Γενικού ενδιαφέροντος

Το κυρίως πρόβλημα και οι υπεκφυγές

Γράφει ο πάντοτε σημερινός και πάντοτε οικείος, σε πανανθρώπινη κλίμακα, Πασκάλ: «Δεν ξέρω ποιος με έβαλε στον κό­σμο, ούτε τι είναι ο κόσμος, ούτε τι είμαι ε­γώ ο ίδιος.

Είμαι μέσα σε άγνοια τρομαχτική για το κάθε τι… Όταν λογαριάζω τη μικρή διάρκεια της ζωής μου σχεδόν να την εξαφανίζει η αιω­νιότητα η πριν από μένα και η μετά από μένα -“ως μνεία καταλύτου μονοήμερου παρώδευσε”-, τον μικρό χώρο που καταλαμβάνω αλλά και που βλέπω, (χώρο) αφανισμένο κι αυτόν μέ­σα στην απεραντοσύνη διαστημάτων δίχως πέ­ρατα που τα αγνοώ και με αγνοούν, τότε τρομά­ζω κι απορώ να με βλέπω εδώ και όχι εκεί, αφού δεν υπάρχει λόγος κανένας γιατί εδώ κι όχι εκεί, γιατί τώρα κι όχι άλλοτε. IIοιος με έβαλε σε αυ­τό το εδώ και σε αυτό το τώρα; Με ποιανού τη διαταγή και τη χειραγώγηση αυτός ο τόπος και αυτός ο χρόνος προορίστηκαν για μένα;

…Δεν βλέπω παρά μόνο απεραντοσύνες από κάθε μεριά που με περικλείνουν σαν ένα ίχνος και σαν μια σκιά με διάρκεια τόση όση μια στιγ­μή ανεπίστρεπτη.

Το μόνο που ξέρω είναι ότι σε λίγο θα πεθά­νω, αλλά αυτό που κυρίως αγνοώ είναι ο ίδιος ο θάνατος που με περιμένει και αποκλείεται να τον αποφύγω».

Λιτά, με ευθυβολία και τόλμη εκπληκτική, ο μέγας σοφός του 17ου αιώνα μιλάει για το καίριο πρόβλημα κάθε ανθρώπου σε κάθε τόπο και σε κάθε καιρό. Εμείς οι πολλοί – συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε τόπο και σε κάθε καιρό- αρνούμαστε να δούμε την πραγ­ματικότητα κατά πρόσωπο, να αναμετρηθούμε με τα αγωνιώδη ερωτήματα. Τρέμουμε να παρα­δεχθούμε την ίδια μας την άγνοια, δεν αντέχουμε κρεμάμενοι στο κενό, δίχως απαντήσεις.

Ορμέμφυτα ο ψυχισμός μας παρακάμπτει τον τρόμο της άγνοιας, βρίσκει διεξόδους, γεννάει υπεκφυγές. Πολλές και ποικίλες στάσεις διαμορφώνονται απέναντι στο βέβαιο του θανάτου – η ποικιλία τους αντανακλά τις διαφορές στην ποιότητα ή καλλιέργεια των ανθρώπων, ακόμα και τις διαφορές των πολιτισμών.

Συχνότερη είναι μάλλον η φυγή από το πρό­βλημα, η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεχάσει τον θάνατο, συγκεντρώνοντας όλη την προσο­χή και τη φροντίδα του σε δραστηριότητες που κατακλύζουν ασφυκτικά τον χρόνο του: βιοπορισμός, επιδιώξεις ευζωίας, ανάγκες δημιουργίας, φιλοδοξίες διάκρισης, κοινωνικής ανόδου, μέθη δημοσιότητας, κοινωνικοί αγώνες, είναι οι πιο συνηθισμένες μορφές φυγής. Αποτελεσματικότερες αυτές που συνοδεύονται με στράτευ­ση (πολιτική, ιδεολογική ή όποια άλλη) και λει­τουργούν ως όπιο για τη μεταφυσική αποχαύ­νωση του ανθρώπου, τη λήθη του θανάτου.

