Κατήχηση, Ομιλία

…Το μέγα τραύμα, ο άνθρωπος…

 

3ο Διεθνές Συνέδριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου

Ποιμαντική Διακονία στόν χῶρο τῆς Ὑγείας.

Ρ Ο Δ Ο Σ

8-12 Ὀκτωβρίου 2014

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ

 

Ἐναρκτήριος Λόγος

«…τό μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος…»

π. Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος

Ἐφημ. Ἰ. Ν. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Πρεβέζης

 

Σεβασμιώτατοι Ἐπίσκοποι,

Σεβαστοί Πρεσβύτεροι,

Ἀγαπητοί ἀδελφοί Χριστιανοί,

Μέ ἔφερε μπροστά Σας σήμερα, σ᾿ αὐτό τό τρίτο Συνέδριο Ποιμαντικῆς Διακονίας στόν χῶρο τῆς Ὑγείας, ἡ ὑπερβολική ἀγάπη γιά τό πρόσωπό μου τοῦ π. Σταύρου Κοφινᾶ, συντονιστῆ καί ὑπεύθυνου αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου καθώς καί τῆς προσπάθειας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά ὀργάνωση, ἀνάπτυξη καί ἀνάδειξη τῆς Ποιμαντικῆς Διακονίας στόν χῶρο τῆς ὑγείας. Τόν εὐχαριστῶ θερμά. Θά προσπαθήσω, μιά καί μοῦ ἔκανε καί τό ἐπιπλέον κάζο (κάζο πενσάτο προφανῶς) νά μοῦ ἀναθέσει τόν Ἐναρκτήριο Λόγο, νά “περιγράψω” μέ τά μάτια καί τό μυαλό ἑνός παπᾶ, ἑνός ποιμένα, φροντιστῆ δηλαδή τῶν ἀνθρώπων-προβάτων, τί εἶναι γιά τήν θεολογία, ἀλλά καί στήν καθημερινή ποιμαντική πράξη, ὁ ἄνθρωπος, στά δεδομένα τοῦ ὁποίου συμπεριλαμβάνεται καί ὁ ποιμένας, πού εἶναι συγχρόνως γιά τόν Χριστό καί πρόβατο, ἀφοῦ ἡ διάκριση ποιμένες-πρόβατα εἶναι μόνον κατά τό ἀνθρώπινον. Γιά τόν Χριστό «πάντες πρόβατα».

Ἄς ξεκινήσουμε μέ τά ὅσα ἐπισημαίνει τό Δοξαστικό τῆς εἰσόδου τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀντίπασχα. Ὁ Θωμᾶς ἀπουσιάζει, ὅπως “ἀπουσιάζουμε” καί οἱ περισσότεροι ἀπό ὅσα οὐσιαστικά συμβαίνουν στή ζωή μας, καί ἡ ἀγωνία γεννιέται γιά τήν σιγουριά τῶν λεγομένων πού μεταφέρονται σ’ ἐμᾶς («κανένας δέν μαρτυρεῖ γιά τόν μάρτυρα», P. Celan) ἀπό ἀνθρώπους πού φυσικά γνωρίζουμε, ἀλλά που τώρα καλούμαστε νά τούς ἐμπιστευτοῦμε ἀπόλυτα. Ἡ ἀμφιβολία καί τό ἐρώτημα στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι: τί, τέλος πάντων, εἶναι Αὐτός ὁ Ἄνθρωπος; Ἕνας δάσκαλος ἤ ἕνας γιατρός; Ἕνας Προφήτης ἀπεσταλμένος κάποιου ἤ μιά Αὐτοδυναμία; Κάποιος πού ἁπλῶς λέει λόγια ἤ Αὐτός πού μπορεῖ; Μιά ὄμορφη ἐμπειρία ἤ ἡ μόνη πραγματικότητα;

Λέει λοιπόν στό δοξαστικό ὁ Θωμᾶς, ἤ μᾶλλον λέμε ὅλοι ἐμεῖς:

……………………………………………………………………………………………………….

Οὐ μή πιστεύσω, ἐάν μή ἴδω κἀγώ τόν Δεσπότην·

ἴδω τήν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε

τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα·

ἴδω τήν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη

τό μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος.

……………………………………………………………………………………………………….

Αὐτό τό μέγα τραῦμα, τόν ἄνθρωπο, ἔχει ἀντικείμενο σπουδῆς τό συνέδριό μας. Ὅταν διεξέλθει κάποιος τήν ἀναλυτική καί ἐπιμέρους θεματολογία τοῦ Συνεδρίου, βλέπει ἀκριβῶς τίς πτυχές καί τίς προοπτικές πού θά ἀναπτυχθοῦν γιά ὅσο τό δυνατόν σφαιρικότερη θέαση αὐτοῦ τοῦ “μεγάλου τραύματος”, αὐτῆς «τῆς ὁλοσώματης πληγῆς», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μαρτινιανός ἀναφερόμενος στήν ψυχή, ἡ ὁποία «τραυμάτων ὀδωδότων γέμουσα κεῖται ἐρριμένη ἄπορος» ἱκετεύουσα τόν Χριστό «τόν μώλωπας ἑκουσίως δεξάμενον» καί λέγουσα: «Ἐπιμελήθητί μου, Κύριε, καί σῶσον με» (Τετάρτη Ε’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἰδιόμελο ἀποστίχων τῶν Αἴνων).

Στόν λίγο χρόνο πού μοῦ εἶναι παραχωρημένος γιά αὐτή τήν εἰσαγωγική παρουσίαση, θά ἤθελα νά δοῦμε μαζί τρία θεματικά κεφάλαια αὐτοῦ τοῦ μεγάλου, καί μέ ὀδυνηρή ἀμεσότητα γιά τόν καθένα μας, θέματος.

Α. Ποιά εἶναι ἡ θεολογία τοῦ θέματος.

Β. Ποιά εἶναι τά δρώμενα τοῦ θέματος.

Γ. Ποιές εἶναι οἱ προοπτικές τοῦ θέματος.


 

Α. Ποιά εἶναι ἡ θεολογία τοῦ θέματος

Ἡ δημιουργικότητα καί ἡ ἐργασία· ἡ ἐρωτική σχέση καί ἡ ἀπόκτηση καί διάπλαση παιδιῶν· ἡ συνείδηση τῆς ἐλευθερίας καί τῆς θνητότητας· ἡ γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ· δέν συμφωνεῖτε ὅτι εἶναι αὐτά ἀκριβῶς τά οὐσιώδη χαρακτηριστικά πού μᾶς διαχωρίζουν ἀπό τό βασίλειο τῶν ζώων;

Ὁπωσδήποτε εἶναι χαρακτηριστικά ἐπώδυνα, αὐτά ὅμως εἶναι πού προκαλοῦν, καί συγχρόνως ἀπαιτοῦν, ἐκεῖνον τόν πόνο πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὡριμότητα.

“Ἄς πάρουμε” ὅπως λέμε “τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή”.

Ἡ βιβλική διήγηση τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἁπλή, ἀλλά καί περίπλοκη συγχρόνως. Τόσο ἁπλή ὥστε νά μπορεῖ κανείς νά τήν διηγηθεῖ σέ ἕνα, γοητευμένο ἀπό τήν ἀφήγηση, μικρό παιδί, καί συγχρόνως ἡ ἴδια νά γίνεται ὑπόθεση ἔρευνας ὁλόκληρης τῆς ζωῆς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, ὅταν αὐτό μεγαλώσει!

Ἡ ἱστορία τοῦ Ἀδάμ (adamá στά ἑβραϊκά σημαίνει χῶμα) καί τῆς Εὔας (πού σημαίνει Ζωή), εἶναι ἄραγε ἡ ἱστορία δύο ἀνθρώπων, πού θά ζοῦσαν παντοτινά εὐτυχισμένοι ἄν τά εἶχαν κάνει ὅλα σωστά, ἀλλά τιμωρήθηκαν γιά ἕνα τους λάθος; Μᾶλλον δέν στοχεύει ἡ διήγηση σέ κάτι τέτοιο. Δέν εἶναι δημοσιογραφική ἀνταπόκριση κάποιου γεγονότος, πού περιγράφει τό ξεκίνημα τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους μέ δύο ἑβραιόφωνους ἐνήλικες καί ἕνα φίδι πού μιλάει… ἄν καί κάποιοι τό δέχονται ἔτσι, μέ ἀποτέλεσμα νά ἰσχύει ἡ τραγελαφική σύγχυση μεταξύ ἐπιστημονικῶν καί θρησκευτικῶν ἀληθειῶν, πού ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος σοφός καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Δ. Μπαλᾶνος:

«…Λησμονουμένης τῆς συνυπάρξεως θείου καί ἀνθρωπίνου στοιχείου εἰς τήν Βίβλον, καί παραβλεπομένου ὅτι δέν σκοπεῖται δι᾿ αὐτῆς μετάδοσις γνώσεων προσκτωμένων βαθμηδόν διά τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης καί ἐρεύνης, ἀλλά μόνον ἡ μετάδοσις θρησκευτικῶν καί ἠθικῶν ἀληθειῶν, διδάσκονται ὡς θρησκευτικαί ἀλήθειαι ἀφελεῖς περί φύσεως ἀντιλήψεις τῶν χρόνων ἐκείνων, ὡς λ.χ. ὅτι ὁ κόσμος ἐδημιουργήθῃ εἰς ἕξ ἡμερονύχτια, ὅτι ὁ ἥλιος κινεῖται περί τήν γῆν, ὅτι τό οὐράνιον τόξον εἶναι τό σημεῖον τοῦ ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐπιφέρει ἄλλον κατακλυσμόν κλπ. Συνέπεια τούτου εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ μαθητής εἰς τό μάθημα τῶν Φυσικῶν ἀκούσει θεωρίας ἀντιστρατευομένας πρός ὅσα ἐδιδάχθη εἰς τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, γεννᾶται ὁ τόσον ἐπικίνδυνος δυαδισμός μεταξύ πίστεως καί γνώσεως, εἰς βάρος συνήθως τῆς πρώτης, παρ᾿ ὅλας τάς ἐξεζητημένας ἐξηγήσεις τοῦ καθηγητοῦ τῶν Θρησκευτικῶν»

Ἡ Θρησκευτικότης τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ,

Ἀθῆναι, 1947, σελ. 8.

Ἡ Παλαιά Διαθήκη θέλει νά μᾶς μιλήσει πρῶτα γιά τόν Θεό, κατόπιν γιά ἕναν ἄντρα καί μιά γυναίκα καί ἔπειτα γιά μιά “ἐντολή”, καί ὅλα αὐτά μέσα σέ ἕναν καινούργιο (ὄχι κατ’ανάγκην χρονικά) κόσμο, ἀλλά ἕναν κόσμο πού δημιουργεῖται οὐσιαστικά ἀπό τήν ποιότητα τῆς μεταξύ τους σχέσης, καί ὄχι ἀπό τά ὑλικοβιολογικά του δεδομένα.

Σ᾿ αὐτόν τόν θαυμαστό κόσμο, αὐτή ἡ σχέση καί ἡ ζωή ἔχει προβλήματα ἐξ ἀρχῆς, παρά τήν… παραδεισένια της ἔναρξη. Μπαίνει στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπινου ζεύγους μέ τόν Θεό καί ἕνας “ἄλλος”, πού σπρώχνει τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα στήν λάθος λύση τοῦ διλήμματος πού ἤδη ἔχουν: Μέ τόν Θεό ἤ χωρίς τόν Θεό;! Τό προφανές τῆς ἀπαντήσεως στό δίλημμα χάνει τό αὐτονόητό του, γιατί εἰσάγεται ψευδῶς καί μιά ἀκόμη μεγαλύτερη προοπτική: τό «ἔσεσθε ὡς Θεοί». Κι ἐκεῖνοι, ὅπως κι ἐμεῖς, προτιμοῦν τό μεγαλύτερο ἀπό τό μικρότερο καί πέφτουν, ὅπως πέφτουμε κι ἐμεῖς στό λάθος-παγίδα νά χάνουμε ἀπό τά μάτια τοῦ μυαλοῦ μας τά ὅρια τῶν δεδομένων μας. «Οἱ ταλαίπωροι, ἐψήλωσεν ὁ νοῦς τους», θά μπορούσαμε νά ποῦμε παραλλάσσοντας τόν Παπαδιαμάντη.

Τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου εἶχε προηγηθεῖ ἡ δημιουργία “ὑλικῶν”, ἔλλογων καί ἐλεύθερων ὄντων, τῶν ἀγγέλων, καί ἤδη τότε εἶχε ὑπάρξει πτώση κάποιων ἀπ᾿ αὐτούς στήν ἐγωιστική ἀπαίτηση τοῦ «ἔσεσθε ὡς Θεοί»… δίχως τόν Θεό!!! Μήπως ἄραγε τῶν μεγαλύτερων ἤ τῶν “καλύτερων”; Ἀφοῦ τόν ἀρχηγό τόν λέγανε Ἑωσφόρο;

«Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ τό πρωί ἀνατέλλων; Συνετρίβη εἰς γῆν ὁ ἀποστέλλων πρός πάντα τά ἔθνη. Σύ δέ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου: εἰς τόν οὐρανόν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τόν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπί τά ὄρη τά ὑψηλά τά πρός Βορρᾶν, ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ» (Ἡσαΐας 14, 12-15). Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας ἔβλεπε πάντοτε πίσω ἀπ᾿ αὐτό τό χωρίο τοῦ Ἡσαΐα, ὄχι τόν βασιλιά τῆς Βαβυλῶνος, ἀλλά τήν κατάσταση τῆς ἀγγελικῆς πτώσεως, θεωρώντας τό χωρίο τοῦ Λουκᾶ 10, 18 «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» ὡς ἀδιαμφισβήτητη ἀναφορά καί ἀλάνθαστη ἑρμηνεία του.

Σ᾿ αὐτή τήν πρόταση τοῦ σατανᾶ γιά αὐτονομημένη εὐτυχία, οἱ πρωτόπλαστοι ἀνταποκρίθηκαν θετικά, καί ἔζησαν ἔτσι τό βίωμα τῆς γυμνότητας καί τῆς μοναξιᾶς, πού πλέον συνακολουθεῖ τήν ψυχή τοῦ καθενός μας, ὅταν κλεινόμαστε στήν αὐταπάτη τῆς ἐγωιστικῆς αὐτοθέασης. Ὁ Θεός τόν ἀναζητᾶ καί ὁ ἄνθρωπος κρύβεται. Ἐσωτερικές πιέσεις τόν κάνουν «νά μήν μπορεῖ» νά ἀνταποκριθεῖ στήν θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή βούλιαξε στήν αὐταπάτη τῆς φίλαυτης δικῆς του ἀγάπης. Ἔκτοτε τό «ἀγαπᾶν τά νοήματα καί τά θελήματα» (ἡ φιλαυτία δηλαδή) τοῦ γίνεται τό πελώριο αἱμορραγοῦν τραῦμα, τό ὁποῖον φαντάζει ὡς… αὐτοσύστασις στά ἀφελῆ μάτια του.

Σέ ὅλον τόν χριστιανικό κόσμο εἶναι διαδεδομένη, κυριαρχοῦσα καί “αὐτονόητη” ἡ “θεολογική ἀντίληψη” πού θεωρεῖ καί ἰσχυρίζεται μέ ἀπόλυτη μονομέρια, ὅτι ἡ ἀρχή καί τό αἴτιο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς, τοῦ θανάτου καί τοῦ κακοῦ γενικά, εἶναι τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἡ “πτώση”, ὅπως συνοπτικά λέγεται, τοῦ ἀνθρώπου. Λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τό αὐτεξούσιο στόν ἄνθρωπο, ἀπό ἐκεῖ προῆλθαν, λένε, ὅλα τά δεινά μέ τήν κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου. Καί ἡ καταστροφή ἦταν τόσο θεμελιακή, ὥστε χρειάστηκε νά γίνει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ γιά νά ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος (τό ἀνθρώπινο γένος) ἀπό τίς φρικτές συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος! Ὑπονοοῦν ἄραγε ἔτσι, ὅτι θά ἦταν καλύτερα νά μή μᾶς τό ἔδινε ὁ Θεός τό αὐτεξούσιο;

Βέβαια μιά τέτοιου εἴδους θεολογία καί σκέψη ἔχει πηγή καί προέλευση τόν Δυτικό θεολογικό κόσμο, ἐνῶ στούς δικούς μας Πατέρες δέν ὑπῆρξε τέτοια νοοτροπία. Μιά τέτοια ἄποψη διαδόθηκε καί σ᾿ ἐμᾶς καί φαίνεται ὀρθή δογματικά, ἀλλά εἶναι ἡ μία ὄψη τῆς ἀλήθειας. Ὁπωσδήποτε ἡ πτώση εἶναι θεμελιακό γεγονός, ἀλλά δέν ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς δημιουργίας καί τῆς ἀπολύτρωσης! Διήκουσα θεολογική διάκριση γιά μᾶς εἶναι ἡ ἀπόλυτη διαφορά κτιστοῦ καί ἀκτίστου, θείας οὐσίας καί ἐνεργειῶν καί ἡ ἐκ μέρους τῶν κτισμάτων μετοχή καί μόνον στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἡ συνειδητοποίηση ὅτι τό κάθε κτῖσμα μόνον ἀπό καί στό ποσοστό μετοχῆς του στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶ ἀφθαρσία καί ἀθανασία καί ὄχι ἐκ τῆς δημιουργίας του.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία καί δέν εἶναι ἄτρεπτη· ἀντιθέτως, ὡς ἐκ τῆς προελεύσεώς της (γῆ) εἶναι τρεπτή καί ἀλλοιωτή. Τό αὐτεξούσιο λοιπόν τοῦ ἀνθρώπου ἀσθένησε (ἡ προαίρεσις), καί ἔσπρωξε τόν ἄνθρωπο σέ ἕναν “αὐτοεναγκαλισμό”, πού ἀρνεῖται τήν πρόταση τοῦ Δημιουργοῦ καί διακόπτει τήν πορεία τῆς σχέσεως μαζί Του. Αὐτό, εὐτυχῶς, δέν εἶναι ὁριστικό καί μόνιμο. Ματαιώνεται ὅμως ἡ συνάντηση καί σχέση, καί ἡ ἐξ αὐτῶν ὡριμότητα καί ἁγιότητα [«ἐγώ εἶπα· θεοί ἐστέ καί υἱοί Ὑψίστου πάντες. Ὑμεῖς δέ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε καί ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε» (Ψαλμ. 81)] καί συνεπῶς πρέπει νά ξαναρχίσει ἡ ἴδια πορεία. Καί λέμε “εὐτυχῶς” διότι, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς τρεπτότητας, ὁ ἄνθρωπος, ὄντας λογικός καί αὐτεξούσιος, εἶναι ἐθελότρεπτος πρός κάθε κατεύθυνση καί πρός τό καλό καί πρός τό κακό. Μόνο πού ἐνῶ στήν πρώτη κατεύθυνση ἡ ἐλευθερία ἀναπτύσσεται, στήν δεύτερη βαθμιαία αὐτοκαταστρέφεται.

«Ράγισε, λοιπόν, τό γυαλί» τῆς σχέσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπων! Αὐτό τό ράγισμα ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀποκατασταθεῖ. Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει μόνο σκοπούμενο τό “κλείσιμο” αὐτῆς τῆς “ρωγμῆς”. Στούς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς δέν γεννήθηκε ποτέ ἡ ἀπορία, ἡ ἀγωνία καί τό ἐρώτημα: Cur Deus homo? Διότι ἀφ᾿ ἑνός συνειδητοποιοῦσαν ὅτι δέν νοεῖται ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, ἀφοῦ κάτι τέτοιο ἀπαιτεῖ γνώση τῆς σκέψης τοῦ Θεοῦ, καί ἀφ᾿ ἑτέρου γιατί πίστευαν ὅτι ἐμεῖς δημιουργηθήκαμε λόγῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν ἡ αἰτία τῆς ὅλης Δημιουργίας!

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἐπαναλαμβάνοντας τούς πρό αὐτοῦ Πατέρες (ἅγιο Εἰρηναῖο καί λοιπούς) στόν Λόγο του περί Ἐνανθρωπήσεως, λέει ὅτι: «Ὁ Λόγος ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Ἀντιθέτως γιά τόν Αὐγουστίνο: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν χανόταν, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν θά ἐρχόταν». Ἐξ αὐτοῦ (τῆς ἐνανθρώπησης) χαρακτηρίζει καί τό προπατορικό ἁμάρτημα… «μακάρια ἁμαρτία»!! Κάποιοι ἀπό τούς δυτικούς Πατέρες θεωροῦν ὅτι τό προπατορικό λεγόμενο ἁμάρτημα, εἶναι παρασάλευση τῆς θεϊκῆς δικαιϊκῆς τάξης, προσβολή τῆς θείας δικαιοσύνης, καί συνεπῶς, δικαίως ὁ σατανᾶς γίνεται τιμωρό ὄργανο καί τῶν ἁμαρτωλῶν πρωτοπλάστων καί τῶν ἀπογόνων τους.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει: «Τό ξύλον τῆς γνώσεως ἦταν προσπάθεια ἐλέγχου καί ἄσκησης τῆς ἀνθρώπινης βούλησης γιά ὑπακοή ἤ παρακοή. Γι᾿ αὐτό ὀνομάστηκε ξύλο “τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν”, ἐπειδή σ᾿ αὐτούς πού μετεῖχαν ἔδινε αὐτογνωσία τῆς κτιστῆς φύσεώς τους, πρᾶγμα πού εἶναι καλό γιά τούς τελείους καί κακό γιά τούς ἀτελέστερους». αὐτογνωσία τῆς κτιστῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου! Ὑπάρχει ὅμως ἀληθής αὐτογνωσία, πού συνειδητοποιεῖ τά δεδομένα καί χαίρει μέ αὐτά καί τά ἀποδέχεται καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο πρός μία εὐχαριστιακή σχέση μέ τόν Δωρεοδότη καί Ζωοδότη Θεό. Ἀτυχῶς ὅμως ὑπάρχει καί ψευδής αὐτογνωσία πού, (ὅπως θά λέγαμε μέ τόν ἐπικρατοῦντα σήμερα ψυχολογισμό), συμπλεγματικά, συγχέει τά ὅρια τῶν δεδομένων Δημιουργοῦ καί κτίσματος (κτιστό-ἄκτιστο), τά ἀρνεῖται, κάνει λανθασμένες ἐκτιμήσεις καί, “γλιστρώντας” [«ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπί τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. 8,21)] πρός μία αὐτοαναφορική ἐπαναστατικότητα, βάζει τόν ἑαυτό του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ἔτσι διασαλεύεται καί προσωρινά διακόπτεται ἡ σχέση ἀνθρώπου-Θεοῦ (Ὄντος καί μή ὄντος) καί ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος σέ μιά φθαρτή ζωή. Μιά ζωή ὅμως πού διέπεται ἀπό τήν νομοτέλεια τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Θεία Πρόνοια σκοπό ἔχει νά ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο σέ μιά πορεία μεταμόρφωσης καί τελείωσης.

Σ᾿ ὅλη αὐτή τήν διαφορετική θέαση καί ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας ἔχουμε καί διαφορετική ἀξιολόγηση τῶν ἔργων τοῦ σατανᾶ. Ἀρχῆς γενομένης ἀπό τίς διδασκαλίες τοῦ Αὐγουστίνου, ὁ σατανᾶς θεωρήθηκε γιά τούς δυτικούς ὄργανο τιμωρητικό τοῦ Θεοῦ, μετά τήν παράβαση τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία παράβαση ἀποφασιστικό ρόλο ἔπαιξε μόνο ἡ ἀνθρώπινη βούληση.

Ἀντιθέτως ἡ ὀρθόδοξη παράδοση θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο θῦμα τοῦ διαβόλου, ὑποκείμενο στούς θανάσιμους πειρασμούς του. Γι᾿ αὐτό, στόν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ἡ ἄσκηση “διαβάζεται” ὡς θυσία ἀγάπης καί ὡς τρόπος ἐνίσχυσης τῆς προαιρέσεως (ἀφοῦ αὐτή ἀσθένησε καί ὄχι ἡ φύση) γιά ἀντοχές καί ἀντιστάσεις στίς δαιμονικές προτροπές καί πιέσεις, κατά τήν διαδρομή τῆς πορείας τελειώσεως. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔρχεται νά ἐνισχύσει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν σώσει ἀπό τίς “εἰδωλικές φαντασίες” τοῦ διαβόλου.

Βεβαίως πρέπει νά τό ὁμολογήσουμε ὅτι ἀτυχῶς ἔχει καταντήσει πλέον καί γιά τούς ὀρθοδόξους, πολλές φορές ὁ ἀγώνας νά γίνεται προκειμένου νά γλυτώσουμε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀπό τόν διάβολο! Δέν συνειδητοποιήσαμε οὔτε ἐμεῖς, ὅτι, ὅπου καί νά φτάσουμε πέφτοντας, θά εἶναι πάντα κάτω ἀπό ἐμᾶς τό “χέρι τοῦ Θεοῦ”, ὄχι γιά νά μᾶς “συλλάβει”, ἀλλά γιά νά μᾶς συμπαρασταθεῖ στήν ἀνορθωτική πορεία πού θά ἀποφασίσουμε!

Στήν πορεία τῆς διηγήσεως περί τοῦ ἀνθρώπου στήν Πεντάτευχο καί στήν ὑπόλοιπη ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν παρουσιάζεται μέ βαρύτητα κάποιου ρόλου ρυθμιστικοῦ τῶν πάντων! Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, σχολιάζοντας τά χωρία τοῦ Ἔσδρα «οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου» καί τοῦ Ἰώβ «οὐδ᾿ εἰ μία ἡμέρα ἡ ζωή αὐτοῦ», λέει: «λεγέτωσαν ἡμῖν ποῦ ἐπόρνευσε τό γεννηθέν παιδίον ἤ πῶς ὑπό τήν τοῦ Ἀδάμ ὑποπέπτωκεν ἀράν, τό μηδέν ἐνεργῆσαν» (Στρωμ. Γ, 16). Στήν ὀρθόδοξη θεολογία ποτέ δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἑρμηνεία πού ἀποδίδει ἐνοχή σ᾿ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία κάνει λόγο γιά κληρονόμηση τῆς φθορᾶς, γιά τήν ταλαιπωρία ἀπό τούς σατανικούς πειρασμούς, ἀλλά καί γιά τήν ἀπερίγραπτη Θεία Φιλανθρωπία. «… Σέ ἱκετεύομεν, τόν ἐκ Μαρίας ἐπιφανέντα, καί ἀπαθῶς πάθεσιν προσομιλήσαντα Δεσπότην· κατάδησον ἡμῶν, τούς ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐπιγενομένους μώλωπας, καί τόν ἀνείκαστόν σου οἶκτον ἐπίχεον ἡμῖν, τήν σήν θεραπευτικήν ἐπιμέλειαν, ὡς φιλάνθρωπος» (Δευτέρα Ε’ ἑβδομάδος Νηστειῶν, Ἰδιόμελο ἀποστίχων).

Ἡ ὅλη ἀνθρώπινη πορεία ἔχει κέντρο τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν Π.Δ. ἡ παρουσία Του ὡς ἄσαρκου Λόγου ἀναγνωρίζεται σέ πλεῖστα ὅσα περιστατικά, π.χ. στό Σινᾶ· στήν κάμινο τοῦ πυρός· στόν Ἠλία.

Τό κύριο καί οὐσιαστικό τραῦμα, τό ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστός νά γιατρέψει, εἶναι ὁ θάνατος, πού ὡς φοβερός καί διαλυτικός τῶν πάντων ἐχθρός, πρέπει νά ἐξαφανιστεῖ. Θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό. Ὁ φυσικός θάνατος εἶναι δεύτερη ἐπιβεβαιωτική φάση τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό, πού ἔγινε ἀνεκτός [«ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολομῶντος 1, 3)] γιά ὅλους, «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Οἱ πρωτόπλαστοι δέν πεθαίνουν βιολογικά μετά τήν παράβαση. Ἄρα τό «εἰ δ᾿ ἄν ἡμέρα φάγησθε θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» ἔχει ἀπείρως τραγικότερο νόημα ἀπό τόν φυσικό θάνατο! Ἡ ἁμαρτία «χωρισμός ἐστί ἀπό τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ἄρα ὁ χωρισμός ἀπ᾿ Αὐτόν, εἶναι θάνατος… ἀκόμη καί ὅταν ἐξακολουθῶ νά “ὑπάρχω”. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται τραγικά στήν περίπτωση τοῦ σατανά! Ἡ πληρέστερη ἑρμηνεία αὐτῶν γίνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο ὅταν λέει, στό κεφ. 5, πώς ὅταν «οἱ νεκροί ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» τότε «οἱ ἀκούσαντες ζήσονται». Καί γιά νά διευκρινίσει γιά ποιούς τά λέει καί σέ ποιούς ἀπευθύνεται μέ τήν λέξη “νεκροί”, συνεχίζοντας ἐπεξηγεῖ, ὅτι οἱ παραπάνω… “νεκροί” δέν εἶναι οἱ βιολογικά πεθαμένοι (!!)… ἀφοῦ «ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ»!

 Κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά “συμμορφώνει” τόν ἑαυτό του πρός τό Θεῖο θέλημα καί ἔτσι νά νικιέται ὁ θάνατος. Κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διαλέξει «τήν φωτιά ἤ τό νερό, τήν ζωή ἤ τόν θάνατο» πού βρίσκονται πλέον μπροστά του, ἔλεγχος ποιότητος τῶν δεδομένων του.

Κάθε πρᾶγμα αἰσθητό καί νοητό εἶναι ἀγαθό (ἰδού καλά λίαν), ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς κτιστότητάς του κινδυνεύει νά ρέπει καί νά ὁδεύει πρός τό μηδέν. Τό κακό δέν εἶναι ποινή ἐπερχομένη, ἀλλά ἐπιλογή ἐθελότρεπτη, ὅπως εἴπαμε, πορείας πρός τήν ἀνυπαρξία, πού συμβαίνει ἐξ αἰτίας τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό! Φθορά καί δάνειο τό κακό. «Μιά λίβρα κρέας» ἀπό πάνω μας, ὅπως στόν ἔμπορο τῆς Βενετίας ἤ ὅπως ἡ σοφία τοῦ λαοῦ μας ἀποτύπωσε στό παρακάτω παραμύθι.

Ἕνας ὑλοτόμος συνέβη κάποτε νά ἀκούσει μια συζήτηση πού ἐξελισσόταν ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα δέντρο καί ἕνα τσεκούρι! Τό τσεκούρι φλυαροῦσε περήφανα καί φαντασμένα, λέγοντας στό δέντρο:

– Μπορῶ νά κάνω κάτι πού ἐσύ δέν μπορεῖς! Μπορῶ νά σέ κόψω! Εἶναι μεγαλύτερη ἡ δική μου ἰσχύς.

Τότε τό δέντρο εἶπε στό φαντασμένο τσεκούρι:

– Μήν ξιπάζεσαι! Τό ξύλο ἀπ᾿ τό ὁποῖο εἶναι φτιαγμένο τό “στυλιάρι” σου εἶναι ἀπ᾿ τό κορμί μου.

Στίς ἀνθρώπινες ἁμαρτίες τῶν ἐπί μέρους μεμονομένων ἀτόμων, ἤ καί τοῦ λαοῦ στό σύνολό του, τόσο στήν Παλαιά Διαθήκη ὅσο καί στόν νέο Ἱσραήλ, τούς χριστιανούς, προβάλλονται ἀκριβῶς οἱ ἀνάλογες ἴδιες προϋποθέσεις καί τά ἀποτελέσματα τῆς ἀρχετυπικῆς ἱστορίας τῶν Πρωτοπλάστων. Οἱ Πρωτόπλαστοι εἶναι πρωτόπλαστοι ὄχι τόσο στήν ὑλική τους ὑπόσταση ὅσο στήν προσπάθεια μιᾶς θεμελιακῆς ἀρχικῆς πρωτοπλασματικῆς σχέσης μέ τόν Θεό. Αὐτή… ἀποτυγχάνει. Δηλαδή σέ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί ἀνομία τό ἴδιο ἀρχετυπικό ἁμάρτημα τῆς Γένεσης ἐξελίσσεται, καί τά ἴδια ἀποτελέσματα ἔχουμε. Πάντα ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα τῆς λύτρωσης καί ἡ ἀναμονή τῆς ἐσχατολικῆς ἀποκατάστασης μέ ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ-Γιαχβέ, πού κατά ἐποχές παίρνει διαφορετικές ἑρμηνευτικές ἀποχρώσεις, ἄλλοτε δίνοντας ἔμφαση στά πολιτικά θέματα καί στό Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ καί ἄλλοτε “φωτίζοντας” τήν προσωπική σχέση μέ τόν Θεό, στούς Χριστιανούς.

 Ὁ παλαιός Ἀδάμ ἀπέτυχε ν᾿ ἀνταποκριθεῖ στήν πρόταση τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας ὅλων τῶν παραπάνω λόγων, παρ᾿ ὅτι ἡ ἐπιλογή δέν ἦταν ἔμπονος. Ὁ νέος Ἀδάμ ἀνταποκρίθηκε σωστά στήν πρόταση τοῦ Θεοῦ, μέ μιά ἔμπονη καί ὀδυνηρή διαδρομή («τό ποτήριον… οὐχ ὡς ἐγώ θέλω»). Ἴσως ἡ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ προκύπτει λόγῳ τοῦ τραύματος τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, ἀφ᾿ ἑνός διότι τόν ἀνέλαβε ὅλον ὁ Χριστός, καί ἀφ᾿ ἑτέρου γιατί κανένα τραῦμα δέν ἐπουλώνεται ἀνωδύνως! Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὑπόδειγμα δέδωκα ὑμῖν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν» (Ἰωαν. 13, 15 καί Α’ Πετρ. 2, 21) εἶναι ἡ φανέρωση τῶν δεδομένων τῆς διαδρομῆς πού πρέπει νά κάνει κάθε “ἀπόγονος” τοῦ Ἀδάμ γιά νά δημιουργήσει σχέση μέ τόν Θεό. Ἄλλωστε ἀπό τό τραῦμα τοῦ Χριστοῦ «ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα» καί ὁ Χριστός διδάσκει ὅτι ἄν δέν βαπτιστεί κάποιος δέν ἔχει σχέση μαζί του. Δηλαδή, ἄν δέν πεθάνει γιά τόν πρότερο τρόπο ζωῆς του («Συνταφέντες σοί διά τοῦ βαπτίσματος…») δέν θά μπορέσει νά πεῖ «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26, 39) καί «νά ἀξιωθεῖ τῆς ἀθανάτου ζωῆς» καί νά λάβει ἐλευθερία.


 

Β. Ποιά εἶναι τά δρώμενα τοῦ θέματος.

Ἀπό τό πολύ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τήν αἴσθηση τῆς ἰδιοπροσωπίας, (ἄραγε αὐτό εἶναι «τό κατ᾿ εἰκόνα»;), τήν αἴσθηση τῆς αὐτοτέλειας, τό βίωμα τοῦ ΕΓΩ!

Οὐσιαστικά, i.Τίποτε δέν κατέχουμε στόν κόσμο ἐκτός ἀπό τό δικαίωμα νά λέμε ΕΓΩ! ii. Τίποτε στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀφαιρέσει τό δικαίωμα νά λέμε ΕΓΩ. Ἀλλά καί iii. Τίποτε δέν μπορούμε νά προσφέρουμε ἐκτός ἀπό τό ΕΓΩ μας! Φυσικά πρέπει νά τό “ἔχεις” γιά νά τό προσφέρεις…!

 Ἄς δοῦμε μέ λίγα λόγια κάθε μία ἀπό τίς τρεῖς αὐτές θέσεις στήν ὑγιῆ ἀλλά καί στήν τραυματική τους ἔκφραση. Βεβαίως μόνον ὁ ἑαυτός μας μᾶς ἀνήκει. Καί αὐτός χάρισμα εἶναι, ἀλλά πλέον μᾶς ἔχει δοθεῖ καί φυσικά ἔχουμε τήν εὐθύνη τοῦ τρόπου χρήσεώς του!

i.Τίποτε δέν κατέχουμε στόν κόσμο ἐκτός ἀπό τό δικαίωμα νά λέμε ΕΓΩ! Ἡ δυνατότητα τοῦ αὐτοπροσδιο-ρισμοῦ, μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπό τά ζῶα καί μᾶς προσδίδει τό στοιχεῖο τῆς θεϊκῆς προέλευσης.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέβεται ἀπολύτως τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ δέν ἀπαιτεῖ καί δέν παρεμβαίνει μόνον προτείνει. Ἐλπίζει στόν ὑγιῆ ἐλεύθερο αὐτοπροσδιορισμό μας γιατί «ἡ ἀγάπη δέν μπορεῖ παρά νά προσφέρεται καί νά περιμένει. Ἡ πατρότητα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πατερναλισμός, ἀλλά ἡ θαυμαστή γέννηση τῆς ἐλευθερίας μας».

Ὅταν “διαστραφεῖ” ὁ ἄνθρωπος καί τραυματιστεῖ τόσο ὥστε νά βλέπει τόν ἑαυτό του καί μόνον, ἀφοῦ “σκότωσε τόν κάθε ἀπέναντι”, καί τότε ἔχουμε δηλώσεις ἐκ μέρους τῶν διανοουμένων, σάν αὐτή τοῦ Νίκου Καζαντζάκη: «Ἄν ὑπάρχει Θεός, πῶς μπορεῖ νά μήν εἶμαι ἐγώ;». Συγχρόνως ἀπό τήν ἄλλη ὅ,τι καί ὅσα ἄν νομίζει καί φαντάζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς δικά του, αὐταπατώμενος λόγῳ τῆς “κατοχῆς” καί τῆς “χρήσης” τους ἀπό τόν ἴδιο, τελικῶς (ἀκόμα καί μέ λογική παρατήρηση καί ὄχι μέ “πνευματικά” κριτήρια) ἀντιλαμβάνεται ὅτι δέν τοῦ ἀνήκουν καί ὅτι εἶναι… «γυμνότερος ὑπέρου» (Σοφ. Σολομῶντος 23,31)! Ἁπλῶς προεκτείνει στά ὑλικά ἀποκτήματα τό ΕΓΩ του, κατά τό Γραφικό «ἐπεκαλέσαντο τά ὀνόματα αὐτῶν ἐπί τῶν γαιῶν αὐτῶν…» (Ψαλμ. 48). Ὅταν αὐτό τό τραῦμα τῆς γυμνότητας (καί τῆς ψυχικῆς καί τῆς “ὑλικῆς”) δέν κατανοηθεῖ σωστά καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά ζητήσει τήν ἀπό Θεοῦ ἔνδυση, ψάχνει νά ράψει “περιζώματα” ἀπό τά φύλλα ὅποιας συκῆς, τότε βουλιάζει στό νά ζεῖ μόνον γιά τον ἑαυτό του καί θεωρεῖ τήν φύση καί τήν κοινωνία του ἁπλῶς σάν ἀκατέργαστο ὑλικό γιά προσωπική του “χρήση”, τό ὁποῖο μπορεῖ καί πρέπει νά πάρει ὅποιο σχῆμα τόν βολεύει!

ii. Τίποτε στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀφαιρέσει τό δικαίωμα νά λέμε ΕΓΩ. Ὁ Θεός δεν παίζει τάβλι καί ἀπό τίς δύο πλευρές, τήν πλευρά Του καί τήν δική μας! Ἡ συμμετοχή μας στήν σχέση μαζί Του, ὅπως καί μέ κάθε ἄνθρωπο, εἶναι αὐτοπροαίρετος. Ποτέ ἐπιβεβλημένη. Καμμία ἐπιβολή δέν ἔχει σχέση μέ τόν Θεό. Ὅ,τι ἀπαιτεῖται, «ἔχει ὀσμήν ἁμαρτίας»! Κανένας καί τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀφαιρέσει τήν δυνατότητα νά λέμε: ΕΓΩ…! Οἱ μάρτυρες, χριστιανοί καί μή, ὑπογραμμίζουν ἐμπόνως καί “θανατηφόρα” αὐτή τήν δυνατότητα. Ἀκόμα καί τό καλό, ὅταν θέλει νά γίνει ὑποχρεωτικό, ὑπηρετεῖ τόν διάβολο. Ἄν ἐξαφανίσουμε τήν ἰδιοπροσωπία, τό ΕΓΩ ἑνός ἀνθρώπου, (πάντα ὑπῆρχαν τρόποι, ἡ ὀδύνη ἦταν ὁ συνηθέστερος, τώρα ὑπάρχουν πολλαπλασίως περισσότεροι) τότε ἀκόμα καί ἡ ἀγάπη δέν ἀπευθύνεται παρά σέ κάποιο… “ζῶο”, τό ὁποῖο ἁπλῶς ἀπορροφᾶ ἐνέργεια ἀπ᾿ ὁποιονδήποτε ἀσχολεῖται μαζί του. Σ᾿ αὐτή τήν τραγική “λογική”, ἔχει ἀπόλυτο δίκαιο ἡ Simone Weil ὅταν γράφει ὅτι τότε: «Ἀτυχῶς, κάθε φιλάνθρωπο ἔργο κινδυνεύει νά ἔχει πελατεία μιά πλειοψηφία ἀνθρώπων χωρίς ἐνδοιασμούς ἤ, κυρίως, ὄντα, πού τό ἐγώ τους εἶναι σκοτωμένο». Ἡ βία ἤ ὁ ἐκμαυλισμός, μέ τά ὁποῖα μᾶς ἀφαιρεῖται τό δικαίωμα νά λέμε ΕΓΩ, ἀποτελοῦν δυνάμεις σατανικές. Ἡ ὑγιής Ἐκκλησία ἀντιτάσσεται αὐτονόητα καί στήν δικτατορία καί στήν προπαγάνδα. Πολύ περισσότερο, δέν γίνεται ἡ ἴδια δικτατορική οὔτε ἀποδέχεται ποτέ τήν παραπληροφόρηση τῆς προπαγάνδας. Ἡ ἔννοια καί ἡ λέξη προσηλυτισμός τῆς δημιουργεῖ ἀπέχθεια.

