Κατήχηση

Το μεγάλο αμάρτημα

C. S. Lewis

To μεγάλο αμάρτημα

 

Ας δούμε εκείνο το κομμάτι της χριστιανικής ηθικής που την διαφοροποιεί πολύ έντονα από κάθε άλλη ηθική. Υπάρχει μια κακία από την οποία κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν είναι ελεύθε­ρος! Την απεχθάνονται όλοι, όταν τη βλέπουν σε κάποιον άλλο και για την οποία σχεδόν κανένας, με εξαίρεση τους χριστιανούς, δε σκέφτεται ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος. Έχουμε ακούσει όλοι, ανθρώπους να λένε ότι είναι οξύθυμοι, ότι δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στις γυναίκες και στο ποτό ή ακόμα ότι είναι δειλοί. Δε θυ­μάμαι όμως να άκουσα ποτέ κάποιον, που δεν ήταν χρι­στιανός, να κατηγορεί τον εαυτό του για την κακία που θα εξετάσω. Παράλληλα, πολύ σπάνια έτυχε να συνα­ντήσω κάποιον που δεν ήταν χριστιανός και να έδειξε έστω και την ελάχιστη κατανόηση απέναντι σε κάποιον που ενεργεί κάτω από το κράτος αυτής της κακίας.

Κανένα σφάλμα δεν κάνει τον άνθρωπο λιγότερο αγαπητό, αλλά και κανένα σφάλμα δεν περνά τόσο απαρατήρητο από εμάς τους ίδιους, όσο αυτό. Επιπλέον, όσο περισσότερο το έχουμε εμείς οι ίδιοι, τόσο περισσότερο το απεχθανό­μαστε όταν το εντοπίζουμε στους άλλους.

Η κακία στην οποία αναφέρομαι είναι η υπερηφά­νεια, δηλαδή η αλαζονεία, ενώ η αρετή που αντιτίθεται σ’ αυτή, σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική, ονομάζεται ταπεινο­φροσύνη. Ίσως θυμάστε, όταν μιλούσα για τη σεξουαλι­κή ηθική, ότι σας προειδοποίησα πως ο πυρήνας της χρι­στιανικής ηθικής δεν εντοπίζεται εκεί, όπως φαντάζονται μερικοί υπερτονίζοντας το θέμα. Τώρα λοιπόν φτάσαμε επιτέλους στον πυρήνα. Σύμφωνα με τους χρι­στιανούς διδασκάλους, η πιο ουσιαστική κακία, το μεγα­λύτερο κακό, είναι η υπερηφάνεια. Η λαγνεία, ο θυμός, η πλεονεξία, η μέθη και όλα τα συναφή είναι σε σύγκρι­ση μ’ αυτή απλές ατέλειες. Ήταν λόγω της υπερηφάνει­ας, που ο Διάβολος κατάντησε αυτό που είναι. Η υπερη­φάνεια οδηγεί σε όλες τις άλλες κακίες, αφού πρόκειται για τη νοοτροπία που αντιτίθεται απόλυτα στο Θεό.

Μήπως αυτό σου φαίνεται υπερβολικό; Αν ναι, σκέ­ψου το. Πριν από λίγο τόνισα πως όσο περισσότερη υπερηφάνεια έχει κανείς, τόσο την απεχθάνεται στους άλλους. Εάν πράγματι θέλεις ν’ ανακαλύψεις πόσο υπερήφανος είσαι, ο πιο εύκολος τρόπος είναι να ρω­τήσεις τον εαυτό σου: «Πόσο την απεχθάνομαι όταν οι άλλοι με σνομπάρουν, απαξιούν να με προσέξουν, ανακατεύονται εκεί που δεν τους σπέρνουν, με ειρωνεύονται ή απλώς επιδεικνύονται;».

Η ουσία είναι ότι η υπερηφάνεια του κάθε ατόμου βρίσκεται σε ανταγω­νισμό με την υπερηφάνεια του άλλου. Επειδή ακριβώς ήθελα να είμαι το επίκεντρο της γιορτής, με πείραξε τόσο πολύ που κάποιος άλλος έγινε τελικά το επίκε­ντρο τη βραδιά εκείνη. Δύο απ’ το ίδιο συνάφι ποτέ δε συμφωνούν. Αυτό που θα πρέπει να ξεκαθαρίσεις μέ­σα σου είναι ότι η υπερηφάνεια είναι εγγενώς ανταγω­νιστική -ανταγωνιστική από την ίδια της τη φύση-, ενώ οι υπόλοιπες κακίες είναι ανταγωνιστικές τρόπον τινά μόνο περιστασιακά. Η υπερηφάνεια δεν ευχαριστιέται με το να έχει κάτι, αλλά μόνο με το να έχει κάτι περισ­σότερο από κάποιον άλλο. Λέμε ότι οι άνθρωποι είναι υπερήφανοι που είναι πλούσιοι, έξυπνοι ή όμορφοι, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Είναι υπερήφανοι που είναι πλουσιότεροι, εξυπνότεροι ή ομορφότεροι σε σχέ­ση με κάποιους άλλους. Εάν όλοι οι άλλοι γίνονταν εξίσου πλούσιοι, έξυπνοι ή όμορφοι, τότε δε θα υπήρχε τίποτα για το οποίο θα μπορούσες να υπερηφανευθείς. Είναι η σύγκριση που σε κάνει υπερήφανο, η ευχαρί­στηση που νιώθεις να είσαι πάνω από τους άλλους. Με το που θα χαθεί το στοιχείο του ανταγωνισμού, η υπε­ρηφάνεια εξανεμίζεται. Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να λέω ότι η υπερηφάνεια είναι εγγενώς αντα­γωνιστική μ’ έναν τρόπο που δεν είναι οι υπόλοιπες κακίες.

Η σεξουαλική παρόρμηση μπορεί να οδηγήσει δυο άντρες στον ανταγωνισμό, εάν και οι δυο ποθούν την ίδια γυναίκα. Αυτό όμως είναι κάτι εντελώς περι­στασιακό· θα μπορούσαν κάλλιστα να ποθούν δύο δια­φορετικές γυναίκες. Ένας υπερήφανος όμως άντρας θα σου πάρει τη γυναίκα, όχι επειδή την ποθεί, αλλά απλώς και μόνο για ν’ αποδείξει στον εαυτό του ότι εί­ναι καλύτερος από εσένα. Η πλεονεξία μπορεί κι αυτή να οδηγήσει δύο ανθρώπους στον ανταγωνισμό, στην περίπτωση που δεν υπάρχει άλλο κίνητρο. Ο υπερήφα­νος όμως άνθρωπος, ακόμα κι όταν έχει περισσότερα απ’ όσα πραγματικά χρειάζεται, θα προσπαθήσει να αποκτήσει ακόμα περισσότερα μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει τη δύναμη του. Όλα σχεδόν τα κακά που κυριαρχούν στον κόσμο και τα οποία οι άνθρωποι απο­δίδουν στην πλεονεξία και την ιδιοτέλεια είναι πολύ περισσότερο αποτέλεσμα της υπερηφάνειας.

Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα λεφτά. Η πλεονεξία θα κάνει σίγουρα κάποιον να θέλει να κερδίσει χρήμα­τα, για να μπορέσει έτσι να αποκτήσει ένα καλύτερο σπίτι, να κάνει καλύτερες διακοπές ή να καταναλώνει καλύτερης ποιότητας αγαθά. Μέχρι ενός σημείου όμως. Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο που παίρ­νει το χρόνο 10.000 λίρες να αγωνιά για το πότε θα πά­ρει 20.000; Δεν είναι η πλεονεξία για περισσότερη ευ­χαρίστηση. Οι 10.000 λίρες θα του προσφέρουν όλες τις πολυτέλειες που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να απολαύσει. Υπερηφάνεια είναι η επιθυμία να είσαι πλουσιότερος από κάποιον άλλο πλούσιο και (ακόμα περισσότερο) η επιθυμία για δύναμη. Διότι η δύναμη είναι πράγματι αυτό που απολαμβάνει η υπερηφάνεια· τίποτ’ άλλο δεν κάνει κάποιον να αισθάνεται τόσο ανώτερος από τους άλλους όσο η δυνατότητα να τους κινεί σαν τα στρατιωτάκια. Τι κάνει μια όμορφη κοπέ­λα να σκορπά όπου πηγαίνει τη δυστυχία με το να συ­γκεντρώνει θαυμαστές; Όχι βέβαια το σεξουαλικό της ένστικτο· αυτού του είδους οι κοπέλες είναι πολύ συ­χνά ψυχρές σεξουαλικά. Είναι η υπερηφάνεια. Τι είναι αυτό που κάνει έναν πολιτικό αρχηγό ή ένα ολόκληρο έθνος να συνεχίζει απαιτώντας όλο και περισσότερα; Η υπερηφάνεια και πάλι. Η υπερηφάνεια είναι αντα­γωνιστική από την ίδια της τη φύση· αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχει τελειωμό. Αν είμαι υπερήφανος, τό­τε για όσο θα υπάρχει στον κόσμο έστω κι ένας άνθρω­πος πιο ισχυρός, πιο πλούσιος ή πιο έξυπνος από μένα, αυτός θα είναι αντίπαλος και εχθρός μου.

Οι χριστιανοί έχουν δίκιο: είναι η υπερηφάνεια που στάθηκε η κύρια αιτία της δυστυχίας σε κάθε έθνος και σε κάθε οικογένεια από τότε που άρχισε ο πόλεμος. Οι υπόλοιπες κακίες ενδέχεται μερικές φορές να συνενώ­σουν τους ανθρώπους. Μπορείς πράγματι να βρεις συ­ντροφικότητα, χωρατά και φιλίες ανάμεσα σε μεθυ­σμένους ή λάγνους ανθρώπους. Η υπερηφάνεια όμως σημαίνει πάντα εχθρότητα, είναι εχθρότητα. Όχι απλώς εχθρότητα μεταξύ των ανθρώπων, αλλά εχθρό­τητα απέναντι στο Θεό.

Ενώπιον του Θεού έρχεσαι αντιμέτωπος με κάτι που απ’ όλες τις πλευρές είναι αμέτρητα ανώτερο από εσένα τον ίδιο. Αν δε γνωρίζεις το Θεό ως ανώτερο όλων -και συνεπώς δε γνωρίζεις ότι είσαι ένα τίποτα σε σύγκριση μ’ αυτόν-, πολύ απλά δε γνωρίζεις καθόλου το Θεό. Όσο παραμένεις υπερήφανος, δεν μπορείς να γνωρί­σεις το Θεό. Ο υπερήφανος συνεχώς περιφρονεί τους ανθρώπους και τα πράγματα. Κι όταν βέβαια περιφρονείς, δεν μπορείς να δεις κάτι που βρίσκεται πάνω από εσένα.

Αυτό εγείρει ένα τρομερό ερώτημα: Πώς συμβαίνει και άνθρωποι, που προφανέστατα τους έχει κατασπα­ράξει η υπερηφάνεια, μπορούν και λένε ότι πιστεύουν στο Θεό και εμφανίζονται μάλιστα ως πολύ ευσεβείς; Πολύ φοβάμαι πως η απάντηση είναι ότι λατρεύουν ένα φανταστικό Θεό. Θεωρητικά παραδέχονται ότι εί­ναι ένα τίποτα μπροστά σ’ αυτόν το Θεό-φάντασμα, αλλά στην ουσία δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να φα­ντάζονται πως τους εγκρίνει και τους θεωρεί πολύ καλύτερους από τους κοινούς θνητούς! Αυτό σημαίνει ότι του καταβάλλουν ως τίμημα μια φανταστική ταπεινο­φροσύνη της δεκάρας και εισπράττουν από αυτή μια υπέρογκη υπερηφάνεια απέναντι στους συναθρώπους τους. Υποθέτω πως ο Χριστός είχε κατά νου αυτούς τους ανθρώπους όταν είπε πως θα υπάρξουν κάποιοι που θα κηρύξουν στ’ όνομα Του και θα εκδιώξουν δαι­μόνια, αλλά στο τέλος του κόσμου ο ίδιος δε θα τους αναγνώριζε. Ο καθένας από εμάς μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί σ’ αυτή τη θανάσιμη παγίδα. Ευτυχώς όμως που έχουμε τη δυνατότητα κάποιας δοκιμής. Όποτε νιώθουμε ότι η θρησκευτική μας ζωή μάς κάνει να θεωρούμε ότι είμαστε ενάρετοι -ότι είμαστε καλύ­τεροι από κάποιον άλλο-, νομίζω πως μπορούμε να εί­μαστε σίγουροι ότι δεν κινούμαστε από το Θεό, αλλά από το Διάβολο. Η πραγματική δοκιμασία σχετικά με το αν είσαι μαζί με το Θεό έγκειται είτε στο να ξε­χάσεις εντελώς τον εαυτό σου είτε να βλέπεις τον εαυ­τό σου σαν ένα μηδαμινό και βρομερό αντικείμενο. Το καλύτερο βέβαια είναι να ξεχάσεις εντελώς τον εαυτό σου.

