Σκέψεις, σε μορφή επιστολής, με αφορμή δύο άρθρα του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου
Σεβασμιώτατε,
Δημοσιεύσατε προ καιρού δυό άρθρα («Ορθόδοξος Τύπος» 15 και 22 Φεβρουαρίου 1985) σχετικά με την επικρατούσα «αυτονόμηση της ακαδημαϊκής θεολογίας… και του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία» από «την ποιμαίνουσα, διοικούσα και διδάσκουσα Εκκλησία». Ως καθηγητής των θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση θέλω να σας ευχαριστήσω για τα άρθρα σας. Είμαι βέβαιος ότι εκπροσωπώ και πολλούς συναδέλφους μου αν σας πω πόσο θα θέλαμε οι θεολόγοι καθηγητές να έχουμε μια πιο οργανική σχέση με την Εκκλησία.
Δημόσιοι υπάλληλοι, εξαρτώμενοι από το υπουργείο, τον διευθυντή, την επιθεώρηση, με ένα αναλυτικό πρόγραμμα κι ένα σχολικό βοήθημα ως μόνα εφόδια, κατάσαρκα μέσα στον σημερινό αδιάφορο κόσμο, μόνοι σ’ ένα χωριό ή σε μια γειτονιά της αχανούς Αθήνας, αθωράκιστοι, ζητούμε όσο τίποτε άλλο την προστασία της Εκκλησίας. Οι ιερείς έχουν την ασφάλεια του ναού, την αποδοχή από τους πιστούς που τους περιβάλλουν. Ο λόγος τους βρίσκει άμεση πρόσβαση στις ακολουθίες, εκβάλλει και στηρίζεται στα μυστήρια. Εμείς πρέπει μόνο να διδάξουμε. Μέσα σε πλαίσια αναιρετικά της χριστιανικής διδασκαλίας: βαθμολογώντας, ακλουθώντας σχηματικές άσχετες με την εσωτερική υφή του λόγου του Ευαγγελίου διδακτικές ενότητες, μέσα στα ίδια πλαίσια που διδάσκονται η ιστορία, η φυσική, η βιολογία -έχοντας μάλιστα να παλαίψουμε μαζί τους.
Θίγετε, Σεβασμιώτατε, πράγματι ένα σημαντικό θέμα στα άρθρα σας. Αλλά επιτρέψτε μου να εκφράσω το παράπονο: Γιατί μας κατακεραυνώνετε με τέτοια απόλυτη κατηγορηματικότητα; «Το ίδιο (με τις πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές) φαινόμενο, περισσότερο εκφυλιστικό, εμφανίζεται και στην προσφορά τού μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία από τους λαϊκούς θεολόγους, οι περισσότεροι των οποίων όχι μόνο καμμία εξάρτηση δεν έχουν από τον Επίσκοπο του τόπου, αλλά ούτε καν απλές σχέσεις μαζί του δεν διατηρούν, ενώ άλλοι βάλλουν από της έδρας εναντίον των ποιμένων ή και των δογμάτων της Εκκλησίας ή ναρκοθετούν την προς την πίστη πορεία των μαθητών των». Δεν νομίζετε, Σεβασμιώτατε, ότι είναι άδικο να μιλάτε έτσι; Ποιός είναι ο υπεύθυνος; «Εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια», όπως ορθά το προσδιορίζετε χρονικά ατό άρθρο σας, η «ποιμαίνουσα, διοικούσα και διδάσκουσα Εκκλησία» έκανε μια συμφωνία με το κράτος, κι από τότε οι θεολόγοι καθηγητές είμαστε ριγμένοι και εγκαταλελειμμένοι, μοναχικές μονάδες μέσα στους μαζικούς μηχανισμούς της κρατικής εκπαίδευσης. Ποιά ποιμαντική φροντίδα έδειξε η «ποιμαίνουσα» Εκκλησία μας; Πώς φρόντισε να μας διδάξει (να