iii. Τίποτε δέν μπορούμε νά προσφέρουμε ἐκτός ἀπό τό ΕΓΩ μας! Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρχε ρητή ἀπαγόρευση προσφορᾶς νεκρῶν ζώων στίς θυσίες! Μέ τόν ἴδιο τρόπο, πρέπει νά ἔχουμε ἕναν ζωντανό ἑαυτό γιά νά τόν προσφέρουμε θυσία δεκτή. Πάλι στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Θεός ἔχει ἐπισημάνει ὅτι δέν τόν ἀπασχολεῖ ἡ ὅποια ἐξωτερική ὑλική προσφορά μας, ἀλλά ἡ καρδιά μας [«Υἱέ μου, δός μοι, σήν καρδίαν» (Παροιμ. 23, 26)]. Γιά νά γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει νά ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ εἰλικρίνεια ἡ προσωπική, καθώς καί τῶν κινήτρων μας, κάνει αὐτονόητο τό γεγονός ὅτι τίποτε δέν μποροῦμε νά προσφέρουμε ἐκτός ἀπό τό ΕΓΩ μας. Ὅλα τά ἐξωτερικά καί ὑλικά εἶναι εὔκολο ἤ καί φίλαυτο νά προσφερθοῦν. Δύσκολο εἶναι νά θυσιάσουμε…τόν υἱό μας. Ὁ δικός μας «ἀγαπημένος Ἰσαάκ» εἶναι τό «πολυτελές» ΕΓΩ μας. Ὅταν τό συνειδητοποιήσουμε αὐτό, τότε κάνουμε τήν καρδιά μας θυσιαστήριο, γιά τήν προσφορά ἐλευθερίας ἀπό αὐτό τό αὐτοαναφορικό ΕΓΩ.


 

Γ. Ποιές εἶναι οἱ προοπτικές τοῦ θέματος.

Ἄς ἀφουγκραστοῦμε ἕνα κομμάτι ἀπό τά «Τέσσερα κουαρτέτα» τοῦ T. S. Eliot:

IV

Ὁ πληγωμένος χειρουργός δουλεύει τό ἀτσάλι

Πού ἐξονυχίζει τό ἀρρωστημένο μέρος·

Κάτω ἀπό τά ματωμένα χέρια νιώθουμε

Τήν κοφτερή συμπόνια τῆς τέχνης τοῦ θεραπευτῆ

Πού λύνει τό αἴνιγμα τοῦ πυρετικοῦ διαγράμματος.

 

Ἡ μόνη μας ὑγεία εἶναι ἡ ἀρρώστια

Ἄν ὑπακοῦμε τή νοσοκόμα πού πεθαίνει

Πού ἡ ἀδιάκοπή της ἔγνοια δέν εἶναι ν᾿ ἀρέσει

Ἀλλά νά ὑπενθυμίζει τήν κατάρα, τή δική μας καί τοῦ Ἀδάμ,

Πώς γιά νά γιάνουμε, πρέπει ἡ ἀσθένειά μας νά ἐπιδεινωθεῖ.

 

Νοσοκομεῖο μας εἶναι ὁλόκληρη ἡ γῆ

Τό προίκισε ὁ κατεστραμμένος ἑκατομμυριοῦχος,

………………………………………………………………………………………………….

Το μόνο μας πιοτό τό αἷμα πού σταλάζει,

Ἡ ματωμένη σάρκα μόνη μας τροφή.

………………………………………………………………………………………………….

T. S. Eliot

Τέσσερα Κουαρτέτα

East Coker, IV

 Νομίζω πώς θά συμφωνήσετε μαζί μου, ὅτι ἐδῶ ὁ ποιητής περιγράφει μέ εὔστοχα σύμβολα, ἔστω καί μέ κάποια ὑπερβολή, ἀκριβῶς τίς προοπτικές τοῦ θέματος. Ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου περιγράφεται μέ συμβολικές ἐκφράσεις πού ἐπανεκφράζουν σαφῶς τά θέματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τῆς Χάρης καί τῆς Λύτρωσης.

Εἴμαστε ἄρρωστοι στά χέρια πληγωμένου Χειρουργοῦ πού σαφῶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού τό αἰχμηρό του νυστέρι διερευνᾶ τίς δικές μας πληγές καί φυσικά προκαλεῖ πόνο. Αὐτός εἶναι ὁ Μόνος πού μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει. Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔχει πεῖ τά ἴδια: «Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τήν ἑκούσιόν σου σταύρωσιν εἰς κοινήν ἐξανάστασιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καταδεξάμενος, καί τῷ καλάμῳ τοῦ Σταυροῦ, βαφαῖς ἐρυθραῖς τούς σεαὐτοῦ δακτύλους αἱματώσας, τοῖς ἀφεσίμοις ἡμῖν, βασιλικῶς ὑπογράψαι φιλανθρωπευσάμενος, μή παρίδῃς ἡμᾶς κινδυνεύοντας, καί πάλιν τήν ἀπό σοῦ διάστασιν…».

Τό γεγονός ὅτι τοῦ ἴδιου τοῦ Χειρουργοῦ τά χέρια εἶναι ματωμένα ἐγγυᾶται τήν αὐθεντικότητα τοῦ θεραπευτῆ καί τῆς τέχνης του. Δέν θά μᾶς ὑποβάλλει σέ περισσότερα ἀπό ὅσα ὑπέφερε ὁ ἴδιος. Ἡ ἐπέμβασή του διασαφηνίζει τό αἴνιγμα τοῦ πυρετικοῦ διαγράμματος, δηλαδή τήν ἀτέλεια τῆς προσαρμογῆς μας, ἀφοῦ «ἡ μόνη μας ὑγεία εἶναι ἡ ἀρρώστια» (στιχ. 154).

Ἡ ἀναγνώριση ὅτι εἴμαστε ἄρρωστα ὄντα καί κάτω ἀπό θεραπεία, εἶναι ἡ μόνη… ὑγιής ἄποψη τῆς κατάστασής μας. «Νεκρός εἰμί ὁ ζῶν καί τυφλός ὁ βλέπων. Γέγονα ὡς κύων ὁ ἄνθρωπος καί ὁ νοερός, ὡς κτῆνος παραδέχομαι» φωνάζει ἀπό τούς πρώτους αἰώνες ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος.

Ἄν ὑπακοῦμε τήν «νοσοκόμα πού πεθαίνει», τήν Ἐκκλησία δηλαδή, («Μήν σκανδαλίζεστε: Θά εἶναι πάντα μιά ἀκατάστατη Ἐκκλησία, διότι βρισκόμαστε σέ ἕναν εὐάλωτο, ἀκατάστατο, σπασμένο κόσμο», ἔλεγε προχθές στό κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ ὁ Justin Welby, Arch. of Canterbury), πού «ἔγνοια της δέν εἶναι νά ἀρέσει», ἀλλά νά μᾶς ξυπνᾶ ἀπό τίς αὐταπάτες μας, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα ἀληθινῆς ὑγείας.

Τό προπατορικό ἁμάρτημα τονίζει ὅτι οἱ ἀτέλειες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν κοινωνιῶν τους ἐκπροσωποῦν ὄχι τήν ἀνθρωπότητα σέ κατάσταση ὑγείας στήν ἀληθινή θεόσδοτη φάση, ἀλλά τήν ἀνθρωπότητα σέ ἀφύσικη ἀρρώστια. Ἄν θέλουμε λοιπόν νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψή μας περί ὑγείας, πρέπει νά παραδεχτοῦμε τήν ἀρρώστια μας. «… ἡμίθνητος εἰμί βραχύτατον ἔχων λείψανον ζωῆς, τήν εἰς Σέ μόνην ἐλπίδα, τόν καί νεκροῖς ζωήν παρέχοντα· κατάδησόν μου τά τραύματα, τήν σήν ἐπιστάξας μοι χρηστότητα, μόνε φιλάνθρωπε» (Παρασκευή Ε’ ἑβδομάδας Νηστειῶν, ἀπόστιχο τῶν αἴνων).

Ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πάνω σ᾿ αὐτήν τήν γῆ, εἶναι ἡ κατάσταση ἑνός ἀρρώστου σ᾿ ἕνα νοσοκομεῖο. Μπορεῖ αὐτό νά προκαλεῖ ἄμεσα τίς σύγχρονες οὐμανιστικές καί ἐπιστημονικές ἔννοιες γιά τήν ἀνθρώπινη αὐτονομία, ἀνεξαρτησία καί πρόοδο, τί σημασία ὅμως ἔχει κάτι τέτοιο; Κατεστραμμένος εἶναι ὁ ἑκατομμυριοῦχος. Ἔχασε αὐτό πού εἶχε… ἀλλά ζεῖ. Ἄν παραδεχθεῖ τήν ἀρρώστια του καί μάθει νά ἀρνεῖται αὐτή τήν πορεία καταστροφῆς καί πεθάνει γιά τήν ἁμαρτία, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα.

Ἡ διάγνωση τῶν δεδομένων δέν ἐπαρκεῖ γιά θεραπεία. Δέν φτάνει νά ξέρω τί ἔχω, χρειάζεται νά μπῶ σέ θεραπευτική ἀγωγή. Χρειάζομαι φάρμακα ἀκόμα καί μέσα στό Νοσοκομεῖο. Ὁ T. S. Eliot προσδιορίζει τήν “νοσοκομειακή δίαιτα”: «Τό μόνο μας πιοτό τό αἷμα πού σταλάζει, ἡ ματωμένη σάρκα ἡ μόνη μας τροφή». Εἶναι τό μόνο πού μᾶς κρατάει ζωντανούς στήν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτωλότητάς μας ὡς πεπτωκότων τέκνων τοῦ Ἀδάμ καί μόνο μ᾿ αὐτή τήν τροφή μποροῦμε νά βροῦμε την θεραπεία πού χρειαζόμαστε. Ἄν ποῦμε δέν φταίω ἐγώ ἤ τί φταίω ἐγώ, θά ξανακάνουμε τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, καί θά “ἀχρηστέψουμε” γιά μᾶς τόν «πληγωμένο Χειρουργό», καί θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν «νοσοκόμα πού πεθαίνει», μέ τελικό ἀποτέλεσμα νά πεθάνουμε, ἔστω καί ἄν νομίζουμε ὅτι… θάβουμε τούς νεκρούς μας! (Ματθ. 8, 22).

Ἀφοῦ ὁ Χριστός γενόμενος ἄνθρωπος ἀνέλαβε καί τό τραῦμα τό ἀνθρώπινο καί ἔγινε πληγωμένος Χειρουργός, ἀντιλαμβάνεται κανείς πῶς γίνεται ἡ θεραπεία τοῦ μεγάλου τραύματος, τῆς ὁλοσώματης ἀνθρώπινης πληγῆς! Γράφει ὁ Ἄγγελος Σιλέσιος στόν «Χερουβικό Ὁδοιπόρο»:

244. «Ἡ ἀγάπη εἶναι τό ἐλιξήριο:

          ἀπ᾿ τήν βρωμιά φτιάχνει χρυσό

          ἀπ᾿ τό τίποτα φτιάχνει κάτι

          Κι ἀπό ἐμένανε, Θεό».

Ὁ Νομπελίστας μας Γιώργος Σεφέρης τελειώνοντας τήν ὁμιλία του κατά τήν ἀπονομή τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στήν Στοκχόλμη γράφει:

«Σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, πού ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται τούς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τόν ἄνθρωπο, ὅπου καί ἄν βρίσκεται.

Ὅταν στό δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τή Σφίγγα, κι αὐτή τοῦ ἔθεσε τό αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλή λέξη χάλασε τό τέρας. Ἔχουμε πολλά τέρατα νά καταστρέψουμε. Ἄς συλλογιστοῦμε τήν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα».

Ἐμεῖς ἄς συλλογιστοῦμε, ὅπως ὑπενθυμίζει ὁ Εὐγ. Ἀρανίτσης, «τήν ἀποσιωπημένη ἀνάγκη μιᾶς ζωῆς μέ περισσότερο νόημα, σ᾿ ἕνα κόσμο ἀδηφάγο, παράλογο, ἀσυνάρτητο, κόσμο συντριπτικό στήν βιασύνη του καί ὑπερβολικά ἀβέβαιο» πού ψάχνει τόν ὄντως ἄνθρωπο, τόν νέο Ἀδάμ, τόν Χριστό τόν πληγωμένο, ὁ Ὁποῖος μπορεῖ καί χαλάει ὅλα τά τέρατα, τά μέσα μας καί τά ἔξω μας.

Ὅλα ὅσα προσπάθησα νά πῶ τά περιγράφει ἀπαράμιλλα τό στιχηρό τῆς Παρασκευῆς τῆς Ε’ ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέ τό ὁποῖο, ὡς προσευχητική ὑπόμνηση, θά ἤθελα νά τελειώσω. Λέει:

«Ὡς ἐξ Ἱερουσαλήμ,

σοῦ τῶν θείων ἐντολῶν ἐξερχόμενος,

καί πρός τά πάθη τῆς Ἱεριχῶ καταντήσας,

τῇ δόξῃ τῆς ἀτιμίας, τῶν βιωτικῶν μελημάτων κατασυρείς,

λησταῖς περιέπεσον τῶν λογισμῶν,

τῆς υἱοθεσίας τῇ χάριτι, τόν χιτῶνα ὑπ’ αὐτῶν ἐκδυθείς,

καί ταῖς πληγαῖς, ὡς ἄπνους κατάκειμαι.

Ἱερεύς δέ παρών, καί τό πτῶμα κατιδῶν, οὐ προσέσχε.

Λευΐτης δέ πάλιν καί αὐτός βδελυξάμενος, ἀντιπαρῆλθέ μοί.

Σύ δέ Κύριε, ὁ ἐκ Παρθένου ἀφράστως σαρκωθείς,

τῇ ἐκχύσει τοῦ σωτηρίου, καί ἑκουσίως ἐκ τῆς πλευρᾶς Σου, ἐκχυθέντος αἵματος καί ὕδατος,

ὡς ἔλαιον ἐπιστάξας Χριστέ ὁ Θεός,

τάς οὐλὰς τῶν τραυμάτων μου,

τῇ μοτώσει περίσφιγξον,

καί πρός οὐράνιον συγκαταρίθμησον χορόν,

ὡς Εὔσπλαγχνος». ΑΜΗΝ

 

Σᾶς εὐχαριστῶ.

Αφήστε μια απάντηση