Είναι φοβερό το γεγονός ότι η χειρότερη απ’ όλες τις κακίες μπορεί να τρυπώσει στην καρδιά της θρη­σκευτικής μας ζωής. Δεν είναι όμως κάτι ανεξήγητο. Οι υπόλοιπες, οι λιγότερο μεμπτές κακίες, προέρχο­νται από το Διάβολο, που δεν παύει να χρησιμοποιεί τη ζωώδη μας φύση. Η υπερηφάνεια όμως δεν προέρ­χεται καθόλου από τη ζωώδη μας φύση. Έρχεται κατευθείαν από την Κόλαση. Είναι εντελώς πνευματική: κατά συνέπεια είναι λιγότερο αισθητή και περισσότε­ρο θανάσιμη.

Η υπερηφάνεια μπορεί συχνά να χρησι­μοποιηθεί για να κατανικηθούν οι μικρότερες κακίες. Ο δάσκαλος, για παράδειγμα, επικαλείται συχνά την υπερηφάνεια ενός αγοριού ή, όπως λένε, το φιλότιμο του, για να μπορέσει να τον κάνει να συμπεριφερθεί με αξιοπρέπεια. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν ξεπε­ράσει τη δειλία, την ασέλγεια ή την οξυθυμία τους με τη σκέψη ότι αυτά προσβάλλουν την αξιοπρέπεια τους, δηλαδή χάρη στην υπερηφάνεια.

Ο Διάβολος γελάει. Είναι πλήρως ικανοποιημένος που σε βλέπει να απο­κτάς αγνότητα, θάρρος και αυτοκυριαρχία, αρκεί στο μεταξύ να στήνει μέσα σου τη δικτατορία της υπερηφά­νειας, όπως ακριβώς θα ήταν ικανοποιημένος εάν έβλεπε να θεραπεύονται οι χιονίστρες σου, αρκεί να μπορούσε να σε χτυπήσει με τη μάστιγα του καρκίνου. Άλλωστε η υπερηφάνεια είναι ένα πνευματικό καρκί­νωμα: εξουδετερώνει τη δυνατότητα για αγάπη, για ικανοποίηση ή ακόμα και για κοινή λογική.

Πριν κλείσω αυτό το θέμα, θα πρέπει να προλάβω κάποιες ενδεχόμενες παρανοήσεις:

Α) Η ευχαρίστηση που νιώθει κανείς όταν τον επαι­νούν δεν είναι υπερηφάνεια. Το παιδί που το επιβρα­βεύεις μ’ ένα χτύπημα στην πλάτη επειδή τα πήγε καλά στα μαθήματα του, η γυναίκα που δέχεται από τον αγα­πημένο της φιλοφρονήσεις για την ομορφιά της, η ψυχή που σώζεται κι ακούει το «μπράβο» από τα χείλη του Χριστού, όλοι τους νιώθουν ευτυχείς και οφείλουν να νιώθουν ευτυχείς. Διότι σ’ αυτή την περίπτωση η ευχα­ρίστηση έγκειται όχι σ’ αυτό που είσαι, αλλά στο γεγο­νός ότι έδωσες χαρά σε κάποιον που ήθελες (και δι­καίως ήθελες) να ευχαριστήσεις.

Το πρόβλημα αρχίζει όταν περνάς από σκέψεις του τύπου «του έδωσα χαρά, όλα είναι εντάξει» σε σκέψεις του τύπου «τι καλός άν­θρωπος που πρέπει να είμαι, εφόσον κατάφερα κάτι τέτοιο». Όσο μεγαλύτερη είναι η ευχαρίστηση που αι­σθάνεσαι για το άτομο σου και όσο μικρότερη είναι η χαρά για τον έπαινο που σου κάνουν, τόσο χειρότερος γίνεσαι. Όταν χαίρεσαι αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό σου δίχως να ενδιαφέρεσαι καθόλου για τον έπαινο, τότε έχεις πιάσει πάτο. Αυτός είναι και ο λόγος που η ματαιοδοξία, παρόλο που είναι το είδος της υπερηφάνειας που βρίσκεται περισσότερο στην επιφά­νεια, είναι, στην πραγματικότητα, το λιγότερο κακό εί­δος κι αυτό που αξίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο να κριθεί με επιείκεια. Ο ματαιόδοξος επιθυμεί υπερβολικά τον έπαινο, τα χειροκροτήματα, το θαυμα­σμό και συνεχώς τα επιδιώκει. Πρόκειται βέβαια για σφάλμα, αλλά ένα σφάλμα παιδιάστικο ή ακόμα (κατά έναν παράδοξο τρόπο) ένα σφάλμα ταπεινό. Δείχνει ότι δεν είναι ακόμα ικανοποιημένος απόλυτα με τον αυτοθαυμασμό του. Υπολογίζει σε κάποιο βαθμό τους άλλους, γι’ αυτό και θέλει να τον προσέχουν. Στην πραγματικότητα, είναι ακόμα ανθρωπινός.

