«Ο Μοναδικός, του οποίου έχουμε ανάγκη»
Από πού προέρχεται αυτός ο μεγάλος πόθος που κατοικεί στον άνθρωπο, να γνωρίσει τον Θεό;
Αν είχε κάνει κάποιος αυτή την ερώτηση 25 χρόνια πριν, η απάντηση θα ήταν εύκολη. Σήμερα, έχοντας δει κανείς τις αθεϊστικές ιδέες με τις οποίες γέμισε ο κόσμος, αντιλαμβάνεται ότι, για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, η λέξη Θεός μοιάζει να μην αντιστοιχεί σε τίποτα. Ούτε, φυσικά, είναι ο Θεός γι’ αυτούς ένα αντικείμενο πόθου. Φαίνεται μάλλον σαν μια άχρηστη υπόθεση. Τότε, από ποια άλλη σκοπιά μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί το άπειρο; Σ’ αυτό δεν βρίσκει κανείς εύκολη απάντηση… Αντίθετα για κάποιους άλλους, χάρη σε όλα όσα έλαβαν στη ζωή τους, παιδεία, παράδειγμα από τους γονείς, συνήθεια της προσευχής, ο πόθος για τον Θεό είναι κάτι φυσικό. Και όταν κάποιος αρχίζει να γνωρίζει τον Θεό, επιθυμεί να Τον γνωρίσει ακόμα περισσότερο. Είναι μια ευλογία, μια δωρεά. Και έπειτα, μεταξύ αυτών που αισθάνονται αυτόν τον πόθο και εκείνων που δεν τον αισθάνονται, βρίσκονται όσοι ψάχνουν και ψάχνονται. Όταν κανείς βρίσκεται στον δρόμο, στο μετρό ή σε αυτοκίνητο, συμβαίνει συχνά να προσεύχεται, και να λέει στον εαυτό του ότι δεν είναι ο μόνος. Πόσοι άλλοι άραγε δεν θα προσεύχονται ταυτόχρονα; Ίσως πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος: δεν είναι κάπως απαιτητικό να θέλουμε να γνωρίσουμε τον Θεό;
Αν διαβάσει κανείς με προσοχή την Αγ. Γραφή, βλέπει τον Ιησού να λέει στο τέλος της αρχιερατικής προσευχής, στο 17ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουμε Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό και Αυτόν που απέστειλες, τον Ιησού Χριστό». Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο να θέλουμε να γνωρίσουμε τον Θεό! Όμως, απ’ την άλλη, ο απ. Παύλος αναφερόμενος στον Θεό γράφει: «Ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται» (Α’ Τιμοθ. 6, 16). Και αυτό όμως μας θυμίζει εκ παραλλήλου δύο χωρία από το βιβλίο της Π. Διαθήκης, Έξοδος. Στο 24ο κεφάλαιο, η διήγηση λέει για τους πρεσβυτέρους ότι, κατά την επικύρωση της Διαθήκης, αντίκρισαν τον Θεό και έφαγαν και ήπιαν, αλλά ο Θεός δεν έκανε «κανένα κακό σ’ αυτούς». Αλλά στο 33ο κεφάλαιο, ο Θεός λέει στον Μωϋσή ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να Τον δει και να μείνει ζωντανός! Αυτά σημαίνουν ότι μπορεί κανείς ταυτόχρονα να Τον γνωρίζει και να μην Τον γνωρίζει, και ότι ο Θεός «φανερώνεται» στους ανθρώπους με αυτούς τους δύο τρόπους: τον θεατό και τον ακατάληπτο. Κανένα πεπερασμένο πνεύμα δεν θα μπορέσει ποτέ να Τον γνωρίσει πλήρως. Αλλά η γνώση μας για τον Ιησού Χριστό, η περισυλλογή, η προσευχή, η οικειότητα με τον Πατέρα, οδηγούν στην προσέγγιση της πραγματικότητας του Θεού.
Ο μοναχικός βίος δεν ευνοεί άραγε, περισσότερο από καθετί άλλο, αυτή την προσέγγιση;
Ο μοναχός έχει κάποια εμπειρία σχετικά με τον Θεό, γιατί αλλιώτικα δεν θα ξεκινούσε έναν τέτοιο τρόπο ζωής. «Δεν θα με ζητούσες αν δεν με είχες βρει», γράφει στις «Σκέψεις» του ο Πασκάλ. Η προσευχή επανέρχεται συχνά μέσα στην ημέρα των μοναχών, λιγότερο ή περισσότερο βαθειά, είναι αλήθεια, αλλά ο Θεός είναι Αυτός τον Οποίον ψάχνουν διαρκώς. Αυτή η αναζήτηση είναι το πλαίσιο της ζωής τους. Εκεί εντάσσονται οι ακολουθίες, τα διακονήματα, οι ανθρώπινες σχέσεις. Η σκέψη του Θεού και η αναζήτησή Του δεν είναι για τους μοναχούς μία από τις απασχολήσεις τους, αντίθετα όλες οι ευκαιρίες της ζωής τους οδηγούν σ’ Αυτόν! Η προσευχή τους, η σκέψη του Θεού και η αναζήτησή Του δεν αποσυνδέονται από τις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής τους.
Είναι μεγάλο επίτευγμα να γνωρίσει κάποιος τον τρόπο ώστε να εμπεριέχεται στον συνήθη ρυθμό της ζωής του ο Θεός. Αναζητάμε, σε όλα τα μέσα που διαθέτουμε, στη Βίβλο, στη Φιλοσοφία, στην κουλτούρα, να διακρίνουμε πώς η παρουσία του Θεού φωτίζει τα πάντα. Είναι ένα δύσκολο έργο, απαιτητικό. Ωστόσο, ξέρουμε ότι, όταν φθάσουμε μπροστά στον Θεό, θα εκπλαγούμε πραγματικά, και ό,τι θα έχουμε τυχόν βρει εδώ κάτω δεν θα μετράει πολύ. Όπως, όμως, λέει ο Αυγουστίνος, και το λίγο που ανακαλύπτουμε για τον Θεό πάνω σ’ αυτή τη γη είναι ήδη υπερβολικό.
Οι τρείς σπουδαίες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται προκειμένου για τον Θεό στη Χριστιανική Παράδοση είναι: ο Ύψιστος, ο Άπειρος και ο Υπεράγαθος (η τελεία αγάπη). Αυτές συνοψίζουν όλα όσα λέει και αναζητάει η Εκκλησία. Την εποχή των Πατέρων της Εκκλησίας, ο Θεός ήταν κυρίως «ο Ένας, ο επέκεινα πάντων». Ήταν το αντικείμενο ενός μεγάλου πόθου. Ο Μεσαίωνας στράφηκε σε μια περισσότερο οντολογική προσέγγισή Του. Ο Θεός εμφανίστηκε ως «ο Ών», κάτι που ίσως είναι πιο συγκεκριμένο. Σήμερα, υπογραμμίζουμε με μεγαλύτερη ευχαρίστηση ότι ο Θεός είναι αγάπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ο Ένας και ο Ών, μαζί με όλα τα χαρακτηριστικά που Του αποδίδονται. Αυτά τα ονόματα όμως, ενταγμένα στο πλαίσιο της αγάπης και ιδωμένα κάτω από το πρίσμα της αγάπης, παίρνουν ένα καινούργιο νόημα. Ο Θεός είναι αγάπη, αυτό είναι το πρώτο και κύριο Όνομά Του, και ίσως κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά μια πρόσφατη επισήμανση! Ας σκεφτούμε ότι εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια Τον επικαλούμαστε κατά προτίμηση ως «Θεό αιώνιο και παντοδύναμο».
Με τι όμως άραγε μοιάζει αυτή η αγάπη; «Ἄρσεν καί θήλυ ἐποίησεν αυτούς», λέει η Γένεση. Η πρώτη εμπειρία αγάπης είναι αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας. Μπορεί να δει κανείς, και μέσα σ’ αυτήν την αγάπη, την παρόρμηση η οποία ωθεί τη βούληση προς τον Θεό, που είναι το υπέρτατο Αγαθό, και αυτό δεν είναι λάθος. Η πραγματοποίηση της αγάπης ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα, ως δεσμού δύο προσώπων που αγαπούν και αγαπιούνται αμοιβαίως, εικονίζει το μυστήριο της Εκκλησίας.
Χρειάστηκε καιρό η Εκκλησία για να αποδεχθεί αυτή την ανθρώπινη αγάπη ως κάτι τόσο πολύ βαθύ ώστε να μας παρέχει την πρώτη, την αρχετυπική εικόνα, προκειμένου να μιλήσουμε για τον Θεό-Αγάπη.
Όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα αγαπιούνται, περνάνε μαζί μεγάλες χαρές και μεγάλες δοκιμασίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η αποδοχή της διαφορετικότητας. Η αγάπη είναι δόσιμο, αλλά το δόσιμο είναι και «θάνατος», γιατί να δίνεται κανείς σημαίνει να χάνεται. Ταυτόχρονα όμως σημαίνει και ευτυχία. Να δίνεται κανείς, να δέχεται, να χάνεται. Και σημαίνει επίσης να πεθαίνει και ν’ ανασταίνεται. Τέτοια είναι η ουσία της αγάπης και μ’ αυτό τον τρόπο επαληθεύεται κατ’ αρχάς στον Θεό. Έχουμε εδώ ένα κλειδί για να φτάσουμε στον Θεό. Αν η ανθρώπινη αγάπη αποτελεί ένα πρότυπο για να οδηγηθούμε στον Θεό, αυτό ανοίγει πολλές προοπτικές σχετικά με τον άνθρωπο, τον Θεό, την Εκκλησία, έστω κι αν οι εποχές αλλάζουν. Για παράδειγμα, παλαιότερα οι άνθρωποι εξομολογούνταν συχνά, για να διατηρούνται σε μια αγνότητα απέναντι στον Θεό, σε μια ενότητα μαζί του, επιδίωκαν την τελειότητα. Σήμερα εξομολογούνται λιγότερο. Αισθάνονται λιγότερο υποχρεωμένοι να το κάνουν. Η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό είναι περισσότερο σχέση παιδιών προς Πατέρα. Αλλά και η έννοια της αμαρτίας μοιάζει να αλλοιώνεται, να αλλάζει. Σήμερα αυτό που φαίνεται απαράδεκτο είναι η απόρριψη, μέσα σε ένα δεσμό αγάπης, του ενός από τον άλλον. Ο Θεός δείχνει φανερά σε όλους ότι η ουσία είναι η αγάπη, είναι ο άλλος. Το βιώνει σ’ Αυτόν τον ίδιο, στο Τριαδικό δόσιμο. Το βιώνει μαζί μας, στη Δημιουργία και στη Διαθήκη Του με τους ανθρώπους. Πράγματι η αγάπη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Θεού.
