Κατήχηση

Το οχυρό του δαίμονα

(ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ )

Πνευματικά Κεφάλαια  , σελ.246-255.

 

Ο μεγαλύτερος γνώστης του βάθους του ανθρωπίνου πνεύματος, ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, λέει στον 41ο[*] Λόγο του: «Ὁ αἰσθηθείς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν, κρείττων ἐστί τοῦ ἐγείροντος τούς νεκρούς ἐν τῇ ἑαυτοῦ προσευχῇ… ἀξιωθείς ἰδεῖν ἑαυτόν, αὐτός κρείττων ἐστί τοῦ ἀξιωθέντος ἰδεῖν τούς Ἀγγέλους».

Σ’ αυτήν ακριβώς την αυτοεπίγνωση οδηγεί η εξέταση του θέματος, που θέσαμε σαν επικεφαλίδα.

Και η υπερηφάνεια, και η φιλαυτία και η κενοδοξία —σ’ αυτές δε, μπορούμε να προσθέσουμε την υπεροψία, την αλαζονεία και την έπαρση— όλα αυτά είναι διάφορες πλευρές ή όψεις του ίδιου θεμελιώδους φαινομένου, της «στροφής και της αποκλειστικής προσοχής στον εαυτό μας». Ας έχουμε την τελευταία αυτή φράση σαν γενικό όρο, που καλύπτει όλους τους όρους, που μόλις τώρα αριθμήσαμε.

Απ’ όλες αυτές τις λέξεις δυο είναι που ξεχωρίζουν με την δυνατή τους έννοια, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. Αυτές οι δυο, σύμφωνα με την «Κλίμακα» του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, «τοσαύτην μόνον πρός ἀλλήλας τήν διαφοράν κέκτηνται, ὅσην ἔχει τῇ φύσει ὁ παῖς παρά τόν ἄνδρα, καί ὁ σίτος παρά τόν ἄρτον· ἀρχή μεν γάρ τό πρότερον, τέλος δέ τό δεύτερον».

Τα συμπτώματα της κενοδοξίας, της αρχικής, της πρώτης αυτής αμαρτίας, είναι η ανικανότητα να δέχεται κανείς μομφές και επιπλήξεις, η δίψα για επαίνους, η επιζήτηση των εύκολων δρόμων και ο συνεχής προσανατολισμός στους άλλους, στην έγνοια «τι θα πουν;», «πως θα τους φανεί;», «τι θα σκεφτούν;» Η κενοδοξία βλέπει από μακρυά τον θεατή να πλησιάζει και κάνει τους οργίλους – τρυφερούς και γλυκομίλητους, τους επιπόλαιους – σοβαρούς, τους αφηρημένους-προσεκτικούς και τους λαίμαργους -εγκρατείς και λιτοδίαιτους. Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενόσω υπάρχουν θεατές.

Η παιδική και εφηβική ντροπαλότητα συχνά δεν είναι τίποτάλλο παρά κρυμμένος εγωισμός και κενοδοξία.

Με τον ίδιο αυτό προσανατολισμό προς κάποιο θεατή εξηγείται και η αμαρτία της δικαιολόγησης του εαυτού μας, που παρεισδύει, δίχως να το προσέχουμε, ακόμα και στην εξομολόγησή μας, όταν λέμε, για παράδειγμα: «Είμαι αμαρτωλός, όπως όλοι οι άνθρωποι», ή «δεν έκανα παρά μόνο μικροαμαρτίες· δεν σκότωσα, δεν έκλεψα». Στα ημερολόγια της κόμησσας Σ. Α. Τολστόη υπάρχει ένα τέτοιο χαρακτηριστικό κείμενο: «Και το γεγονός ότι δεν μπορούσα και δεν ήξερα να αναθρέψω και διαπαιδαγωγήσω τα παιδιά μου (παντρεύτηκα, ενώ ήμουνα ακόμα ένα μικρό κορίτσι, και κλείστηκα σ’ ένα χωριό για 18 χρόνια) με βασανίζει συχνά». Η κυριώτερη φράση, που εμπεριέχει το αίσθημα της μετάνοιας, αναιρείται με την αυτοδικαιολόγηση, που είναι μεταξύ των παρενθέσεων.

Ο δαίμονας της κενοδοξίας χαίρεται —λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος— σαν βλέπει να πληθύνονται οι αρετές μας, γιατί όσο περισσότερες επιτυχίες έχουμε, τόσο περισσότερη τροφή έχουμε για να θρέψουμε την κενοδοξία μας: «…νηστεύων κενοδοξῶ, καί καταλύων ἵνα μή γνωσθῶ, ὡς φρόνιμος πάλιν κενοδοξῶ. Λαμπρά περιβεβλημένος, ἡττῶμαι ταύτη, καί εὐτελῆ ἐξαλλάσσων, πάλιν κενοδοξῶ· λαλῶν ἡττῶμαι, καί σιωπῶν πάλιν ἡττήθην. ς ἄν ρίψῃς ταύτην τήν τρίβολον, ὀρθόν τό κέντρον ἵσταται». (Κλίμαξ, P.G. 88, 949 Β-C).

Ο Λέων Τολστόη ήξερε καλά ότι είναι δηλητηριώδης η ουσία της κενοδοξίας. Στα πρώτα του ημερολόγια στηλιτεύει με σκληρότητα τον εαυτό του για κενοδοξία. Σ’ ένα από τα ημερολόγιά του της δεκαετίας του 1850 παραπονιέται με πικρία πως, μόλις εμφανιστεί μέσα στην ψυχή του ένα καλό αίσθημα, μια αυθόρμητη ψυχική κίνηση, αμέσως αρχίζει να ναρκισσεύεται και να κενοδοξεί κοιτάζοντας και ψηλαφώντας τον εαυτό του και έτσι εξαφανίζονται οι πιο πολύτιμες κινήσεις της ψυχής και λυώνουν όπως το χιόνι στον ήλιο. «Λυώνουν» σημαίνει «πεθαίνουν», δηλαδή, εξαιτίας της κενοδοξίας πεθαίνει ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα μας, κι αυτό, με την σειρά του, σημαίνει πως με την κενοδοξία σκοτώνουμε τον εαυτό μας κι έτσι, την πραγματική, την απλή και καλή ζωή την αντικαθιστούμε με φαντάσματα. Ο κενόδοξος σπεύδει προς τον θάνατο και τον βρίσκει.

Γράφει ένας σύγχρονος συγγραφέας: «Σπάνια είδα τη μεγάλη, σιωπηλή χαρά του πόνου να διαπερνά τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής χωρίς να συνοδεύεται από τον αποκρουστικό συνοδό της, τη μάταιη και φλύαρη φιλαρέσκεια (την κενοδοξία). Ποιά είναι η ουσία της φιλαρέσκειας; Νομίζω, η ανικανότητά μας να είμαστε εμείς ο εαυτός μας. Οι φιλάρεσκοι άνθρωποι είναι στην ουσία άνθρωποι που δεν υπάρχουν (οι ίδιοι), γιατί την ύπαρξή τους την εξισώνουν οι ίδιοι με ό,τι οι άλλοι νομίζουν γι αυτούς. Όταν ζουν τις πιο μεγάλες δοκιμασίες, οι φιλάρεσκοι άνθρωποι επιδιώκουν με όλο τους το είναι να τις δείχνουν στους άλλους, γιατί τα ξένα βλέμματα, που στρέφονται πάνω τους είναι το ίδιο όπως και τα φώτα της ράμπας για το σκηνικό στο θέατρο» (Στεπούν «Νικολάϊ Περεσλέγκιν», σελ. 24).

Η κενοδοξία, σαν δυναμώσει, γεννά την υπερηφάνεια.

Η υπερηφάνεια είναι άκρα αυτοπεποίθηση, που συνδυάζεται με την απόρριψη παντός, ό,τι δεν είναι δικό μου, πηγή οργής, σκληρότητας και κακίας· είναι αποποίηση και άρνηση της Θείας βοήθειας, είναι το «οχυρό του δαίμονα»· είναι «τεῖχος χαλκοῦν ἀναμέσον ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ» (Ἀββᾶς Ποιμήν)· είναι έχθρα απέναντι στον Θεό, η αρχή κάθε αμαρτίας· κάθε υπερηφάνεια ενυπάρχει μέσα σε κάθε αμαρτία. Γιατί κάθε αμαρτία είναι εκούσια παράδοση του εαυτού μας στο πάθος μας, η ενσυνείδητη καταπάτηση του Θείου νόμου, θράσος απέναντι στον Θεό, μολονότι «είναι ακριβώς ο άνθρωπος, που υποτάχθηκε στην υπερηφάνεια, που έχει μέγιστη ανάγκη του Θεού, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να λυτρώσουν τέτοιον άνθρωπο» («Κλίμαξ»).

Από που προέρχεται αυτό το πάθος της υπερηφάνειας; Πώς αρχίζει; Πώς τρέφεται; Ποια σημάδια διέρχεται κατά την ανάπτυξή της; Από ποια σημάδια είναι δυνατό να την αναγνωρίσουμε; Αυτό το τελευταίο ερώτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί ο υπερήφανος συνήθως δεν βλέπει το αμάρτημά του. «Κάποιος σοφός γέροντας νουθετούσε κάποτε έναν αδελφό να μην υπερηφανεύεται. Εκείνος, όμως, τυφλωμένος όπως ήταν στο νου, του απάντησε: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, αλλά δεν υπάρχει υπερηφάνεια μέσα μου». Ο σοφός γέροντας τότε του είπε: «παιδί μου, αυτή σου η απάντηση είναι η καλύτερη απόδειξη της υπερηφάνειάς σου».

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει πολύ ωραία γι’ αυτό: «Άνθρωπος, που υποφέρει πολύ στο βάθος της καρδιάς του, όταν τον θίγουν ή τον προσβάλλουν, είναι φανερό πως μέσα στα σπλάγχνα του φέρει τον αρχαίον όφιν της υπερηφανείας. Αν αρχίσει, όμως, να δέχεται σιωπηλά τις προσβολές και τις ύβρεις, τότε θα καταστήσει τον όφιν αυτό ανίσχυρο και αδύνατο. Αν όμως πρόκειται να αντιδρά με πικρία και να μιλά με θράσος, τότε θα δίνει στον όφιν την δύναμη να χύνει το δηλητήριό του στην καρδιά του και να του κατατρώγει αλύπητα τα σωθικά».

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας λέγει παρόμοια πράγματα στον Λόγο του κατά των ειδωλολατρών: «Οι άνθρωποι έπεσαν στον πόθο του εαυτού τους, προτιμώντας να θεώνται τον εαυτό τους παρά τον Θεό» (Έργα, τομ. 1, σελ. 8, έκδ. 1851, Μ.). Σ’ αυτόν τον σύντομο ορισμό είναι κρυμμένη η ίδια η ουσία της υπερηφανείας: Ο άνθρωπος, για τον όποιον ως τώρα το επίκεντρο του πόθου του ήταν ο Θεός, έστρεψε τα νώτα στον Θεό, «περιέπεσε στον πόθο του εαυτού του», πόθησε και αγάπησε τον εαυτό του περισσότερο απ’ όσο τον Θεό και αντί της θέας του Θεού, προτίμησε την θέα του εαυτού του.

Στην ζωή μας, αυτή η στροφή προς την «αυτοθέαση» και τον «πόθο προς τον εαυτό μας» έγινε η φύση μας και εκδηλώνεται τουλάχιστον υπό τη μορφή του ισχυρού ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως τόσο στην σωματική, όσο και στην ψυχική μας ζωή.

Όπως ο κακοήθης όγκος αρχίζει συχνά από ένα μώλωπα ή από παρατεταμένο ερεθισμό ενός ορισμένου μέρους του οργανισμού, έτσι και η αρρώστια της υπερηφάνειας συχνά αρχίζει είτε από απότομη ψυχική διαταραχή (για παράδειγμα, από μια μεγάλη λύπη), είτε από ένα παρατεταμένο αίσθημα για την προσωπική μας κατάσταση, που είναι αποτέλεσμα, για παράδειγμα, επιτυχίας, τύχης ή συνεχούς άσκησης του ταλέντου μας.

Συχνά, ένας άνθρωπος σαν αυτόν, είναι ό,τι ονομάζουμε άνθρωπο «ιδιότροπο και ευέξαπτο», «ενθουσιώδη», «παθιασμένο», ταλαν­τούχο. Είναι ένα είδος αναβλύζουσας θερμοπηγής, που με την συνεχή αναπήδησή της εμποδίζει και τον Θεό και τους ανθρώπους να την πλησιάσουν. Είναι πλήρης μέσα στον εαυτό του, απορροφημένος στον εαυτό του, καταμαγεμένος με τον εαυτό του. Δεν βλέπει, ούτε αισθάνεται ο,τιδήποτε εκτός από τον δικό του ενθουσιασμό και το ταλέντο του, που απολαμβάνει, και που του δίνει πλήρη ευτυχία και ικανοποίηση. Δύσκολα μπορεί κανείς να κάνει οτιδήποτε μ’ αυτούς τους ανθρώπους, πριν ξεθυμάνουν οι ίδιοι, πριν σβήσει το ηφαίστειο. Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος για κάθε προικισμένο, ταλαντούχο άνθρωπο. Αυτές οι ιδιότητες πρέπει να αντισταθμίζονται με μια πλήρη, βαθιά πνευματικότητα.

Στις αντίθετες περιπτώσεις, όταν ο άνθρωπος δοκιμάζει λύπη, έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα: Ο άνθρωπος είναι «απορροφημένος» από την λύπη του κι ο γύρω κόσμος σβήνει και σκοτεινιάζει για τα μάτια του· δεν μπορεί να σκεφτεί, ούτε να μιλήσει παρά μόνο για την λύπη του· μ’ αυτή την λύπη ζει, απ’ αυτή πιάνεται στο τέλος, σαν το μόνο πράγμα, που του απέμεινε, σαν το μόνο νόημα της ζωής του. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι, «που προσπάθησαν να βρουν απόλαυση ακόμα και σ’ αυτό το αίσθημα της δικής τους ταπείνωσης». (Ντοστογιέβσκη: «Το υπόγειο»).

Συχνά αυτό το αίσθημα της εσωστρέφειας αναπτύσσεται σε ανθρώπους ήσυχους, υπάκουους κι αμίλητους, που η προσωπική τους ζωή καταπνίγεται από την παιδική τους ηλικία, αυτή δε «η καταπνιγμένη υποκειμενικότητά τους προκαλεί, σαν αντιστάθμισμα, μια εγωκεντρική τάση» (Γιούγκ: «Ψυχολογικοί τύποι»), που παίρνει τις πιο ποικίλουσες μορφές: «Ευθιξία, καχυποψία, φιλαρέσκεια, επιθυμία να προσελκύουν στον εαυτό τους την προσοχή ακόμη και με την συντήρηση και τη μεγαλοποίηση κακών διαδόσεων για τον εαυτό τους και, τέλος, πραγματικές ψυχώσεις του χαρακτήρα των έμμονων ιδεών, μανία καταδιώξεως ή μεγαλομανίας» (Ποπρίστσιν στα «Απομνημονεύματα ενός τρελλού» του Γκόγκολ).

Έτσι, το κλείσιμο και η συγκέντρωση του ανθρώπου στον εαυτό του τον απομακρύνει από τον κόσμο και τον Θεό και, σαν αποτέλεσμα, ο άνθρωπος αυτός αποκόπτεται, θάλεγε κανείς, από τον κοινό κορμό του σύμπαντος και γίνεται κάτι σαν ροκανίδι, που υψώνεται σπειροειδώς γύρω από ένα κενό χώρο.

Ας προσπαθήσουμε να σημειώσουμε τα κυρία στάδια ανάπτυξης της υπερηφάνειας, από το ήπιο αίσθημα αυτάρκειας ίσαμε τον άκρο σκοτασμό της ψυχής και την πλήρη απώλεια.

Στην αρχή, αυτό παίρνει μονάχα τη μορφή απασχόλησης του ανθρώπου με τον εαυτό του, σχεδόν φυσιολογικής, που συνοδεύεται από μια καλή διάθεση, που συχνά μετατρέπεται σε επιπολαιότητα. Ο άνθρωπος, στην περίπτωση αυτή, είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του, ξεκαρδίζεται στα γέλια, σφυρίζει, τραγουδάει, αδιαφορεί για τους πάντες και τα πάντα· του αρέσει να φαίνεται πρωτότυπος, να προκαλεί έκπληξη στους άλλους με διάφορες παραδοξολογίες και να κάνει πνεύμα· επίσης εκδηλώνει ιδιαίτερα γούστα και είναι ιδιότροπος στο φαγητό. Δίνει ευχαρίστως συμβουλές και αναμιγνύεται φιλικά στις υποθέσεις άλλων· άθελα του φανερώνει το εξαιρετικό του ενδιαφέρον για τον εαυτό του, με φράσεις σαν αυτές (διακόπτοντας άλλους): «Όχι, αυτό που θα σας που εγώ», είτε «όχι, εγώ ξέρω καλύτερα την περίπτωση», είτε « Εγώ συνηθίζω να…», «Εγώ ακολουθώ τον κανόνα να…», είτε «εγώ συνηθίζω να προτιμώ…» (στον Τουργκένιεφ).

Μιλώντας για την δυστυχία των άλλων, δίχως να το συνειδητοποιούν λένε για τον εαυτό τους: «Ταράχτηκα τόσο, που ίσαμε τώρα δεν μπορώ να συνέλθω». Εκτός απ’ αυτό, τέτοιοι άνθρωποι εξαρτώνται υπερβολικά από την επιδοκιμασία των άλλων έτσι, που σε συνάρτηση με το αν επιδοκιμάζονται ή αποδοκιμάζονται από τους άλλους, ακτινοβολούν από ευτυχία ή μαραίνονται και «κατσουφιάζουν». Ωστόσο, σ’ αυτό το στάδιο, αν πρόκειται να μιλήσουμε γενικά, η διάθεση παραμένει ευχάριστη. Αυτό το είδος εγωκεντρισμού είναι πολύ χαρακτηριστικό της νεανικής ηλικίας, μολονότι απαντάται και σε ώριμη ηλικία.

Είναι τυχερός ένας άνθρωπος, αν σ’ αυτό το στάδιο του τύχουν σοβαρές μέριμνες, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν άλλους (γάμος, οικογένεια), εργασία, φροντίδα, είτε αν τον συνεπάρει η θρησκευτική ζωή και, θελγόμενος από το κάλλος της πνευματικής άθλησης, δει την φτώχεια του και την αθλιότητά του και ποθήσει την βοήθεια της Θείας Χάρης. Αν δεν συμβεί αυτό, η αρρώστια συνεχίζει να αναπτύσσεται.

Στην συνέχεια εμφανίζεται το αίσθημα μιας ειλικρινούς βεβαιότητας για την ανωτερότητά του. Συχνά, αυτό εκφράζεται με μια ακράτητη φλυαρία. Γιατί, τι είναι η φλυαρία, αν μη, από τη μια, έλλειψη μετριοφροσύνης και σεμνότητας, κι από την άλλη, μια πράξη να προσφέρει κανείς απόλαυση στον εαυτό του με το να αυτοαποκαλύπτεται; Ο εγωιστικός χαρακτήρας της πολυλογίας δεν μειώνεται με κανένα τρόπο από το γεγονός ότι αυτή η πολυλογία περιστρέφεται γύρω από ένα σοβαρό θέμα. Ο εγωιστής μπορεί να κάνει σχόλια πάνω στην ταπείνωση και την σιωπή, να εγκωμιάσει τη νηστεία και να συζητήσει τι είναι ανώτερο απ’ τα δυο, τα καλά έργα ή η προσευχή.

Η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου αυτού μετατρέπεται γρήγορα σε πάθος να εξουσιάζει, να διατάζει· καταπατεί την θέληση των άλλων (ενώ δεν ανέχεται την παραμικρή καταπάτηση του δικού του θελήματος), θέτει στην διάθεσή του την προσοχή, τον χρόνο και τις δυνάμεις των άλλων, γίνεται θρασύς κι αναιδής. Οι δικές του υποθέσεις είναι σπουδαίες, των άλλων οι υποθέσεις είναι πράγματα μηδαμινά. Καταπιάνεται με τα πάντα, σ’ όλα ανακατεύεται.

Σ’ αυτό το στάδιο η διάθεση του υπερήφανου ανθρώπου χαλάει. Σαν συνέπεια της επιθετικότητάς του συνταντάει αντίδραση και αντίσταση· αρχίζει να γίνεται ευερέθιστος, πεισματάρης και δύστροπος· είναι σίγουρος ότι κανείς δεν τον καταλαβαίνει, ακόμα κι ο πνευματικός του· οι συγκρούσεις του με τον «κόσμο» οξύνονται κι ο υπερήφανος τελικά κάνει την εκλογή του: το «εγώ» του βρίσκεται σ’ αντίθεση με τον κόσμο, όχι όμως ακόμη σε αντίθεση με τον Θεό.

Η ψυχή του γίνεται σκοτεινή και ψυχραίνεται, μέσα της θρονιάζεται η υπεροψία, η περιφρόνηση, η κακία και το μίσος. Σκοτίζεται ο νους του κι η διάκριση μεταξύ καλού και κακού συγχέεται, γιατί την θέση της παίρνει η διάκριση μεταξύ «του δικού μου» και «του μη δικού μου». Αποφεύγει κάθε πράξη υπακοής ή πειθαρχίας και δεν τον ανέχονται σε καμιά συναναστροφή. Σκοπός του είναι να κάνει το δικό του, να ντροπιάζει και να καταπλήσσει τους άλλους· επιδιώκει με δίψα να είναι διάσημος, έστω και μέσω σκανδάλων, εκδικούμενος έτσι τον κόσμο, που δεν τον ανεγνώρισε. Αν είναι μοναχός, εγκαταλείπει το μοναστήρι, όπου όλα του είναι ανυπόφορα, και αναζητάει δικούς του δρόμους. Μερικές φορές, αυτή η δύναμη της αυτοβεβαίωσης κατευθύνεται προς την απόκτηση υλικών αγαθών, την καλή σταδιοδρομία, την κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα και, μερικές φορές, αν ο άνθρωπος αυτός έχει κάποιο ταλέντο, προς το δημιουργικό έργο· κι εδώ ο υπερήφανος μπορεί να κερδίσει μερικές νίκες, χάρη στην ενεργητικότητά του. Και είναι σε τέτοιο έδαφος που προκαλούνται τα σχίσματα και οι αιρέσεις.

Τέλος, στο τελευταίο στάδιο, ο υπερήφανος άνθρωπος θρυμμα­τίζει και τις σχέσεις του με τον Θεό. Αν προηγουμένως αμάρτανε από μια διάθεση να ατακτήσει και να κάνει ανταρσία, τώρα επιτρέπει στον εαυτό του τα πάντα: Η αμαρτία δεν τον βασανίζει, του γίνεται συνήθεια. Αν σ’ αυτό το στάδιο μπορεί να αισθάνεται άνετα, τότε άνετα νοιώθει και με τον διάβολο και πορευόμενος τις ατραπούς του σκότους. Ζόφος και σκοτάδι επικρατούν στην ψυχή του, η μοναξιά του είναι πλήρης, κι όμως, μαζί μ’ όλα αυτά, αισθάνεται ειλικρινέστερα ότι ο δρόμος, που διάλεξε, είναι σωστός. Νοιώθει πλήρη ασφάλεια, την στιγμή που οι μαύρες φτερούγες τον παρασύρουν γρήγορα κι ακράτητα προς την απώλεια.

Στην ουσία, αυτή η κατάσταση λίγο διαφέρει από την παραφροσύνη.

Ο υπερήφανος άνθρωπος, ακόμα και σ’ αυτήν την ζωή, βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους απομόνωσης (σε ολόμαυρο σκοτάδι). Ας κοιτάξουμε, για να δούμε πως κουβεντιάζει και πως συζητά: Είτε δεν ακούει καθόλου αυτά που του λένε, είτε ακούει μονάχα όσα συμπίπτουν με τις απόψεις του· αν δε του λέγουν οτιδήποτε που δεν συμφωνεί με τη γνώμη του, εξοργίζεται σαν να τον πρόσβαλαν προσωπικά, χλευάζει και αποκρούει με οργή και λύσσα. Στους γύρω του βλέπει μονάχα εκείνα τα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, που τους επέβαλε εκείνος ο ίδιος έτσι, που ακόμα κι όταν επαινεί άλλους, παραμένει υπερήφανος, κλεισμένος στον εαυτό του, αδιαπέραστος απ’ όσα υπάρχουν γύρω του και τυφλός σ’ αυτά.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι οι πιο διαδεδομένες μορφές της αρρώστιας της ψυχής -η μεγαλομανία και η μανία καταδίωξης- πηγάζουν απ’ ευθείας από «υπέρμετρη συναίσθηση του δικού μας εαυτού» και είναι ολότελα αδιανόητες για τους ταπεινούς και τους απλούς ανθρώπους, γι’ αυτούς που ξεχνούν τον εαυτό τους. Γιατί και οι ψυχίατροι θεωρούν ότι στην ψυχική ασθένεια της παράνοιας οδηγούν κυρίως υπερβολική συναίσθηση της δικής μας προσωπικότητας, η εχθρική στάση απέναντι στους άλλους, η απώλεια της φυσιολογικής ικανότητας προσαρμογής και η διαστροφή_της_κρίσης. Ο κλασσικός τύπος παρανοϊκού ουδέποτε επικρίνει τον εαυτό του, πάντοτε έχει δίκαιο κατά την κρίση του και είναι έντονα ανικανοποίητος με τους γύρω του και τις συνθήκες της ζωής του.

Να, που κατανοούμε το βάθος του ορισμού, που έδωσε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για την υπερηφάνεια: «Ἡ ὑπερηφάνεια, γράφει, εἶναι ἄκρα ἀθλιότητα τῆς ψυχῆς».

Ο υπερήφανος υφίσταται ήττες σ’ όλους τους τομείς:

Α. Από την ψυχολογική σκοπιά -Πλήξη και μελαγχολία, σκοτάδι και στειρότητα ζωής.

Β. Από την ηθική σκοπιά  -Μοναξιά, στέρεμα της αγάπης, κακία.

Γ. Από την θεολογική σκοπιά  -Ψυχικός θάνατος, που προηγείται του σωματικού, γέεννα, κόλαση, ενόσω ζει ακόμα ο υπερήφανος.

Δ. Από την γνωσιολογική σκοπιά  -Αυτοκρατία (Δεν υπάρχει, δηλαδή, γι’ αυτόν παρά μόνο ο εαυτός του).

Ε. Από την φυσιολογική σκοπιά -Νευρική και ψυχική ασθένεια.

Σαν κατακλείδα, είναι φυσικό να διατυπώσουμε το ερώτημα: Πώς πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτήν την αρρώστια και τι πρέπει να αντιτάξουμε στην απώλεια, που απειλεί όσους ακολουθούν αυτό τον δρόμο;

Η απάντηση βγαίνει από την ουσία της ερώτησης· κι η απάντηση είναι: Η υπερηφάνεια καταπολεμείται αποτελεσματικά με την ταπείνωση, την υπακοή στην αντικειμενική αλήθεια, υπακοή βαθμιαία προς τους ανθρώπους, στους οικείους μας, στους νόμους του κόσμου τούτου, στην αντικειμενική αλήθεια, στην ωραιότητα, σε ό,τι είναι καλό μέσα μας κι έξω από μας, υπακοή στο Νόμο του Θεού, τέλος, υπακοή στην Εκκλησία, στις τυπικές διατάξεις της, στις εντολές της και στη μυστηριακή της ζωή.

Και για να το επιτύχουμε αυτό, πρέπει να κάνουμε αυτό, που είναι στην αρχή του Χριστιανικού δρόμου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».

Να τον απαρνηθεί τον εαυτό του… να τον απαρνιέται κάθε μέρα ο άνθρωπος· όπως αναφέρεται στα πιο αρχαία χειρόγραφα, ας παίρνει ο άνθρωπος κάθε μέρα τον σταυρό του στους ώμους του, τον σταυρό της υπομονετικής ανοχής των προσβολών και των ύβρεων, τον σταυρό του να παίρνει πάντα την τελευταία θέση, τον σταυρό του να φέρει στενοχώριες και αρρώστιες και να δέχεται σιωπηλά τις προσβολές, τον σταυρό της πλήρους, της δίχως αντιλογίες υπακοής, της άμεσης, εκούσιας, χαρούμενης, άφοβης και αδιάλειπτης υπακοής.

Τότε θα του ανοιγεί η οδός, που οδηγεί στο βασίλειο της ειρήνης, «τῆς βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης, τῆς ἀφανιζούσης πᾶν πάθος».

Τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅστις «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν», δόξα.

 

[*] Σημ. μεταφραστού: 34ο (λδ’)·

Αφήστε μια απάντηση