Η πραγματικά μαύρη, διαβολική, υπερηφάνεια κάνει την εμφάνι­ση της όταν περιφρονεί τους άλλους τόσο πολύ, που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι θα πουν γι’ αυτόν. Βέβαια είναι πολύ σωστό και συχνά αποτελεί καθήκον μας να μη μας ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για το άτομο μας, εάν βέβαια πρόκειται για καλό σκοπό· συγκεκρι­μένα, επειδή μας απασχολεί ασύγκριτα περισσότερο η γνώμη που έχει για μας ο Θεός. Ο υπερήφανος όμως έχει έναν άλλο λόγο που δεν υπολογίζει τους άλλους. Λέει χαρακτηριστικά: «Γιατί θα έπρεπε να με απασχο­λεί η επιδοκιμασία αυτού του όχλου σαν να άξιζε η γνώμη του κάτι; Αλλά ακόμα κι αν οι απόψεις τους εί­χαν κάποια αξία, είμαι άραγε εγώ το είδος του ανθρώ­που που θα κοκκινίσει μ’ ένα κομπλιμέντο, όπως τα κο­ριτσάκια που πηγαίνουν στον πρώτο τους χορό; Όχι! Είμαι μια ολοκληρωμένη και ώριμη προσωπικότητα. Όλα όσα έκανα τα έκανα για να ικανοποιήσω τα προ­σωπικά μου ιδεώδη και μόνο, ή την καλλιτεχνική μου συνείδηση, την παράδοση της οικογένειας μου ή, σε τελική ανάλυση, γιατί απλούστατα αυτός είμαι. Αν αρέ­σει στον όχλο, τότε καλώς. Δε με απασχολεί καθόλου». Με τον τρόπο αυτό η πραγματικά εξονυχιστική υπερη­φάνεια ενδέχεται να λειτουργήσει ως έλεγχος της μα­ταιοδοξίας· γιατί, όπως είπα πριν από λίγο, ο Διάβολος αρέσκεται στο να «θεραπεύει» ένα μικρό σφάλμα με το να σε χτυπάει μ’ ένα μεγαλύτερο. Πρέπει να προ­σπαθούμε να μην είμαστε ματαιόδοξοι, αλλά δεν πρέ­πει σε καμιά περίπτωση να επιστρατεύουμε την υπερηφάνεια για να ξεφορτωθούμε τη ματαιοδοξία μας.

Β) Λέμε στα αγγλικά ότι κάποιος είναι «περήφα­νος» για το γιο, τον πατέρα, το σχολείο ή το τάγμα του και μπορεί κάποιος να ρωτήσει εύλογα κατά πόσο η «περηφάνια» μ’ αυτήν την έννοια είναι αμάρτημα. Νο­μίζω πως εξαρτάται από το τι πραγματικά εννοούμε με τη φράση «είμαι περήφανος για…». Πολύ συχνά, με τέ­τοιου είδους προτάσεις, η φράση «είμαι περήφανος για…» σημαίνει «έχω έναν ολόψυχο θαυμασμό για…». Βέβαια ένας τέτοιος θαυμασμός απέχει πολύ από το να είναι αμάρτημα. Εντούτοις ενδέχεται να σημαίνει ότι ο εν λόγω άνθρωπος «φουσκώνει» ακριβώς επειδή ο πα­τέρας του είναι ένα διακεκριμένο πρόσωπο ή γιατί ανήκει στις τάξεις ενός ένδοξου τάγματος. Στην περί­πτωση αυτή έχουμε ξεκάθαρα ένα σφάλμα· αλλά ακό­μα κι έτσι, θα ήταν καλύτερο από το να είναι υπερήφα­νος απλώς και μόνο για τον εαυτό του. Το ν’ αγαπάς και να θαυμάζεις οτιδήποτε βρίσκεται έξω από εσένα ισοδυναμεί με το να κάνεις ένα βήμα μακριά από την απόλυτη πνευματική καταστροφή, παρόλο που δε θα είμαστε εντάξει όσο αγαπάμε και θαυμάζουμε κάτι πε­ρισσότερο, απ’ όσο αγαπάμε και θαυμάζουμε το Θεό!