Μέσα σ’ όλα αυτά, μένει η απορία για το πώς μιλάει ο Θεός.
Ο Θεός μιλάει μέσω του Αγ. Πνεύματος, που μας ανοίγει τον νου και την κρίση ώστε να κατανοούμε και να διακρίνουμε. Αν Του δώσουμε προσοχή, θα μας βοηθήσει, κι αν Τον ακούσουμε θα μας απαντήσει. Βέβαια κάποιες φορές είναι δύσκολο να ακούσεις την απάντηση. Ο Θεός απαντάει μερικές φορές μέσω των άλλων. Όπως και τίποτα, βέβαια, δεν Τον εμποδίζει να σωπαίνει. «Θεέ μου, βγες από τη σιωπή σου», λέει ο Ψαλμωδός. Αλλά μπορούμε κι εμείς επίσης να προσπαθούμε να μπούμε μέσα στη σιωπή του Θεού! Συχνά συμβαίνει να σκεφτόμαστε ότι ο Θεός δεν μιλάει, δεν απαντάει. Αν όμως επιμείνουμε να ακούμε Αυτόν που δεν απαντάει, τελικά θα αντιληφθούμε κάτι.
Απ’ αυτήν την άποψη, η προσευχή είναι η βασική στιγμή της ημέρας, ακόμα και στις… άγονες προσευχές. Αυτές οι λίγες στιγμές, στη διάρκεια των οποίων όλη μας η προσοχή στρέφεται προς τον Θεό, φωτίζουν όλη μας την ημέρα. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται κάποια ευαισθησία σε σχέση με τον Θεό. Η ευαισθησία είναι κάτι ουσιώδες. Η καλλιέργεια της πνευματικής ευαισθησίας είναι απαραίτητη. Αν θέλουμε πράγματι να γνωρίσουμε τον Θεό, πρέπει να εξακριβώσουμε ότι αυτό περνάει μέσα από τη δική μας ευαισθησία.
Ανακαλύπτουμε άραγε μέσα απ’ όλα αυτά κάποια ομοιότητά μας με τον Θεό;
Είναι μια όμορφη ανακάλυψη την οποία μπορούμε να κάνουμε: όσο περισσότερο είναι κανείς σωστά άνθρωπος, τόσο περισσότερο πλησιάζει στο καθ’ ομοίωσιν. Καταλαβαίνει παράλληλα ότι ο Θεός δεν είναι ο εναντίος, ο αντίθετος, ο κακός δικαστής! Αν δεν σταματήσουμε ποτέ να προσπαθούμε να γνωρίσουμε τον άλλον, με τον ίδιο τρόπο δεν θα σταματήσουμε ποτέ να γνωρίζουμε και τον Θεό.
Πώς μπορεί να πει κανείς: γνωρίζω τον εαυτό μου ή γνωρίζω τα πρόσωπα που αγαπώ; Είναι αδύνατον… Είναι μια εμπειρία που αποκτιέται από την ανθρώπινη επικοινωνία και φιλία, αλλά και από τη σχέση μας με τον Θεό. Ο καθένας μας είναι ως ένα σημείο απρόβλεπτος, το ίδιο, και κατά μείζονα λόγο, ο Θεός. Κι εκεί όμως έγκειται η ομοιότητα. Ο Θεός δεν θα σταματήσει ποτέ να μας εκπλήσσει. Εδώ κάτω σίγουρα ο Θεός μάς ερευνά συχνά και σε βάθος. Όταν Τον δούμε, αυτό θα γίνεται σε μια συνάντηση μακάρια, πρόσωπο προς πρόσωπο, που όμως δεν θα συμβαίνει σαν συνθήκη: «μια για πάντα». Αντίθετα μ’ αυτά που κάποιες προσευχές λένε, δεν θα μπορούμε να «κατέχουμε τον Θεό στην αιώνια ζωή». Ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν κατέχει τον εαυτό Του, γιατί είναι Τριάδα.
Οι καινοτομίες Του, λοιπόν, και οι εκπλήξεις Του δεν θα έχουν τέλος.
Θεματολογικές ετικέτες