μας επιμορφώσει, να μας δώσει ένα βοήθημα τυπωμένο ή πολυγραφημένο) η «διδάσκουσα» Εκκλησία; Πότε ασχολήθηκε με τα τρέχοντα ή μόνιμα προβλήματά μας η «διοικούσα» Εκκλησία; Διαμαρτύρεσθε διότι «καμμία αρμοδιότητα δεν έχει και κανένα έλεγχο δεν ασκεί η Εκκλησία επάνω στην ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας». Αυτό είναι λοιπόν; Θα σας αρκούσε να ασκείτε έναν «έλεγχο»; Αυτό ζήτα η Εκκλησία;
Κατανοώ, Σεβασμιώτατε, το κεντρικό σημείο των άρθρων σας. Ως υπεύθυνος άνθρωπος διαπιστώνετε ένα από τα μεγάλα κακά που προέρχονται από τη σύνδεση της Εκκλησίας με το άρμα του κρατικού μηχανισμού και, δημοσιογραφώντας, το επισημαίνετε με εντιμότητα και θάρρος. Αυτή σας η εντιμότης με κάνει να σας απευθύνω την παρούσα επιστολή. Όμως θέλω να απευθυνθώ όχι απλά στον υπεύθυνο και έντιμο δημόσιο άνδρα που έχει το θάρρος της γνώμης του, αλλά στον επίσκοπο που είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από ένα καλό και έντιμο δημόσιο λειτουργό. Και απευθύνομαι σε σας ως επίσκοπο για να σας παρακαλέσω, αν το κράτος δεν σας δίνει τον έλεγχο του μαθήματος των θρησκευτικών και των θεολόγων, τουλάχιστον να αναλάβετε τη μέριμνα γι’ αυτά. Η μέριμνα είναι πολύ πιο εκκλησιαστικό λειτούργημα και προϋποτίθεται του ελέγχου. Και τη μέριμνα κανείς δεν μπορεί να σας τη στερήσει.
Συγχωρείστε με που ο πόνος, το αδιέξοδο, με οδηγεί σε λόγο σκληρό. Με όλο το σεβασμό αλλά και παρρησία, θεωρώ χρέος να εκφράσω την κοινή οδυνηρή διαπίστωση ότι τα πολιτικά κόμματα έχουν σήμερα μεγαλύτερη αγωνιστικότητα από την «ποιμαίνουσα, διοικούσα και διδάσκουσα», Εκκλησία μας. Το κάθε κόμμα έχει τη νεολαία του. Όλα έχουν νεανικές επιτροπές, υποεπιτροπές κατά περιοχές, οργανώσεις κατά σχολεία, πραγματοποιούν εβδομαδιαίες συναντήσεις στελεχών, έχουν προγράμματα, συγκεκριμένες μεθοδεύσεις, κατακλύζουν τα σχολεία με έντυπα· χωρίς κανένας νόμος να τους δίνει μια σχετική «αρμοδιότητα». Αλλά αν η αρμοδιότητα της προπαγάνδας δεν παρέχεται νομοθετικά, πώς είναι δυνατό το χρέος του ευαγγελισμού να αναμένει νομοθετήματα; Είσθε κατ’ εξοχήν αρμόδιος, Σεβασμιώτατε. Η αρμοδιότητα που διεκδικείτε για την Εκκλησία έχει ήδη δοθεί σ’ αυτή από τον Ιδρυτή της, απορρέει από τη χειροτονία σας, αποτελεί συστατικό στοιχείο του επισκοπικού σας λειτουργήματος.
Μη νομισθεί ότι προτείνω η Εκκλησία να οργανώσει την ποιμαντική μέριμνά της σε αντιστοιχία με τα πολιτικά κόμματα -μη γενοιτο!- αυτό και όταν γίνεται δεν οδηγεί παρά σε εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Θέλω, αντίθετα, να πω ότι το πρόβλημα του μαθήματος των θρησκευτικών είναι πνευματικό πρόβλημα, με πολλές, κρίσιμες, κατεξοχήν πνευματικές διαστάσεις, που απαιτούν, πριν από οτιδήποτε άλλο, πνευματική αντιμετώπιση.
Μια πρώτη διάσταση είναι η διπλή σχέση του θεολόγου καθηγητή: με την Πολιτεία και την Εκκλησία. Σχέση νευραλγική, προβληματική ασφαλώς, αλλά στη βάση της ορθόδοξη, χαλκηδόνεια θα έλεγα, γιατί η Εκκλησία είναι έτσι δεμένη ασυγχύτως και αδιαιρέτως -μία σάρκα με τα παιδιά και γενικότερα με τη συγκεκριμένη ζωή του τόπου. Αλλά ενώ η Πολιτεία ασχολείται με τον καθηγητή, η Εκκλησία έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει το θεολόγο. Και οι θεολόγοι έχουμε επίσης σε αρκετό βαθμό αυτονομηθεί. Αύτη η έλλειψη οργανικής σχέσης, συλλειτουργίας, η έλλειψη εκκλησιαστικότητας, είναι το πνευματικό βάθος του προβλήματος. Και αυτό μπορεί και πρέπει να αντιμετωπισθεί πριν και ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε νομοθετικές ρυθμίσεις. Βέβαια οι θεολόγοι με τους συλλόγους τους προσέφυγαν μερικές φορές στην Εκκλησία, κι αυτή δεν αρνήθηκε να τους βοηθήσει. Αλλά δεν θα έπρεπε και η «ποιμαίνουσα, διοικούσα και διδάσκουσα» Εκκλησία μας να πάρει στο ζωτικό αυτό χώρο ορισμένες πρωτοβουλίες; Δεν θα μπορούσαν οι Μητροπολίτες να οργανώνουν στην αρχή κάθε σχολικής χρόνιας ένα διήμερο σεμινάριο για τους θεολόγους καθηγητές της επαρχίας τους, για να βρεθούν όλοι μαζί · να ακούσουν οι θεολόγοι την ομιλία ενός ειδικού· να ενημερωθούν για τις νέες θεολογικές εκδόσεις· να συζητήσουν μεταξύ τους και με τον επίσκοπό τους· να λειτουργήσει έτσι μέσα στην Εκκλησία το λειτούργημα του ευαγγελισμού και της διαποίμανσης των νέων; Ποιά νομοθετήματα περιμένουμε να μας χορηγήσουν αυτές τις αρμοδιότητες; Δεν θα μπορούσε επίσης η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ή η Ιερά Σύνοδος να στείλει κάποτε ένα γράμμα συμπαράστασης, καθοδήγησης, πρόσκλησης σε συνεργασία, στους θεολόγους καθηγητές; Ακόμη -και κυρίως- να ιδρύσει στην Αποστολική Διακονία ένα Γραφείο μελέτης του προβλήματος του μαθήματος των θρησκευτικών; Όλοι διαπιστώνουν στις μέρες μας, και σεις στα άρθρα σας το προϋποθέτετε, ότι το μάθημα των θρησκευτικών διέρχεται κρίση. Ένα τέτοιο γραφείο θα μπορούσε να μελετήσει τις αιτίες και διαστάσεις της κρίσης.
Εκτός από την πρώτη, που ήδη ανέφερα, υπάρχει και η σχετική με τη μόρφωση που λάβαμε οι θεολόγοι καθηγητές στα Πανεπιστήμια. Η εκπαίδευσή μας δεν είναι απλώς ανεπαρκής. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή να πω ότι είναι και επιβλαβής για το έργο μας. Γιατί, αντί να γνωρίσουμε την Εκκλησία μας, τη Λειτουργία της, τις Γραφές της, την Παράδοσή της, τους Πατέρες και Αγίους της, φορτωθήκαμε ένα σωρό «επιστημονικές» αναλύσεις και πληροφορίες περί όλων αυτών, που όταν πάμε να τις προσφέρουμε στα παιδιά, διαπιστώνουμε ότι αντί να ανοίγουν, κλείνουν σ’ αυτά το δρόμο της πίστης. Αλλά και το πρόβλημα αυτό είναι, στην πνευματική του διάσταση, αντιμετωπίσιμο. Το Γραφείο για το οποίο μίλησα θα μπορούσε να εκδώσει ένα βοήθημα για τον διδάσκοντα ή έστω πολυγραφημένα πρότυπα μαθήματα (οι καθηγητές άλλων κλάδων έχουν τέτοια βοηθήματα που τα εκδίδουν μάλιστα εμπορικοί οίκοι!)· να βρίσκεται επίσης σε επαφή με τους καθηγητές, να τους εφοδιάζει με διδακτικό υλικό· να μελετάει ορισμένα σκληρά προβλήματα που μας δημιουργούνται στην τάξη από τη διδασκόμενη ύλη άλλων μαθημάτων και να μας υποδεικνύει τρόπους αντιμετωπίσεως· να παρεμβαίνει στην από το ΚΕΜΕ σύνταξη των αναλυτικών προγραμμάτων και στη συγγραφή των σχολικών εγχειριδίων· να εκδώσει ένα νεανικό περιοδικό όχι με γλυκερούς συναισθηματισμούς («ο γλυκύς Ναζωραίος») ή αφέλειες («ή Χριστός ή χάος»), αλλά με πραγματικό σημερινό ορθόδοξο περιεχόμενο.
Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν στο πνευματικό επίπεδο, και πριν από τις οποιεσδήποτε νομοθετήσεις, και άλλες κρίσιμες συνιστώσες του προβλήματος του μαθήματος των θρησκευτικών. Όπως είναι, για να δώσω ένα τελευταίο παράδειγμα, το ζήτημα του σκοπού του μαθήματος. Πού στοχεύει αυτό το μάθημα μέσα στα διδακτικά πλαίσια του σχολείου; Στην κατήχηση· στο φρονηματισμό· στην πληροφόρηση για τα δόγματα, τη λατρεία, την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας· στην πληροφόρηση γενικά για τις θρησκείες· στη στήριξη μέσω της θρησκείας της εθνικής μας παράδοσης· στην τόνωση μέσω του Ευαγγελίου του κοινωνικού χρέους και των κοινωνικών αγώνων των πολιτών; Γύρω από αυτά τα ζητήματα μαίνονται στις μέρες μας οι συζητήσεις. Ποιά άποψη έχει η Εκκλησία;
Δεν θέλω να επεκταθώ. Συνοψίζοντας αισθάνομαι την ανάγκη να θέσω το πραγματικό όσο και άμεσο, απολύτως επείγον ερώτημα: Πώς θα προετοιμασθεί η «ποιμαίνουσα, διοικούσα και διδάσκουσα» Εκκλησία μας να ασκήσει την «αρμοδιότητα» για το μάθημα των θρησκευτικών όταν της χορηγηθεί νομοθετικά όπως εύχεσθε, ή όταν -τυχόν- της επιβληθεί συνταγματικά από διαφορετικές ρυθμίσεις των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους; Αυτό είναι το καίριο ζήτημα.
Αλλά δεν είναι ακόμη το ουσιώδες. Γιατί η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι η Εκκλησία έχει την πνευματική αρμοδιότητα. Αν την ασκήσει, αν ολόκληρό το σώμα της Εκκλησίας, caput et corpus, οι επίσκοποι και, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι θεολόγοι καθηγητές, επιτελέσουμε το χρέος μας, το πρόβλημα του μαθήματος των θρησκευτικών, πρόβλημα πρωτίστως πνευματικό και δευτερευόντως μόνο οργανωτικό, θα μπει σε δρόμο επιλύσεως. Και ίσως τότε δεν θα χρειασθούν, με τη βοήθεια του Θεού, άλλες λύσεις, νομοθετικές ή συνταγματικές.
Γνωρίζω, Σεβασμιώτατε, την υπευθυνότητά σας, την υπευθυνότητα όλων των Σεβασμιωτάτων ιεραρχών της Εκκλησίας μας. Και με το γράμμα μου τούτο, παίρνοντας θάρρος από τη δίκη σας άξια προσοχής και μιμήσεως πρωτοβουλία, θέλησα απλά να προσφέρω μια μικρή βοήθεια. Κυρίως θέλησα να εκφράσω εκ μέρους όλων -όπως πιστεύω- των συναδέλφων μου τη βαθειά επιθυμία και ανάγκη μας να βρεθούμε κοντά σας, να αποκτήσουμε ένα ζωντανό και οργανικό δεσμό με την Εκκλησία μας.
Με βαθύτατο σεβασμό
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ
ΣΥΝΑΞΗ, τεύχος 14, 1985, σελ. 87-90.
Θεματολογικές ετικέτες