Γ) Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η υπερηφάνεια είναι κάτι που απαγορεύει ο Θεός επειδή Τον προσβάλ­λει ή ότι η ταπεινοφροσύνη είναι κάτι που το απαιτεί επειδή αρμόζει στο μεγαλείο Του λες και ο ίδιος ο Θε­ός να ήταν υπερήφανος. Καθόλου δεν Τον απασχολεί το μεγαλείο Του. Η ουσία είναι ότι αυτό που θέλει είναι να Τον γνωρίσεις, να σου δώσει τον εαυτό Του. Επιπλέον, τόσο Αυτός όσο κι εσύ αποτελείτε δυο μεγέ­θη που ανήκετε σε κείνο το είδος, που, εάν συμβεί πραγματικά να έρθετε σε κάποια επαφή, τότε θα δεις ότι πραγματικά θα γίνεις ταπεινός: ευτυχισμένα ταπεινός, γεμάτος από μια αίσθηση ανακούφισης ότι κατά­φερες επιτέλους να ξεφορτωθείς όλες τις ανοησίες σχετικά με την αξιοπρέπεια σου -ανοησίες που σ’ έκαναν ανήσυχο και δυστυχισμένο μια ολόκληρη ζωή. Αν προσπαθεί να σε κάνει ταπεινό είναι επειδή θέλει να ζήσεις αυτή τη στιγμή. Θέλει να σε απαλλάξει από πολλά γελοία και άσχημα φτιασίδια, με τα οποία έχου­με φορτώσει τον εαυτό μας και με τα οποία περιφερό­μαστε σαν μικρά ανόητα ανθρωπάκια που είμαστε. Μακάρι να είχα ο ίδιος προοδεύσει περισσότερο στην ταπεινοφροσύνη: αν είχα καταφέρει κάτι τέτοιο, θα μπορούσα ενδεχομένως να σας πω περισσότερα για την εμπειρία της ανακούφισης, την άνεση και την απόρριψη όλου αυτού του συρφετού από φτιασίδια, την απομάκρυνση από το φτιαχτό μας εαυτό με όλα του τα «μα για κοίταξε με!» και «τι καλό παιδί που είμαι!». Όλες τις πόζες και τα στημένα πλάνα. Το να πλησιά­σεις αυτή τη στιγμή, ακόμα και για λίγο, μοιάζει μ’ ένα ποτήρι παγωμένο νερό που προσφέρεται σε κάποιον που φλέγεται καταμεσής στην έρημο.

Δ) Μην έχεις στο μυαλό σου την εντύπωση πως, αν συναντήσεις έναν πραγματικά ταπεινό άνθρωπο, αυτός θα είναι ό,τι ο περισσότερος κόσμος αποκαλεί σήμερα «ταπεινό». Δεν θα είναι ο τύπος του λιγδιάρη, του βα­ρετού ανθρώπου που λέει πάντα ότι είναι ένα τίποτα. Το πιθανότερο είναι ότι θα μείνεις με την αίσθηση ότι φαινόταν ένας χαρωπός και έξυπνος άνθρωπος που ενδιαφερόταν πραγματικά για τα όσα έλεγες σ’ αυτόν. Αν τον αντιπαθήσεις, ο λόγος θα είναι ότι αισθάνεσαι λίγο ζήλια για όσους μπορούν να χαίρονται την ζωή τόσο εύκολα. Ο ίδιος δε θα έχει στο μυαλό του την ταπείνωση, δε θα σκέφτεται καθόλου τον εαυτό του.

Αν κάποιος θελήσει να γίνει ταπεινός, νομίζω πως μπορώ να του υποδείξω το πρώτο βήμα. Το βήμα αυτό έγκειται στο να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι υπερήφα­νος. Και είναι το δίχως άλλο ένα τεράστιο βήμα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει πριν από αυτό. Αν πιστεύεις ότι δεν είσαι αλαζονικός, τότε  είσαι πράγματι “διαβολικά” αλαζονικός.

Θεματολογικές ετικέτες

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση