2008: Επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Κίεβο και συλλειτουργία του με τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο και τον Μητροπολίτη Κιέβου Βλαδίμηρο.
05.07.2014: Θάνατος του Μητροπολίτου Κιέβου Βλαδίμηρου.
13.08.2014: Εκλογή ως Μητροπολίτου Κιέβου του Ονούφριου.
20.04.2018: Αίτημα της ουκρανικής κυβέρνησης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη για τη χορήγηση αυτοκέφαλου.
20.04.2018 και 11.09. 2018: Αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου για χορήγηση αυτοκέφαλου, άρση των επιτιμίων εναντίον των αυτοκεφαλιστών και ανάκληση της Πατριαρχικής Πράξης του 1686.
Από το χρονολόγιο φαίνεται ότι η υπόθεση του αυτοκέφαλου της Ουκρανική Εκκλησίας είναι μία συνηθισμένη περίπτωση. Προηγήθηκε η πολιτική ανεξαρτησία και ακολούθησε η διεκδίκησή του με δύο εκκλήσεις της αυτόνομης τοπικής Εκκλησίας προς την Μητέρα Εκκλησία. Η Μητέρα Εκκλησία (Μόσχας) δεν συναίνεσε και η τοπική Εκκλησία έκανε έκκληση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη συνέχεια και αφού δεν βρήκε ανταπόκριση αυτοανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη. Μία διαφορά με παρόμοιες περιπτώσεις θα μπορούσε να παρατηρήσει κάνεις στο ότι οι επίσκοποι της τοπικής Εκκλησίας δεν ήταν υποχρεωμένοι να αναζητήσουν (ειδέναι) τον μεταξύ τους πρώτο επειδή ήταν ήδη γνωστός λόγω του καθεστώτος αυτονομίας της Εκκλησίας τους. Η Εκκλησία της Μόσχας δεν αναγνώρισε την κατάσταση εξαίρεσης στην οποία εισήλθε η τοπική Εκκλησία τη Ουκρανίας. Δεν αναγνώρισε ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας είναι καθολική Εκκλησία, μία τοπική Εκκλησία στην πληρότητά της που είναι ενωμένη μαζί της με σχέση ταυτότητας. Στην πρώτη έκκληση οι υπογράφοντες σημειώνουν πως ζητούν το αυτοκέφαλο για να διευκολυνθεί η αναγνώριση της τοπικής Εκκλησίας τους από τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες και να διατηρηθεί η ενότητα και η κοινωνία με τη Μητέρα Εκκλησία της Μόσχας. Στη δεύτερη έκκληση τελειώνουν με την δήλωση: «Παρακαλούμε να μην θεωρείτε την επανειλημμένη μας έκκληση ως ένδειξη αδυναμίας και αβεβαιότητας, αλλά ως αδελφική αγάπη και μαρτυρία του σεβασμού προς τους συναδέλφους μας – τους επισκόπους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τόσο την αυτοσυνειδησία των υπογραφόντων ότι είναι επίσκοποι μιας καθολικής εκκλησίας, όσο και την έγνοια τους να είναι η Εκκλησία τους που διεκδικεί το αυτοκέφαλο ενωμένη με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες.
Η Εκκλησία της Μόσχας όχι μόνο δεν αναγνώρισε την κίνηση του αυτοκέφαλου αλλά προσπάθησε να την ακυρώσει. Γι’ αυτό και επιχείρησε να πλήξει τη συνοδικότητα της τοπικής Εκκλησίας με την εξουδετέρωση του πρώτου της. Ο Μητροπολίτης Κιέβου εκλήθη στη Μόσχα και ζητήθηκε η παραίτησή του. Εκείνος επιστρέφοντας στο Κίεβο αρνήθηκε να παραιτηθεί. Μετά την άρνησή του η Μόσχα επιστράτευσε τις «δημοκρατικές» διαδικασίες. Συγκλήθηκε Σύνοδος των επισκόπων της Ουκρανίας εκτός της έδρας του πρώτου, στο Χάρκοβο. Επρόκειτο ουσιαστικά για Αντισύνοδο αφού συγκλήθηκε χωρίς τη γνώμη του πρώτου και είχε αντικείμενο συζήτησης τα περιττά. Εδώ χρειάζεται προσοχή αφού καμία «δημοκρατική πλειοψηφία» δεν μπορεί να ξεπεράσει τη σχέση των επισκόπων με τον πρώτο τους επίσκοπο, αρχή που αποτελεί το sine qua non της συνοδικότητας όπως στην αρχή αναλύσαμε. Πρόκειται για σχέση sui generis με θεολογικές προϋποθέσεις που πηγάζουν από τη μυστηριακή φύση της Εκκλησίας. Η Αντισύνοδος αποφάσισε την εκθρόνιση του πρώτου, Μητροπολίτου Κιέβου Φιλάρετου και η Εκκλησία της Μόσχας επικύρωσε τα πρακτικά της και τον καθαίρεσε. Η Αντισύνοδος εξέλεξε νέο Μητροπολίτη Κιέβου τον Βλαδίμηρο. Σε λιγότερο από πέντε χρόνια αργότερα η Εκκλησία της Μόσχας αναθεμάτισε τον Μητροπολίτη Φιλάρετο. Οι τετελεσμένες αντιεκκλησιαστικές, αντισυνοδικές και αντικανονικές ενέργειες της Εκκλησίας της Μόσχας προβάλλονται από την ίδια ως τήρηση της κανονικής τάξεως και εγκαλούνται όσοι δεν τις αναγνωρίζουν ότι ενεργούν κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων αφού δεν αποδέχονται την καταδίκη των «σχισματικών». Η Εκκλησία της Μόσχας είναι υπεύθυνη για την προσπάθεια εξουδετέρωσης του πρώτου και το πλήγμα της κατά της τοπικής Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και όλα αυτά ενώ η Ουκρανία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος και ήταν επόμενο η τοπική Εκκλησία να ανακηρυχτεί αυτοκέφαλη. Φαίνεται πως οι εκκλησιαστικοί παράγοντες της Ρωσίας δεν έχουν επιλύσει το δίλημμα μεταξύ εθνικού κράτους και αυτοκρατορίας.
Ούτε όμως το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την κατάσταση εξαίρεσης στην οποία εισήλθε η Εκκλησία της Ουκρανίας. Αντίθετα μάλιστα αναγνώρισε τις ενέργειες της Εκκλησίας της Μόσχας με τρεις τουλάχιστον σημαντικές ενέργειες όπως φαίνεται στο χρονολόγιο. Σε επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Μόσχας από 26.08.1992 σχετικά με την καθαίρεση του Μητροπολίτου Φιλαρέτου αναγράφεται: «[…] η καθ’ ημάς αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ’ Υμάς αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσίας αποδέχεται τα συνοδικώς αποφασισθέντα περί του εν λόγω». Το ίδιο θα κάνει και σχετικά με τον αναθεματισμό του ιδίου προσώπου με παρόμοια επιστολή από 07.04.1997. Και τρίτο και σημαντικότερο, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κων/λεως θα προβεί σε επίσημη επίσκεψη στο Κίεβο από 26.07.2008 και θα συλλειτουργήσει με τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Μόσχας και τον «Μητροπολίτη» Κιέβου Βλαδίμηρο. Γι’ αυτό προκαλεί κατάπληξη η πρόσφατη αλλαγή στάσης της. Ως αιτία της αλλαγής επικαλείται την πατριαρχική πράξη του 1686 με την οποία ορίζεται η επαρχία του Κιέβου να υπόκειται στον πατριάρχη Μόσχας. Η πράξη εκδόθηκε μετά τη λήξη του ρωσοπολωνικού πολέμου (1653-1667), οπότε η περιοχή περιήλθε υπό όρους στη ρωσική αυτοκρατορία. Προηγήθηκε συμφωνία μεταξύ ρωσικής και οθωμανικής κυβέρνησης και σχετική παράκληση του τσάρου, όπως ρητώς αναφέρεται στην πράξη. Η προσπάθεια στήριξης κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί της Μητροπόλεως του Κιέβου αναζητείται στη διάταξη της πράξεως περί μνημόνευσης του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου η οποία αφού δεν τηρείται επιφέρει κατά το νοούμενο και τη δυνατότητα ανάκλησής της. Επίσης γίνεται επίκληση φράσεων του κειμένου της πράξεως και της διαβιβαστικής επιστολής όπως: «τρόπω συγκαταβητικώ χρωμένω», «διδόντος οικονομικώς εκείνω την τοιαύτην άδειαν». Συμπεραίνεται μ’ αυτό τον τρόπο ότι η Μητρόπολη Κιέβου δόθηκε επιτροπικά και προσωρινά. Η συζήτηση εξαντλείται στο βαθμό εκχώρησής της στην Εκκλησία της Μόσχας και στο χρόνο ισχύος της πράξεως. Δεν είναι τυχαίο πως και η Εκκλησία της Μόσχας επικαλείται την παραγραφή των διατάξεων της πράξης. Λείπει όμως από τη συζήτηση η ίδια η Μητρόπολη Κιέβου και οι επισκοπές της, η τοπική δηλαδή Εκκλησία με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται. Η διάταξη της πράξης περί μνημονεύσης του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν συμβιβάζεται με τη βασική αρχή ότι αυτός που μνημονεύεται είναι ο πρώτος, το υποκείμενο του ειδέναι των επισκόπων της επαρχίας Κιέβου κατά τον 34ο Αποστολικό Κανόνα. Αλλά περισσότερο από όλα διερωτάται κανείς για την σημασία οιασδήποτε πράξεως που θέλει να ρυθμίσει αυτή την ίδια την εκκλησιολογική υπόσταση της επισκοπής, όταν δεν της αναγνωρίζει την ίδια την καθολικότητά της ως επισκοπής, ως πλήρους τοπικής Εκκλησίας. Μπορεί κάποια οιασδήποτε τυπικής ισχύος πράξη να επανακαθορίσει αυτό το ίδιο το εκκλησιολογικό περιεχόμενο της επισκοπής; Μία επισκοπή είναι δυνατόν να περιοριστεί σχετικά με τη δυνατότητα του ειδέναι τον Πρώτο της; Τα ερωτήματα αυτά ανακύπτουν σε κάθε αναγνώστη του 8ου Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και καθιστούν μια τέτοια πράξη μαχόμενον τύπον των ρυθμίσεων του και άρα άκυρη. Οπωσδήποτε η πράξη έχει τη θέση της στην ιστορία της Μητροπόλεως Κιέβου, αφορά στην ιστορία της και στη διευθέτηση εποχικών προβλημάτων. Η ερμηνεία της όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τις θεμελιώδεις αρχές της εκκλησιολογίας. Η επίκλησή της σήμερα εισάγει μία ιδιοκτησιακή εκκλησιολογία που αντί να λύνει επιτείνει και αυξάνει τα προβλήματα. Καμία επισκοπή, ούτε του Κιέβου, δεν ιδρύεται ούτε κρίνεται από κάποια υπερδομή. Αντίθετα κάθε επισκοπή είναι ικανή «να κρίνει κάθε παγκόσμιο λειτούργημα».
Επίσης είναι άξιο προσοχής πως μέλη της Εκκλησίας της Ουκρανίας στην από 21.05.1992 έκκλησή τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο επικαλούνται την πατριαρχική πράξη του 1686. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δήλωσε τότε ότι αναγνωρίζει την αρμοδιότητα της Εκκλησίας της Μόσχας για τα θέματα της Εκκλησίας της Ουκρανίας όπως παραπάνω αναφέραμε. Τότε γιατί τώρα το Οικουμενικό Πατριαρχείο επικαλείται την πράξη, την ανακαλεί και οικοδομεί τις ενέργειές του πάνω σ’ αυτήν; Κατά τη γνώμη μας για να καταστήσει εαυτό στη θέση της Μητέρας Εκκλησίας αντί της Μόσχας. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να εφαρμόσει, όσο είναι δυνατό, το σχέδιο απόφασης του 1993. Ως Μητέρα Εκκλησία της Εκκλησίας της Ουκρανίας μπορεί να δεχτεί το αίτημα για αυτοκέφαλο, να συναινέσει, να αποφασίσει και αφού ενημερώσει τους προκαθημένους των άλλων Εκκλησιών να εκδώσει τον σχετικό τόμο. Η πρόβλεψη του κειμένου του 1993 για συμφωνία των άλλων Εκκλησιών και υπογραφή του τόμου από μόνο τον Οικουμενικό Πατριάρχη ή από αυτόν και τον προκαθήμενο της μητέρας εκκλησίας εκ της οποίας η νέα αυτοκέφαλος Εκκλησία ή όλων των προκαθημένων απετέλεσε αιτία διαφωνίας τότε και στη Διάσκεψη του 2009 και στη Σύναξη των Προκαθημένων του 2014. Παραμένει ανοικτό και μας αποκαλύπτει τις σχετικές δυσκολίες οι οποίες φαίνεται ότι δεν αφορούν μόνο την υπογραφή του τόμου. Πάντως ούτως ή άλλως με την ανάκληση της πράξης του 1686 και επαναφέροντας στη δικαιοδοσία του την Μητρόπολη του Κιέβου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να υποστηρίξει ότι με τον ίδιο τρόπο είχε ενεργήσει στο παρελθόν για τη χορήγηση αυτοκέφαλου σε Εκκλησίες που ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Είναι νομίζουμε φανερό πως με τις ενέργειές του το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθεί να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και να μην κατηγορηθεί ότι επεμβαίνει στα εσωτερικά μιας άλλης Εκκλησίας.
Παρ’ όλα αυτά η ανάκληση της πράξης του 1686 δεν πείθει. Οι ιστορικές περιπέτειες της Μητρόπολης Κιέβου δεν αλλάζουν την εκκλησιολογική πραγματικότητα. Η Εκκλησία του Κιέβου και η Εκκλησία της Μόσχας ήταν μία και η αυτή τοπική Εκκλησία και ο Μητροπολίτης επίσκοπος τους ήταν ο ίδιος. Η Μητρόπολη Κιέβου διαιρέθηκε το 1462 και ξαναενώθηκε 1686 και η διαίρεση και επανένωσή τους αφορούν τις ιστορικές περιπέτειες της περιοχής. Η αντιμετώπιση της κατάστασης εξαίρεσης της Εκκλησίας της Ουκρανίας, στην οποία εισήλθε το 1991, από τις Εκκλησίες της Μόσχας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αν και εντελώς διαφορετικά από την καθεμιά γίνεται με βάση το κείμενο του 1993. Και οι δύο αρνούνται στην Εκκλησία της Ουκρανίας την καθολικότητά της. Τι θα μπορούσε να γίνει εν προκειμένω; Θα μπορούσε εξαρχής η Εκκλησία της Μόσχας να πει ναι στην έκκληση, να την προωθήσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των Εκκλησιών η Εκκλησία της Ουκρανίας να ανακηρυχτεί αυτοκέφαλη. Δεν το έκανε αυτό. Κι η ευθύνη της είναι τεράστια.
Το οικουμενικό Πατριαρχείο μπροστά στην άρνηση της Εκκλησίας της Μόσχας να αναλάβει τις υποχρεώσεις της, θα μπορούσε τουλάχιστο να επιφυλαχτεί για τις ενέργειές της, να καταγγείλει τη σύγκληση της Αντισυνόδου και τις αποφάσεις της. Δεύτερον, θα μπορούσε να καλέσει σε Σύνοδο τους προκαθημένους των ορθοδόξων Εκκλησιών και να εγκαλέσει την Εκκλησία της Μόσχας για τις αντικανονικές της ενέργειες. Η μεταγενέστερη του κειμένου του 1993 πρόταση της Εκκλησίας της Ρουμανίας πηγάζει από την εσωτερική λογική των κανόνων και των θεσμών της εκκλησίας μας.[19] Αυτά βέβαια προϋποθέτουν την αναγνώριση το σημερινού περιβάλλοντος. Η πόλη της Κωνσταντινούπολης σήμερα δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είναι μια πόλη ανάμεσα στις άλλες. Και η Μόσχα όσο κι αν θέλει δεν μπορεί να γίνει Τρίτη Ρώμη. Τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν πια στον πλανητικό μας κόσμο όπως υποστηρίξαμε αλλού.[20] Έχουμε τη γνώμη πως οι ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως πρωτόθρονης Εκκλησίας έπρεπε να στοχεύουν στην υποστήριξη της συνοδικότητας εντός των τοπικών εκκλησιών και της καθολικότητας της επισκοπής. Με αυτό τον τρόπο θα αναδεικνυόταν οι ευθύνες όλων για την μεταξύ τους κοινωνία και την ενότητα τους. Η επίκληση δικαιωμάτων και προνομίων του παρελθόντος προϋποθέτουν το μεσαιωνικό αυτοκρατορικό πλαίσιο και οδηγούν σε μια εκκλησιολογία ιδιοκτησιακού τύπου. Συγκροτείται με αυτό τον τρόπο ένα παρακανονικό δίκαιο που αφορά εκχωρήσεις μητροπόλεων, τήρηση και παράβαση όρων υπό αίρεση, οικονομικώ τω τρόπω ενέργειες, επιτροπεύομενες μητροπόλεις και επισκοπές, παραγραφές κ.ο.κ. Η ανάκληση της πράξης του 1686 είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της εκλησιολογίας. Ενέργειες που δεν κατανοούνται και δεν αφομοιώνονται ευρύτερα απονομιμοποιούν τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη συνείδηση των άλλων Εκκλησιών. Ταυτόχρονα δαπανούν την τεράστια περιουσία του που βρίσκεται περισσότερο στο φαντασιακό όλων των ορθοδόξων. Εκεί που πράγματι θεσμίζεται η οργάνωση της εκκλησίας σύμφωνα με τις παραδόσεις της και το φρόνημά της.
Η Εκκλησία της Ουκρανίας είναι αυτοκέφαλος από τη στιγμή που απηύθυνε την πρώτη έκκλησή της προς την Εκκλησία της Μόσχας όπως έγινε με όλες τις εκκλησίες από τη στιγμή που κήρυξαν το αυτοκέφαλο. Είναι αυτοκέφαλος «εν τη πράξει», όπως έγραφε ο οικουμενικός Πατριάρχης Βενιαμίν το 1937 για άλλη περίπτωση,[21] άσχετα με την άρνηση τη Μόσχας ή τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό που της λείπει είναι η κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες και αυτό κρίνεται στις ενέργειες των δύο άλλων Εκκλησιών που έχουν εμπλακεί. Είναι θέμα χρόνου η αποκατάσταση της κοινωνίας της. Η τακτική της Εκκλησίας της Μόσχας το πιθανότερο να παγιώσει τη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία με δύο τουλάχιστον δικαιοδοσίες επί του ιδίου εκκλησιαστικού εδάφους. Φαίνεται πως η κατάσταση που επικρατεί στη Διασπορά άρχισε να γίνεται πραγματικότητα και στις παραδοσιακές χώρες των Ορθοδόξων. Το ουκρανικό ζήτημα με τις δραματικές του εξελίξεις ταλανίζει τους χριστιανούς της χώρας, δοκιμάζει την πιστότητα των υπευθύνων των Εκκλησιών μας στην κανονική παράδοση θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνία και την ενότητα τους. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τις δυσκολίες που έχει η σύγχρονη ευχαριστιακή εκκλησιολογία, που ενώ απολαμβάνει την καθολική αποδοχή κολακεύοντας τον ορθόδοξο αταβισμό μας, δεν κατορθώνει να γίνει οδηγός στην επίλυση των προβλημάτων μας.
[1] «Εξ ης προφάσεως και περιγεγόνασι Κύπριοι, τω αυτοκέφαλον είναι την κατ’ αυτούς μητρόπολιν, και μη τελείν υπό Αντιόχειαν» (P.G. 86A, 184BC).
[2] «Ο επίσκοπος στη θεολογική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας», Έργα, τόμ. Α΄, Εκκλησιολογικά μελετήματα, Δόμος, Αθήνα 2016, σ. 591-592.
[3] «Επισκοπή και επίσκοπος στην αρχέγονη Εκκλησία», ό.π., σ. 556.
[4] Ι. Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, Αθήνα 1965, σ. 196-200.
5 «Το 431 μ. Χ. η Κύπρος δεν ελάμβανε εν Εφέσω το αυτοκέφαλον αυτής. Απλώς διησφάλιζε ό,τι εκέκτητο, καθ’ ην στιγμήν πάσαι αι λοιπαί μητροπόλεις έχανον αυτό» (Β. Εγγλεζάκη, «Επιφάνιος Σαλαμίνος, Πατήρ του κυπριακού αυτοκεφάλου», Διά την Εκκλησίαν Κύπρου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σ. 58).
[6] Θεωρία και πράξη στην ιστορική εξέλιξη του αυτοκέφαλου των Σλαβικών Εκκλησιών, Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 2006, σ. 182.
[7] Απ. Γλαβίνας, Η Ορθόδοξη αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, Θεσ/νίκη 1985, σ. 63. Οι σημαντικές επιστολές περί του αυτοκέφαλου που αντάλλαξαν οι δύο Πατριάρχες δημοσιεύονται ολόκληρες στις σ.σ. 57-65.
[8][8] J.H. Erickson, «Αυτοκεφαλία, Αυτονομία και Δίπτυχα», στον τόμο Καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν, Η Μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος, Εν πλω, Αθήνα 2015, σ. 177.
[9] Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία, μτφρ.-σημ.-επιλ. Π. Κονδύλης, Λεβιάθαν, Αθήνα 1994, σ. 22/113.
[10] G. Agamben, Κατάσταση εξαίρεσης, Πατάκης, μτφρ. Μ. Οικονομίδου, Αθήνα 2007, σ. 148. Για τη καταγωγή της κατάστασης εξαίρεσης από το κανονικό δίκαιο βλ. ιδιαίτερα σ. 46 κ.ε.
[11] Βλ. π.χ. Βλ. Φειδά, Το ‘αυτοκέφαλον’ και το ‘αυτόνομον’ εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Ιεροσόλυμα 1979. Το κείμενο γράφτηκε κατόπιν ανάθεσης και είναι η εισήγηση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων εν όψει της Αγίας και Μεγάλη Συνόδου. Φαίνεται ότι αποτελεί βάση του σχεδίου απόφασης της Διάσκεψης του 1993. Παρόμοια κείμενα εμφανίζονται όλο και περισσότερα με την όξυνση του ζητήματος του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Εκκλησίας γραμμένα από επισκόπους και καθηγητές.
[12] Βλ. τη μετάφραση του κειμένου και τον ιστορικό σχολιασμό του στο Ι. Ταρνανίδης, ό.π., σ. 82-88.
[13] J.H. Erickson, ό.π., σ. 178.
[14] Schmitt, ό.π., σ. 20.
[15] Π. Κονδύλης, Επιλεγόμενα στη Πολιτική Θεολογία του Καρλ Σμιτ, ό.π., σ. 126.
[16] Βλ. Έκθεση της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Διάσκεψη του 2009. Δημοσιεύτηκε από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο στις 24.10.2018 στο «Η συζήτηση για την ανακήρυξη Αυτοκεφαλίας σε μια Εκκλησία», https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/24583-naupaktou-i-suzitisi-gia-tin-anakiruji-autokefalias-se-mia-ekklisia, σ. 4-10.
[17] Ι. Ταρνανίδης, ό.π., σ. 86-87.
[18] Τα έγγραφα της έκκλησης των Κληρικών και Λαϊκών (21.05.1992) και της προσφυγής του Μητροπολίτη Φιλάρετου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη (30.05.1992) δεν μπορέσαμε να τα βρούμε.
[19] Την αρμοδιότητα μιας Συνόδου των προκαθημένων των Εκκλησιών για θέματα του αυτοκέφαλου υποστήριξε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος στη επιστολή του προς τον οικουμενικό Πατριάρχη Βενιαμίν το 1937. Βλ. Γλαβίνας, ό.π., σ. 57-62.
[20] π. Αντώνιος Πινακούλας, «Το πολιτικό και η ιερότητα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια», Σύναξη, τχ.133, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015, σ. 20 κ.ε.
[21] Γλαβίνας, ό.π., σ. 62-65.
Θεματολογικές ετικέτες