Ο,τι θαυμάζουμε στους πολιτισμούς του παρελθόντος είναι τα σημάδια που μας ά­φησαν πολύμοχθης άθλησης για να συλλαβίσουν νόημα της ζωής και απάντηση στο αίνιγμα του θανάτου. Ναοί, αγάλματα, τραγωδική δρα­ματουργία, δημοκρατία ως «άθλημα αληθείας», γλώσσα και ποίηση τανυσμένες στην έκφραση του αρρήτου. Βέβαια, ο δικός μας σημερινός πολιτισμός, ο «νεωτερικός» όπως τον λέμε, επιλέγει κομπάζοντας τη φυγή στην ψευδαίσθηση, την άρ­νηση της επίγνωσης του θανάτου. Παρακάμπτει τον πανικό με ναρκισσιστικά παραισθησιογόνα, με επηρμένη καύχηση για την υπαρκτική μας ταυτότητα ως «προηγμένων θηλαστικών» που έρχονται από το μηδέν και πηγαίνουν στο τίπο­τα. Πρόβλημα για τον άνθρωπο σήμερα είναι η μεγιστοποίηση της κατανάλωσης, η πληρέστερη δυνατή σωματική ηδονή, η άσκηση εξουσίας, όχι το άγνωστο του θανάτου και το ανα­πότρεπτο του θανάτου. Όταν αναγγελθεί το τέλος, η ελπίδα επικεντρώνεται στην κατά το δυ­νατό ηδονικότερη φαρμακευτική ευθανασία. Γιατί όχι;

Συχνή όμως παραμένει και η καταφυγή στο θρησκευτικό ιδεολόγημα: Έχει απαντήσει το ι­δεολόγημα σε όλα τα αγωνιώδη ερωτήματα του Πασκάλ – ορίζει τι ακριβώς είναι ο θάνατος και τι είναι ο άνθρωπος και ποιος τον έβαλε στον κόσμο, γιατί βρέθηκε στο συγκεκριμένο εδώ και στο συγκεκριμένο τώρα, πόσο ελεύθερος είναι ή πόσο ηθικός παρά τους άπειρους ανεξέλεγκτους παράγοντες που τον προκαθορίζουν. Και πως, α­πό αυτή μόνο τη σκιά και τη στιγμή την ανεπίστρεπτη που είναι ο βίος, κρίνεται η άχρονη ευ­τυχία ή η άχρονη καταδίκη της ύπαρξης του αν­θρώπου. Όλα τα ξέρει το ιδεολόγημα και σε όλα απαντάει. Θωρακίζει τον ψυχισμό με σιγουριά, που επειδή είναι ψυχολογική πανεύκολα μετα­βάλλεται σε φανατισμό και πείσμα. Γίνεται κο­σμική δύναμη η ιδεολογική σιγουριά, εξουσία, στολή, κάνει πολέμους, σφάζει αντιπάλους στο όνομα της «αλήθειας» που έχει κωδικοποιηθεί στο θρησκευτικό ιδεολόγημα.

Η αγωνία του Πασκάλ, η τίμια ομολογία της άγνοιας και του τρόμου για το άγνωστο του θα­νάτου, είναι μάλλον για λίγους. Αυτοί οι λίγοι ήταν κάποτε αρκετοί για να παράγουν πολιτισμό, σήμερα είναι σίγουρα περιθώριο. Πόσοι άνθρω­ποι στην «απεραντοσύνη» της Ιστορίας τόλμη­σαν να αναμετρηθούν (ευθέως και δίχως υπεκφυγές) με τα ερωτήματα που βασάνισαν και τον Πασκάλ; Μήπως είναι λιγότεροι κι από τα δά­χτυλα των δυο χεριών μας;

Πάντως, με ορους ή κριτήρια μεθοδολογικής συνέπειας, σεβασμού των ορίων της γλώσσας, γρηγορούσας επίγνωσης για τη δια­φορά των σημαινόντων από τα σημαινόμενα, τίμιας εμμονής στην προτεραιότητα της εμπειρίας και όχι της νόηοης (με όλες αυτές τις προϋποθέσεις) μόνο δύο μέσα στην Ιστορία οντολογικές θεωρήσεις νομίζω (προσωπική μου άποψη) ότι μπορούν να διεκδικήσουν πληρό­τητα: Η προσωποκεντρική οντολογία του εκ­κλησιαστικού («βυζαντινού» λέμε σήμερα) αποφατισμού. Και η μηδενιστική οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγγερ.

Η στέρεα (στην ειλικρίνεια και στον ρεαλισμό της) αγωνία του Πασκάλ μπορεί να μας χρησι­μέψει σαν μέτρο για να διακρίνουμε πόση ατολ­μία και φυγή από το πρόβλημα του θανάτου κυ­ριαρχεί σε ιδιοφυείς κατά τα άλλα φιλοσοφικές μέσα στην Ιστορία συλλήψεις. Αλλά και πόσο αναξιοπρεπές ιδεολόγημα («προοδευτικό», θρη­σκευτικό ή τσαρλατάνικου «επιστημονισμού») κυκλοφορεί πάντοτε γύρω μας.      

 

11 03 2001

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση