Τον παππού μου, τον Κώστα (Κωνσταντίνο Τρεμπέλη), δεν τον γνώρισα· πέθανε πριν γεννηθώ, το 1950, στα 72 του. Έζησε ανάμεσα σε δυο αιώνες, ανάμεσα σε δυό πολέμους, βίωσε πολέμους και κατοχή.
[Δύσκολα χρόνια, για όλους. Μέχρι να απαλλαγούν από τον «καπνό του ναργιλέ» που τους… «έκοβε την ανάσα» και το yatagan που τους έκοβε τον… λαιμό, βρέθηκαν κάτω απ’ την «μπότα του Ναζισμού», που τους εξευτέλιζε και τους αφάνιζε. Κι εκεί που προσπαθούσαν να συναρμολογήσουν ατομική και κοινωνική υπόσταση και αξιοπρέπεια και να δρομολογήσουν τις ζωές τους, έψαχναν πάλι τα σκόρπια κομμάτια…]
Παρ’ όλα αυτά, είχε τελειώσει το 6/τάξιο γυμνάσιο και έμαθε Βυζαντινή μουσική. Ψάλτης, για 53 χρόνια στον Ι. Ν. Περιβλέπτου, δοξολογούσε τον Θεό που λάτρευε και την δίδασκε σε νέους ψάλτες· το σπίτι τους -συνήθως τα απογεύματα-, γινόταν «ωδείο» Βυζαντινής μουσικής. Συνετός και πράος, είχε έναν καλό λόγο για όλους και μια καλή πράξη για όσους την είχαν ανάγκη. Όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, τον χαρακτήριζαν «άγιο άνθρωπο». Εγώ, τον έχω στην μνήμη της φαντασίας μου, απ’ τις περιγραφές των συγγενών και φίλων. Η μητέρα μου, οι θείες και οι θείοι μου, φρόντισαν -και με την δική μου επιμονή- να εμπλουτίσουν τις περιγραφές με λεπτομέρειες, για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα!
Παντρεύτηκε την Λένκω (Ελένη Σαραμπασίνα) κι έκαναν μια μεγάλη οικογένεια, με πολλά παιδιά (εγώ γνώρισα τα 6 που απόμειναν). Άξια και δραστήρια γυναίκα· μοδίστρα και κεντήστρα, ήταν περιζήτητη για τις προίκες των κοριτσιών, στην μικρή πόλη των Ιωαννίνων (που τότε περιοριζόταν στο Κάστρο και κάποιες συνοικίες έξω απ’ αυτό) και στα γύρω χωριά. Έραβε και κεντούσε ασπρόρουχα, μεσοφόρια, ρούχα και παραδοσιακές στολές, για να ενισχύσει (όσο αυτό ήταν εφικτό) οικονομικά την οικογένεια και με τις εμπειρικές νοσηλευτικές της γνώσεις, έτρεχε να βοηθήσει, αφιλοκερδώς, σε γέννες και να ξενυχτίσει αρρώστους και ετοιμοθάνατους.
Στο σπίτι τους, στην όχθη της λίμνης (απ’ όπου είχε περάσει και ο Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός), υπήρχε και το εργαστήριο του παππού μου. Ήταν βυρσοδέψης. Σκληρή, βαριά δουλειά· όλη μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, μέσα στη λίμνη να ξύνει τα δέρματα και να τα πλένει· κι ύστερα στο εργαστήριο να τα επεξεργάζεται με στύψη και βρασμένα βελανίδια και να τα απλώνει να στεγνώσουν. Η ανθυγιεινή αυτή δουλειά και η υγρασία επιβάρυναν πολύ την υγεία του. Αρρώσταινε συχνά από πνευμονίες, με υψηλό πυρετό για μέρες. Ο γιατρός και φίλος του Στέφανος Σαλαμάγκας, με το κινίνο (το φάρμακο για κάθε νόσο) και η γιαγιά μου με τα γιατροσόφια της (βεντούζες και μαντζούνια) τον γιάτρευαν, όχι για πολύ… Εκείνη την εποχή το αντιβιοτικό, η κορτιζόνη, τα εμβόλια κ.α., ήταν φάρμακα επιστημονικής φαντασίας και ασθένειες όπως η φυματίωση, ο τύφος, η πνευμονία, η πολιομυελίτιδα… ήταν ανίατες ή θανατηφόρες. Η οικογένειά τους είχε «θύματα» απ’ όλες αυτές τις αρρώστιες.
[Ο γιατρός δήλωνε άθεος, αν και ασκώντας την Ιατρική σαν καθήκον προς τους συνανθρώπους του και όχι απλώς σαν επάγγελμα, ήταν ένας πραγματικός Σαμαρείτης. Συχνά «λογομαχούσαν» με τον παππού μου, για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αλλά ο ένας αγαπούσε και εκτιμούσε τον άλλον.]
Σαν να μην έφταναν οι πνευμονίες, ήρθε κι ένας τύφος από μολυσμένο νερό (γύρω στο 1910), να τον αποτελειώσει. Κράτησε μέρες με ακατέβατο υψηλό πυρετό και δυνατούς πόνους που τον εξάντλησε εντελώς. Ήταν πολύ νέος -όπως κι η γιαγιά μου- κι είχαν μόλις αποκτήσει το πρώτο τους παιδί. Ο γιατρός στην προσπάθειά του να τον σώσει ζήτησε την βοήθεια και των άλλων γιατρών της πόλης (Μιχαηλίδη, Χρηστίδη, Δόνο, Φάντη), με… ιατρικά συμβούλια, αλλά οι περιορισμένες γνώσεις και τα ανεπαρκή φάρμακα δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το «μοιραίο». Έπεσε σε κώμα και το ιατρικό πόρισμα χαρακτήριζε την κατάσταση «μη αναστρέψιμη»… Ώσπου…
Εκείνη την ημέρα μαζεύτηκε κόσμος στο σπίτι -συγγενείς, φίλοι και γείτονες- να συμπαρασταθούν στην θλίψη και να βοηθήσουν την γιαγιά μου. Τότε, δεν υπήρχαν γραφεία τελετών, για τις διαδικασίες… Αυτό το θλιβερό καθήκον εκτελούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες ή οι καλόγριες του Αρχιμανδρειού.
Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι ψαλμωδίας. Επικράτησε σύγχυση μόλις εντόπισαν ότι προερχόταν από τον… παππού μου. Εμβρόντητοι, μαζεύτηκαν όλοι γύρω απ’ το κρεβάτι και παρακολουθούσαν την σκηνή. Ενώ έψελνε εκστασιασμένος, με το αδύναμο χέρι του προσπαθούσε να κάνει τον σταυρό του και στην συνέχεια άνοιξε τα χέρια του σε στάση ικεσίας, ψελλίζοντας: «Γενηθήτω το θέλημά Σου»! Μετά άνοιξε τα μάτια του και τους ζήτησε να τον ανασηκώσουν και με δέος και δάκρυα τους διηγήθηκε το «όραμά» του:
(αναφέρω το γεγονός, επιγραμματικά, χωρίς λεπτομέρειες και συναισθηματισμούς -σε αντίθεση με τις αφηγήσεις που άκουσα- σεβόμενη την ιδιαιτερότητά του)
{Βρέθηκε μέσα σε ένα θαυμάσιο φως, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί και ανέβαινε σε μια σκάλα η οποία, από τα βάθη του ουρανού, κατέληγε στο σπίτι τους. Στην σκάλα ανεβοκατέβαιναν απαστράπτοντες άγγελοι ψάλλοντας το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ…» και μαζί τους έψελνε κι εκείνος και έκανε τον σταυρό του! Ένας άγγελος λουσμένος στο φως, κρατώντας το Άγιο Ποτήριο τον κοινώνησε και του είπε πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα να ανεβεί στον ουρανό, αλλά έπρεπε να επιστρέψει…}
Η ανάρρωσή του ήταν πολύ γρήγορη και σε λίγες μέρες ξανάρχισε τις καθημερινές ασχολίες του.
Ο γιατρός, κατάπληκτος, γνωρίζοντας την πορεία και την κατάληξη της ασθένειας και αδυνατώντας να εξηγήσει το γεγονός με την ανθρώπινη λογική και τις επιστημονικές του γνώσεις, θεώρησε το γεγονός «Θαύμα» -ένα Θαύμα που τον αφορούσε κι αυτόν άμεσα-, πίστεψε και αφιέρωσε την ζωή του στο Θεό! Συχνά έλεγε: «Τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστί»!
Το γεγονός διαδόθηκε γρήγορα και μαθεύτηκε στην μικρή πόλη όπου, λίγο-πολύ, γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει καταγράψει ο θείος μου Ιωάννης (από όπου πήρα και τα ονόματα που αναφέρω στο κείμενο), τότε υπηρετούσαν στα Γιάννενα ο μετέπειτα Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδρας , καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (ιδρυτής του Ορθόδοξου τύπου)· επισκέφθηκαν τον παππού μου στο σπίτι του, άκουσαν και κατέγραψαν το γεγονός, για το οποίο μιλούσαν στα κηρύγματά τους. Επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, εκτιμούσε πολύ τον παππού μου, τον θεωρούσε προσωπικό του φίλο και παρέστη στην κηδεία του. Πέθανε τελικά από καρδιά…
…μετά από μιά ζωή γεμάτη με το «ΦΩΣ» που ο Θεός τον αξίωσε να δει! και Τον ευχαριστούσε και Τον δοξολογούσε με κάθε τρόπο και όχι μόνον με την… φωνή του.
Ήμουν πολύ μικρή όταν μου το διηγήθηκε, για πρώτη φορά, η θεία μου η Ερσαλία (το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ανάπηρη από πολιομυελίτιδα). Είναι απερίγραπτη η έκπληξη και τα δυνατά, «ακατέργαστα» συναισθήματα που με κατέκλυσαν.
Πρόσφατα, στο παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννου (στην Αγ. Μαρίνα), που μπήκα να προσκυνήσω, συνάντησα μία άγνωστη κυρία. Μετά την τυπική καλησπέρα, ακολούθησε η συνηθισμένη «ανάκριση»: ποια είσαι εσύ; από πού είσαι; τίνος είσαι;… Ικανοποιώντας την περιέργεια της ηλικιωμένης κυρίας (από ευγένεια και μάλλον ενοχλημένη, θα έλεγα), προέκυψε γνωστή της οικογένειάς μας. Με αυθόρμητη εγκαρδιότητα με αγκάλιασε και με δέος μου μίλησε για το συμβάν που προανέφερα -και με λεπτομέρειες που αγνοούσα-, όπως της το είχε διηγηθεί ο ίδιος! αιφνιδιάζοντάς με (καθώς, αναπάντεχα, ξεκλείδωνε το «θησαυροφυλάκιο» του νου μου) και κατέληξε:
– Ο παππούς σου ήταν Άγιος!
Λ. Ξ.
2007
Θεματολογικές ετικέτες