Πίσω, εἰς τὲς Πλάκες, ἐπάνω εἰς ἕνα βράχον ριζωμένον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐκεῖ ἦτο τὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Ὁ βράχος ἔβλεπε πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἐπρόβαλλε τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, ἀνάμεσα ἀπὸ τρία νησάκια καὶ ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν λευκὴν κορυφήν, χρυσώνων μὲ τὰς ἀκτῖνάς του ὅλα, τὸ πράσινον τῆς θαμνοσκεποῦς καὶ σχοινοφύτου ἀκτῆς, κλειούσης ἀνατολικῶς τὸν λιμένα, τὴν θάλασσαν ρυτιδουμένην καὶ φωσφορίζουσαν εἰς χιλίας μυριάδας ὑγρῶν πτυχῶν, πλήττουσαν τὰ Μυρμήκια, ὑφάλους μόλις ἀνεχούσας ἀπὸ τὸ κῦμα, τὸ Δασκαλειό, μικρὸν φαιοπρασινίζον νησίδιον, καὶ τὸ ὀγκῶδες καὶ ἄκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τὰ κατάρτια καὶ τὰς κεραίας καὶ τὰ ἐξάρτια τῶν πλοίων, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος, ὅταν ὀλίγα τούτων παρεχείμαζον εἰς τὸν λιμένα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐβασίλευε τὸ βράδυ, σπεύδων νὰ κρυβῇ ὄπισθεν τοῦ βαθυπρασίνου βουνοῦ, τῆς Πευκόρραχης, ἀφήνων τὰ δένδρα νὰ σείωνται ἐλαφρῶς ἀπὸ τὴν αὔραν, καὶ τὰ ἀόρατα ἐκεῖνα μυρία ἔντομα νὰ τρύζωσι μελαγχολικῶς εἰς τὸ βαθὺ σκότος.
Εἰς μῆκος πεντακοσίων βημάτων πρὸς τὸ πέλαγος ἐξηπλοῦντο, προκύπτουσαι ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, οἱ Πλάκες, μακρὸς λαιμὸς ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ἀπολήγων ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἰς τὸν Μεγάλον Κάππαριν, εἰς τὸν Μικρὸν Κάππαριν, εἰς τὸν Μύτικα, καὶ εἰς τὸ μονῆρες καὶ πελαγωμένον Κατεργάκι, τὰ μὲν ὑψηλοὺς ὀρθίους βράχους, τὰ δὲ μάρμαρα χθαμαλά, ἁλίπληκτα, πότε λουόμενα εἰς τὸ κῦμα, πότε θερμαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον. Τὰ μάρμαρα ἢ αἱ πλάκες αὗται ἐχρησίμευον διὰ τὰς πτωχὰς γυναῖκας νὰ λευκαίνωσι τὰ ἀκέραια* ὑφαντὰ πανιά, νὰ πλύνωσι τὰ σπάργανα, τὰ σινδόνια, καὶ τὰ ράκη των εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκαίνωσιν εἶτα εἰς τὸ γλυφὸν νερόν, τὸ ρέον ἀπό τινος ρωγμῆς ἀναμέσον τοῦ κρημνοῦ, οἱ δὲ βράχοι, ἐχρησίμευον εἰς τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς νὰ «δίνουν βουτιὰ» ἢ νὰ «δίνουν παλούκια*», νὰ πηδῶσι δηλαδὴ μὲ τὴν κεφαλὴν ἢ μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ κῦμα, ὅταν ἐκολύμβων τὸ θέρος, τὰ μὲν ἀρχοντόπουλα ἅπαξ τῆς ἡμέρας, τὰ δὲ πτωχόπαιδα δεκάκις τῆς ἡμέρας, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας μὲ μικρὰ διαλείμματα. Καὶ δὲν ἦτο τοῦ τυχόντος πρωτοπείρου νὰ δώσῃ «βουτιὰ» ἢ καὶ «παλούκια» ἀπὸ τὸν Μύτικα καὶ ἀπὸ τοὺς δύο Καππάρεις. Ὑπῆρχε βαθμολογία ἀκριβής, αὐστηρά, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν παραδιδομένη καὶ ἀπαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τῶν μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, ὡς καὶ τῶν παιδίων τοῦ δρόμου.
Ὁ ἀρχάριος ὤφειλε κατ᾽ ἀρχὰς νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὴν Βεργούλα, μικρὸν βράχον μόλις ἀνίσχοντα τῆς θαλάσσης· ἀκολούθως, ἅμα ἔπλεε καλῶς καὶ ἠδύνατο νὰ φθάνῃ εἰς τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρεῖς ὀργυιὰς ἀπὸ τὲς Πλάκες, καὶ εὑρίσκετο εἰς νερὰ δύο ὀργυιῶν βάθους, τοῦ ἐπετρέπετο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἦτο κατά τι ὑψηλότερον τοῦ πρώτου βράχου. Κατόπιν, ἀφοῦ ἠσκεῖτο ἀρκετά, ἠδύνατο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ βουτιὰ ἤρχετο κατὰ ἕνα βαθμὸν ὀψιμωτέρα ἀπὸ τὰ παλούκια· ὅταν δηλαδὴ ὁ μαθητευόμενος ἤρχιζε νὰ πηδᾷ ὀρθὸς ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν, τότε ἤρχιζε συγχρόνως νὰ πηδᾷ κατακεφαλῆς ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εἶτα, ὅταν μετέβαινεν εἰς τὸν Μύτικα, τότε ἤρχιζε νὰ «δίνῃ βουτιὰ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Καὶ τέλος ὅταν ἐπροβιβάζετο εἰς τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε «ἔδιδε βουτιὰ» ἀπὸ τὸν Μύτικα. Ἅμα δ᾽ ἔφθανέ τις εἰς τὸν βαθμὸν νὰ δίδῃ κατ᾽ ἀρχὰς παλούκια, εἶτα βουτιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ἐξεσκολοῦσε ἀπὸ τὲς Πλάκες, ἀπὸ τὸν Μῶλον, ἀπὸ τὸ Κοχύλι καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κολπίσκους καὶ τοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς, καὶ ὤφειλε τοῦ λοιποῦ νὰ ἐκτελῇ ἐπιδρομὰς εἰς τὰ καράβια, ν᾽ ἀναρριχᾶται διὰ τῶν πλευρῶν ἢ τῶν ἁλύσεων εἰς τὸ κατάστρωμα, ν᾽ ἀνέρχηται διὰ τῶν ἐξαρτίων εἰς τὰς κεραίας καὶ νὰ δίνῃ ἀπὸ τὸ μπαστούνι* κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα ἀπὸ τὸν τρίγκον* καὶ τελευταῖον ἀπὸ τὸν παπαφίγκον*. Καὶ ταῦτα, μὲ ὅλας τὰς βραχνὰς κραυγὰς τοῦ πλοιάρχου, ἀπὸ τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, τοῦ μούτσου ἀπὸ τὴν πρύμνην καὶ τοῦ σκύλου ἀπὸ τὴν πρῷραν, οἵτινες ἔκραζον ὅλοι μὲ μίαν φωνήν: «Στὸ γιαλό, κανάγια, στὸ γιαλό!»
Ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τῶν Πλακῶν, ἔκειτο ἡ Σπηλιά, ἐσοχὴ τοῦ βράχου πρὸς τὴν ξηρὰν ὑπεράνω τοῦ ὁποίου ἐκρέμαντο ὡς ἐναέρια τὰ σπιτάκια τῆς φτωχολογιᾶς, ἀραδιασμένα, εὔρυθμα ἐν τῇ ἀταξίᾳ, πάλλευκα ἀπὸ ἄφθονα ἀσβεστώματα· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐξετείνετο τὸ Κοχύλι, ἄλλος πλατὺς λαιμὸς προέχων εἰς τὸ πέλαγος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο μικρὸς ἀνεμόμυλος μὲ ἓν μισοφαγωμένον πανίον, μὲ δύο γερὰς πτέρυγας καὶ μὲ μίαν μισοσπασμένην, πληττομένας ραγδαίως ὑπὸ τοῦ ἀνέμου· κ᾽ ἐκεῖθεν τοῦ βράχου πρὸς δυσμὰς ἔκειντο τὰ Μνημούρια τῆς πολίχνης, ὅπου ἐκοιμῶντο τὸν χρόνιον ὕπνον ὅσοι εἶχον ζήσει ποτέ…
Ἀνάμεσα εἰς τὲς Πλάκες καὶ εἰς τὴν Σπηλιά, πρὸς ἀνατολάς, εὑρίσκετο ὁ ἀρσανὰς τῶν Μαθιναίων, παλαιὸν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον μὲ τοὺς μοναστηριακοὺς ἀρσανάδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διὰ νὰ καταβῇ τις ἀπὸ τὸν βράχον καὶ φθάσῃ εἰς τὴν ἄμμον τῆς ἀκρογιαλιᾶς, δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ τρεμουλιάσουν τὰ γόνατά του, τὸ ὁποῖον θὰ συνέβαινεν ἂν κατήρχετο διὰ τῆς κρημνώδους καὶ στενῆς ἀτραποῦ, ἀοράτου εἰς τὸ βλέμμα καὶ μόλις βατῆς εἰς τὸν πόδα. Τὰ τρία πατώματα τοῦ ἀρσανᾶ ἡνώνοντο τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἀπὸ τρεῖς καραβίσες σκάλες. Ἡ πρώτη ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν σκεπήν, διὰ τοῦ φεγγίτου, καὶ κατήρχετο εἰς τὸ ἄνω πάτωμα, ἡ δευτέρα ἔφθανεν εἰς τὸ μεσαῖον πάτωμα, καὶ ἡ τρίτη εἰς τὸ ἰσόγειον, τὸ γυμνὸν ἔδαφος τῆς γῆς. Εἰς τὸ ἄνω πάτωμα ἐρροκάνιζαν καὶ ἐπριόνιζαν ξύλα, εἰς τὸ δεύτερον ἐπελεκοῦσαν στραβόξυλα*, καὶ εἰς τὸ ἰσόγειον ἐσκάρωναν βάρκες.
Ἔξω τοῦ ἀρσανᾶ, ἐπὶ τῆς ἄμμου, στενῆς ὅσον διὰ νὰ σύρῃ τις ψαράδικην τράταν καὶ τὴν διπλαρώσῃ κατὰ μῆκος τοῦ βράχου, ἦσαν σκαρωμένα, πότε δύο βάρκες, πότε μικρὸν τρεχαντήρι, πότε κότερον· πᾶς ἐμποροπλοίαρχος ἀπὸ τὸ Τρίκερι καὶ ἀπὸ τὸν Κισσόν, ἀπὸ τὴν Ζαγορὰν καὶ ἀπὸ τὸν Λαῦκον, κάποτε ἀπὸ τὸ Λιτόχωρον καὶ ἀπὸ τὰ χωρία τῆς Κασσάνδρας, καταπλέων εἰς τὴν νῆσον τὸν χειμῶνα, ἔδιδε παραγγελίαν εἰς τοὺς Μαθιναίους νὰ τοῦ ναυπηγήσουν βάρκαν ἢ τσερνίκι*, μαούναν ἢ κότερον, βρατσέραν ἢ τράταν, ἄφηνε πέντε λίρας διὰ καπάρον, ἀπέπλεεν ἥσυχος, ἐπανήρχετο τὸ θέρος καὶ εὕρισκε τὴν παραγγελίαν του τελειωμένην. Ἀλλ᾽ ὁ γερο-Μαθινός, μετὰ τῶν υἱῶν του, ἔχοντες ἀπὸ γενεῶν φήμην καλῶν ναυπηγῶν, εἶχον νὰ παλαίσωσι πρὸς τὴν Νοτιάν, ἥτις ἔπιανεν ὄχι μετρίως εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν ἐκείνην. Μέσα τὸ ἰσόγειον τοῦ ἀρσανᾶ δὲν ἐχώρει πρὸς ναυπήγησιν μεγαλυτέρου πλοίου· ἔξω τὰ μολυβδόχροα, μονότονα καὶ μελαγχολικὰ κύματα τῆς Νοτιᾶς ἠπείλουν ν᾽ ἁρπάσωσι προώρως τὴν βρατσέραν ἢ τὸ τσερνίκι, τὴν μαούναν ἢ τὸ κότερον, τὰ ὁποῖα ὁ γερο-Μαθινὸς εἶχε σκαρωμένα ἐπὶ τῆς ἀμμουδιᾶς. Ἡ σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν οὕτω πρόωρον γνωριμίαν μὲ τὸ κῦμα, ἐγεύετο τὸ δριμὺ τῆς ἅλμης, ἐκυματοποτίζετο κ᾽ ἐθαλασσοδέρνετο, καὶ ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις ἤξευρε καλὰ τὴν τέχνην του, εἶχε τοὺς πάλους ἐμπηγμένους βαθιὰ κάτου εἰς τὴν γῆν, ὑπὸ τὸ ἐπίστρωμα τῆς πυκνῆς καὶ πατημένης λεπτῆς ἄμμου, καὶ ἡ Νοτιὰ μὲ ὅλην τὴν ὕπουλον μανίαν καὶ τὸ φούσκωμά της δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ τοῦ ἁρπάσῃ τὸ σκαρί του, τὸ ἔργον τῶν χειρῶν του, ἀπὸ τὰς ἀγκάλας του. Ὁ ἀρσανὰς ἦτο κτισμένος σύρριζα εἰς τὸν βράχον ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων γενεῶν, καὶ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἡ λωρὶς τῆς ἄμμου θὰ ἦτο πολὺ πλατυτέρα· ἀλλ᾽ ἡ θάλασσα εἶχε φάγει ἐν τῷ μεταξὺ μέρος τοῦ βράχου, καὶ ἡ λωρὶς εἶχε καταστῆ παραπολὺ στενή.
* * *
Σύρριζα εἰς τὸν βράχον, ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, ἦτο κτισμένον καὶ τὸ σπιτάκι τῆς γριᾶς Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Τὴν πρωίαν ἐκείνην ἅμα ἐξύπνησεν, ἐστάθη κ᾽ ἔκαμε τὸ σταυρόν της ἐμπρὸς εἰς τὴν Παναγίτσαν της, Παναγίτσαν ἴσην μὲ τὸ μέτωπον μικρᾶς τριετοῦς κόρης, μικρὰν Παναγίτσαν ἀσημωμένην· τῆς τὴν εἶχε φέρει ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν Ρωσίαν, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὅταν οἱ ναῦται ἔκαμναν ταξίδια εἰς τὴν Ρωσίαν καὶ ἔφερναν καλούδια ἀπ᾽ ἐκεῖ· καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ μικρὸν εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μὲ τὸ στεφάνι, τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸ ἐπιγονάτιον ἀσημωμένα, εἰκόνισμα ἴσον κατὰ τὸ σχῆμα μὲ Τετραβάγγελον τοῦ κόρφου. Ὅταν εἶχε ξεπέσει ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της, καὶ ἀπὸ σκούναν, ὁποίαν εἶχε πρίν, ἀπέκτησε μίαν βάρκαν, διὰ νὰ ψαρεύῃ καὶ κουβαλῇ ξύλα ἀπὸ τὸ Καλαμάκι καὶ ἀπὸ τὴν Κεχρεάν, δύο ἀπωτέρους αἰγιαλοὺς τοῦ τόπου, εἶχε τὸ εἰκονισμάτιον τοῦτο πάντοτε μαζί του εἰς τὴν βάρκαν, καὶ διετήρει τὸ κανδηλάκι ἀναμμένον ἐμπρὸς εἰς τὸ εἰκόνισμα, μέσα εἰς τὸ μικρὸ καμαρίνι, πίσω, εἰς τὴν πρύμνην τῆς βάρκας. Τρεῖς βάρκες εἶχεν ἀλλάξει, εἰς ὀκτὼ χρόνια, ὁ ἀδιαφόρετος*, ὁ καπετὰν Γιαλής. Τρεῖς φορές, ὁ λιγοζώητος ―ν᾽ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του― εἶχε βουλιάξει, τὴν μίαν φορὰν εἰς τὸ πέλαγος, τὰς ἄλλας δύο ἔπεσεν ἔξω εἰς τὴν στερεάν. Τρεῖς φορὲς τὸ εἰκόνισμα, ἐνῷ ἦτον πίσω εἰς τὸ καμαρίνι, μὲ τὸ κανδηλάκι ἀναμμένο ἐμπρός, εὑρέθη, ἐνῷ αὐτὸς ἔπλεε κολυμβῶν νὰ γλυτώσῃ, εἰς τὸν κόρφον τοῦ καπετὰν Γιαλῆ, ὡς νὰ τοῦ ἔλεγε: «Σὲ σώζω ὡς Ἅγιος, σῶσέ με ὡς κειμήλιον». Καὶ τότε ὁ μακαρίτης ᾐσθάνθη ἀσυνήθη ἐλαφρότητα εἰς τὸ κολύμβημα, κ᾽ ἔπλευσεν ἐπάνω εἰς τὰ κύματα κ᾽ ἐνίκησε τὴν μανίαν των, κ᾽ ἐγλύτωσε. Κατ᾽ ἄλλην δὲ ἔκδοσιν, ἡ παράδοσις εἶχεν οὕτω: Τὰς δύο πρώτας φοράς, ὁ καπετὰν Γιαλής, πρὶν πέσῃ εἰς τὸ κῦμα, ἐσυλλογίσθη κ᾽ ἔβαλε τὸ εἰκόνισμα εἰς τὸν κόρφον του, τὸ ὁποῖον καὶ τὸν συνιστᾷ μεγάλως εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῶν μελλουσῶν γενεῶν· τὴν τρίτην φοράν, ἐξέχασεν ὡς ἄνθρωπος, κ᾽ ἐκοίταξε νὰ σωθῇ, ἀφήσας τὸ εἰκόνισμα εἰς τὴν τύχην του· ἀλλὰ τότε τὸ εἰκόνισμα εὑρέθη μοναχόν του θαυμασίως, εἰς τὸν κόλπον τοῦ ναυαγοῦ, ὡς νὰ τοῦ ἔλεγε: «Ποῦ μὲ ἀφήνεις;»
Αὐταὶ καὶ ἄλλαι ἀναμνήσεις ἦλθαν τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸ πνεῦμα τῆς γρια-Σκεύως, ἐνῷ ἔκαμνε τὸν σταυρόν της ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα. Εἶτα ἐγύρισε πρὸς τὸ μικρὸν παραθυράκι της, τὸ βλέπον εἰς τὴν θάλασσαν κ᾽ ἔρριξε βλέμμα εἰς τὸ πέλαγος, καὶ βλέπει… διότι ἂν καὶ γραῖα εἶχεν εὐτυχῶς ἀκμαίαν τὴν ὅρασιν, ―ἀντικρύ, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιὰ τὰ καλούμενα Μικρὸς Τσουγκριᾶς καὶ Μεγάλος Τσουγκριᾶ― ὤ, τί νὰ ἰδῇ; ἕνα καράβι ἀραγμένο. Τὸ πρᾶγμα τὴν ἐξέπληξεν. Ἦτο δὲ ἀσύνηθες. Συνήθεια δὲν ἦτο ν᾽ ἀράζουν εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἰς ἀπόστασιν δύο καὶ τριῶν μιλίων ἀπὸ τὴν πόλιν, τὰ καράβια ὅσα κατέπλεον εἰς τὸν λιμένα. Οὐδ᾽ ἦτο κἂν λιμὴν ἐκεῖ. Ἦτο σχετικῶς ὑπήνεμον τὸ μέρος, ἀλλ᾽ ἦτο ἔξω σχεδὸν τοῦ στομίου τοῦ λιμένος, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐρημονήσια.
Δὲν ἦτο μόνον ἔκπληξις τὸ αἴσθημα τὸ ὁποῖον ἐδοκίμασεν ἡ γραῖα Σκεύω, ἀλλὰ καὶ ταραχὴ καρδίας. Τὴν νύκτα ἐκείνην ἀκριβῶς καὶ τὴν πρὸ αὐτῆς ἡμέραν, καθὼς καὶ ὅλας τὰς νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας, ἐσυλλογίζετο τὸν υἱόν της, τὸν μοναχογυιόν της, τὸν Σταῦρόν της ― ὅστις τῆς εἶχε μείνει, αὐτὸς καὶ μία ὕπανδρος κόρη ἄκληρος, βακτηρία τοῦ γήρατός της. Εἰκοσαέτης, ἄγαμος, ἦτο λοστρόμος μ᾽ ἓν ἐντόπιον καράβι. Τὸ καράβι εἶχε καταπλεύσει ἀπὸ τὸν Ποταμὸν* καὶ εἶχε καταβῆ εἰς τὴν Πόλιν. Τὸ εἶχε μάθει πρὸ μηνὸς ὅτε ἔλαβε γράμμα. Τὸ καράβι ἦτον νὰ καταβῇ εἰς τὴν Ἄσπρη Θάλασσα, ἀλλ᾽ ὁ υἱός της δὲν ἤξευρε νὰ τῆς γράψῃ ἂν ὁ πλοίαρχος εἶχε σκοπὸν ν᾽ ἀπεράσουν ἀπὸ τὴν πατρίδα ἢ ὄχι. Ἤλπιζεν ὅμως ὅτι θ᾽ ἀπερνοῦσαν. Κατόπιν ἀφοῦ ἔλαβε τὸ γράμμα καὶ ἀπέρασαν δύο ἑβδομάδες, ἤρχισεν ἔξαφνα ν᾽ ἀκούεται χολέρα εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀραπιᾶς καὶ εἰς τὸ Μισίρι, χολέρα καὶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ εἰς τὴν Σμύρνην καὶ ἀλλοῦ… Εἶπαν πὼς πῆγε ἡ χολέρα καὶ εἰς τὴν Πόλιν. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ δεύτερον τὸ παιδάκι της, ἐκεῖ ποὺ εἶναι, καλή του ὥρα…
Δυστυχισμένη χρονιὰ ἐκείνη… Εἰς αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζεται τὸ «Κάθε πέρσι καλύτερα». Ἡ φτώχεια ἦτον μεγάλη, ἡ γρίνια ἀκόμη μεγαλυτέρα. Τὸ δὲ χειρότερον ἦτον ἡ ἀσθένεια… ― Ὁ Θεὸς νὰ φυλάγῃ καὶ πάλιν ὅλον τὸν κόσμον, καὶ δεύτερον ἐμᾶς, τοὺς ἁμαρτωλούς. ― Μεγάλα δεινά, ἀφορία, πεῖνα, ἀρρώστια, ὅλα μαζί, ἠκούοντο. Καὶ ὁ φόβος τὰ ἔκαμνε μεγαλύτερα. Ἡ δὲ ἁμαρτία ἔκαμνε μεγαλύτερον τὸν φόβον. Καλὴ μετάνοια! χριστιανοί. Καλὴ φώτιση καὶ καλὰ ὑστερινά. Οὕτω ἐκήρυττε καὶ οὕτω ἐλάμβανε τὸ θάρρος νὰ συμβουλεύῃ τὰς νεωτέρας ἡ γραῖα Σκεύω. Ἀλλ᾽ ἐκεῖναι, αἱ περισσότεραι ἐξ αὐτῶν, αἱ ἀνοητότεραι, τὴν ἐπεριγέλων. Καὶ τὰ παιδία ἀκόμη, οἱ κλῆρες* αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, ἡ νέα πλάσις, τὴν ἐμυκτήριζον, καὶ τῆς ἐφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!»
Σαβουρόκοφα ἦτο τὸ παρωνύμιον μὲ τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε προικίσει ἡ ἀδυσώπητος κακολογία τῆς γειτονιᾶς. ᾿Επειδὴ ἦτο κάπως κοντὴ καὶ στρογγύλη τὸ σῶμα, τὴν ἐπαρωμοίασαν μὲ τοὺς χονδροὺς κοφίνους, δι᾽ ὧν εἰσκομίζεται ἡ σαβούρα εἰς τὰ ἀμπάρια τῶν ἀρτίως ἐκφορτωθέντων πλοίων. Ἀλλ᾽ αὐτή, ὡς ἡ καρίνα φέρει τὰ στραβόξυλα εἰς τὸν ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, ἔφερεν ἐν ὑπομονῇ τὰς ἰδιοτροπίας, τοὺς χλευασμοὺς καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς ὅλων. Καὶ δὲν ἀπέκαμνε νὰ νουθετῇ καὶ νὰ συμβουλεύῃ εἰς τὸ καλόν. Ἐφρόνει ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ ἔλθῃ μετάνοια. Ἀρκετὰ δεινὰ εἶχον ἔλθει εἰς τὸν κόσμον καὶ περισσότερα ἀκόμη ἠπείλουν νὰ ἐνσκήψωσιν. Ἡ ἀρρώστια δὲν ἦτο τὸ ἐλάχιστον ἐξ αὐτῶν. Καὶ ἡ ἀρρώστια ἠπείλει ἤδη πανταχόθεν νὰ εἰσβάλῃ.
Ἡ γειτόνισσα ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα, μία γραῖα ἥτις συνήθιζε συχνὰ νὰ βλέπῃ ὀπτασίας, εἶχεν ἰδεῖ ἐφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ὁλοφάνερα, μὲ τὰ μάτια της. Τρεῖς γυναῖκες μὲ τὰ μαῦρα εἶχαν παρουσιασθῆ, ἡμέρα μεσημέρι, εἰς τὸ σταυροδρόμιον, σιμὰ εἰς τὴν οἰκίαν της. Ἡ πρώτη τούτων ἦτο μαύρη, κατάμαυρη τὸ πρόσωπον, ἡ δευτέρα ἦτο κίτρινη φλωρί, ἡ τρίτη ἦτο κόκκινη κρεμίζι*. Κανεὶς δὲν τὰς ἐγνώριζεν, ἂν καὶ ὀλίγοι τὰς εἶδον, καὶ ἦτο προφανὲς ὅτι ἦτο ὀπτασία, ὅραμα ὑπερφυσικόν. Τὰς εἶχεν ἰδεῖ αὐτὴ ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα, ἡ γειτόνισσά της, ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα καὶ μία ἑπταετὴς κορασίς, ἡ Δεσποινιώ, ἡ θυγάτηρ τῆς Πεπεροῦς. Ἦτο πρόδηλον ὅτι ἡ πρώτη τῶν τριῶν ἐξωτικῶν γυναικῶν, ἡ μαύρη, ἦτο ἡ Πανούκλα, ἡ δευτέρα, ἡ κίτρινη, ἦτο βεβαίως ἡ Χολέρα, καὶ ἡ ἄλλη, ἡ κόκκινη, ἦτο χωρὶς ἄλλο ἡ Ὀστρακιά. Εἶχαν ἔλθει εἰς τὸ χωρίον μυστηριωδῶς, ἴσως διὰ νὰ δώσουν εἴδησιν ὅτι δὲν εἶναι μακράν. Ἴσως νὰ ἦτο καὶ διὰ καλόν, ἐσχολίαζεν ἡ γραῖα Σκεύω, διὰ νὰ λάβουν εἴδησιν οἱ χριστιανοὶ καὶ σπεύσωσι νὰ μετανοήσωσιν. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀλυμπιάς, ἡ καλόγρια, ἡ ἐκκλησιάρχισσα τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ἔβλεπε διαφόρους ὀπτασίας καθ᾽ ὕπνον, κ᾽ ἐσυμβούλευεν ὅλας τὰς γυναῖκας νὰ μετανοήσωσι.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τούτους, ἔβλεπεν ἡ γραῖα Σκεύω τὸ καράβι τὸ ἀραγμένον μακρὰν ἐκεῖ, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, καὶ ἠπόρει ποῦ εὑρέθη ἐκεῖ. Τῆς ἐφαίνετο ὡς συνέχεια τῆς ὀπτασίας, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἰδεῖ ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα. «Ἴσως ἀπὸ τὸ καράβι αὐτό, ἐσυλλογίσθη ὡς ἐν ὀνείρῳ ἡ γρια-Σκεύω, νὰ ξεμβαρκάρισαν οἱ τρεῖς γυναῖκες ποὺ εἶδε προχτὲς ἡ γειτόνισσα, τὸ Λενιώ». Ὕστερα, ὡς νὰ ἐξύπνησεν ἀποτόμως, εὐθὺς πάλιν ἐσυλλογίσθη ὅτι, αἱ τρεῖς ἐκεῖναι γυναῖκες, ἀφοῦ ἦσαν ἔξω ἀπ᾽ ἐδῶ, δὲν εἶχαν ἀνάγκην κανενὸς καραβιοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον νὰ ξεμβαρκάρουν. Καὶ ἐπειδὴ ἤκουσεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὸν εὔθυμον κρότον τῆς σκεπάρνης τοῦ ναυπηγοῦ, κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐσυλλογίσθη νὰ ἐρωτήσῃ τὸν γερο-Μαθινὸν νὰ μάθῃ, καὶ κύψασα ἔξω τοῦ παραθύρου ἐφώναξε:
― Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη!
Ἀπότομος διακοπὴ τοῦ κρότου τῆς σκεπάρνης τῆς ἔδωκεν εἴδησιν ὅτι ὁ ναυπηγὸς ἤκουσε τὴν φωνήν της. Τῷ ὄντι, ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις ἐφαίνετο ἀντικρὺ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ἀρσανᾶ, κύπτων ἐπὶ τῆς ἄμμου καὶ πελεκῶν, εἶχεν ἀνακύψει, καὶ θέσας τὴν χεῖρα περὶ τὴν ὀφρῦν, ἔβλεπεν ἄνω εἰς τὸν βράχον.
― Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη, ἐπανέλαβεν ἡ Σκεύω, ποιὸ εἶν᾽ ἐκεῖνο τὸ καράβι;
Ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις οὐδόλως εἶχεν ἰδεῖ τὸ καράβι, ἴσως διότι δὲν ἔβλεπεν ἀρκετὰ μακράν, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν ἐθάμβωνεν ὁ ἀνατέλλων ἥλιος, ἴσως καὶ διότι ἡ ἄκρα τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν, λοξεύουσα ὀλίγον πρὸς τὰ νοτιανατολικά, ἔκρυπτεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του τὸ πλοῖον, ἀπήντησεν ὡς ἠχώ:
― Καράβι!
Ἡ γραῖα Σκεύω ἐπανέλαβε:
― Τὸ καράβι ποὺ εἶναι ἀντίκρυ, ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιά!
― Δὲ ξέρω κανένα καράβι, ἀπήντησε διὰ μορμυρισμοῦ ὁ γερο-Μαθινός.
Ἡ θεια-Σκεύω δὲν ἤκουσε τί εἶχεν εἰπῆ, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ φωνάζῃ:
― Τὸ καράβι, μαστρο-Δημήτρη, ἐκεῖ ἀντίκρυ εἶν᾽ ἀραμένο. Πότε ἦρθε; Καὶ γιατί ν᾽ ἀράξῃ ἐκεῖ;
Ὁ γερο-Μαθινὸς ἐπανέλαβεν:
―Ἐδῶ δὲν ἔχει καράβια, ἔχει βάρκες.
Ἐννοῶν βεβαίως ἐκείνας τὰς ὁποίας ἐναυπήγει αὐτός.
Ἡ Σκεύω ἐνόησεν ὅτι ὁ γέρων ναυπηγὸς δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸ ὁρμοῦν ἀνοικτὰ πρὸς τὸ πέλαγος πλοῖον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἔκαμε τελευταίαν ἀπόπειραν.
― Δὲν εἶναι κανένα ἀπ᾽ τὰ παιδιὰ μέσα στὸν ταρσανά, νὰ ρωτήσω γιὰ τὸ καράβι;
Ἀλλ᾽ ὁ γερο-Μαθινὸς εἶχε κύψει ἐκ νέου εἰς τὸ ἔργον του, καὶ ἤρχισε νὰ πελεκᾷ τὸ στραβόξυλον.
Ἡ Σκεύω ἔμεινεν εἰς τὸ παράθυρον, ἐξακολουθοῦσα νὰ κοιτάζῃ ἀπλήστως πρὸς τὸ πέλαγος. Ἡτοιμάζετο δὲ ν᾽ ἀποσυρθῇ, καὶ ὡρίμαζε νοερῶς τὸ σχέδιόν της, τίνι τρόπῳ νὰ λάβῃ πληροφορίας. Τὴν ἰδίαν στιγμήν, εἷς τῶν υἱῶν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, ὅστις εὑρίσκετο ἐντὸς τοῦ κτιρίου, ἐξῆλθε τοῦ ἀρσανᾶ καὶ ἀνέβλεψε πρὸς τὸν οἰκίσκον τῆς γραίας Σκεύως.
― Γιῶργο, παιδί μου, τοῦ ἐφώναξεν ἡ γραῖα, εἶδες ἐκεῖνο τὸ καράβι;
Ὁ νέος ἀνέβη εἰς ἓν ὕψωμα, ἔβαλε τὴν χεῖρά του προσκόπιον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, κ᾽ ἐκοίταξε.
― Πρέπει νὰ ἦρθεν ἀπόψε κι ἄραξε, ἀπήντησεν· ἐψὲς τὸ βράδυ δὲν ἦτον φτασμένο.
― Καὶ γιατί ν᾽ ἀράξῃ ἐκεῖ; ἠρώτησεν ἡ Σκεύω.
― Εἶπαν πὼς θελὰ κάμουν τὸν Τσουγκριᾶ λαζαρέτο, ἀπήντησεν ὁ Γιῶργος.
― Τότε τὸ καράβι εἶναι σπόρκο*;
― Χωρὶς ἄλλο, εἶναι σπόρκο.
― Καὶ τὸ γνωρίζεις ποιὸ εἶναι;
― Δὲν εἶναι δικό μας, ἀπήντησεν ὁ Γιῶργος.
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, κατέβη ἀπὸ τὸ ὕψωμα, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὸ ναυπηγεῖόν του.
* * *
Εἰς τὴν γραῖαν Σκεύω δὲν ἤρκεσαν αἱ πληροφορίαι αὗται, ἀλλ᾽ ἀπεφάσισεν εὐθὺς νὰ καταβῇ εἰς τὸν Κάτω Μαχαλάν, διὰ νὰ ἐρωτήσῃ καὶ μάθῃ τὰ τρέχοντα. Εἶχεν ὑποπτευθῆ κατ᾽ ἀρχὰς ὅτι τὸ πλοῖον ἐκεῖνο ἦτο αὐτὸ τὸ ἐντόπιον βρίκιον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ὡς λοστρόμος ὁ υἱός της. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἦτο πράγματι ἐκεῖνο, τὸ ὀξὺ βλέμμα τοῦ νεαροῦ ναυπηγοῦ θὰ τὸ ἀνεγνώριζε, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ γερο-Μαθινοῦ δὲν εἶχε προφανῶς κανὲν συμφέρον διὰ νὰ κρύψῃ τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τὴν γηραιὰν γειτόνισσάν του. Οὐχ ἧττον ἡ Σκεύω ἦτο ἀνήσυχος, καὶ κάτι τῆς ἔλεγεν ὅτι θὰ λάβῃ ταχέως εἰδήσεις.
Ἡ γραῖα ἠσχολήθη ἐπὶ δύο ὥρας εἰς οἰκιακὰ ἔργα· εἶτα ἐσηκώθη, ἐξῆλθεν, ἐκλείδωσε τὴν πόρταν της, καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν κάτω συνοικίαν τῆς πόλεως. Ἀλλὰ δὲν εἶχε προχωρήσει ὀλίγα βήματα, καὶ σχεδὸν δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκην νὰ ὑπάγῃ μακρύτερα.
* * *
Εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου, διακόσια βήματα ἀπὸ τὸν μικρὸν οἰκίσκον της, ἦτο τὸ σταυροδρόμι, καὶ σιμὰ εἰς τὸ σταυροδρόμι ἦτο ὁ φοῦρνος τῆς Ζαχαροῦς. Καὶ εἰς τὸν φοῦρνον, ὅστις ἤναπτε δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας, συνηθροίζοντο ὅλαι αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, νεοΰπανδροι, χῆραι καὶ γραῖαι, καὶ ἀνεκοίνουν πρὸς ἀλλήλας τὰ νέα τῆς ἡμέρας, καὶ ἠρώτων καὶ ἐμάνθανον καὶ διηγοῦντο, καὶ ἀβγάτιζαν* καὶ ἀπόσωναν*. Οἱ «ἀβγατίστρες» διέπρεπον εἰς τὴν τέχνην τοῦ ν᾽ ἀβγατίζωσι καὶ ἁμματίζωσι τὸ στημόνι εἰς τὸν ἀργαλειόν, ὅταν τὸ νῆμα δὲν ἔσωνε. Οἱ «ἀποσῶστρες» ἐξεῖχον εἰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ν᾽ ἀποσώνωσι διὰ συντόνου ραπτικῆς καὶ ποικιλτικῆς τὰ προικιὰ τῆς νύμφης, ὅταν ἐπέκειτο ὁ γάμος, καὶ ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν κακιωμένον ἐπὶ ἑβδομάδας, εἶχε δηλώσει ἀποτόμως ὅτι τὴν ἀπάνω Κυριακὴν ἤθελε νὰ στεφανωθῇ. Ἀμφότερα τὰ ἐπιτηδεύματα ταῦτα τὰ μετέφερον εὐκόλως εἰς τὸν φοῦρνον, ὅστις ἦτο περίπου ὅ,τι τὸ καφενεῖον διὰ τοὺς ματαιοσχόλους τῶν ἀνδρῶν, κ᾽ ἐκεῖ ἀβγάτιζαν ὅλας τὰς μικρὰς διαδόσεις, καὶ ἀπόσωναν ὅλας τὰς ἀτελεῖς διηγήσεις. Ἡ δεῖνα ἐμάλωσε μὲ τὸν ἄνδρα της. Ἡ δεῖνα πρόκειται ν᾽ ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὸν δεῖνα, ἀλλὰ τί ἐζήλευσε κι αὐτὸς νὰ πάρῃ ἀπὸ κείνη-δὰ κλπ. Ἡ δεῖνα ἀπασσάλωτη*, δὲν ἠξεύρει νὰ βολέψῃ τὸ νοικοκυριό της. Ἀφήνει τὰ παιδιά της ἄνιφτα, κακομοιριασμένα, κλπ. Ἡ ἄλλη ἀκόμη δὲν ἐχρόνισεν ὁ ἄνδρας της, κ᾽ ἑτοιμάζεται νὰ ξαναπανδρευθῇ. Τοιαύτας ἱστορίας, καὶ ἄλλας πολὺ σκανδαλωδεστέρας ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ τις καθημερινῶς, ἂν συνέβαινε νὰ διέλθῃ ἀπὸ τὸ σταυροδρόμι.
Ἡ προπαρασκευὴ τοῦ φούρνου εἶχε πολλὰ στάδια. Μετὰ τὸ κόλλημα, ἢ τὸ διὰ κλάδων ἄναμμα, ἐπήρχετο τὸ πάνισμα, εἶτα βραδέως ἠκολούθει τὸ φούρνισμα, τὸ φράξιμον, τὸ ψήσιμον καὶ τέλος τὸ ξεφούρνισμα. Ἡ προετοιμασία τῶν ἄρτων εἶχεν, ἐκτὸς τοῦ ζυμώματος, τὸ ὁποῖον ἐνηργεῖτο κατ᾽ οἶκον, ἄλλους τόσους σταθμοὺς ἐκτελουμένους παρ᾽ αὐτὸν τὸν φοῦρνον. Ἦτο τὸ κουβάλημα ἀπὸ τὸ σπίτι, κάποτε τὸ ξεροζύμωμα, ἀκολούθως τὸ πλάσιμον καὶ κατόπιν τὸ φούρνισμα. Ἀπὸ τὸ κόλλημα ἕως τὸ πάνισμα τοῦ φούρνου καὶ ἀπὸ τὸ πλάσιμον ἕως τὸ φούρνισμα τῶν ψωμιῶν, τὰ ἐν τῷ μεταξὺ κενὰ διαστήματα διὰ τίνος ἄλλου ὑλικοῦ θὰ ἐπληροῦντο εἰμὴ διὰ τῆς κακολογίας;
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ ὁμήγυρις, καίτοι ὡς συνήθως πλήθουσα καὶ θορυβώδης, ἦτο κάπως σοβαρωτέρα. Εἶχον διαδοθῆ πρὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν τὰ περὶ ὀπτασιῶν θαυμάσια θρυλήματα. Εἶτα εἶχεν ἀκουσθῆ ἡ χολέρα, καὶ αἱ γυναῖκες εἶχον μάθει καὶ διηγοῦντο, μόνον ὅτι τὰ ἐχρωμάτιζον ἐπὶ τὸ μυθολογικώτερον, τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα εἶχον διατάξει αἱ κεντρικαὶ ἀρχαί, καὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζωσιν αἱ τοπικαί, πρὸς καταπολέμησιν τοῦ ἀπειλοῦντος φοβεροῦ δεινοῦ. Τὸ δημοτικὸν συμβούλιον ―ἡ δωδεκάδα, ὡς ἔλεγον αἱ γυναῖκες― εἶχε ψηφίσει συνδρομὴν ἐκ τοῦ δημοτικοῦ ταμείου δι᾽ ὑγιεινὰ μέτρα, καὶ εἶχε συστήσει περισσοτέραν καθαριότητα εἰς τοὺς κατοίκους. Ὁ δήμαρχος τὴν προτεραίαν εἶχε κηρύξει ἐπιχόλερον τὴν νῆσον Μεγάλον Τσουγκριᾶν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον καταπλεύσει χθὲς δύο ἢ τρία τρεχαντήρια καὶ βρατσέραι ἐξ ἐπιχολέρων μερῶν. Τὰ πλοῖα ταῦτα ἦσαν ἀραγμένα ἐντὸς τοῦ ὅρμου τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἦσαν ὁρατὰ ἀπὸ τῆς πολίχνης. Σήμερον δὲ τὸ πρωί ―τὴν νύκτα, πρὸς τὰ ἐξημερώματα―, εἶχε φθάσει μέγα πλοῖον, καράβι, ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου, ὡς φαίνεται, ἔκαμνε μεγάλην φθορὰν ἡ χολέρα, καὶ εἶχεν ἀράξει δίπλα εἰς τὸν Μεγάλον Τσουγκριᾶν, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο ἀδελφὰ νησάκια. Τὸ πλοῖον τοῦτο ἦτο πλῆρες ἐπιβατῶν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ἐκ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἦσαν χολεριῶντες. Κατὰ τὸν διάπλουν εἶχον ἀποθάνει δύο τρεῖς, καὶ τὸ πλήρωμα ἠναγκάσθη νὰ ρίψῃ τοὺς νεκροὺς εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀλλ᾽ εἷς τῶν τεθνεώτων, προσέθετον ἐπὶ τὸ θαυμασιώτερον αἱ γυναῖκες, τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν τὸν εἶχον ρίψει εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνῷ διεπέρα τὸ κενὸν ἐζωντάνευσε, καὶ κατηράσθη τοὺς ναύτας «ἀπὸ τὴ χολέρα νὰ μὴ γλυτώσουν». Τοῦτο δέ, διότι τοὺς κακοφαίνεται τοὺς νεκροὺς νὰ τοὺς ρίπτωσιν εἰς τὸ κῦμα. Ὁ καλὸς Χριστιανὸς πρέπει νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα, καὶ τὸ χῶμα ν᾽ ἁγιασθῇ μὲ λάδι καὶ μὲ νερόν. Ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ τοῦ εἴπῃ: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», καὶ νὰ θέσῃ ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου κεραμίδι, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει χαράξει τὸν Σταυρὸν μὲ τὸ ΙΣ.ΧΣ. ΝΙ-ΚΑ, διὰ νὰ λυώσῃ τὸ κορμί του, καὶ τὰ κόκκαλά του νὰ περιμένουν τὴν κοινὴν ἀνάστασιν.
Τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν εἶχον ἀπολύσει τὸν χολεριῶντα ἀπὸ τὰς χεῖράς των, οἱ σύντροφοι τοῦ καραβιοῦ, ἐνόησαν κάπως ὅτι ὁ νεκρὸς εἶχε ζωντανεύσει, ἀλλὰ δὲν ἦτο πλέον καιρὸς νὰ τὸν κρατήσωσι. Καθὼς ἦτον, μὲ σιδηροῦν βάρος κρεμάμενον ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ, μόλις ἤγγισε τὸ κῦμα, καὶ πάραυτα ἐπῆγεν εἰς τὸν πάτον. Ἤκουσαν τὴν ἀπαισίαν κραυγήν του, καὶ συγχρόνως ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ ἄτυχος, εἶχεν ἀποθάνει δύο θανάτους, τὸν ἕνα ἀπὸ τὴν χολέραν, τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν ἄθεσμον ταφήν. Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ὅτι τώρα ὑπέκειντο καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν ἀρὰν νὰ γευθῶσι δὶς τὸν θάνατον, κινδυνεύοντες ν᾽ ἀποθάνωσι προώρως ἀπὸ τὸν φόβον, πρὶν ἀποθάνωσιν ὁριστικῶς ἀπὸ τὴν χολέραν.
Ἐξ ὅλων τούτων ἡ θεια-Σκεύω ἡ Γιαλινίτσα ἔμαθεν ἀρκετὰ ὥστε νὰ πιστεύσῃ ὅτι τὸ πλοῖον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ ἀντικρύ, ἦτο ξενικόν, ὅτι ἑπομένως δὲν ἦτο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον αὐτὴ ἐπερίμενεν, ὅτι ἡ χολέρα ἐθέριζε πράγματι εἰς τὴν Πόλιν, καὶ ὅτι ὁ υἱός της, ἂν ἦτο ὑγιής, ἦτο πολὺ πιθανὸν νὰ φθάσῃ σήμερον ἢ αὔριον μὲ τὸ καράβι τὸ ἐντόπιον, καὶ ὅτι ἐξ ἀνάγκης θὰ ἔμενεν ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν καραντίναν. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ δὲν ἔτρεφεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τὰς πληροφορίας τοῦ φύλου της, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ παρακάτω, διὰ νὰ μάθῃ περισσότερα.
Ἐνῷ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀπέλθῃ, ἔξαφνα ἀκούεται ὀξεῖα καὶ διάτορος γυναικεία φωνή, θόρυβος, κλαύματα καὶ λυγμοὶ ἐρχόμενοι ἔκ τινος οἰκίας, ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ φούρνου κειμένης. Ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, ἥτις εἶχε πιάσει τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ φουρναρόξυλον διὰ νὰ πανίσῃ τὸν φοῦρνον, τὸ ἀφῆκεν ἀποτόμως καὶ ἔτρεξε νὰ ἴδῃ τί συνέβαινε.
Ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα, ἥτις ἔπλαττε τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπὶ τοῦ σανιδίου τὴν πίτταν της τὴν ἀλειψήν*, τὴν ἄφησε μισοπλασμένην κ᾽ ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπόστεγον προαύλιον τοῦ φούρνου διὰ νὰ μάθῃ τὰ τρέχοντα. Ἡ Μαρία ἡ Πεπερού, ἡ ὁποία εἶχεν εἰσέλθει ἀρτίως φέρουσα τὰ ψωμιά της, ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν ἑπταετῆ κόρην της, τὸ Δεσποινιώ, βαστάζουσαν ἐπίσης λοπάδα μὲ ψωμίον ἀνεβατόν*, ἀπέθεσεν ἀπροσέκτως τὰς πηλίνας λεκάνας εἴς τινα γωνίαν, μὲ κίνδυνον νὰ σπάσῃ τὰς λεκάνας, νὰ σκορπίσῃ εἰς τὸ χῶμα τὰ ψωμιά, καὶ τὸ παράδειγμα τοῦτο ἔσπευσε νὰ μιμηθῇ ἡ κόρη της, ρίψασα κάτω μετὰ δούπου τὴν γαβάθαν, καὶ ἀμφότεραι ἔτρεξαν ἔξω εἰς τὸν δρόμον, πρώτη ἡ μάννα, κατόπιν ἡ κόρη, ἀφήσασαι ὀπίσω τὴν Ζαχαροὺ τὴν φουρνάρισσαν, ἥτις δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν θύραν τοῦ προαυλίου, καὶ τὴν Λενιὼ τὴν Γαρμπίναν, ἥτις προυχώρησε μόνον εἴκοσι βήματα ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ ὅλαι ἔβλεπον ἀπλήστως πρὸς τὸ μέρος ὅθεν ἤρχοντο αἱ φωναί. Ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἥτις ἐξεροζύμωνε τὴν πίτταν της ἐπὶ τοῦ σανιδίου, τὴν ἄφησεν ἀξεροζύμωτην, κ᾽ ἔφυγε τρέχουσα, ὑψηλή, ἀμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπεράσασα ταχέως τὴν Μαρίαν τὴν Πεπερού, ὡς καὶ τὴν Δεσποινιώ, ἥτις ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε προσπεράσει τὴν μητέρα της. Αἱ τρεῖς ἔτρεχον, προηγούμεναι τοῦ στρατεύματος τῶν γυναικῶν, αἵτινες ὅλαι ἀπεμακρύνθησαν περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸν φοῦρνον, διὰ ν᾽ ἀνακαλύψωσι τὸ μέρος, ὅθεν ἠκούσθη ὁ θόρυβος, καὶ μάθωσι τάχιστα τί συνέβαινεν.
Ὁ Γιάννης ὁ Πούπουλας, ὅστις εἶχεν ἀνοίξει πρὸ μηνῶν εἰς τὴν γωνίαν, ἀντικρὺ τοῦ φούρνου μικρὸν καπηλεῖον μὲ εἴδη τινὰ τῆς μπακαλικῆς, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ τὸ κλείσῃ δι᾽ ἔλλειψιν πελατῶν, ἐξῆλθε τοῦ καπηλείου, μὲ τὴν ποδιάν του ἄπλυτον ἐμπρός, μὲ τὰ χέρια ὀπίσω, καὶ ἐσουλατσάριζεν ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου. Δὲν τοῦ ἔκαμνε καρδιὰ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ περισσότερον ἀπὸ τὸ μαγαζί του, ἀλλὰ τὰ ὄμματά του καὶ τὰ ὦτά του ἦσαν πρὸς τὸ μέρος ὅθεν ἤρχοντο αἱ κραυγαί. Ἐν τῷ μεταξὺ δύο μοσχομάγκαι τοῦ δρόμου, ὁ Μιχάλης, ὁ υἱὸς τῆς Πεπεροῦς, δωδεκαετής, καὶ ὁ Ἀλέξης, ὁ κληρονόμος τῆς Βγενιῶς τῆς Ἀλαφίνας, δεκαετής, εἰσῆλθον σιγὰ-σιγά, ξυπόλυτοι, εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ ὁ μὲν Ἀλέξης ἐφύλαγε καραούλι εἰς τὴν θύραν, ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι, καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις. Εἶτα ἔδωκε τὴν βοτίλιαν εἰς τὸν Ἀλέξην, καὶ αὐτός, ἀντὶ νὰ φυλάξῃ εἰς τὴν θύραν καραούλι, μὲ τὴν ἀράδα, κατὰ τὴν συμφωνίαν, διὰ τὸ ἀσφαλέστερον, ἐτράπη εἰς φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τοὺς πόδας θορυβωδῶς ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου. Ἀλλ᾽ ὁ θόρυβος οὗτος δέν ἤρκεσε νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν Γιάννην τὸν Πούπουλαν, καὶ δὲν θ᾽ ἀνεκάλυπτε ποτὲ τὴν κλοπήν, ἂν ὁ Ἀλέξης φοβηθεὶς ἐκ τῆς φυγῆς τοῦ Μιχάλη, καὶ ἐκ τοῦ κρότου τὸν ὁποῖον ἔκαμεν οὗτος, σαστισμένος, δὲν ἔκαμνε νέον θόρυβον, ἀποθέσας μὲ τρομώδη χεῖρα τὴν βοτίλιαν ἐπάνω εἰς τὸ τεζάχι, ὥστε ὀλίγον ἔλειψε νὰ τὴν σπάσῃ. Τότε ὁ Γιάννης ὁ Πούπουλας, ἔσπευσε νὰ συλλάβῃ τὸν Ἀλέξην, τὸν ὀλιγώτερον ἔνοχον, ὡς πολλάκις συμβαίνει, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐτράβηξε τὰ αὐτιά, καὶ τοῦ ἔδωκε δύο κολάφους, τὸν ἔσπρωξε βιαίως ἔξω τοῦ καπηλείου.
Εἰς τὸ ἀπέναντι τοῦ καπηλείου παράθυρον εἶχε προκύψει ὠχρὰ μορφὴ γυναικός. Ἦτο ἡ κυρα-Σωτήραινα, ἡ ἡμίπληκτος, παθοῦσα πρὸ μηνῶν ἐκ μερικῆς παραλυσίας, καὶ διατελοῦσα κλινήρης. Εἶχεν ἀκούσει καὶ αὐτὴ τὰς κραυγὰς καὶ τὸν θόρυβον, καὶ ἀνασηκωθεῖσα μετὰ κόπου ἀπὸ τὴν κλίνην της, ἐσύρθη μέχρι τοῦ παραθύρου, ἐπιθυμοῦσα νὰ μάθῃ τί συνέβαινεν. Ἀπηυθύνετο εἰς τὸν κάπηλον καὶ εἰς τὰς γυναῖκας τὰς ἐξελθούσας ἀπὸ τὸν φοῦρνον:
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;
Ἀλλ᾽ αἱ γυναῖκες δὲν ἤξευρον καὶ αὐταὶ νὰ τὴν πληροφορήσωσι τίποτε.
― Τί εἶναι; ἐπανέλαβε πάλιν.
― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγώ, εἶπεν ὁ κάπηλος, ὅστις ἐσυλλογίζετο ὅτι τὰ δύο παιδία ―διότι ὁ Ἀλέκος εἶχε μαρτυρήσει τὸν Μιχάλην― θὰ τοῦ ἔπιον ὣς δεκαπέντε λεπτῶν μαστίχα.
Ἐν τούτοις ὁ θόρυβος κοπάσας πρὸς στιγμήν, ἐπανελήφθη πάλιν, καὶ ἠκούοντο λυγμοὶ καὶ θρηνώδεις κραυγαί, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων διεκρίνοντο αἱ λέξεις: Ὤχ! ἀλλοίμονο· τί νὰ γένω;
― Τί εἶναι; Τί τρέχει, δὲ μοῦ λέτε; ἐπανέλαβεν ἀνυπομονοῦσα ἀπὸ τοῦ παραθύρου ἡ ἡμίπληκτος.
Οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ τὴν πληροφορήσῃ.
― Δὲν εἶναι κανένας χριστιανὸς νὰ μοῦ πῇ τί τρέχει; ἐπανέλαβεν ἐν νευρικῇ ἐξάψει ἡ κυρα-Σωτήραινα.
* * *
Ἐν τούτοις ἡ Βγενιώ, ἡ σημαιοφόρος τῆς γυναικείας ἐξόδου, προχωρήσασα εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἧς ἠκούοντο αἱ φωναί. Κατόπιν ταύτης διωλίσθησε διὰ τῆς ἡμιανοίκτου θύρας ἡ μικρὰ Δεσποινιώ, καὶ τρίτη ἀνέβη ἡ Πεπεροὺ μέχρι τοῦ οὐδοῦ τῆς θύρας.
Αἱ γυναῖκες, αἱ μείνασαι ὀπίσω, ὄχι μακρὰν τοῦ φούρνου, ἐπερίμεναν ἀνυπομόνως πότε νὰ ἐξέλθῃ ἡ Βγενιώ, διὰ νὰ μάθωσιν. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἡ Βγενιὼ ἀργοπόρησεν ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ὁ παροξυσμὸς τῆς περιεργείας των ἐξήφθη εἰς τὸ ἔπακρον.
Μία τούτων ἔκραζε τὴν Πεπερού, ἡ ἐσθὴς τῆς ὁποίας ἐφαίνετο ἔξω τῆς θύρας τῆς οἰκίας ἐνῷ ἡ κεφαλή της εἶχε κύψει ἐντὸς διὰ τοῦ ἀνοίγματος. Ἀλλ᾽ ἡ Πεπερού, ὅλη προσέχουσα, φαίνεται, εἰς τὰ ἔσω τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, δὲν εἶχεν ὦτα διὰ τὰς ὄπισθέν της ριπτομένας ἐρωτήσεις.
Ἄλλη τῶν γυναικῶν ἔτρεξε καὶ ἀνῆλθε τετάρτη εἰς τὴν οἰκίαν, ἥτις ἦτο ὁρατὴ ἀπὸ τὸ πλάγι τοῦ προαυλίου τοῦ φούρνου, τετρακόσια περίπου βήματα ἀπέχουσα. Ἀλλ᾽ ἡ Πεπερού, ζῶν φραγμὸς ἐγειρόμενος εἰς τὸ ἄνοιγμα τῆς θύρας, δὲν ἐπέτρεπεν αὐτῇ νὰ προχωρήσῃ.
― Τί εἶναι; ἠρώτα ἡ γυνή.
Ἡ Πεπεροὺ ἔκαμεν αὐτῇ νεῦμα: «Σιώπα».
Ἡ γυνὴ ἔλαβεν ὑπομονὴν κ᾽ ἐπερίμεινεν ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτά. Αἱ κραυγαὶ εἶχον παύσει ἐν τῷ μεταξύ. Χαμηλαὶ φωναὶ καὶ ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο. Ἡ Βγενιὼ ἐνουθέτει, ὡς φαίνεται, τοὺς ἐνοίκους τῆς οἰκίας.
Ἐν τῷ μεταξὺ πέμπτη γυνὴ εἶχε φθάσει κάτω τῆς κλίμακος. Αὕτη ἦτο ἡ γραῖα Σκεύω, ἡ γνώριμός μας, ἥτις ἂν καὶ δὲν ἐκυριεύετο τόσον ἀπὸ τὸ δαιμόνιον τῆς πολυπραγμοσύνης, ὅσον αἱ νεώτεραι ἐκ τοῦ φύλου της, ἐσκέφθη ἴσως ὅτι εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην θὰ εἶχον ἀνάγκην παρηγορίας καὶ συμβουλῆς, καὶ ἔτρεξε μὲ τὰ γηρατεῖα της νὰ φθάσῃ.
Ἡ τετάρτη γυνή, ἡ ἀναβᾶσα κατόπιν τῆς Μαρίας τῆς Πεπεροῦς, ἔμεινεν ὑπομονητική, ἐλπίζουσα ὅτι ἐκείνη θ᾽ ἀπεφάσιζε τέλος, ἀφοῦ θὰ ἀπέκαμνεν ἀκροαζομένη, νὰ λύσῃ τὴν σιωπὴν ὅπως πληροφορήσῃ καὶ αὐτὴν τὰ τρέχοντα. Ἀλλ᾽ αἴφνης ἡ Πεπερού, ἔσπρωξε μὲ τὸν ἀγκῶνα τὴν ὄπισθέν της ἱσταμένην, καὶ κατέβη μὲ ὁρμὴν τὴν κλίμακα, κινδυνεύσασα ν᾽ ἀνατρέψῃ εἰς τὸν δρόμον της καὶ τὴν γραῖαν Σκεύω, ἥτις ἐπάτει τὸν ἕνα πόδα εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτιον.
Ἡ Σκεύω παρεμέρισεν ἔμφοβος, καὶ ἡ ἄλλη γυνὴ κατέβη τρέχουσα κατόπιν τῆς Πεπεροῦς. Ἀμφότεραι εἶχον ὑποπτεύσει ὅτι ἀπειλητικός τις κίνδυνος εἶχεν ἀποδιώξει τὴν Πεπεροὺ ἀπὸ τὴν θύραν τῆς οἰκίας.
Ἀλλ᾽ οὐδὲν τοιοῦτον ὑπῆρχεν. Ἡ Πεπερού, φειδομένη τῶν λόγων της ὅπως διηγηθῇ τὸ πρᾶγμα εἰς μίαν τῶν γυναικῶν, ἔτρεχεν ἁπλῶς διὰ νὰ διηγηθῇ τὴν ἱστορίαν εἰς ὅλας συνάμα.
Δὲν ἦτο τίποτε σοβαρὸν τὸ πρᾶγμα, ἂν καὶ ἐφαίνετο κάπως ἔκτακτον. Ἡ Γαρουφαλιά, ἡ σύζυγος τοῦ Γιάννη τοῦ Μπρίκου, πορθμέως ἁλιεύοντος μὲ τὴν βαρκούλα του εἰς τὰ πέριξ τοῦ λιμένος, ἔκλαιε καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῇ. Τῆς εἶχαν εἰπεῖ ὅτι ὁ ἄνδρας της, ὅστις ἔλειπεν ἀπὸ δύο ἡμερῶν μὲ τὴν βάρκαν, εἶχε «σπορκαρισθῆ»*.
Ὁ δήμαρχος εἶχε κηρύξει χθὲς ἐπιχόλερον τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὅστις ἔλειπεν ἀπὸ προχθές, δὲν τὸ ἤξευρε, καὶ εἶχε προσεγγίσει εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, εἶχεν ἀποβιβασθῆ μάλιστα ἐπάνω εἰς τὴν μικρὰν νῆσον.
Ἰδὼν τὰ τρεχαντήρια, τὰ ὁποῖα εἶχον φθάσει τὴν προτεραίαν, καὶ μὴ γνωρίζων ὅτι ἦσαν ὑπὸ κάθαρσιν, ἢ ἴσως ἐλπίζων νὰ διαλάθῃ, ἐπλησίασε διὰ νὰ τοὺς πωλήσῃ ἀκριβὰ τοὺς ὀρφούς, τὰς συναγρίδας καὶ τοὺς ἀστακούς, ὅσους εἶχε ψαρεύσει. Ἄλλοι ὅμως τὸν εἶδαν, καὶ τὸν κατήγγειλαν εἰς τὸν ὑγειονόμον, καὶ ὁ ὑγειονόμος τὸν ἔβαλε καραντίνα ἄλλας τόσας ἡμέρας, ὅσας θὰ ἐτέλουν καὶ τὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα εἶχον φθάσει ἐξ ἐπιχολέρων μερῶν. Καὶ διὰ τοῦτο ἡ Γαρουφαλιά, ἡ γυναίκα του, ἔκλαιε καὶ παρηγορίαν δὲν εἶχε. Καὶ τὸ πρᾶγμα ἔκαμε τὰς γυναίκας νὰ καγχάσωσιν.
Ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα ἔφθασεν ἀκολουθουμένη ὑπὸ τῆς Δεσποινιῶς, ἥτις ἐπροσπάθει νὰ φθάσῃ διὰ πηδημάτων τὰ μεγάλα βήματα τῆς εὐσώμου ἀμαζόνος. Ἡ Βγενιὼ ἐπεκύρωσε μὲ ὀλίγας λέξεις τὰ λεχθέντα ὑπὸ τῆς Πεπεροῦς προσθεῖσα ὅτι ἡ γρια-Σκεύω ἡ Σαβουρόκοφα ἀνέβη ἀρτίως εἰς τῆς Γαρουφαλιᾶς καὶ ἤρχισε νὰ τὴν παρηγορῇ, λέγουσα ὅτι καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς περιμένεται νὰ φθάσῃ καὶ θὰ μείνῃ ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν καραντίνα, καὶ ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ εἰς τὴν καραντίνα ὁ Γιάννης, ὁ ἄνδρας τῆς Γαρουφαλιᾶς, καὶ ὁ Σταῦρος ὁ υἱὸς αὐτῆς, τῆς Σαβουρόκοφας!
Νέοι καγχασμοὶ τῶν γυναικῶν ὑπεδέχθησαν τὴν διήγησιν τῆς Βγενιῶς. Ἀκολούθως ἡ Ζαχαροὺ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πάνην* της, διότι ἦτο φόβος νὰ ξυνίσουν τὰ ψωμιά, καὶ ἤρχισε νὰ πανίζῃ τὸν φοῦρνον.
Κάτω εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, παρὰ τὸν αἰγιαλόν, εὑρίσκετο ἡ οἰκία τῆς γραίας Γερακίνας, χήρας καὶ χαροκαμένης. Ἦτο οἰκία καὶ ἦτο μαγαζεῖον. Κτίριον μακρόν, στενόν, ἰσόγειον, μὲ πόρταν ἀπ᾽ ἐπάνω πρὸς τὸν παράλληλον τῆς ἀγορᾶς λιθόστρωτον δρόμον, πόρταν ἀπὸ κάτω πρὸς τὴν παραθαλάσσιον λωρίδα, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς κέντρον τῆς πολίχνης καὶ ὡς ἀγοράν. Ἡ πόρτα εἶχε κιοπένι*, κατὰ τὸν παλαιὸν τρόπον, μὲ τὸ ἓν θυρόφυλλον κομμένον εἰς δύο μέρη. Τὸ ἄνω θυρόφυλλον ἔκλειε διὰ μανδάλου πρὸς τὸ ἀνώφλιον, τὸ κάτω θυρόφυλλον ἔκλειε διὰ σύρτου προσαρμοζομένου ἐκ τοῦ ἄλλου θυροφύλλου, τοῦ ἀκεραίου, καὶ παντοτινῶς κλειστοῦ μὲ τοὺς σκωριασμένους στροφεῖς του. Δίπλα εἰς τὴν πόρταν ἦτο μικρὸν στενὸν παράθυρον, καὶ δίπλα εἰς τὸ παράθυρον ἀνήρχετο τὸ κλῆμα πρὸς τὴν ὀροφήν, σχηματίζον μεγάλην κρεβατιὰν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκρέμαντο τὸ φθινόπωρον μαῦρα ἀετονύχια, μεγάλα ὄψιμα σταφύλια, ὡριμάζοντα τὸν Ὀκτώβριον, ὁσάκις οἱ νυκτερινοὶ διαβάται καὶ οἱ μοσχομάγκαι τοῦ δρόμου τοὺς ἔδιδον καιρὸν νὰ ὡριμάσωσιν.
Εἶτα ὁ ἥλιος ἐκιτρίνιζε βαθμηδὸν τὰ φυλλώματα τῆς κληματαριᾶς, ἡ ὑγρασία τὰ ἐσάπιζε καὶ ὁ ἄνεμος τὰ ἀπέσπα ἀπὸ τὸ κλῆμα, καὶ τὰ ἔστρωνεν ἐπὶ τῆς γῆς, ἢ τὰ ἐσκόρπιζεν εἰς τὴν ἄμμον πρὸς τὴν θάλασσαν. Εἶτα οἱ κλάδοι ἔμενον ἔρημοι, ἡπλωμένοι μαῦροι ἐπὶ τῶν βεργῶν καὶ καλάμων τῆς κρεβατιᾶς, καὶ ὁ χειμὼν τοὺς ἐστόλιζε μὲ ἁγνὰ κοσμήματα τῆς ἀσπίλου χιόνος, καὶ ὁ ξηρὸς βορρᾶς ἐσκλήρυνε καὶ ἐστίλβωνε τὴν χιόνα εἰς δακτυλοειδεῖς κρυστάλλους, κρεμαμένους κάτω, ὡς δῶρα οὐρανίας δρόσου συμπυκνωμένης, δεικνύοντας τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν πιότητα τῆς ὁποίας θὰ προέλθῃ εὐφορία καὶ βλάστησις καὶ πᾶσα ἀγαθωσύνη.
Ἔξω εἰς τὴν ὑπήνεμον μεσημβρινὴν ἀγοράν, καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, εἰς τὰ καφενεῖα καὶ τὰ καπηλεῖα, καθ᾽ ὅλον τὸ θέρος, ὑπὸ αὐτοσχεδίους τέντας ἔμπροσθεν τῶν μαγαζείων, οἱ ἄνδρες καθήμενοι ἐχαρτοπαίκτουν ἢ συνεζήτουν, ἢ ἐκακολόγουν συνήθως μὲν τὸν ἑκάστοτε δήμαρχον, κατὰ προτίμησιν δὲ τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς ἱερεῖς. Μέσα εἰς τὸ ἰσόγειον, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς, ἡ θεια-Γερακίνα ὕφαινεν εἰς τὸν ἀργαλειόν της, ἢ ἔνεθε μὲ τὴν ρόκαν της.
Κάτω εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν τὰ κύματα ἔπληττον τοὺς βράχους, καὶ προσέπαιζον ἐπὶ τῆς ἄμμου, ἐρχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, ἀέναα καὶ ἀκούραστα. Ἐπάνω εἰς τὸ ἰσόγειον πτωχικὸν οἴκημα, ἠρεμία καὶ εὐάρεστος θερμότης ἐβασίλευεν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς σεβασμίας οἰκοδεσποίνης μὲ τὴν ἀργυρᾶν κόμην, καὶ μὲ τὴν μαύρην μανδήλαν τὴν καλύπτουσαν τὴν κεφαλήν, τὸν τράχηλον καὶ τοὺς ὤμους της, καὶ εἰς τὰ πρόσωπα τῶν συγγενῶν της γυναικῶν, ὅσαι διεσκορπισμέναι εἰς τὰ ἄκρα τῆς πολίχνης, ἤρχοντο καθημερινῶς νὰ τὴν ἐπισκέπτωνται, ἐκτοπισμένην πλησίον τῆς ἀγορᾶς, ἐν μέσῳ τῶν μαγαζείων καὶ τῶν δημοσίων γραφείων.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πρόσοψιν τῆς οἰκίας, δίπλα εἰς τὴν κληματαριάν, ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἦτο τὸ ὑποτελωνεῖον, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸ ὑγειονομεῖον. Ὀπίσω, πρὸς τὸν ἐπάνω δρόμον, ἀπὸ τὴν ἄλλην πόρταν, ἤρχετο ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν μὲ τὴν φαιδρὰν λαλιάν των, περιβομβῶν ὡς κυψέλην τὴν οἰκίαν τῆς γριᾶς Γερακίνας, τὴν ἰσόγειον, τὴν μακρὰν καὶ στενήν, τὴν μὲ δύο εἰσόδους καὶ ἐξόδους.
Ὅσον σεβασμία γυνὴ καὶ ἂν ἦτο ἡ γραῖα Γερακίνα, ἐκ τῆς διαρκοῦς προσεγγίσεως πρὸς τὰ ἀρχεῖα καὶ πρὸς τὰ μαγαζεῖα, μετέλαβεν ὀλίγον τοῦ ἀνδρικοῦ ἤθους, ἦτο γνωστὴ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀγορᾶς, εἰς τοὺς ὑγειονομοφύλακας καὶ εἰς τοὺς τελωνοφύλακας, καὶ ἦτο ἡ μόνη γυνὴ ἥτις ἠδύνατο νὰ ἐμφανίζηται ἀτιμωρητὶ ἐν μέσῳ τῆς διατριβῆς τῶν ἀνδρῶν, διασχίζουσα κατὰ πλάτος τὴν ἀγοράν, καὶ κατερχομένη εἰς τὴν ἄμμον τοῦ αἰγιαλοῦ διὰ πρόχειρον πλύσιμον ἢ ἄλλην οἰκιακὴν ὑπηρεσίαν. Καὶ εἰς τὴν οἰκίαν της ἤρχοντο ὅλαι αἱ συγγενεῖς της καὶ αἱ μὴ συγγενεῖς της αἱ θέλουσαι νὰ πληροφορηθῶσί τι ἀποβλέπον αὐτὰς ἢ τὸ δημόσιον, ἐνδιαφέρον ἢ ἁπλῶς περίεργον, ἢ νὰ μάθωσι περὶ τῶν ἀπόντων συζύγων καὶ τῶν υἱῶν των, ὅσοι δὲν ἐνθυμοῦντο συχνὰ νὰ στείλωσι γράμματα. Καὶ ἡ Σκεύω, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μακρινὴ συγγενὴς τῆς θεια-Γερακίνας ―διότι οἱ γενιές* της δὲν εἶχαν μετρημό, τόσον πολλαὶ ἦσαν― ἀφοῦ παρηγόρησε τὴν Γαρουφαλιάν, τὴν ἀνήσυχον διὰ τὴν τύχην τοῦ ἀνδρός της, τοῦ τεθέντος ἀπροσδοκήτως ὑπὸ κάθαρσιν, διέτρεξε τὸ μῆκος τῆς πολίχνης, καὶ ἀπὸ λιθόστρωτον εἰς λιθόστρωτον, ἀπὸ κατήφορον εἰς κατήφορον, ἀπὸ στενούραν εἰς στενούραν, ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας.
* * *
Κάτω εἰς τὴν ἀγοράν, μεγάλη καὶ ἔκτακτος κίνησις ἐπεκράτει ἀπὸ πρωίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Παρὰ τὴν ἀποβάθραν τοῦ τελωνείου, πολλὰ πλοιάρια δεμένα, μ᾽ ἕνα ναύτην ἐπ᾽ αὐτῶν, μὲ τὰ πηδάλια εἰς τὴν θέσιν των, ἐφαίνοντο ἕτοιμα πρὸς ἀπόπλουν. Ἐπὶ τῆς ἀποβάθρας ἐφαίνοντο σωροὶ ξυλικῆς, δοκῶν καὶ σανίδων, αἱ ὁποῖαι δὲν μετεκινήθησαν ἀπὸ τῆς πρωίας ἐκεῖθεν, ὡς θὰ συνέβαινεν ἂν ἦσαν προωρισμέναι πρὸς μεταφορὰν ἐντὸς τῆς πόλεως, ἀλλ᾽ εἶχον ὄψιν τινὰ ὡς νὰ ἦσαν διὰ μβαρκάρισμα, καὶ τοῦτο, ἐνῷ δὲν εἶχον κουβαληθῆ ἀπὸ τὴν ξηράν, ἡ δὲ νῆσος καίτοι δασώδης, δὲν παρῆγε βεβαίως οἰκοδομήσιμον ξυλείαν.
Τέσσαρες ἢ πέντε ἡλιοκαεῖς ἄνδρες ἐκάθηντο εἰς τὸ κεφαλόσκαλον, ἀπέναντι τῶν ἀρχείων, περιμένοντες πότε νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ ἔλθῃ ὁ ὑγειονόμος καὶ ὁ ὑποτελώνης. Ἦσαν στιβαροί, λάσιοι, μὲ γυμνὰ τὰ στήθη, μὲ μαύρας τὰς κνήμας καὶ ἀνασηκωμένα πανταλόνια. Ἦσαν πορθμεῖς. Συνωμίλουν ζωηρῶς, περισσότερον μὲ τὰς χειρονομίας παρὰ μὲ τὰς λέξεις, ρίπτοντες διαφόρους ὑπαινιγμούς, καὶ δὲν ἐφαίνοντο τρέφοντες μεγάλην πρὸς ἀλλήλους ἐμπιστοσύνην.
Δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι, βραχύσωμοι κυρτοί, μὲ ὀγκώδη κορμόν, δὲν ἔπαυον νὰ φέρωσι γῦρον περὶ τοὺς σωροὺς τῆς ξυλείας. Ἀπέναντί των καθήμενος ἄλλος ὁμότεχνός των, τοὺς ἔρριπτε σκώμματα, καὶ ἐμειδία πονηρῶς, ἐξηπλωμένος ἐπί τινος μπαγκέτας, ἔξωθεν τοῦ καφενείου.
Μέσα εἰς τὸ καφενεῖον, κατὰ ὁμάδας ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς καθήμενοι περὶ τὰς τραπέζας, οἱ πελάται συνωμίλουν ἡσύχως. Ἔκυπτον πρὸς τὰ ὦτα ἀλλήλων, καὶ δὲν ἐνεπιστεύοντο εἰς τοὺς παραπλεύρως καθημένους. Ὁ καφετζής, γηραιὸς πρῴην ναυτικός, μὲ τὴν ποδιὰν λευκήν, καθαράν, μὲ τὸ βρακίον κοντὸν ἐπὶ τοῦ γόνατος, εἰς μάτην περιήρχετο ἀπὸ ὁμίλου εἰς ὅμιλον. Δὲν ἠδύνατο νὰ κλέψῃ λέξιν.
― Τὸ ἐλάχιστο νὰ πίνανε καὶ καφέδες, ἔλεγε, θὰ βρισκόμουνα σὲ δουλειά· μὰ αὐτοὶ τίποτε δὲν πίνουνε, κρυφὰ μιλοῦνε, κ᾽ ἐμένα τίποτε δὲ μοῦ λένε.
Δίπλα εἰς τὸ καφενεῖον, εἰς τὸ ὑποδηματοποιεῖον τοῦ Γερασίμου Δ. Γερασίμου, ἐκεῖ ἦτο ἡ μεγάλη συζήτησις. Τὸ μικρὸν ἐκεῖνο μαγαζεῖον ὑπῆρξεν ἀπὸ εἰκοσαετίας τὸ κυριώτερον πολιτικὸν κέντρον τοῦ τόπου, τὸ κέντρον τῆς βαρύτητος. Πᾶς ὑποψήφιος δήμαρχος, καθῆκόν του ἐνόμιζε νὰ ἐγκολπωθῇ τὸν Γεράσιμον Δ. Γερασίμου. Θέσις δημοτικοῦ συμβούλου ―καὶ ἰδιαιτέρου συμβούλου― ἦτο τὸ μικρότερον ἀξίωμα τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ. Ὁ Γεράσιμος ἐδέχετο τὸ δῶρον, ὑπεστήριζε τὸν νέον ὑποψήφιον, περιμένων ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἔλθῃ κατάλληλος εὐκαιρία διὰ νὰ τὸν ὑποσκελίσῃ εἰς τὰς μελλούσας ἐκλογάς, εἶτα εὐθὺς μετὰ τὴν ἐγκαθίδρυσίν του, τὸν ἐγκατέλειπεν, ἔχριε νέον ὑποψήφιον, καθίστα τὸ μαγαζεῖόν του τὸ κέντρον τῆς ἀντιπολιτεύσεως καὶ τῆς ραδιουργίας κατὰ τοῦ νέου δημάρχου, καὶ ὁ νέος ὑποψήφιος τὸν ἐνεκολποῦτο πάλιν μετὰ διπλασίας ἀπὸ τὸν παλαιὸν θερμότητος. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐμπορικῶς δὲν ἐξήρχετο ζημιωμένος ἀπὸ τὰς ἐπιχειρήσεις ταύτας, καὶ ἀπὸ τοῦ ὑποδηματοποιείου, διὰ βαθμιαίων ἐξελίξεων καὶ μεταμορφώσεων, τὸ ἐργαστήριόν του μετεβλήθη εἰς καπηλεῖον, εἶτα εἰς ἐμπορικόν, τελευταῖον εἰς λέσχην.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Γεράσιμος Δ. Γερασίμου εἶχε σπουδαίαν συζήτησιν πρὸς τὸν Ἀνθέμιον Δουκαΐδην, πρώην ἐμπορορράπτην, καὶ νῦν δικολάβον. Ἀμφότεροι ἦσαν ἀπύλωτα στόματα. Ἠδύναντο νὰ φωνάζωσι συγχρόνως καὶ οἱ δύο ἐπὶ ὥρας, χωρὶς ν᾽ ἀπαντῶσιν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα ἀλλήλων, ἀκολουθοῦντες μόνον τὴν σειρὰν τῶν ἰδίων συλλογισμῶν των. Ἦτο μονόλογος ἐν διπλῷ μᾶλλον ἢ διάλογος. Ἀπετείνοντο μετὰ χειρονομιῶν καὶ ἐπαφῶν τῶν βραχιόνων καὶ τῶν ὤμων, πρὸς τοὺς ἀκροατὰς μᾶλλον ἢ πρὸς ἀλλήλους. Καὶ οἱ ἀκροαταὶ δυσκόλως ἠδύναντο νὰ ἐννοήσωσι, διότι δὲν ἤξευρον ἀπ᾽ ἀρχῆς τίποτε. Ἐπρόκειτο περὶ ἐργολαβίας, περὶ ξυλείας, περὶ κατασκευῆς παραπηγμάτων, καὶ περὶ καθάρσεως διὰ τοὺς ἐπιβάτας τῶν καταπλεόντων πλοίων. Τόσον μόνον ἐνόησαν ἀμυδρῶς. Ἑκάτερος εἶχε τὸν ὑποψήφιόν του ξυλέμπορον καὶ τὸν ὑποψήφιόν του ἀρχιτέκτονα. Καὶ ἑκάτερος τὸν ὑπεστήριζε διὰ φωνῶν μέχρι διαρρήξεως τοῦ λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμοῦ τῶν ὤτων τῶν ἀκροατῶν.
* * *
Τέλος εὐηρεστήθη νὰ φθάσῃ ὁ κὺρ ὑγειονόμος. Κατόπιν του ἔφθασεν ὁ κὺρ δήμαρχος, ὁ κὺρ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Οἱ θεαταὶ εἶδον τότε καὶ ἐνόησαν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ μειοδοτικῆς δημοπρασίας. Ἀλλὰ μόλις ἐπρόφθασαν νὰ τὸ ἐννοήσωσι, καὶ ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Ἐφαίνετο ὅτι ἦσαν «κατακυρωμένα» ἐκ τῶν προτέρων, καὶ ὅτι ὅλα ἐγίνοντο ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον. Οἱ ἁρμόδιοι ὑπέγραψαν τὸ πρωτόκολλον, ὁ εἰρηνοδίκης, ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς, ἐνέκρινεν ὁριστικῶς τὸ ἀποτέλεσμα ἐπὶ τόπου, διὰ τὸ κατεπεῖγον, οἱ τέσσαρες ἡλιοκαεῖς καὶ γυμνόστερνοι λεμβοῦχοι ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλον κ᾽ ἔτρεξαν εἰς τὴν ξυλικήν, οἱ τρεῖς κυρτοὶ βραχύσωμοι, ἀπογοητευθέντες ἔπαυσαν νὰ φέρωσι γύρους κ᾽ ἐζήτουν εἰς μάτην νὰ βοηθήσωσιν εἰς τὴν ἐπιβίβασιν τῶν δοκῶν καὶ σανίδων. Οἱ λεμβοῦχοι τοὺς ἀπώθησαν, λέγοντες ὅτι δὲν εἶχον ἀνάγκην τῶν ἐκδουλεύσεών των, καὶ ὁ ἀντικρὺ ἐξηπλωμένος μεγαλόσωμος γεννάδας, ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντεχνίας, τοὺς ἔστειλε τελευταῖον σκῶμμα, λέγων: «Δὲ σᾶς τό ᾽λεγα ἐγώ;»
Οὗτοι ἦσαν ἀχθοφόροι, οἵτινες ἐπέμενον νὰ πιστεύωσιν ὅτι ἡ ξυλεία, ἀφοῦ εἶχεν ἐκφορτωθῆ ἐπὶ τῆς ἀποβάθρας, ἦτο προωρισμένη νὰ μεταφερθῇ ἐντὸς τῆς πολίχνης. Ἀλλ᾽ ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντεχνίας, ὅστις ἦτο πολὺ σοφώτερος, τοὺς εἶχε προειπεῖ ὅτι μάτην ἐπερίμεναν, καὶ ὅτι ἡ ξυλεία, καθὼς ἠξεύρει αὐτός (καὶ τοῦτο τὸ ἔλεγε μυστηριωδῶς) θὰ μεταφερθῇ ὀπίσω πάλιν διὰ θαλάσσης.
Ἐκ δευτέρου ἤχησε τὸ σφυρίον τοῦ κήρυκος, καὶ ἠκούσθη πάλιν τὸ «Κατεκυρώθη». Αὕτη ἦτο δευτέρα δημοπρασία. Τὴν πρώτην φορὰν ἐπρόκειτο περὶ προμηθείας ξυλείας, καὶ ἐκ δύο ἐμποροπλοιάρχων, οἵτινες εἶχον φέρει ξυλικὴν μὲ τὰ πλοῖά των, ἐπροτιμήθη ὡς ἔχων «τὰς καλυτέρας συστάσεις» ὁ εἷς. Τὴν δευτέραν φορὰν ἐπρόκειτο περὶ ἐργολαβίας πρὸς κατασκευὴν παραπηγμάτων, καὶ μεταξὺ τριῶν ἢ τεσσάρων ἀνταγωνιστῶν, ἐπροτιμήθη πάλιν εἷς, ὡς «παρέχων ὅλας τὰς εὐκολίας». Εἰς τὴν μίαν περίπτωσιν, καὶ ἂν ὁ δεύτερος ἐπρόσφερεν εὐθηνότερον τὸ πρᾶγμα, δὲν θὰ ἦτο δεκτός, διότι εἶναι «κατεπεῖγον» καὶ διότι «κατεκυρώθη». Εἰς τὴν ἄλλην περίπτωσιν ἦτο γνωστὸν ὅτι οὐδεὶς ἀρχιτέκτων θὰ κατήρχετο τόσον χαμηλά, διότι ἴσως νὰ εἶχεν ἴχνη τινὰ εὐσυνειδησίας εἰς τὴν ἐργασίαν του.
Τὰ πράγματα ἦλθαν τόσον ραγδαῖα καὶ ἀπροσδόκητα, ὥστε κανεὶς σχεδὸν τῶν παρεστώτων ἐν τῇ ἀγορᾷ δὲν ἐνόησε τίποτε. Ἀκόμη ὀλιγώτερον ἐνόησαν αἱ γυναῖκες αἱ συνηθροισμέναι εἰς τὴν οἰκίαν τῆς γραίας Γερακίνας, ὧν δύο προέκυπτον διὰ τοῦ παραθύρου, καὶ ἄλλαι τρεῖς ἐκοίταζον διὰ τῆς θύρας. Ἀλλ᾽ αἱ ἐκ τοῦ ἀσθενοῦς φύλου ἔχουσι τοῦτο τὸ πλεονέκτημα, ὅτι ὄχι μόνον χρωματίζουσιν, ἀλλὰ καὶ μεταπλάττουσι διὰ τῆς φαντασίας πᾶν τὸ πραγματικόν, ἀναπληροῦσαι τὸ ἐλλεῖπον, καὶ αἱ πελάτιδες τῆς γραίας Γερακίνας, βλέπουσαι μόνον, ἦσαν ἱκαναὶ νὰ φαντάζωνται καὶ νὰ προσθέτωσι καὶ νὰ βεβαιῶσι πράγματα, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε εἶχον συμβῆ. Ὅ,τι εἶναι παράδοσις ἐν τῇ ἱστορία, ὅ,τι ἔχει τὴν χροιὰν τοῦ θρύλου καὶ τῆς φήμης, ἀπὸ γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως ἐξῆλθεν.
Ἡ γραῖα ὅμως Σκεύω, ἐπειδὴ εἶχε σπουδαῖον ἐνδιαφέρον καὶ ὄχι ματαίαν πολυπραγμοσύνην καὶ περιέργειαν, δὲν ἠρκεῖτο εἰς τὰς εἰκασίας τῶν ὁμοφύλων της, οἵας ἠδύνατο νὰ σχηματίσῃ καὶ αὐτή, ἐὰν ἤθελε, καὶ πολὺ πιθανωτέρας. Ἀλλ᾽ ἐσυλλογίζετο τὸν υἱόν της, τὸν γυιόκα της, τὸν μονάκριβόν της, τὸν πάπον* της, τὸν σταυραετόν της, ὅστις ἐπεριμένετο νὰ φθάσῃ, ὅστις θὰ ἔμενεν ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν καραντίναν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτὴ ἐπεθύμει νὰ μάθῃ, νὰ γνωρίσῃ ὅ,τι πραγματικῶς συνέβαινε.
Διὰ συγγενικῆς προσλιπαρήσεως ἔπεισε τὴν γρια-Γερακίνα νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὴν θύραν, καὶ νὰ κοιτάξῃ ὅπως εὕρῃ κάποιον, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ἔχῃ θάρρος διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ.
Ἑκατὸν βήματα μακρὰν ἦτο ἡ τράπεζα τῆς δημοπρασίας, περὶ ἣν εὑρίσκοντο ὁ δήμαρχος, ὁ εἰρηνοδίκης, ὁ ὑγειονόμος, ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ μειοδόται, ἀσχολούμενοι εἰς τὴν ὑπογραφὴν τῶν πρωτοκόλλων. Ὁλόγυρα ἵσταντο οἱ περίεργοι, ἱκανοὶ τὸν ἀριθμόν, ἄνδρες καὶ παιδία. Παρέκει ἐκάθηντο καπνίζοντες τοὺς ναργιλέδες των σοβαροὶ γέροντες ναυτικοὶ ἀπόμαχοι. Κατέμπροσθεν ἐξηπλοῦτο πλατεῖα καὶ λιθίνη ἀποβάθρα, ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς ὁποίας οἱ λεμβοῦχοι ἐξηκολούθουν νὰ μεταφέρωσι τὰς διπλοσανίδας καὶ τὰ πέταυρα εἰς τὰς φελούκας των, ἐρίζοντες θορυβωδῶς μὲ τοὺς ἀχθοφόρους, οἵτινες ἐπέμενον ὅτι «ἔδωσαν χέρι» εἰς τὸ «μπαρκάρισμα τοῦ κερεστὲ*» καὶ εἶχον περικυκλώσει ἤδη τὸν ἐργολάβον ἀρχιτέκτονα, ζητοῦντες νὰ πληρωθῶσιν. Ἀντικρὺ ὁ μεγαλόσωμος βαστάζος ἐξηκολούθει νὰ τοὺς μυκτηρίζῃ λέγων ὅτι δὲν εἶχαν τύχη σήμερα. Μέσα εἰς τὸ καφενεῖον, ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζής, ὁλομόναχος ἐκοίταζε μελαγχολικὸς ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἀναλογιζόμενος ὅτι δὲν εἶχε πωλήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ οὔτε τρεῖς καφέδες. Καὶ ᾤκτειρε τὰ μέτρα τῶν καθάρσεων, τὰ ὁποῖα φέρουσι στάσιν εἰς τὸ ἐμπόριον. Δίπλα, εἰς τὸ ὑποδηματοποιεῖον, ὁ Γεράσιμος Δ. Γερασίμου καὶ ὁ Ἀνθέμιος Δουκαΐδης, ἐξηκολούθουν ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς δημοπρασίας νὰ λογομαχῶσι, λέγων ὁ καθεὶς ὅτι ὁ καλύτερος ἐργολάβος ἦτο ὁ ἰδικός του.
Ἡ Γερακίνα ἐπροχώρησεν ἀποφασιστικῶς πρὸς τὸ μέρος, ὅπου ἐγίνετο ἡ δημοπρασία, καὶ ἡ Σκεύω ἐξελθοῦσα ἐστάθη ἐπὶ τῆς μικρᾶς βαθμίδος, ἔξω τοῦ κατωφλίου. Ἡ πρώτη ἐκοίταξε νὰ ἴδῃ κανένα οἰκεῖον νὰ τὸν φωνάξῃ. Ἀλλ᾽ ὅλοι οἱ παρόντες ἐκεῖ ἵσταντο προσηλωμένοι περὶ τὴν τράπεζαν τῆς μειοδοσίας.
Ἐπί τινα λεπτὰ τῆς ὥρας ἡ γραῖα ἵστατο διστάζουσα, βλέπουσα καὶ αὐτὴ πρὸς τὸ μέρος τῆς δημοπρασίας, ἀνατολικῶς. Εἶτα στρέψασα τυχαίως τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ δεξιά, παρετήρησε τὸν μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστην τὸν καφετζήν, ὅστις ἦτο εἷς τῶν μακρινῶν συγγενῶν της. «Νά ποιὸν πρέπει νὰ ρωτήσω, ἀγκαλὰ… δὲ θὰ ξέρῃ πολλὰ πράγματα». Εἶπε καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὸ παράθυρον τοῦ καφενείου, ἔσωθεν τοῦ ὁποίου ἵστατο ὁ ἀγαθὸς γέρων.
― Δὲ μοῦ λές, Ἀναγνώστη, τοῦ λέγει, τί τρέχει σήμερα, καὶ γιατί γίνεται ὅλο αὐτὸ τὸ νταβατούρι;
― Δημοπρασία θαρρῶ πὼς κάνουνε, ἀπήντησε μεθ᾽ ἑτοιμότητος ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης.
― Πὼς κάνουνε δημοπρασία τὸ βλέπω, μὰ σὲ τί ἀπάνου;
― Δὲ βλέπεις; Ἀπάνου στὸ τραπέζι ἐκεῖ, ἀπήντησεν ὁ καφετζής.
Ἡ θεια-Γερακίνα ὑπέθεσεν ὅτι κάτι εἶχαν ἐπάνω στὸ τραπέζι, καὶ ἔστρεψεν ἀποτόμως τὴν κεφαλήν. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος ἔκρυπτεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς της τὴν τράπεζαν, ὡς καὶ τοὺς ὑπαλλήλους.
Εὐτυχῶς τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁ κορυφαῖος τῶν βαστάζων, ὅστις ἦτο ἐξηπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν μπαγκέταν, ἔξωθεν τοῦ καφενείου, ἀπεφάσισε ν᾽ ἀνασηκωθῇ ὀλίγον ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ ἀκούσας τὴν συνομιλίαν τοῦ καφετζῆ καὶ τῆς γραίας, ἔσπευσε νὰ λάβῃ μέρος.
― Βγάζουνε στὴ δημοπρασία τὴν ξυλικὴ γιὰ τὰ παραπήγματα, εἶπε.
― Ποιὰ παραπήγματα; εἶπεν ἡ θεια-Γερακίνα.
― Νά, παράγκες θὰ φτιάσουνε μέσα στὸν Τσουγκριᾶ.
Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἐπεθύμει νὰ εὕρῃ ἄνθρωπον διὰ νὰ διηγηθῇ ὅ,τι ἤξευρε, καὶ δὲν εἶχεν εὕρει κανένα, διότι οἱ «δικοί του ἦσαν ὅλοι ντουβάρια», ἔλεγεν, ἐννοῶν τοὺς συναδέλφους του ἀχθοφόρους, ἤρχισεν εὐθὺς νὰ διηγῆται, χαρτὶ καὶ καλαμάρι, εἰς τὴν θεια-Γερακίναν, ὅσα ἐγνώριζε, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἀκριβῆ. Ἐπειδὴ ἡ χολέρα ἐθέριζε κόσμον εἰς τὰ μέρη τῆς Τουρκιᾶς, ἡ ἑλληνικὴ Κυβέρνησις εἶχε διατάξει νὰ γίνεται αὐστηροτάτη ἡ καραντίνα. Ἐκτὸς τοῦ ὑπάρχοντος λαζαρέτου εἰς τὴν νῆσον, διετάχθη νὰ γίνῃ προσωρινὸν ἔκτακτον λαζαρέτον ἡ ἐρημόνησος Τσουγκριᾶς, ἀνατολικομεσημβρινῶς κειμένη, παρὰ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Τὸ ἔκτακτον τοῦτο λαζαρέτον ὠνόμαζόν τινες λοιμοκομεῖον, ἐνῷ τὸ ἄλλο, τὸ σύνηθες, ἦτο λοιμοκαθαρτήριον. Εἰς τὸ λοιμοκομεῖον θὰ ἔμενον τὰ πλοῖα καὶ οἱ ἐπιβάται εἰκοσιμίαν ἡμέρας, εἰς τὸ λοιμοκαθαρτήριον ἄλλας ἕνδεκα. Τὸ ὅλον τριανταδύο ἡμέρας καραντίνα.
Ἕως τώρα εἶχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοῖα καὶ πέντε ἢ ἓξ μικρά, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν. Ἐπεριμένοντο ὅμως καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα… Ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ ὀλίγιστα ὑπῆρχον καταλύματα, δύο ἢ τρία κελλία πρὸς χρῆσιν τῶν καλογήρων ―διότι ἡ νῆσος ἦτο ἀφιέρωμα εἰς τὴν Παναγίαν (ἦτο κτῆμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ)― καὶ ἐπειδὴ θὰ ἐχρειάζοντο ὑπόστεγα διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιβατῶν, ὅσοι ἦτο πιθανὸν νὰ ἔλθωσι, καὶ ἐπειδὴ ἐμέσαζεν ἤδη ὁ Αὔγουστος καὶ ἐπλησίαζαν τὰ πρωτοβρόχια, διὰ τοῦτο ἡ Κυβέρνησις διέταξε κατεπειγόντως νὰ κατασκευασθῶσι παραπήγματα ἐπὶ τῆς μικρᾶς νήσου, διὰ νὰ εὕρωσι στέγην ὅσοι θὰ ἤρχοντο δυστυχεῖς ἀπὸ τὰ χολεριασμένα μέρη, φεύγοντες τὴν φοβερὰν νόσον. Αἱ ἀρχαὶ ἔβγαλαν σήμερον εἰς τὴν δημοπρασίαν τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ διὰ τὰ παραπήγματα, καὶ τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων αὐτῶν. Εἰς τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ, ἐπροτιμήθη διὰ τόσες χιλιάδες κομμάτια, πρὸς τόσα τὸ κομμάτι, ὁ καπετὰν Κωσταντὴς ὁ Καβαρδίνας, ἀπὸ τὸ Λιτόχωρον. Τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων τὴν ἐπῆρε, διὰ 7,812 δραχμάς, ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης, ὁ ἀρχιτέκτων. Αὐτὰ συνέβησαν σήμερον.
―Ἄ! γιὰ τοῦτο, μαθές… ἔκαμεν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζής.
Ὁ κορυφαῖος τῶν βαστάζων ἐπέστρεψεν εἰς τὴν μπαγκέταν του, καὶ ἡ θεια-Γερακίνα εἰς τὸ σπίτι της.
* * *
Ἀληθινά, δὲν τῆς ἐκαλοφάνη τῆς γριᾶς Σκεύως, ὅταν ἔμαθε τὴν νέαν εἴδησιν, ὅτι ὁ ὑιός της ἔμελλε λοιπόν, ὅταν ἔλθῃ ―διότι θὰ ἤρχετο, σίγουρα, αὐτὸ ἡ γρια-Σκεύω τὸ ἐπίστευεν ἀκραδάντως― νὰ διατρίψῃ εἴκοσι μίαν ἡμέρας εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ Λαζαρέτα, σωστὰς τριανταδύο ἡμέρας καραντίνα. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τοὐλάχιστον, ὅταν ἤρχετο ἀπὸ τὸ ταξίδι ὁ καπετὰν Γιαλής, ν᾽ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του, ἔκαμνεν ἕνδεκα ἡμέρας, ἢ δεκατέσσαρας ἡμέρας, ἢ καὶ τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὰ Λαζαρέτα, ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ νεώτερον κοινὸν λαζαρέτο, ἀλλ᾽ εἰς τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, καὶ τότε ἡ Σκεύω, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, καπετάνισσες ἢ ἄλλες ὁποὺ εἶχαν τοὺς ἄνδρας των ἢ τοὺς συζύγους των εἰς τὴν καραντίναν, ἔτρεχε κάθε βράδυ εἰς τὴν καραντίναν, καὶ ὅλαι εἶχαν τὰ κοφινάκια των γεμᾶτα. Καὶ ἦτο ἡ μόνη φορὰ ὁποὺ ἤρχοντο τὰ καλάθια γεμᾶτα ἀπὸ τὴν πόλιν, ἀντὶ νὰ γυρίζουν γεμᾶτα ἀπὸ τὴν ἐξοχήν. Ἡ Σκεύω εἶχεν ἕνα καλαθάκι λεπτόν, μικρόν, ψιλολογιὰ* καμωμένο, μὲ λεπτοτάτας βέργας ἁγιοκλήματος καὶ μὲ στιλπνοτάτας σχίζας λείου καλάμου, ἀριστούργημα καλαθοποιΐας, ὁποῖα μόνον εἰς τὴν νῆσον ἐκείνην κατασκευάζονται. Τὸ ἔφερε κάθε βράδυ γεμᾶτον ἀπὸ τυρόπιττες, ἀπὸ αὐγά, καὶ ἀπὸ μοσχᾶτα σταφύλια ― διότι ἦτο Αὔγουστος καθὼς τώρα. Τὰ σταφύλια ἐκομίζοντο εἰς τὰ Λαζαρέτα, εἰς τὸ πεῖσμα τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ἰατροῦ, ὅστις δὲν ἤξευρε τί ἔλεγε. Νὰ εἶναι κλεισμένοι οἱ ἄνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ ἑβδομάδας, Αὔγουστον μῆνα, καὶ νὰ μὴν ἔχουν σταφυλάκι νὰ βρέξουν τὸ στόμα των! Καὶ ποῦ τὸ ηὗρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στὸ γιατροσόφι μέσα, ὅτι πρέπει νὰ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἄλλο; ― Καὶ ἔφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ἡλίου, αἱ γυναῖκες, πέρα στὰ Λαζαρέτα, ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης καὶ τοῦ ναυπηγείου, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον. Καὶ ἄδειαζαν τὰ καλαθάκια τους ἐπάνω εἰς ἕνα χαμηλὸν βράχον, εἰς τὴν ἀκρογιαλιά, καὶ ἔβγαιναν οἱ βάρκες ἀπὸ τὰ καΐκια ὁποὺ ἦσαν εἰς τὴν καραντίνα, καὶ ἔπαιρναν τὲς τυρόπιττες, τὰ αὐγά, τὰ μποκάλια μὲ τὸ βαθὺ ξανθὸν μοσχᾶτον, τὰ φλωροκίτρινα μοσχᾶτα σταφύλια, τὰ γλυκὰ μεγάλα καλαμόσυκα καὶ τὰ χνοώδη ὡς παρειὰς παρθένου εὔχυμα ροδάκινα. Καὶ οἱ ναῦται ἀπεχαιρέτιζον τὲς γυναῖκες κράζοντες «Καλὴ νύχτα!» Καὶ αἱ γυναῖκες ἀπήντων μακρόθεν «Καλὴ νύχτα! καλὴ νύχτα σας! καλὸ πράτιγο*!» Καὶ ἡ κάθε μία εἰς τὸν ἄνδρα της ἔλεγε: «Καλὴ νύκτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραϊτέ μου!» Καὶ εἰς τὸν υἱόν της ἡ κάθε μία ἔλεγε: «Καλὴ νύκτα, καναρίνι μου! πουλί μου! ξαπεταρούδι μου!» Καὶ πολλάκις ἐπρόσθετον παρανομασίαν τινά, κατὰ τὸ ὄνομα ἑκάστου. Ἂν ὁ ἐκτελῶν τὴν κάθαρσιν ὠνομάζετο Γιαλής, ὡς ὁ σύζυγος τῆς θεια-Σκεύως, τότε τὸ θωπευτικὸν ὄνομα ἦτο «Γιαλέινέ μου». Ἐὰν ἐκαλεῖτο Γεώργιος, «Γεωργανάκη μου». Ἐὰν ἐκαλεῖτο Εὐστάθιος «Σταθένιε μου», ἢ «Ἀρέθα μου», ἐκ τοῦ ὀνόματος ἄρχοντός τινος, προεστοῦ τῆς κώμης Προμυρίου, τοῦ Πηλίου ὄρους. Ἂν ἐκαλεῖτο Ἀλέξανδρος, ἡ προσηγορία ἦτο «Ἀλεξανδριανέ μ᾽ ἀέρα». Ἂν ὁ προσφωνούμενος ἦτο πλοίαρχος, τότε εἰς τὸ ὄνομά του προσετίθετο τὸ τουρκικὸν ὄνομα ρεῒζ ἢ ρεὶζ (καπετάνος), ὡς ἑξῆς: «Κωνσταντὴ-ρείζη μου, Γιαννάκη-ρείζη μου», κτλ.
Ἦσαν ποθεινοὶ οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι, ὅταν ὑπῆρχον ἀκόμη τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα. Ἁπλοῦν ἄκομψον κτίριον, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια φαίνονται ὡραῖα σήμερον εἰς ὅσους ἐγήρασαν ἀρκετά, ὥστε νὰ προτιμῶσι τὰς παλαιὰς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν σύγχρονον πραγματικότητα. Βορειανατολικῶς, πέραν τοῦ κτιρίου ἐξετείνετο ὁ κάμπος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἔβοσκον τὰ ὀλίγα πρόβατά των δύο πτωχοὶ ποιμένες, καταβαίνοντες τρὶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ ἀντικρὺ βουνόν, διὰ νὰ ποτίσουν τὰ μικρὰ κοπάδια των εἰς τὴν κοπάναν*, ἐκεῖ ἀπὸ τὸ πηγάδιον μὲ τὸ δροσερὸν νερόν, πλησίον εἰς τὴν λίμνην, ὅπου ὁ γερο-Ξυλοπόδαρος, ἰσόβιος ἐνοικιαστής, ἐπαιδεύετο ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ τὴν χωρὶς καρίναν σκάφην του, διὰ νὰ συλλάβῃ τὰ κεφαλόπουλα ποὺ ἐγλιστροῦσαν εἰς τοὺς βάλτους, καὶ τὰ χέλια, τὰ ὁποῖα ἐχώνοντο ἄπιαστα μέσα εἰς τὸν βοῦρκον. Ἐκεῖθεν τῆς λίμνης, ἐπὶ τῆς πλατείας λωρίδος τῆς ἄμμου, οἱ κρότοι, οἱ δοῦποι καὶ οἱ θόρυβοι τῶν ναυπηγῶν, τῶν πριονιστῶν καὶ τῶν καλαφατῶν, ἀντήχουν, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, κρότοι εὐάρεστοι εἰς ὦτα ὑγιῶν ἀνθρώπων, παρατεινόμενοι καὶ χρωματιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἠχώ, ἥτις τοὺς ἐδέχετο ὡς ποθεινὴν συντροφίαν εἰς τὰ μονήρη σπήλαιά της, γύρω εἰς τὰ βουνά. Ὁλόγυρα αἱ εὐωδίαι τοῦ θύμου, τοῦ σχοίνου, τῆς φασκομηλέας, τοῦ ὑσσώπου, ἀνήρχοντο, ὡς δι᾽ ἀκάπνου θυμιατηρίου, θυμίαμα εἰς τὸν οὐράνιον θόλον. Ἡ χλόη τῆς κοιλάδος, τάπης ἀτίμητος τῆς φύσεως, ἐξηπλοῦτο φθάνουσα μέχρι τῶν ἄκρων ὁρίων της εἰς τοὺς θάμνους, οἱ θάμνοι ἀνεῖρπον μέχρι τῆς λόχμης εἰς τὴν μέσην τοῦ βουνοῦ, καὶ ἡ λόχμη ἀνεπτύσσετο εἰς δάσος ἀπὸ τὴν μέσην ἕως τὴν κορυφήν.
Δὶς τῆς ἡμέρας διήρχετο τὴν κοιλάδα φιλάγαθος ἀνήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ὡς νὰ μὴν ἀντεῖχεν εἰς τὸ κοινωνικὸν δηλητήριον, τὸ ὁποῖον ἐνωρὶς ἤρχισε ν᾽ ἀναπτύσσηται εἰς τὰς τάξεις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Κυρτός, σιωπηλὸς καὶ μελαγχολικός, ὁ Γιαννιὸς τῆς Μαργαρίτας ἀνήρχετο τὸ πρωὶ εἰς τὸ μονάκριβο κτῆμά του, εἰς τὸ προσφιλές του τιμάριον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐπὶ τοῦ ζυγώματος τοῦ ὄρους, ἀνάμεσα εἰς δύο κορυφάς. Τὸ μικρὸν κτῆμα ἦτο ἀγρὸς ἅμα καὶ ἄμπελος, ἐλαιὼν καὶ κῆπος. Ἐξηπλοῦτο ἀπὸ τοῦ ὑψώματος τοῦ ζυγοῦ, μέχρι τῆς ἀκρογιαλιᾶς, πρὸς τὸ πέλαγος τοῦ βουνοῦ· ἐκαρποφόρει ἄνωθεν ἱκανὰ ἐκ τῶν προϊόντων τῆς γῆς, καὶ μετεῖχε κάτωθεν τῶν προϊόντων τῆς θαλάσσης. Ἐπὶ τῶν αἱμασιῶν του ἔκειντο πεπαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον μακρυλὰ καρπούζια, τὰ κλήματα ἐκάμπτοντο πολυβριθῆ ἀπὸ μεγάλας περκαζούσας καὶ μαυροβολούσας σταφυλάς. Ἀνὰ τὰς πεζούλας μικραὶ συκαῖ τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν φυτείας ἔφερον ἤδη τὸν γαλακτερὸν καὶ ψωμωμένον καρπόν των, παραπολὺ ἐρεθιστικὸν διὰ ν᾽ ἁπλώσῃ παρθένος τὴν ἁβρὰν κυανόφλεβα χεῖρα εἰς ἕνα τῶν κλώνων. Ἔνθεν καὶ ἔνθεν, εἰς τὰ σύνορα τοῦ κτήματος καὶ τοῦ δάσους, βάτοι ἐδείκνυον τοὺς μαύρους λοβώδεις καρπούς των, παρὰ τὴν ἀποσκαφὴν* τῆς ἀμπέλου, καὶ κόμαροι τὸ φθινόπωρον ἔμελλον νὰ ὡριμάσωσιν ὑπομονητικῶς τοὺς ἰδικούς των εἰς τὰς θερμοτέρας ἀκτῖνας τοῦ χλιαινομένου ἡλίου.
Κάτω, εἰς τοὺς βράχους, μαύρους ἀπὸ τὸ κῦμα, ἀποπνέοντας ἅλμην, μυστηριώδεις ἀπὸ τὸ πέλαγος, ἡ θάλασσα, ἀφοῦ ἔσκαπτε καρτερικῶς λάκκους ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῶν βράχων, τοὺς ἐγέμιζεν εἶτα ἀποτόμως ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας της, καὶ ὁ σεβάσμιος ὁ κὺρ Γιαννιός, τοῦ ὁποίου τὸ κτῆμα εἶχεν ἀνατολικὸν σύνορον τὴν θάλασσαν, εὕρισκε δράκας ἅλατος διὰ ν᾽ ἁλατίζῃ πρὸς πρόχειρον πρόγευμα τὲς πεπεριές, τὰ ἀγγουράκια καὶ τὰς τομάτας, τὰς ὁποίας ὁ ἴδιος, ἐξ ἔρωτος, ἐκαλλιέργει. Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, εἰς τὰς σπηλαιώδεις ὑπονόμους τοῦ κύματος καὶ εἰς τὰς τραχείας ὑφάλους, μεγάλα παγούρια καὶ κάβουροι, βόσκοντες εἰς τὸν ὑποβρύχιον λειμῶνα, ἦσαν ἀρκετὰ χειροήθεις εἰς τὰς προσπαθείας τοῦ μπαρμπα-Γιαννιοῦ, καὶ πέραν τῶν ἀπωτέρων βράχων, ἀνάμεσα εἰς τὴν λευκάζουσαν ἐκεῖ πρὸς τὸ πέλαγος νῆσον, τὴν οὖσαν προσφιλὲς ἐνδιαίτημα γλάρων καὶ ἀγρίων περιστερῶν, καὶ εἰς τρεῖς μεγάλους σκοπέλους, κλίνοντας τὴν κορυφήν των πρὸς τὴν ἀκτήν, ἀφ᾽ ἧς πρὸ μακρῶν αἰώνων ἀπεσπάσθησαν, τὰ δελφίνια ἔπαιζον εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἡμιλλῶντο εἰς τὸν δρόμον μὲ τὴν ἐλαφρὰν βαρκούλαν, τὴν πλέουσαν μὲ τὸ λευκὸν πανίον της πρὸς τὴν ἀντικρὺ νῆσον.
Ἔμπροσθεν τοῦ κτιρίου πρὸς δυσμὰς βλέποντος, πρὸς τὴν πόλιν, ἵστατο μετρίου μεγέθους μονῆρες δένδρον, δρῦς, ἐκτοπισθεῖσα ἐκεῖ μακρὰν τῶν κραταιῶν συντρόφων της τοῦ δρυμῶνος, διὰ νὰ δροσίζῃ μὲ τὴν σκιάν της τοὺς ἐν στενοχωρίᾳ καὶ ἀποκλεισμῷ ταξιδιώτας, τοὺς τελοῦντας τὴν κάθαρσιν εἰς τὸ λαζαρέτον. Ἐκεῖ ὑπὸ τὴν σκιὰν ἐκείνην πολλοὶ ρεμβασμοὶ ἀνειλίχθησαν ἀοράτως ἀνερχόμενοι ἀνὰ τοὺς χλωροὺς κλῶνας καὶ τὴν ἀνήλιον φυλλάδα τοῦ μονήρους δένδρου, καὶ πολλοὶ πόθοι ἐστάλησαν ὑπερπόντιοι πέραν εἰς τὴν χαρίεσσαν πολίχνην μὲ τοὺς λευκοὺς τοίχους καὶ μὲ τὰ κυανᾶ παράθυρα καὶ τοὺς κομψοὺς ἐξώστας, ὅπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαὶ προέκυπτον συχνά, καὶ ὅπου γαλανὰ ἢ μαῦρα ὄμματα ἔστελλον κρυφοὺς ἔρωτας καὶ γλυκεῖς ἱμέρους ὑπεράνω τοῦ κύματος πέραν τοῦ λιμένος.
* * *
Ἡ γραῖα Σκεύω διετήρει, μία ἐκ τῶν ὀλίγων πράγματι εὐαισθήτων γυναικῶν, τὰς ἀναμνήσεις ταύτας, τὰς ὁποίας ἀκροθιγῶς ὑπῃνίχθημεν ἐν τῷ προηγουμένῳ κεφαλαίῳ, καὶ δὲν τῆς ἐκαλοφάνη, εἴπομεν, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ὁ υἱός της θὰ διέτριβεν εἴκοσι μίαν ἡμέρας μέσα εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ νέα λαζαρέτα. Δὲν θὰ ἠδύνατο πλέον νὰ γεμίζῃ τὸ εὔπλεκτον κομψὸν καλαθάκι της μὲ οἰκιακὰ δῶρα διὰ τὸν υἱόν της, ὅπως τὸ ἐγέμιζε τὸ πάλαι διὰ τὸν σύζυγόν της. Δὲν θὰ ἠδύνατο τὸ βράδυ-βράδυ, ὅταν θὰ ἐχαμήλωνεν ὁ ἥλιος ἕως τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ πάρῃ γεμᾶτον τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ὑπάγῃ, τὸ γιαλὸ-γιαλό, τὴν ἄμμο-ἄμμο πέραν εἰς τὸν μέγαν ἀρσανὰν τῆς πόλεως, σιμὰ εἰς τὴν λίμνην, ἀντικρὺ εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της. Τώρα θὰ ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ φτερά, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐαγγελίστρας, πρὸς τὸ πέλαγος, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της. Θὰ ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ θαῦμα ἡ Παναγίτσα της, ἡ μικρά της ἀσημωμένη καὶ μαλαμοκαπνισμένη Παναγίτσα, διὰ νὰ τῆς δώσῃ τὴν δύναμιν νὰ περιπατήσῃ ἀπάνω εἰς τὸ κῦμα, βαστάζουσα τὸ μικρὸν εὔπλεκτον καλαθάκι της διὰ νὰ τὸ φέρῃ εἰς τὸν υἱόν της, πρὸς ἀνακούφισιν τῆς στενοχωρίας του εἰς τὴν καραντίναν. Διότι οἱ πορθμεῖς καὶ οἱ λεμβοῦχοι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, θὰ τὴν ἔσκωπτον σκληρῶς καὶ θὰ τὴν ἐπεριγέλων, ἐὰν τοὺς παρεκάλει νὰ τὴν πάρωσιν εἰς τὴν φελούκαν των, ὅπως τὴν φέρωσιν εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, νὰ ἴδῃ ἀπὸ μακρὰν τὸν υἱόν της. Καὶ δὲν τῆς ἔμενε πλέον, εἰμὴ νὰ στέλλῃ τὸ μικρὸν εὔπλεκτον καλαθάκι, γεμᾶτον ἀπὸ δῶρα τοῦ οἴκου καὶ τῆς ἀμπέλου, σκεπασμένον μὲ πετσέταν λεπτοϋφασμένην μεταξωτήν, νὰ στέλλῃ τὸ καλαθάκι εἰς τὸν υἱόν της, χωρὶς νὰ δύναται νὰ ὑπάγῃ μόνη της.
Δὲν τῆς ἐκαλοφάνη βέβαια… ἀλλὰ πόσον περισσότερον τῆς ἐκακοφάνη ὅταν τὸ βράδυ, ἐπανερχομένη ἀπὸ τῆς ἐξαδέλφης της, τῆς Γερακίνας, γεμάτη ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ὑποψίας, ἐνῷ ἀνέβαινε τὸ λιθόστρωτον τὸ φέρον εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιά, πατοῦσα σιγὰ-σιγά, ἐλαφρὰ-ἐλαφρά, μὲ ὅλα τὰ ἑξηνταπέντε χρόνια της, ἀπὸ λιθάρι εἰς λιθάρι, ἀπὸ στενὸν εἰς στενόν, ἀπὸ γωνίαν εἰς γωνίαν, διὰ τοῦ παραθαλασσίου δρόμου πέραν τῆς ἀγορᾶς, πόσον τῆς ἐκακοφάνη ὅταν μία βαρκούλα, ἡ ὁποία εἶχε κατεβάσει τὸ πανάκι της καὶ ἤρχετο μὲ τὰ κωπία πρὸς τὴν ἄμμον, ἐπλησίασε μέχρι βολῆς τουφεκίου εἰς τὸν παραθαλάσσιον ἀνηφορικὸν δρόμον, δι᾽ οὗ ἀνέβαινεν αὐτή, ἐπλησίασεν φέρουσα τρεῖς ἐπιβάτας, ἕνα ἡλικιωμένον, καὶ δύο παιδία, καὶ ὅταν ἓν τῶν παιδίων, μία κλήρα*, ἡ πλάσις αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, τῆς ἐφώναξε σκληρῶς:
― Θεια-Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ, ἀπὸ χολέρα!
* * *
Τώρα, τὸ παλαιὸν λαζαρέτον ἔμεινεν ἐρείπιον, διηγούμενον εἰς τὸν ἐννοοῦντα τὴν μυστηριώδη γλῶσσάν του ἐπισκέπτην, τοὺς φόβους, τὰς ἀγωνίας, τὰ βάσανα, τὰς ἐπιθυμίας, τὰς ἐλπίδας, τὴν ὑπομονήν, τὴν ἐγκαρτέρησιν, τὰς θυσίας, τοὺς πόνους, τὰς νόσους, τοὺς θανάτους, τοὺς λυγμούς, τὰ δάκρυα, τὴν ἀπελπισίαν, ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἤκουσε κατὰ καιρούς, ἀπὸ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ ἐντεῦθεν. Τὸ δένδρον ἵσταται ἀκόμη ὀρθόν, ἀλλ᾽ ἐν παρακμῇ καὶ ὤχρᾳ φύλλων τίς οἶδεν ἂν ἐνθυμῆται τοὺς ρεμβασμοὺς ὅσους ἐσκίασεν ὑπὸ τοὺς γαμψοὺς καὶ οὔλους, τοὺς ἐν σχήματι διαδήματος ἀνερχομένους κλῶνάς του, καὶ τοὺς καημοὺς τοὺς ὁποίους ἐδρόσισεν ὑπὸ τὸ φύλλωμά του. Ἀλλ᾽ ὁ εἷς τοῖχος τοῦ κτιρίου, γυμνὸς ἀπὸ τὸν ἄνεμον, μαυρισμένος ἀπὸ τὴν καταιγίδα, ἵσταται κυρτὸς καὶ σημειοῖ τὸ μέρος ὅπου ἠγείρετο τὸ κτίριον, καὶ ὁ βράχος τῆς παραλίας μετὰ πόθου ἀναπολεῖ τὰς φαιδρὰς λαλιὰς τῶν γυναικείων χαιρετισμῶν, ὅσοι ἀντήχησάν ποτε ὑπεράνω τοῦ κύματος τούτου. Πρὸ τεσσαρακονταετίας σχεδόν, ἡ Κυβέρνησις ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παλαιὸν λαζαρέτον, τὸ ὁποῖον ἦτο εἰς τὸν μυχὸν τοῦ ἀνατολικοῦ λιμένος, καὶ διέταξεν νὰ κτίσωσι νέα λαζαρέτα μεσημβρινότερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς παραλίας, ἓν περίπου μίλιον ἀπώτερον, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν στόμιον τοῦ λιμένος. «Ἀπὸ Θεὸ κι ἀπ᾽ ἀφεντιὰ»* τὰ νέα λαζαρέτα ἐκτίσθησαν, κατὰ τὸ σχέδιον τοῦ μηχανικοῦ τῆς Κυβερνήσεως. Τρία κτίρια, τὰ δύο ὑψηλότερα ἐπὶ τοῦ βουνοῦ, τὸ τρίτον χαμηλότερον πρὸς τὴν παραλίαν. Ἐν μέσῳ τῶν τριῶν μεγάλη στέρνα, αἰωνίως στειρευμένη ἀπὸ νερόν. Κάτωθεν τοῦ τρίτου λαζαρέτου, ὑψηλή, πλατεῖα μαρμαρίνη κλῖμαξ, καὶ κάτωθεν τῆς κλίμακος πλατεῖα καλοκτισμένη ἀποβάθρα ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
Τὰ τρία νεόδμητα κτίρια διετηρήθησαν ἐπὶ ἓν ἔτος ἐν καλῇ καταστάσει, ὕστερον, ἐπειδὴ ἐβράδυνεν εὐτυχῶς ν᾽ ἀκουσθῇ μεγάλη ἐπιδημία, ἔμειναν ἀκατοίκητα καὶ οὐδέποτε ἐπεσκευάσθησαν πλέον. Τώρα, ὅπως εἶναι μακρά, λευκὰ καὶ χαμηλά, φαίνονται μακρόθεν ὡς τρία λευκόμαλλα ἀρνία, ἀποπλανηθέντα ἀπὸ τὸ κοπάδι τοῦ γερο-Κοντζιδάκη, πλαγιασμένα ἐκεῖ μὲ τὸ λυκόφως τῆς ἑσπέρας, κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς, μηρυκάζοντα εἰς τὸ ἐφαπλούμενον σκότος.
Τέλος, ἦλθε τὸ 1865, καὶ ἡ χολέρα ἐκομίσθη τὸ θέρος εἰς τὴν ἀνατολικὴν Εὐρώπην, πιθανῶς, ὅπως πάντοτε, διὰ τῶν μουσουλμάνων προσκυνητῶν τῆς Μέκκας. Αἱ δύο «μεγάλαι μουσουλμανικαὶ δυνάμεις», ἡ μία μὲ τὸ χρυσοφόρον ἰνδικὸν κράτος της, ἡ ἄλλη μὲ τὰς προσοδοφόρους της κτήσεις ἐν Ἀλγερίᾳ, δὲν ἀπεφάσισάν ποτε νὰ θέσωσι περιορισμούς τινας εἰς τὰ ταξίδια τῶν μωαμεθανῶν ὑπηκόων των, καὶ δὲν εὗρον ποτὲ συμφέρον νὰ βιάσωσι τὴν Πύλην ὅπως ἐφαρμόσῃ τελεσφόρα ὑγειονομικὰ μέτρα εἰς τὴν κοιτίδα τοῦ μωαμεθανισμοῦ ἐν Ἀραβίᾳ. Ἡ ταλαίπωρος Ἀνατολὴ ὑπῆρξε καὶ τότε, ὡς τώρα καὶ πάντοτε, ὑπό τε γεωγραφικὴν καὶ κοινωνικήν, ὑπὸ πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἔποψιν, ἄφρακτος ἀμπελών. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ περί τινος μελλούσης ἡμέρας, ὅτε θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος.
Ἐναντίον τῆς χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν ἐν Ἑλλάδι μακραὶ καὶ αὐστηραὶ καθάρσεις. Τότε τὰ νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια τοῦ τόπου δὲν ἤρκεσαν πλέον καὶ δὲν ἐκρίθησαν κατάλληλα διὰ τὸν σκοπὸν τῶν καθάρσεων, καὶ διετάχθη πρὸς τοῖς ἄλλοις νὰ συσταθῇ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ. Τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου εἶχαν καταπλεύσει ὀλίγα πλοῖα. Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὁ ἀριθμὸς τῶν κατάπλων ἐδιπλασιάσθη.
Τὴν ἑπομένην ἑβδομάδα εἶχον ἔλθει πλείονα τῶν 30 μεγάλων ἱστιοφόρων, καὶ πάμπολλα μικρὰ καΐκια. Περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ὁ ἀριθμὸς τῶν βρικίων, καὶ μεγάλων σκουνῶν, τῶν καθαριζομένων περὶ τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, ἀνῆλθεν εἰς πεντήκοντα, καὶ τὰ μικρὰ καΐκια ὑπερέβησαν τὰ ἑκατόν. Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα ταῦτα πλοῖα εἶχον φέρει πλείονας τῶν τρισχιλίων ἐπιβατῶν, ἐκτὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πληρωμάτων. Ἔξω, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν μεγάλη δραστηριότης ἐπεκράτει. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης, ὅστις εἶχεν ἀναλάβει τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων, εἶχεν ἀρχίσει μετὰ ζήλου τὴν ἐργασίαν του. Εἶχε συναινέσει χάριν τῆς ἐργασίας, νὰ «σπορκαρισθῇ»* ἑκουσίως, ἤτοι νὰ συγκοινωνήσῃ ἐξ ἀνάγκης μὲ τοὺς ἐν καθάρσει καὶ μετάσχῃ καὶ αὐτὸς τῆς καθάρσεως. Εἰς τὴν ἀπόφασίν του ταύτην τὸν ἠκολούθησαν φιλοτίμως τέσσαρες ἐκ τῶν συναδέλφων του τεκτόνων ἐργαζόμενοι ὑπὸ τὰς διαταγάς του. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐκάρφωνε μικρὰν δοκὸν ἐδῶ, μίαν σανίδα ἐκεῖ, καὶ εἶτα ἔτρεχε παρέκει. Ἤρχιζεν ἓν παράπηγμα, ἐκάρφωνε τρεῖς σανίδας διὰ τοῖχον, δύο πέταυρα διὰ στέγην, εἶτα τὸ ἄφηνεν ἀτελές, καὶ ἤρχιζεν ἄλλο παράπηγμα.
Ἀφοῦ εἶχεν ἐμπήξει ἕνα πάλον εἰς τὴν γῆν, ἀρκετὰ στερεὰ ὥστε νὰ μὴ ἀνατρέπεται ὑπὸ τοῦ ἐλαφροῦ ἀνέμου, καὶ ἀρκετὰ ρηχά, ὥστε νὰ σείηται ὅλος εἰς πᾶσαν ἐπαφήν, ἐκάρφωνεν ὁριζοντίως μίαν δοκίδα, ἐνεπήγνυε δεύτερον πάλον εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, ἐκάρφωνε μίαν σανίδα ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, τὴν ἄφηνεν ἀκάρφωτην ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ εἶτα μετέβαινεν εἰς ἄλλο παράπηγμα. Ἄφηνεν ἕνα τῶν τεχνιτῶν του, τὸν νεώτερον, ν᾽ ἀποτελειώσῃ τὸ παράπηγμα, καὶ αὐτὸς ἔτρεχε νὰ θεμελιώσῃ ἄλλο. Εἶτα μετεκάλει τὸν μαθητευόμενόν του εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε δώσει ἐντολὴν ν᾽ ἀποτελειώσῃ τὸ ἡμιτελὲς παράπηγμα, καὶ τὸν διέταττε νὰ ἐργασθῇ εἰς τὸ δεύτερον, ἀφήνων μὲ δύο σανίδας καὶ μὲ τρεῖς ἀστηρίκτους δοκίδας κλονούμενον τὸ παλαιόν. Ἐντὸς μιᾶς ἑβδομάδος εἶχε κατασκευάσει οὕτω πλείονα τῶν εἴκοσι παραπήγματα, μεγάλα καὶ μικρά, ἀλλ᾽ ὀλίγα τούτων εἶχον φατνωμένας μὲ σανίδας τὰς πλευράς, κανὲν δὲν εἶχε σκεπασμένην μὲ στέγην τὴν κορυφήν, ὅπως στεγάσῃ ἀνθρώπους. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πρωτοβρόχια ἤρχισαν πρώιμα, καὶ ἡ συρροὴ τῶν ταξιδιωτῶν ἦτο μεγάλη. Πολλοὶ τῶν ταξιδιωτῶν ἐπροτίμων νὰ μένωσιν ἐπὶ τῶν πλοίων, εἰς τὰ ὁποῖα ἄλλως θὰ ἐστενοχωροῦντο νὰ μένωσι περισσότερον. Γυναῖκες, παῖδες καὶ κοράσια ὑπέφερον ἐπὶ τῶν πλοίων, ἂν καὶ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ταῦτα.
Πάμπολλαι ἑλληνικαὶ οἰκογένειαι εἶχον ἔλθει ἐσπευσμένως ἐπὶ τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ ἰστιοφόρου τὸ ὁποῖον ἠδυνήθησαν νὰ εὕρωσιν, ὀλίγαι οἰκογένειαι δυτικῶν καὶ λεβαντίνων, καί τινες ἑβραϊκαί. Πολλοὶ τῶν πλοιάρχων ἐξήσκουν τὴν φιλανθρωπίαν μὲ τὸ ἀζημίωτον, ἐπιβιβάζοντες εἰς τὰ σκάφη των ὅσον τὸ δυνατὸν πλείονας ἐπιβάτας.
Ὅπως συμβαίνει πάντοτε ἐν καιρῷ πανικοῦ φόβου, μέγας συνωστισμὸς καὶ σπουδὴ ἀλόγιστος καὶ τυφλὴ φυγὴ εἶχον ἐπέλθει. Ὁ πρῶτος σαστισμὸς τῆς φυγῆς εἶχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τὸν σαστισμὸν τῶν ἐπειγόντων μέτρων εἰς τὰ ἑλληνικὰ παράλια. Ἔξω εἰς τὴν πολίχνην αἱ τοπικαὶ ἀρχαὶ εἶχον ἐκτελέσει τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ καὶ τὴν συμφωνίαν τῆς κατασκευῆς τῶν προσωρινῶν καταλυμάτων. Μέσα εἰς τὴν ἐρημόνησον, ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐφιλοτιμεῖτο νὰ κατασκευάσῃ πολλὰ παραπήγματα εἰς μίαν ἡμέραν καὶ κατεσκεύασε ἐντὸς δύο ἑβδομάδων πλεῖστα ἡμιτελῆ. Πέταυρον μισοκαρφωμένον, ἀποσπώμενον τὴν νύκτα, ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς αὔρας, ἔπιπτεν εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς μισοκοιμισμένης γυναικὸς καὶ τοῦ πιπιλίζοντος τὴν θηλήν της βρέφους εἰς τὸ πλευρόν της.
Στύλος μισοεμπεπηγμένος εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, θιχθεὶς ἀπὸ τὸν τανυόμενον πόδα τοῦ ρέγχοντος ὑπτίου ἀνδρός, ἔπιπτεν ὁμοῦ μὲ ὅλον τὸ παράπηγμα, καὶ ἐπλάκωνε τὴν κοιμωμένην οἰκογένειαν, πλησίον τοῦ βάλτου, εἰς τὴν παραλίαν. Γογγυσμοὶ καὶ θρῆνοι ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἡ τερπνή, ἡ πρασινίζουσα πευκόφυτος καὶ ἐλαιόφυτος νῆσος, ἐφαίνετο ὡς μικρὰ γωνία πρῴην ἐρημικοῦ παραδείσου, εἰς ἣν ἐπέδραμον αἴφνης δαίμονες ὁδηγοῦντες κολασμένας ψυχὰς τὰς ὁποίας ἐτέρποντο νὰ βασανίζωσιν ἐν αὐτῇ τῇ Ἐδέμ, ὅπως καταστήσωσι σκληροτέραν τὴν κόλασιν.
Δὲν λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀληθεύει ὅτι, εἰς τὴν ἐρημόνησον, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς αὐτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, τὸ κρέας ἐπωλεῖτο ὑπὸ ἐλαστικῆς συνειδήσεως κερδοσκόπων ἀντὶ τριῶν δραχμῶν κατ᾽ ὀκάν, ὁ ἄρτος ἀντὶ ὀγδοήκοντα λεπτῶν καὶ ὁ οἶνος ἀντὶ δραχμῆς. Ὅσον διὰ τὸ νερόν, ἐπειδὴ τὸ μόνον πηγάδιον τὸ ὑπάρχον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου ταχέως ἐστείρευσε, κατήντησε νὰ πωληθῇ πρὸς δύο δραχμὰς ἡ στάμνα.
Φυσικά, ἡ μεγάλη πληθὺς τῶν ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιωτῶν ἦσαν ἄνθρωποι πτωχοί. Ὀλίγοι μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν εὔποροι. Οἱ κερδοσκόποι ἀπέθετον τὰ ἐμπορεύματά των εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀπωτάτης ἀκτῆς τῆς ἐρημονήσου, ἐλάμβανον τὰ λεπτά των καὶ ἔφευγον. Ἡ χολέρα δυνατὸν νὰ κολλᾷ εἰς κάθε πρᾶγμα, ἀλλ᾽ εἰς τὰ χρήματα ὄχι.
Ἐλέχθη ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, τῶν παρασταθέντων τότε ὡς θυμάτων τῆς χολέρας, ἀπέθανον πραγματικῶς ἐκ πείνης. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξεν ὅλως χολέρα. Ἀλλ᾽ ὑπῆρξε τύφλωσις καὶ ἀθλιότης καὶ συμφορὰ ἀνήκουστος. Οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι πάσχοντες, ἐσκληρύνοντο κατ᾽ ἀλλήλων, εἰς ἐπίμετρον, καὶ καθίστων τὴν δεινοπάθειαν ἀπείρως μεγαλυτέραν. Οἱ εὔποροι ἐκ τῶν καθαριζομένων ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν πτωχῶν, καὶ ἐμέμφοντο αὐτοὺς ὡς παραιτίους τῆς δυστυχίας δι᾽ αὐτῆς τῆς παρουσίας των. Οἱ πτωχοὶ ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν εὐπόρων, καὶ τοὺς ᾐτιῶντο ὡς προκαλοῦντας τὴν ἀκρίβειαν τῶν τροφίμων διὰ τῆς εὐπορίας των. Ὅλοι ὁμοῦ οἱ ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιῶται ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν κατοίκων τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς κατηγόρουν ἐπὶ ἀσυνειδήτῳ αἰσχροκερδείᾳ καὶ σκληρότητι, ἐνῷ τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι δέκα μόνον ἄνθρωποι ἐκ τῆς ἐμπορικῆς καὶ τυχοδιωκτικῆς τάξεως, ἥτις πουθενὰ δὲν λείπει, ἦσαν οἱ αἰσχροκερδεῖς καὶ οἱ σκληροὶ ἐκμεταλλευταὶ τῆς δυστυχίας. Οἱ κάτοικοι τῆς πολίχνης ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν ταξιδιωτῶν, καὶ ἐμίσουν αὐτούς, διότι εἶχον ἔλθει νὰ τοὺς φέρωσι τὴν χολέραν. Κακὴ ὑποψία, δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια χωροῦσα μέχρις ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὅλα ταῦτα ἦσαν εἰς τὸ βάθος καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.
* * *
Πρωὶ καὶ ἑσπέρας καθ᾽ ἑκάστην κατέπλεον πλοιάρια εἰς τὴν ἐρημόνησον, ἐκεῖ εἰς τὴν ἄκραν τῆς κρημνώδους ἀκτῆς, παρὰ τὸν Ἅγιον Φλῶρον. Ναΐσκος ἐπ᾽ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται τῇ 18 τοῦ Αὐγούστου, ὑπῆρχε τὸ πάλαι πέραν τῆς ἀκτῆς ἐκείνης, ἔσωθεν τοῦ ὅρμου. Σήμερον ὁ παλαιὸς ναΐσκος ἦτο ἐρείπιον. Ὁ πάτερ Νικόδημος ὁ Μανασσής, ὁ ἐπίτροπος τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐπὶ τῆς μικρᾶς νήσου, ἐνθυμήθη τὴν ἡμέραν, καὶ παρεκάλεσεν ἐκθύμως τοὺς δύο Ἁγίους, νὰ ἐλευθερώσωσιν αὐτὸν ἀπὸ τοὺς χολεριασμένους, ἐλευθερώνοντες τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν χολέραν. Δέκα ἡμέρας πρότερον, πρὶν καταπλεύσωσι τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα καὶ τεθῇ ὑπὸ κάθαρσιν ἡ νῆσος, ὁ πάτερ Μανασσὴς εἶχε τὸ ἐξ αἰγῶν κοπάδι του, τὰ ἐρίφιά του, τὸ γάλα του, τὲς μυζῆθρές του, τὰ τυριά του, τὸν κῆπόν του μὲ τὰ ὀπωροφόρα δένδρα, τὸν σικυῶνά του μὲ τὰς κολοκύνθας, τὰς τομάτας καὶ τὰ λαχανικά, τὴν ἄμπελόν του μὲ τὰς σταφυλάς, ὅλα ἐν ἀκμῇ καὶ ἀφθονίᾳ. Δέκα ἡμέρας ὕστερον, οἱ τράγοι εἶχον σφαγῆ καὶ τὰ ἐρίφια εἶχον θυσιασθῆ, αἱ μυζῆθραι εἶχον καταφαγωθῆ, καὶ αἱ αἷγες, καταπατηθέντος τοῦ χόρτου, εἶχον στειρεύσει· ὁ κῆπος εἶχε δῃωθῆ, καὶ ὁ σικυὼν σχεδὸν εἶχεν ἐκριζωθῆ, καὶ ἡ ἄμπελος εἶχε μείνει ἔρημος σταφυλῶν. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἔτιλλε τὰς ὀλίγας τρίχας, ὅσας εἶχε περὶ τοὺς κροτάφους, ἐτράβα τὸ σφηνοειδὲς γένειόν του, καὶ ἔλεγε: «Τί λόγο θὰ δώσω τώρα στὸν ἡγούμενο, ἐγώ; Τί θὰ πῶ τώρα στὸν οἰκονόμο;»
Τὴν πρωίαν ἐκείνην τῆς 18 Αὐγούστου εἶχον καταπλεύσει, ὡς συνήθως, αἱ λέμβοι εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀκτῆς καὶ εἶχον κομίσει τρόφιμα. Μεταξὺ τῶν συνήθων πορθμέων ἦσαν ὁ Γιάννης ὁ Νυδραῖος, ὁ Δημήτρης ὁ Τσοῦνος, ὁ Γιαννιὸς ὁ Ντεληβάρκας, ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι καὶ ἄλλοι. Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἔκαμνε πέντε καὶ ἓξ ταξίδια καθ᾽ ἑκάστην, μεταξὺ τῆς πολίχνης καὶ τοῦ Τσουγκριᾶ. Ἦτο ἀκούραστος. Ἔλεγε «τώρα θὰ βάλω ἀτμό». Καὶ ἐξήρχετο πράγματι ἀχνὸς ἀπὸ τοὺς ρώθωνας καὶ τὸ στόμα του, καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ ἐξέλθῃ ἀχνὸς ἀπὸ τὰ ἰδρωμένα στέρνα καὶ τὸν τράχηλόν του. Μὲ τὸν ἕνα ἡράκλειον βραχίονα ἤλαυνε τὴν κώπην, μὲ τὸν ἄλλον ἴθυνε τὸ πηδάλιον, μὲ τοὺς ὀδόντας ἐκράτει τὴν σκόταν τοῦ πανιοῦ. Εἶχεν ἕνα σύντροφον παιδίον δεκατετραετές, τὸν υἱόν του τὸν Γεώργιον. Εἰς τὴν πρῷραν τῆς βάρκας ἐφόρτωνε ψωμία καὶ κάνιστρα μὲ ὀπώρας καὶ ζεύγη ὀρνίθων δεμένων τοὺς πόδας, καὶ βοτίλιες μὲ ρούμι, εἰς τὸ ἀμπάριον ἐφόρτωνε σάκκους ἀλεύρου καὶ ὀρυζίου καὶ ζαχάρεως, εἰς τὴν πρύμνην ἐφόρτωνε φλάσκες γεμᾶτες κρασὶ καὶ στάμνες μὲ νερόν. Αὐτὸς ἵστατο ἀνάμεσα εἰς δύο φλάσκες, τὰς ὁποίας «ἐχαιρετοῦσε» κάποτε, διὰ νὰ δροσίζηται εἰς τὸ ταξίδιον, καὶ εἶτα τὲς ἀπεγέμιζε μὲ νερόν· ὁ υἱός του ὁ Γιώργης, ἐπάτει ἀνάμεσα εἰς ζεῦγος ὀρνίθων δεμένων καὶ εἰς βοτίλιαν μὲ ρούμι. Ἐκοίταζε πότε ἔβλεπεν ἀλλοῦ ὁ πατήρ του, ἔσκυπτε διὰ νὰ διευθετήσῃ τὲς κόττες, ποὺ ἦσαν ζαλισμένες καὶ σχεδὸν δὲν ἔβγαζαν φωνήν, ἥρπαζε τὴν βοτίλιαν μὲ τὸ ρώμι, κ᾽ ἔπινε μικρὰν δόσιν. Ὅλοι οἱ ἰατροὶ τὸ ἐσύσταιναν ὡς ἰατρικόν. Ἦτο ἀγγλικὸν ρώμι, καὶ μὲ ὀλίγας δόσεις ἐγίνετο κανεὶς «ζούνα»*.
Τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδιόν του εἶχε φέρει διὰ τῆς λέμβου του κ᾽ ἕνα νεωστὶ διορισθέντα «βαρδιάνον». Ἕκαστον πλοῖον τιθέμενον ὑπὸ κάθαρσιν ἦτο ὑπόχρεων νὰ προσλάβῃ ἕνα βαρδιάνον, ἤτοι φύλακα. Ἐὰν τὸ πλοῖον ἦτο μεγαλύτερον, ἔπαιρνε καὶ δύο τοιούτους φύλακας. Οἱ βαρδιάνοι οὗτοι ἦσαν γηραιοὶ ναῦται ἢ ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ τόπου πτωχοί, οἵτινες, χάριν μικροῦ μισθοῦ, ἐδέχοντο νὰ «σπορκαρισθοῦν», ἤτοι νὰ τεθῶσιν ὑπὸ κάθαρσιν, ὅπως ἐπιβλέπωσι τὴν ἀκριβῆ τήρησιν τῆς καθάρσεως ἐπὶ τῶν πλοίων. Ὁ πλοίαρχος τοῦ καθαριζομένου πλοίου ἦτο ὑπόχρεως νὰ δίδῃ αὐτοῖς μισθὸν καὶ τροφήν. Πλείονας τῶν πενῆντα τοιούτους βαρδιάνους εἶχον κουβαλήσει ἤδη ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι καὶ οἱ ἄλλοι βαρκάρηδες. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εἶχε φέρει σήμερον ὁ Ἀλέξης ἦτο μικρόσωμος καὶ στρογγύλος τὸν κορμόν, καὶ σπανός. Ἐφόρει πλατεῖαν βράκαν, καὶ ἐπὶ τῆς βράκας μέγα ταμπάρον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει, ὡς ἔλεγε, διὰ νὰ μὴ κρυώνῃ τὴν νύκτα εἰς τὴν κουβέρταν* τοῦ καραβιοῦ, ὅπου θὰ ἐκοιμᾶτο, καὶ ἦτο ζαρωμένος τὸ πρόσωπον. Ἐκαλεῖτο, καθὼς ἐγράφη εἰς τὰ βιβλία τοῦ ὑγειονομείου, μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐπερίμενε τὴν τελευταίαν βαρκαδιὰ τοῦ Ἀλέξη εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀκτῆς τοῦ Ἁγίου Φλώρου. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὁ λεμβοῦχος, ὅστις εἶχε σπορκαρισθῆ ἀκουσίως, ὡς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ τοῦ παρόντος διηγήματος, εἶχεν εὕρει δουλειάν, κ᾽ ἐξετέλει χρέη βαρκάρη ἐντὸς τῆς νήσου, μεταξὺ τῶν ἄλλων σπορκαρισμένων. Παρελάμβανε τὸ μεγαλύτερον μέρος τῶν ἐμπορευμάτων, τῶν κομιζομένων ἡμερησίως ἀπὸ τὴν ἀκτὴν τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὸν ἄλλον κάβον, παρὰ τὸν Λαλαριᾶν, ὅπου ἦσαν τὰ παραπήγματα.
Εἶχε νυκτώσει ἤδη, καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος μετέφερεν ἐν σπουδῇ τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου τὰ ἀπέθετε ταχέως τὸ Παποράκι, εἰς τὴν λέμβον τὴν ἰδικήν του. Ἰδὼν δὲ αἰφνιδίως εἰς τὸ λυκόφως τὸν βραχύσωμον γέροντα, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὴν φελούκαν τοῦ Ἀλέξη:
― Μπά! αὐτὸς πάλιν ποιὸς εἶναι; εἶπεν.
Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἀπήντησε μακρόθεν, ἐνῷ ἔφευγε, μὲ κωμικὴν καὶ πλαστὴν φωνήν:
― Αὐτὸς εἶναι ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης.
Ὁ Μπρίκος ἀνεσκίρτησε, τὸ μὲν ἐκ φόβου, τὸ δὲ ἐκ δυσπιστίας καὶ ἀπορίας.
―Ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης εἶναι πεθαμένος τώρα ἀπὸ δῶ καὶ δυὸ χρόνια, εἶπεν.
Ἐκεῖνος περὶ οὗ ἐγίνετο ἡ φιλονικία αὕτη ἔφερε τὸν δάκτυλον εἰς τὸ στόμα καὶ ἐπέβαλε σιωπὴν εἰς τὸν Μπρίκον τὸν βαρκάρην.
― Χαιρετίσματα ἀπὸ τὴ γυναῖκά σου, τὴ Γαρουφαλιά, Γιάννη, τοῦ εἶπε.
― Μπά!… τίνος φωνὴ εἶναι αὐτή; εἶπεν ὁ Μπρίκος.
Καὶ ἐκτύπα τὸ μέτωπόν του διὰ νὰ ἐνθυμηθῇ.
― Ἡσύχασε τώρα, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ πῶ τί τρέχει, εἶπεν ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐκάλουν μπαρμπα-Σταμάτην Γυρατσίνην… Ἀλλὰ πρῶτα, ἤθελα νὰ σ᾽ ἐρωτήσω κ᾽ ἐκρατήθηκα ὣς τώρα, μὴ ξέρῃς τί γίνεται ὁ Σταῦρος τοῦ Γιαλῆ, ὁ γυιὸς τῆς Σκεύως;
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος διὰ μιᾶς ἀνεγνώρισε τὸ λαλοῦν πρόσωπον.
―Ἄ! σὺ εἶσαι, εἶπε… καὶ πῶς αὐτό;
― Σιώπα τώρα… καὶ θὰ σοῦ πῶ… Πές μου τί γίνεται ὁ Σταῦρος..
―Ὁ Σταῦρος… εἶπαν πὼς… ἦτον ἄρρωστος… ποιὸς ξέρει… ἐτραύλισεν ὁ Γιάννης· ἐδῶ, ὅπως καταντήσαμε, ποιὸς ἐρωτᾷ γιὰ τὸν ἄλλον, ἂν ζῇ ἢ ἂν ἀπέθανε;
Τὸ πρόσωπον τὸ παρουσιαζόμενον ὡς βαρδιάνος, ἔρρηξε σπαρακτικὴν κραυγὴν ἀπελπισίας καὶ συνῆψεν ἐν ἀγωνίᾳ τὰς χεῖρας.
―Ὁ Σταῦρος πέθανε! εἶπεν.
Ὁ Γιάννης ἀνένευσεν.
―Ὄχι, δὲν εἶπα τέτοιο πρᾶμα, εἶπε· σοῦ λέω τὴν ἀλήθεια… Τί, θέλεις νὰ σὲ περιγελῶ; Δὲ ξέρω ποῦ εἶναι καὶ τί γίνεται.
Ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης ἡσύχασεν ἐν μέρει. Εἶτα αὐτὸς καὶ ὁ Γιάννης, ἀφοῦ εἶχαν μεταφερθῆ τὰ πράγματα εἰς τὴν βάρκαν, ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὴν φελούκαν τοῦ Μπρίκου, καὶ ἀπεχαιρέτισαν μακρόθεν τὸν Ἀλέξην τὸ Παποράκι. Ὁ Γιάννης ἔλαβε τὰ κωπία, κ᾽ ἐξεκίνησαν.
* * *
Ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν ἡ θεια-Σκεύω, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας, ἤκουσε τὸ δυσοίωνον ἄγγελμα, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστειλεν ἐν τῇ ἀώρῳ καὶ ἀσυνειδήτῳ σκληρότητί του ἓν παιδίον ἀπὸ μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ ἀπὸ χολέρα…», ἡ Σκεύω δὲν ἤκουσε πλέον ἄλλην φωνὴν ἢ αὐτὴν καὶ μόνην, τὴν ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ἐνδόμυχά της, καὶ χαραχθεῖσαν μὲ πυρίνους χαρακτῆρας ἐπὶ τῆς μητρικῆς καρδίας· καὶ δὲν ἔζησε πλέον ἄλλην ζωήν, ἢ τὴν συνεχομένην μὲ τὴν ζωὴν καὶ μὲ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἀντανακλωμένην ἀπὸ τὴν κινδυνεύουσαν ὕπαρξιν ἐκείνου.
Ἐπανῆλθεν, ἡ ἔρημη, εἰς τὸ σπιτάκι της. Πῶς ηὗρε τὸν δρόμον; Ποῦ ἐπάτησεν; Ἀπὸ ποῦ ἐπέρασε; ― Ποῖος ἐνθυμεῖτο; Ἤνοιξε τὴν θύραν της. Πῶς ἠμπόρεσε νὰ γυρίσῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν κλειδότρυπαν; Εἰσῆλθε. Πῶς δὲν ἔπεσεν εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου;
Ἐγονάτισεν ἐμπρὸς εἰς τὴν Παναγίτσαν της, τὴν μικρὰν ἀσημωμένην Παναγίτσαν, τὴν ἴσην μὲ τὸ τρυφερὸν καὶ λευκὸν μέτωπον τριετιζούσης ἀθῴας κόρης. Ἐγονάτισεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἁι-Νικόλα της, ἐκεῖνον ὅστις ὑπῆρξε συνταξιδιώτης τοῦ ἀνδρός της εἰς τὰ ταξίδια, συγκολυμβητὴς καὶ σωτὴρ εἰς τὰ ναυάγια. Ἐκράτησε τὸ μέτωπόν της μὲ τὰς δύο χεῖρας διὰ νὰ μὴν ἐκραγῇ, τοὺς κροτάφους της διὰ νὰ μὴ ραγισθοῦν, τὴν καρδίαν της διὰ νὰ μὴ σταματήσῃ. Ἐδοκίμασε νὰ κάμῃ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἡ χείρ της ἡ δεξιὰ ἦτο μολυβδίνη. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», καὶ ἡ γλῶσσά της δὲν ἐγύριζε, καὶ τὰ χείλη της δὲν ἐκινοῦντο, μόνον ἡ ἔννοια τῆς προσευχῆς ἐσχηματίζετο εὐτυχῶς εἰς τὸν νοῦν της. Εἶτα ἀφῆκεν αἴφνης μίαν κραυγήν, καὶ ἤρχισαν νὰ τρέχωσι ποταμὸς τὰ δάκρυά της. Τότε ᾐσθάνθη ἀνακούφισιν καὶ συνέλαβε μικρὰν ἐλπίδα.
Προσηυχήθη ἐπὶ μακρὸν διὰ τὸ παιδί της ― διότι φεῦ! δὲν ἀμφέβαλλεν ὅτι ἡ κλήρα* τῆς εἶχεν εἴπει τὴν ἀλήθειαν, καὶ οὐδ᾽ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ζητήσῃ ἐπιβεβαίωσιν τῆς εἰδήσεως.
Ἔμεινεν ἐπὶ ὥρας γονατιστή, καὶ ὅταν ἐπῆλθεν ὁ κάματος, καὶ ἐξηπλώθη αὐθορμήτως ἐπὶ τοῦ μικροῦ ἐστρωμένου χαμηλοῦ σοφᾶ* της, τότε συνέλαβε μίαν ἀπόφασιν καὶ εἶπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα θὰ πάω. Βαρδιάνος στὰ σπόρκα!»
* * *
Ἐξημέρωσεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν. Ἡ θεια-Σκεύω ἐπῆγε νὰ ἐνταμώσῃ τὴν θυγατέρα της τὴν ἄκληρην, ἥτις εἶχε τὴν οἰκίαν της εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τοῦ χωρίου. Ἡ γυνὴ αὕτη εἶχεν ἕνα ἀνδράδελφον ὅστις ἦτο φύλαξ τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Τώρα, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἦτο μόνον ἐπὶ ψιλῷ ὀνόματι, πράγματι δὲ διέτριβεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἦτο ὑπηρέτης τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Διότι ἐκτάκτως διὰ τὴν περίστασιν, εἶχε διορισθῆ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου ὁ κ. Ρώνυμος, ἄνθρωπος ἀπὸ ἱστορικὴν οἰκογένειαν, ὡς ἐλέγετο.
Ἡ θεια-Σκεύω δὲν εἶπε τίποτε εἰς τὴν θυγατέρα της, εἰμὴ μόνον ὅτι ἔμαθεν ὅτι εἶχεν ἔλθει ὁ Σταῦρος καὶ ὅτι ἦτο εἰς τὴν καραντίναν. Τῆς εἶπαν μάλιστα ὅτι ἦτο ὀλίγον ἄρρωστος, ἀλλὰ δὲν εἶχε φόβον. Ἡ κόρη της ἡ ἄκληρη δὲν ἔδειξε μεγάλην συγκίνησιν ἅμα ἤκουσε τὸ ἄγγελμα τοῦτο. Αὐτὴ εἶχε καταδαπανηθῆ σωματικῶς καὶ χρηματικῶς ὅλη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, εἰς ἰατρικὰ καὶ βότανα, προσπαθοῦσα ν᾽ ἀποκτήσῃ κληρονόμον. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα μετρίως τὴν ἐνδιέφερον. Ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὴν μητέρα της ὅτι τὸ τελευταῖον βότανον, τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε δώσει ὁ ἐμπειρικὸς τῆς γειτονιᾶς, τῆς ἔφερε κακὰ συμπτώματα. Ἡ Σκεύω τὴν ἐσυμβούλευσε δι᾽ ἑκατοστὴν φορὰν νὰ εἶναι προσεκτική, νὰ φυλάγεται ἀπὸ φάρμακα, καὶ νὰ ἔχῃ πεποίθησιν ὅτι, μόνον ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θ᾽ ἀποκτήσῃ κληρονόμον.
Εἶτα ἡ γραῖα ἐζήτησε νὰ ἐνταμώσῃ τὸν ἀνδράδελφον τῆς κόρης της, ἐπὶ προφάσει ὅτι ἤθελε νὰ λάβῃ πληροφορίας διὰ τὸν Σταῦρον, καὶ νὰ τοῦ ζητήσῃ νὰ τὴν εὐκολύνῃ, ἂν ἤθελε νὰ τοῦ στείλῃ κάτι τι εἰς τὴν καραντίναν. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἔστειλε πτωχήν τινα, ἥτις ἔζη ἐκτελοῦσα διαφόρους ὑπηρεσίας εἰς τὰ σπίτια τῆς γειτονιᾶς, εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ ἀνδραδέλφου της. Ὁ φύλαξ τῆς ἐπιστασίας, ὅστις διήρχετο ὥρας τινὰς καθ᾽ ἑκάστην μαγειρεύων εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἐπιστάτου, καὶ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἡμέρας ἐδαπάνα εἰς τὸ ἀπέναντι καπηλεῖον ὅπου κατήρχετο διὰ νὰ ψωνίσῃ, δὲν ἦτο ἄνθρωπος δυσεύρετος. Ἀκριβῶς τὴν ὀγδόην ὥραν τῆς πρωίας, ὅταν ἔφθασεν ἡ ἀπεσταλμένη τῆς νύμφης του, ὁ μπαρμπα-Νίκας εὑρίσκετο εἰς τὴν τρίτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὸ καπηλεῖον. Εἶχε κατέλθει ἅπαξ, λίαν πρωί, διὰ ν᾽ ἀγοράσῃ κάρβουνα. Ὁ μικρὸς παντοπώλης τοῦ ἐζύγισε μίαν ὀκὰν κάρβουνα. Ὁ μπαρμπα-Νίκας διέταξε ἐν τῷ μεταξὺ νὰ τοῦ βάλῃ τὸ σύνηθες πρωινόν του ρώμι. Ὁ κάπηλος τοῦ ἔβαλε τὸ ρώμι. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸ ἔπιε, καὶ συγχρόνως ἤναψε τὸ σιγάρον του. Εἶτα τὸν διέταξε νὰ τοῦ βάλῃ ἓν δεύτερον ρώμι, «τὸ ταχτικό του». Ὁ κάπηλος τοῦ ἔβαλεν. Ὁ φύλαξ τῆς ἐπιστασίας τὸ ἔπιεν, ἔλαβε τὸ δοχεῖον μὲ τὰ κάρβουνα, ἀνῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ προϊσταμένου του, ἤναψε φωτιάν, διὰ νὰ ψήσῃ τὸν πρωινὸν καφὲν τοῦ προϊσταμένου του. Εἶτα κατῆλθεν εἰς τὸ μικρὸν παντοπωλεῖον διὰ νὰ ἀγοράσῃ ζάχαριν. Ὁ μικροκάπηλος τοῦ ἔβαλε τὴ ζάχαριν. Εἶτα ὁ μπαρμπα-Νίκας εἶπε: «Γιά, βάλε μου ἀκόμη ἕνα ρώμι». Ὁ κάπηλος τοῦ ἔβαλε τὸ ρώμι. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸ ἔπιεν, εἶτα ἔστριψε τὸ σιγάρον του, καὶ διέταξεν ἀκόμη ἓν ρώμι. «Αὐτὸ θὰ τραβήξω ἀκόμη, εἶπεν· εἶναι γιατρικό». Τὸ ἔπιε, καὶ εἶπεν εἰς τὸν κάπηλον νὰ περάσῃ τὰ τέσσαρα ρώμια εἰς τὰ ὀψώνια τοῦ προϊσταμένου του.
Μετὰ μίαν ὥραν, ὁ προϊστάμενος ἐνίφθη, ἐνεδύθη, ἐκάπνισε τέσσαρα τσιγάρα, τοῦ ἐπέρασε τὸ μαχμουρλίκι, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸ καφενεῖον διὰ νὰ πίῃ τὸν δεύτερον καφέν. Μόλις ὁ προϊστάμενος ἔκαμψε τὴν πρώτην γωνίαν τοῦ παραθαλασσίου δρόμου, καὶ ὁ μπαρμπα-Νίκας ἔδειξε τὴν κόκκινην μούρην του, μὲ τοὺς μεγάλους μύστακας καὶ τὸν μεγάλον κοῦκον τὸν ὁποῖον ἐφόρει, ὑπεράνω τοῦ πτερυγίου τοῦ ἐξώστου. Κατέβη εἰς τὸ μικρὸν καπηλεῖον διὰ νὰ ὀψωνίσῃ διὰ τὸ μεσημβρινὸν γεῦμα τοῦ προϊσταμένου του. Εἶπεν εἰς τὸν κάπηλον νὰ τοῦ βάλῃ λάδι καὶ βούτυρον καὶ ρύζι. Ὁ κάπηλος τοῦ τὰ ἡτοίμασεν. Ὁ μπαρμπα-Νίκας διέταξε νὰ τοῦ βάλῃ ἕνα ρώμι, «τὸ δυναμωτικό του», καὶ ὁ κάπηλος τοῦ τὸ ἔβαλε. Εἶτα ἐστρώθη εἰς τὸ καπηλεῖον, ἐκάπνισεν ἀργὰ τὸ τσιγάρον του, καὶ διέταξε νὰ τοῦ βάλῃ «τὸ οὔλτιμο*». Ὁ κάπηλος τοῦ τὸ ἔβαλεν. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸ ἐρρόφησε. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασεν ἡ γυνὴ τὴν ὁποίαν εἶχε στείλει ἡ νύμφη του, ἡ θυγάτηρ τῆς Σκεύως. Ἡ γυνὴ τὸν ἐκάλεσεν ἔξω τῆς θύρας καὶ τοῦ ὡμίλησεν:
―Ἐγὼ δὲν ἀδειάζω οὔτε ἴσα μὲ τὸ καπηλειὸ νὰ κατεβῶ, ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Νίκας· πὲς τῆς συμπεθέρας πολλὰ χαιρετίσματα, ἂν ἀγαπᾷ, ἂς κοπιάσῃ ἐκείνη νὰ μοῦ πῇ τί θέλει· γιατὶ ἐγὼ μαγειρεύω τοῦ ἀφεντικοῦ, καὶ δὲν ἀδειάζω οὔτε στὸ καπηλειὸ νὰ κατεβῶ, νὰ πιῶ κ᾽ ἐγὼ ἕνα ρούμι.
Ἡ γυνὴ ἀπῆλθεν.
Ὁ μπαρμπα-Νίκας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ καπηλεῖον καὶ διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοῦ βάλῃ «τὸ κόντρα οὔλτιμο»*. Τὸ ἔπιεν, εἶπεν εἰς τὸν κάπηλον νὰ περάσῃ τὰ τρία ρούμια εἰς τὰ ὀψώνια τοῦ ἀφεντικοῦ, καὶ λαβὼν τὰ ὀψώνια ἀνῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν.
* * *
Ἀποτέλεσμα τῆς συνεντεύξεως τῆς Σκεύως καὶ τοῦ Νίκα, ἥτις συνέβη ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας τοῦ ἐπιστάτου, ἦτο ὅτι ὁ μπαρμπα-Νίκας συνεκινήθη μέχρι δακρύων εἰς τὴν ἀπίστευτον ἀνακοίνωσιν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμεν ἡ γραῖα συμπεθέρα του. Ὁ μπαρμπα-Νίκας ἦτο ἀγαθὸς τὰ ἄλλα ἄνθρωπος, καὶ ἓν μόνον ἐλάττωμα εἶχεν ὅτι, ἐνῷ ὁ προϊστάμενος τοῦ εἶχεν ἄδειαν νὰ περνᾷ μόνον τρία ἢ τέσσαρα τὸ πολὺ ρώμια τὴν ἡμέραν εἰς τὸν λογαριασμὸν τῶν ὀψωνίων τοῦ ἐπιστάτου, αὐτὸς ἐπέρνα συνήθως τὸ διπλάσιον, ἐνίοτε καὶ παραπάνω.
Ὁ μπαρμπα-Νίκας διεμαρτυρήθη ἀσθενῶς κατὰ τοῦ παραδόξου σχεδίου τῆς Σκεύως, εἶτα ἐνέδωκεν, ὑπεσχέθη τὴν ἐγκάρδιον συνδρομήν του καὶ τὴν ἀπέπεμψε.
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῆς Σκεύως, ὁ μπαρμπα-Νίκας, στενοχωρημένος, κατέβη εἰς τὸ καπηλεῖον, σπογγίζων τοὺς ὑγροὺς ὀφθαλμούς του, ἤναψεν ἓν τσιγάρον, καὶ διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοῦ βάλῃ «τὸ πρίμο σεγκόντο»*.
Τὴν μεσημβρίαν, ὅταν ἔφθασεν ὁ ἐπιστάτης ἀπὸ τὸ καφενεῖον, ὅπου εἶχε παίξει τρεῖς ρωσικὲς πρέφες καὶ δύο πικέτα, καὶ εἶχε συζητήσει ἐπὶ δύο ὥρας πολιτικά, ὁ μπαρμπα-Νίκας, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ εἶναι συγκεκινημένος ἀκόμη ἀπὸ τὴν μετὰ τῆς Σκεύως συνέντευξιν, καὶ ὅστις δὲν εἶχε καταβῆ πλέον εἰς τὸ καπηλεῖον, ἀφότου ἔπιε τὸ «πρίμο σεγκόντο», ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὸν προϊστάμενόν του, τὸν ὑπηρέτησε μὲ ἔκτακτον προθυμίαν καὶ περιποίησιν, τὸν ἀφῆκε νὰ φάγῃ, καὶ εἰς τὰ ἐπιδόρπια, ἀφοῦ ὁ κ. Ρώνυμος ἔφαγε τρία τεμάχια ἐκλεκτοῦ ροδακίνου καὶ ἔπιε δύο ποτήρια εὐώδους μοσχάτου, ὁ μπαρμπα-Νίκας ἔφερε τρεῖς γῦρες περὶ τὴν τράπεζαν, καὶ εἶτα ἤρχισε νὰ προοιμιάζεται εἰς τὸν προϊστάμενόν του διὰ μίαν μικρὰν ὑπόθεσιν.
Αὐτὸς ἀπαιτήσεις πολλὰς δὲν εἶχε. Δὲν ἦτον ὡσὰν μερικοὺς ἄλλους ὁποὺ δὲν ἀφήνουν ἡσύχους τοὺς προστάτας των, μὲ τὰς ἀτελειώτους ἀπαιτήσεις, τὰς ὁποίας παρουσιάζουν. Περιπλέον ἤξευρε νὰ γνωρίζῃ χάριν εἰς τὸν εὐεργέτην του. Δὲν ὡμοίαζε μὲ ἄλλους, ὁποὺ γίνονται γῆ νὰ τοὺς πατήσῃς ἐνόσῳ ἔχουν τὴν ἀνάγκην σου, κ᾽ ὕστερα, ὅταν τοὺς παρακαλέσῃς γιὰ ἀσπροῦ* πρᾶμα, «ποῦ σ᾽ εἶδα, ποῦ σὲ ξέρω». Αὐτὸς ἤξευρε νὰ διατηρῇ τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν καλοθελητήν του ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς του. Ἕνας πτωχὸς συγγενής του τοῦ εἶχε φορτωθῆ ― μὰ εἶναι ἀλήθεια καὶ ἀξιολύπητος― ὁ μπαρμπα-Σταμούλης ὁ Καρδαράκης, ἔτσι τὸν λένε. Ἠμπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ δύσκολο αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, μὰ εἰς αὐτόν, ἀλήθεια, φαίνεται μεγάλο πρᾶμα. Γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι τὸν κύριον ἐπιστάτην τὸν παραφορτώνονται πολλοί, μὲ πολλὰς καὶ μεγάλας ἀπαιτήσεις. Ἂς εἶναι. Λαμβάνει κι αὐτὸς τὸ θάρρος νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ τοῦ κάμῃ τὴν χάριν νὰ τὸν βάλῃ αὐτὸν τὸν συγγενῆ του, τὸν Σταμούλην Καρδαράκην, βαρδιάνον εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ καράβια ποὺ εἶναι στὴν καραντίνα, καὶ ποὺ ἔρχονται καθημερινῶς. Θὰ τὸ γνωρίζῃ μεγάλην χάριν τοῦ κὺρ ἐπιστάτη. Ἠμπορεῖ μάλιστα, ἂν δὲν ὑπάρχῃ κατὰ τὸ παρὸν ἄλλη θέσις, νὰ τὸν συστήσῃ νὰ μβῇ βαρδιάνος, νὰ τὸν βάλῃ βαρδιάνον, εἰς αὐτὸ τὸ μεγάλο καράβι ποὺ ἦρθε χθές, ποὺ εἶναι καὶ ντόπιοι ἄρρωστοι ἀπὸ χολέρα, καθὼς λέγουν, ἕνας Σταῦρος τοῦ Γιαλῆ, γυιὸς τῆς Σκεύως, ὁ λοστρόμος τοῦ καραβιοῦ καὶ ἄλλοι, ἀπάνω εἰς τὸ καράβι. Ἠμπορεῖ ὁ κύριος ἐπιστάτης, ἐκ συμφώνου μὲ τὸν λιμενάρχην καὶ μὲ τὸν ὑγειονόμον, νὰ ὑποχρεώσουν τὸν πλοίαρχον αὐτοῦ τοῦ καραβιοῦ νὰ πάρῃ καὶ δεύτερον βαρδιάνον, σιμὰ εἰς τὸν πρῶτον ποὺ πῆρε, ὡς μεγάλο παρτίδο* ποὺ εἶναι. Καὶ ἄλλα καράβια ἐπῆραν βαρδιάνους διπλοῦς. Καὶ ἂν δὲν γίνεται πάλιν εἰς τὸ ἴδιο καράβι, νὰ πάῃ δεύτερος, ἂς πάῃ σ᾽ ἕνα ἄλλο καράβι, ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ἦρθαν καὶ ἔρχονται καθημερινῶς. Αὐτὸ ἤθελε νὰ παρακαλέσῃ τὸν κύριον ἐπιστάτην. Αὐτὸς δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ποτέ. Μὰ αὐτὸς ὁ συγγενής του, ἐκεῖνος τοῦ ἐπαραφορτώθη. Τὸ σωστὸν εἶναι ὅτι εἶναι πτωχὸς ἄνθρωπος καὶ εἶναι ἀξιολύπητος. Σταμούλη Καρδαράκη, ἔτσι τὸν λένε.
Ὁ κ. Ρώνυμος, ἀνακεκλιμένος ἐπὶ τοῦ καναπέ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἤκουε τὸν ὑπάλληλόν του καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἐρρέμβαζεν ἢ ἐκοιμᾶτο. Τέλος τοῦ ἀπήντησε:
― Πῶς μπόρεσες νὰ πῇς τόσα πολλὰ λόγια διὰ τόσον μικρὰν ὑπόθεσιν, μπαρμπα-Νίκα;…Ἐσὺ ἄλλοτε δὲν συνηθίζεις νὰ λὲς τόσα πολλὰ λόγια…
―Ἀλήθεια, ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Νίκας… μὰ κ᾽ ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα σκοπό… Αὐτὸς ὁ συμπέθερός μου, ὁ Σταμούλης ὁ Καρδαράκης…
―Ἂς εἶναι, ὑπέλαβεν ὁ ἐπιστάτης. Φέρε τον τὸ βράδυ εἰς τὸ λιμεναρχεῖον, καὶ θὰ ἰδοῦμε…
Ὁ μπαρμπα-Νίκας εὐχαρίστησε κ᾽ ἐξῆλθε.
* * *
Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, ἥτις ἦτο ἡ 17 Αὐγούστου, βραχύσωμον γερόντιον παρουσιάσθη ἐνώπιον τοῦ κὺρ ὑγειονόμου, τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, καὶ τοῦ λιμενάρχου οἵτινες εἶχον συνέλθει εἰς συμβούλιον ἐν τῷ λιμεναρχείῳ. Εἰς τὸν προθάλαμον εὑρίσκοντο πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι γηραιοί, πρῴην ναῦται, οἵτινες ἐπερίμεναν νὰ μάθωσιν ἂν ἔγινε δεκτὴ ἡ προσφορά των. Ἦσαν ὅλοι ὑποψήφιοι φύλακες τῶν ὑπὸ κάθαρσιν πλοίων, βαρδιάνοι. Δὲν ἐβράδυναν δὲ νὰ μάθωσιν ὅτι ἦσαν δεκτοί.
Τὸ γερόντιον, περὶ οὗ 〈ὁ〉 λόγος, ἐφαίνετο προστατευόμενον ἀπὸ τὸν φύλακα τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, τὸν μπαρμπα-Νίκαν, ὅστις, χωρὶς νὰ παρίσταται συνεχῶς, χωρὶς νὰ φαίνεται συνοδεύων, εἰσήρχετο, ἐξήρχετο, ἐπλησίαζεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου ὅπου συνεδρίαζον οἱ τρεῖς δημόσιοι λειτουργοί, ἔβαινε πλησίον τοῦ γεροντίου, ἔκυπτεν εἰς τὸ οὖς αὐτοῦ, ἔλεγε δύο λέξεις καὶ ἀπεσύρετο.
Τέλος ἐδόθη διαταγὴ νὰ εἰσαχθῶσιν οἱ περιμένοντες. Οἱ ἓξ γέροντες πρῴην ναυτικοὶ ἐπλησίασαν ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον εἰς τὴν θύραν τοῦ ἰδιαιτέρου γραφείου, ἔβγαλαν τοὺς κούκους των, τὰ κασκέτα, ἢ τὰ χονδρὰ σκιάδιά των, εἶπεν ἕκαστος τὸ ὄνομά του, ἐνεγράφη εἰς τὸ βιβλίον τῶν ὑπὸ κάθαρσιν πλοίων καθὼς καὶ εἰς τὸ ἰδιαίτερον βιβλίον τῶν φυλάκων τῆς καθάρσεως, ἔλαβε μικρὰν προκαταβολὴν ἀπέναντι τοῦ μισθοῦ ὃν θὰ ἐλάμβανε ὡς βαρδιάνος, καὶ ἀπεσύρθη. Τελευταῖος ἐδόθη διαταγὴ νὰ εἰσαχθῇ ὁ μικρὸς γέρων, τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ὅτι ἐπροστάτευεν ὀ μπαρμπα-Νίκας.
Τὸ γερόντιον εἶχε ρυτίδας εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἦτο σπανόν. Ἐφόρει πλατεῖαν βράκαν, γελέκον καὶ τσάκαν* ἀπὸ ξεθωριασμένον βελοῦδον. Ἐφαίνετο ὡς ζῶν ἀναχρονισμὸς μεταξὺ τῶν ἄλλων ναυτικῶν, οἵτινες ἐφόρουν συνήθως τὰς καθημερινὰς στενὰ ἀμπαδίτικα. Ἐσηκώθη μετὰ διστακτικοῦ βήματος, καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ἐσωτερικοῦ γραφείου. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸν συνώδευεν ἐγγὺς ἐκ τῶν ὄπισθεν.
― Ποιὸς εἶν᾽ αὐτὸς πάλι; εἶπεν ὁ λιμενάρχης μὲ δύσπιστον βλέμμα. Πρώτην φορὰν τὸν βλέπω. Δὲν μοῦ φαίνεται γιὰ θαλασσινός.
―Ἄ! ἐσὺ εἶσαι, μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη! ἀνέκραξεν ὁ ὑγειονόμος, ἅμα ἰδὼν τὸ γερόντιον.
―Ἐγὼ εἶμαι, κὺρ ὑγειονόμε, ἀπήντησε μετ᾽ ἀποφάσεως τὸ γερόντιον.
― Δὲν μοῦ τὸν εἶπες Σταμάτη Γυρατσίνη, μπαρμπα-Νίκα, εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν ὑπάλληλόν του ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Κάπως ἀλλοιῶς μοῦ τὸν εἶπες.
― Ναί…ναί… Σταμάτης Γυρατσίνης ἤθελα νὰ πῶ, κύριε ἐπιστάτη, εἶπε τραυλίζων ὁ μπαρμπα-Νίκας· δὲ θυμούμουν καλὰ τὸ ὄνομα.
Ὁ ἐπιστάτης ἐπαραξενεύθη.
― Τί συγγενής σου εἶναι αὐτός, ὁποὺ δὲ θυμᾶσαι τὸ ὄνομά του; εἶπε μετὰ μικροῦ καγχασμοῦ.
Ὁ μπαρμπα-Νίκας ἤρχισε νὰ ξύῃ ἐν ἀμηχανίᾳ τὸ κρανίον του. Εἶχε κοιμηθῇ δύο ὥρας μετὰ τὸ δειλινόν, καὶ ὅταν ἐσηκώθη, εἶχε πίει μόνον ἕνα ρώμι. Ἦτο σχετικῶς νηφάλιος.
Αἴφνης τὸ βλέμμα του ἔλαμψεν ἐκ νοημοσύνης. Ἔσκυψε πρὸς τὸν ἐπιστάτην καὶ τοῦ εἶπε:
― Τὸν λένε καὶ Καρδαράκη… μὰ αὐτὸ εἶναι παρατσούκλι, καὶ δὲν τὸ δέχεται ὁ ἴδιος… τὸ καθ᾽ αὑτὸ ὄνομά του εἶναι Σταμάτης Γυρατσίνης.
―Ἄ! ἔκαμεν ὁ ἐπιστάτης, ὅστις ἐπείσθη ἐντελῶς.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ὑγειονόμος ἀπηύθυνεν ἐκ νέου τὸν λόγον πρὸς τὸν μικρόσωμον γέροντα:
― Καὶ τί γίνεσαι, Γυρατσίνη;… Γεράσαμε, μπαρμπα-Σταμάτη, γεράσαμε…
― Γεράσαμε, κύριε ὑγειονόμε, ἐτραύλισε τὸ γερόντιον.
Ὁ ὑγειονόμος ἦτο ἀγαθὸς γέρων, ὑπερεβδομηκοντούτης, πρῴην συνταξιοῦχος, καὶ τώρα εἶχεν ἐπανέλθει ἐκτάκτως εἰς τὴν ὑπηρεσίαν, ἕνεκα τῆς περιστάσεως. Τὰ χωριστὰ ὑγειονομεῖα εἶχον καταργηθῆ χάριν οἰκονομίας, σχεδὸν πανταχοῦ τοῦ Κράτους, συγχωνευθέντα ἀλλαχοῦ μὲ τὰς λιμενικὰς καὶ ἀλλαχοῦ μὲ τὰς τελωνειακὰς ἀρχάς. Ἕνεκα τῆς χολέρας, οὐ μόνον διωρίσθη ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, ἀλλ᾽ ἀνεσυστήθη καὶ τὸ ὑγειονομεῖον τοῦ τόπου, καὶ διωρίσθη ἔκτακτος ὑγειονόμος, ἄλλος παρὰ τὸν ὑγειονομικὸν ἰατρόν, ὁ τέως συνταξιοῦχος, λαμβάνων τὴν σύνταξίν του καὶ μικρὸν ἐπιμίσθιον.
Ἐπὶ Ὄθωνος, καὶ πρὶν ἀκόμη, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυβερνήτου, εἶχε διατελέσει ὁ ἴδιος ὑγειονόμος εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, ἐντελῶς ἀμετάθετος σχεδόν, ἐπὶ τριακονταετίαν. Ἐγνώριζεν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς πολίχνης, καὶ μάλιστα τοὺς ὁμήλικας μὲ αὐτόν· μόνον ὅτι δὲν ἐνθυμεῖτο πλέον τίνες ἔζων ἀκόμη καὶ τίνες εἶχον ἀποθάνει. Εἰς τὰ χάσματα ταῦτα τῆς μνήμης συνετέλεσαν καὶ αἱ μακραὶ διατριβαὶ τὰς ὁποίας εἶχε κάμει ἐσχάτως εἰς τὰς Ἀθήνας, χάριν τῆς συντάξεώς του καὶ τοῦ βαθμοῦ του. Διότι πρὸς τοῖς ἄλλοις ἦτο ὑπολοχαγὸς τῆς φάλαγγος τῶν Ἀγωνιστῶν. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦτο γέρων καὶ ἔπασχε τὴν ὅρασιν, ἐξέλαβε τὸν Σταμούλην Καρδαράκην ὡς Σταμάτην Γυρατσίνην. Ὁ τελευταῖος ἦτο ἀποθαμένος πρὸ πολλοῦ, ἀλλ᾽ ὁ γέρων ὑγειονόμος τὸν ἐνόμιζε ζῶντα. Ὁ δὲ Σταμούλης Καρδαράκης εἶχεν, ὡς φαίνεται, συμφέρον νὰ μὴ ἐξαγάγῃ τὸν ὑγειονόμον ἐκ τῆς ἀπάτης· πράγματι, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ὁ μπαρμπα-Νίκας εἶχε συστήσει εἰς τὸν προϊστάμενόν του ὡς Σταμούλην Καρδαράκην, ἐδέχθη τὸ χηρεῦον ὄνομα τὸ δοθὲν αὐτῷ ὑπὸ τοῦ ὑγειονόμου ὡς αἴσιον καὶ ἀπὸ Θεοῦ σταλμένον, καὶ δὲν θὰ τὸ ἤλλαζε μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ κόσμου, οὔτε μὲ τὸ ἰδικόν του. Τὰ λοιπὰ διεξήχθησαν μετὰ σχετικῆς εὐκολίας. Μόνος ὁ λιμενάρχης, γηραιὸς πλωτάρχης τοῦ Β. ναυτικοῦ, ἐφαίνετο ἔχων ὑποψίας. Ἐκοίταζε δυσπίστως τὸ γερόντιον, κ᾽ ἔλεγεν: Αὐτὸς μοιάζει σὰν γριὰ ζαρωμένη. Μετά τινας ἄλλας διατυπώσεις ἐδόθη τὸ χαρτὶ τοῦ διορισμοῦ εἰς τὸν Σταμάτην Γυρατσίνην, ἐνεχειρίσθη αὐτῷ προκαταβολὴ ἐκ δύο ταλλήρων, καὶ ὁ νεωστὶ διορισθεὶς βαρδιάνος διετάχθη νὰ εἶναι εἰς τὴν θέσιν του, ἐντὸς τῆς ἡμέρας τῆς ἐπαύριον.
* * *
Πράγματι ὁ Σταμάτης Γυρατσίνης ἢ Καρδαράκης ἐπεθύμει νὰ φθάσῃ εἰς τὴν καραντίναν «σύνταχα τὸ πρωί», νύκτα ἀκόμη, εἰ δυνατὸν περὶ τὰ χαράγματα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῦτο δὲν ἦτο εὔκολον, καθόσον οἱ λεμβοῦχοι δὲν ἠδύναντο νὰ ἔχωσι τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα θὰ μετέφερον ἕτοιμα, πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, διὰ τοῦτο τὸ μυστηριῶδες ὑποκείμενον ἐκρύβη δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας εἰς τὴν φωλεάν του ἢ εἰς τὴν οἰκίαν του ―διότι δὲν ἠγάπα, φαίνεται, τὸ φῶς― καὶ μόνον τὴν ἑσπέραν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐπεβιβάσθη εἰς τὴν βάρκαν τοῦ Ἀλέξη.
Τὸν Ἀλέξην τὸ Παποράκι τὸν εἶχε συμφωνήσει διὰ τὴν μεταφορὰν τοῦ νεωστὶ διορισθέντος βαρδιάνου εἰς τὴν ἐρημόνησον ὁ πρόθυμος μπαρμπα-Νίκας, ἀφοῦ εἶχε πίει μαζί του δύο «δυναμωτικά», ἕνα «ταχτικό», τὸ «οὔλτιμο», καὶ τὸ «πρίμο σεγκόντο». Μὲ τὴν διπλωματίαν δὲ τῶν φρονίμων ἀνθρώπων, οἵτινες σπεύδουν νὰ ἐκμυστηρευθῶσι καὶ πωλήσωσιν ἐμπιστοσύνην ἐκεῖ ὅπου προβλέπουν ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ ψευτιά, ἀπεφάσισε νὰ διηγηθῇ τὰ πράγματα εἰς τὸν πορθμέα. Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι βεβαίως δὲν θὰ ἐξελάμβανε τὸν Καρδαράκην ὡς Γυρατσίνην· ἀκόμη ὀλιγώτερον ἠδύνατο νὰ ἐκλάβῃ τὴν Σκεύω τὴν Σαβουρόκοφαν ὡς μπαρμπα-Σταμούλην Καρδαράκην, καὶ διὰ τοῦτο ὁ μπαρμπα-Νίκας ἐπροτίμησε νὰ διηγηθῇ ὅλην τὴν ἀλήθειαν εἰς τὸν Ἀλέξην.
Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἔκαμε τὸν σταυρόν του ἀνάποδα, τὸν ἔκαμε μὲ τὸ ζερβὶ τὸ χέρι, καὶ τέλος τὸ ἐχώνευσεν. Ἐπὶ τέλους τί τὸν ἔμελεν αὐτόν; Ἤθελεν ἡ θεια-Σκεύω νὰ ὑπάγῃ βαρδιάνος εἰς τὰ καράβια τὰ σπόρκα, ἂς ἐπήγαινεν. Αὐτὸς θὰ τὴν μετέφερεν εἰς τὴν ἐρημόνησον, θὰ τὴν ἐξεμβαρκάριζεν εἰς τὸν κάβον, καὶ ἂς ἔκαμνε καλά.
Τρέλα γυναικεία ἦτον καὶ αὐτό, καθὼς τόσαι ἄλλαι. Τῆς εἶχε καρφωθῆ εἰς τὸν νοῦν, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἡσυχάσῃ, πρὶν φθάσῃ εἰς τὴν καραντίναν καὶ εὕρῃ τὸν υἱόν της. Εἴδησιν περὶ αὐτοῦ, τί ἐγίνετο, δὲν ἠμπόρεσε νὰ λάβῃ οὔτε ἀπὸ τὸν Ἀλέξην, οὔτε ἀπὸ ἄλλον βαρκάρην, οὔτε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑγειονομικὴν ὑπηρεσίαν διὰ μέσου τοῦ Νίκα.
Αὐτὴ θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὴν καραντίναν, εἰς τὰ καράβια τὰ σπόρκα. Ἂν ἔζη ὁ υἱός της, θὰ τὸν εὕρισκε. Ἂν ἦτον διὰ ζωήν, αὐτὴ θὰ τὸν ὑπηρέτει, αὐτή, καὶ ὄχι ἄλλος θὰ τὸν ἐνοσήλευε. Θὰ ἐβοηθοῦσε τὸ ἔργον τῆς θείας Προνοίας, ἂν ἦτον ἀπὸ Θεοῦ νὰ ζήσῃ. Τὴν χολέραν αὐτὴ δὲν τὴν ἐφοβεῖτο. Εἶχε τὴν προκατάληψιν ὅτι ἦτο ἄτρωτος. Εἶχεν ὑποφέρει ἤδη ἅπαξ ὄχι πολὺ βαρέως ἀπὸ χολέραν, καὶ εἶχε γλυτώσει, νέα ἀκόμη, τῷ 1848, ὅταν ἡ φοβερὰ νόσος ἐνέσκηψεν εἰς τὴν μικρὰν παραθαλάσσιον πολίχνην. Ἐπὶ τέλους, ἂς ἐκολλοῦσε τὴν χολέραν, δὲν τὴν ἔμελεν. Ἂς ἐζοῦσε τὸ παιδάκι της, καὶ ἂς ἀπέθνησκεν αὐτή. Ἂν ἦτο πάλιν διὰ θάνατον, Θεὸς νὰ τὸ φυλάῃ, τὸ παιδί της, τότε θὰ τὸ ἔβλεπε, θ᾽ ἀπέθαινε στὰ χέρια της, δὲν θὰ εἶχε παράπονο. Φθάνει μόνον νὰ τὸν ἐπρόφθανε ζωντανόν, καὶ δὲν θὰ τὸ εἶχε παράπονο. Τέλος ἀπεφάσισε νὰ κάμῃ τὸ παράτολμον τοῦτο διάβημα, καὶ τὰ πράγματα ἤρχοντο εὐνοϊκὰ ἕως τώρα. Ἡ καρδιά της ἦτον ζεστή. Μόνον ἐκρύωσε κάπως, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν ἐρημόνησον, καὶ ηὗρε τὸν Γιάννην τὸν Μπρίκον τὸν γείτονά της. Κατ᾽ ἀρχὰς ἐχάρη ὅταν τὸν εἶδε. Μόνον πόσον ἄτυχα* τῆς ἐφάνη ὅταν ἐκεῖνος δὲν ἤξευρεν, ὡς ἔλεγε, τί γίνεται ὁ υἱός της, ὁ Σταῦρός της. Αὐτὸ δὲν ἦτο καλὸν σημεῖον. Ἢ ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν, καὶ αὐτὸ δὲν ἦτο παρήγορον, οὔτε καθησυχαστικόν, ἢ εἶχεν ἀποθάνει ὁ Σταῦρος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ μαρτυρήσῃ.
* * *
Εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν τριῶν κάβων, ἀπὸ τὸν ἔξω κάβον ἕως τὸν μέσα κάβον τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ ἀπὸ τὸν μέσα κάβον ἕως τὸν Λαλαριᾶν, ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐτραβοῦσε τὰ κωπία, καθήμενος στὰ κάργα*, καὶ ἐλιανοτραγουδοῦσε μέσα του παλαιὰ ναυτικὰ τραγούδια. Δὲν ἠρώτησεν οὔτε μία λέξιν διὰ τὴν γυναῖκά του τὴν Γαρουφαλιά, μετὰ τὰ τυπικὰ χαιρετίσματα, τὰ ὁποῖα τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ἡ θεια-Σκεύω. Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν ὁ κόσμος ὑπέφερε γύρω του ἢ ἀπέθνησκεν, ἂν ἔπασχεν ἐκ χολέρας ἢ ἐκ πείνης ἢ ἐξ ἄλλων δεινῶν. Αὐτὸς ἐτραγουδοῦσε τοὺς παλαιοὺς σκοπούς του.
Ἡ θεια-Σκεύω, διὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἤρχισε νὰ τοῦ διηγῆται πῶς ἡ γυναίκα του εἶχε τρομάξει ἅμα ἔμαθεν ὅτι αὐτὸς εἶχε σπορκαρισθῆ, πῶς ὑπώπτευε καὶ ἐφοβεῖτο μὴ πάθῃ κακόν, καὶ πῶς αὐτή, ἡ Σκεύω, ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν της διὰ νὰ τῆς δώσῃ θάρρος, εἰποῦσα μάλιστα αὐτῇ ὅτι ὁ ἄνδρας της, ὁ Γιάννης, καὶ ὁ Σταῦρος, ὁ υἱὸς αὑτῆς, τῆς Σκεύως, θὰ ἦσαν μαζὶ εἰς τὴν καραντίνα…
― Βέβαια, θὰ ἔβαλε τὲς φωνὲς κ᾽ ἐμάζωξε τὸν κόσμο πάλι! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὅστις ἐνθυμεῖτο ἴσως καὶ ἄλλην παραπλησίαν περίστασιν. Ἦτον ἀνάγκη, κατάλαβες, νὰ φωνάξῃ, γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουν πὼς ὁ ἄνδρας της ἐσπορκαρίστηκε κ᾽ ἔμεινε στὴν καραντίνα. Δὲν πάει νὰ κουρεύεται;
Ἡ θεια-Σκεύω ἐδάγκασε τὴν γλῶσσάν της κ᾽ ἐκοίταξεν ἔμφοβος τὸν πορθμέα. Δὲν εἶχεν ὑπολογίσει ὅτι ἡ διήγησίς της ἦτο πιθανὸν νὰ ἐξοργίσῃ τὸν Γιάννην.
―Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες, κατάλαβες, μὲ συμπαθᾷς νὰ σοῦ πῶ, θεια-Σκεύω, δὲν ἔχετε κουκούτσι μυαλό! Πῶς δὲν ἐμπαρκάρισε κι αὐτὴ νὰ ᾽ρθῇ νὰ μ᾽ εὑρῇ, καθὼς ἐμπαρκάρισες τουλόγου σου κ᾽ ἦρθες νὰ βρῇς τὸ γυιό σου! Πῶς δὲν ἐφόρεσε κι αὐτὴ ἀνδρίκεια, καθὼς τουλόγου σου! Τότε πιὰ θὰ εἴχαμε δυὸ χαρὲς… καὶ τρεῖς τρομάρες. Τώρα τὰ ἔχουμε μεριά, τότε θὰ τὰ ἐκάναμε σωστὸ φόρτωμα.
― Φόρτωμα σᾶς εἶναι οἱ γυναῖκές σας! εἶπε μὲ τόνον μομφῆς ἡ θεια-Σκεύω.
― Φόρτωμα! σωστὸ φόρτωμα! ἀπήντησεν ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος. Δὲν εἶναι ἄλλο χειρότερο φόρτωμα, χειρότερο πανωσάμαρο, ἀπ᾽ τὶς γυναῖκες. Τουλόγου σου πάλι, τί σοῦ ἦρθε, νά ᾽χουμε καλὸ ρώτημα, θεια-Σκεύω, νὰ φορέσῃς τὶς βράκες τοῦ σχωρεμένου τοῦ μπαρμπα-Γιαλῆ, καὶ νὰ κοπιάσῃς στὴν καραντίνα, νὰ περάσῃς γιὰ βαρδιάνος στὰ σπόρκα;
Ἡ θεια-Σκεύω ἀπήντησε μὲ τόνον δεικνύοντα ὅτι ἡ συζήτησις ἦτο ὀχληρὰ δι᾽ αὐτήν.
― Καθεμιὰ χριστιανή, αὐτὴ μοναχὴ ξέρει τὸν πόνο της…
― Καὶ τί θὰ κάμῃς τουλόγου σου τώρα μὲς στὴν καραντίνα; Ἐδῶ καράβια χάνονται, θεια-Σκεύω.
― Θυμήθηκες σὺ γείτονας νὰ πῇς, θυμηθήκατε κανένας ἀπὸ σᾶς τοὺς πατριῶτες, νὰ μοῦ στείλετε ἕνα μαντᾶτο, νὰ μάθω τί γένεται ὁ Σταῦρος;
― Καὶ ποιὸς ξέρει ἐδῶ τί γίνεται ὁ ἄλλος, θεια-Σκεύω; Ἐδῶ εἶναι ποιὸς ξέρει πόσες χιλιάδες κόσμος… Κοίταξε πόσα καράβια!
Ὁ Γιάννης ἐδείκνυε τὴν σειρὰν τῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ μεγάλων πλοίων τὰ ὁποῖα εἶχον φθάσει ἀπὸ δύο ἡμερῶν, καὶ ἦσαν ἠγκυροβολημένα εἰς ἀπόστασιν πολλῶν ὀργυιῶν ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, δεξιόθεν τῆς πλεούσης μὲ τὴν πρῷραν πρὸς μεσημβρίαν φελούκας. Ἡ Σκεύω τὰ εἶδεν ὅλα τὰ καράβια τὰ ὁποῖα τῆς ἐδείκνυεν ὁ Γιάννης καὶ τῆς ἐφάνησαν πολλά, πάμπολλα, παραπάνω ἀπὸ ἑκατόν.
Ἀριστερόθεν, κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς, ἦσαν ἀραδιασμένα εἰκοσιπέντε ἢ τριάντα μικροκάικα διαφόρου σκαριοῦ καὶ ἀρματωσιᾶς· γολετιά, βρατσέρες, τρεχαντήρια, κότερα, τσερνίκια, τράτες, σκαμπαβίες καὶ βάρκες. Ἡ Σκεύω τὰ εἶδε, καὶ τῆς ἐφάνησαν πολλά, ἀμέτρητα, παραπάνω ἀπὸ πεντακόσια. Ἡ σελήνη ἀρτίως ἀνατείλασα ἐμοίραζε τὸ φῶς της μεταξὺ τῆς ὑψηλοτέρας συνδένδρου κορυφῆς τῆς ἐρημονήσου καὶ τοῦ φωσφορίζοντος καὶ φλοισβίζοντος ἀπὸ τὴν ἐλαφρὰν αὔραν κύματος, ἔρριπτεν ἀφθόνους τὰς ἀκτῖνάς της ἐπὶ τῶν στιλβόντων ἐξαρτίων τῶν μεγάλων πλοίων, καὶ ἄφηνεν εἰς τὴν σκιάν, ὑπὸ τὴν σκοτεινὴν ἀκτήν, τὴν μακρὰν σειρὰν τῶν μικρῶν πλοίων. Φῶτά τινα ἔλαμπον τῇδε κἀκεῖσε ἐπὶ τῶν πλοίων. Ἠρεμία καὶ σιωπή, ἐκτὸς ἀραιῶν τινων φωνῶν, ἐπεκράτει ἐπὶ τῶν πλοίων, συγκεχυμένη δὲ βοὴ ἠγείρετο ἀπὸ τοῦ ἐδάφους τῆς μικρᾶς νήσου. Ἡ φελούκα εἶχε φθάσει ἤδη ἀντικρὺ εἰς τὸν Λαλαριᾶν, μεγάλην ἴσαλον πεδιάδα πλήρη χονδρῶν καὶ στιλπνῶν χαλίκων, ἐφ᾽ ὧν τὸ φέγγος τῆς σελήνης πῖπτον προσέδιδε γλυκεῖαν μελαγχολικὴν ὄψιν.
Πλησίον ἐκεῖ ἐπὶ τῆς αὐτῆς πεδιάδος, ἐκεῖ ὅθεν ἤρχιζε τὸ χόρτον νὰ φύεται, καὶ θάμνοι νὰ ἕρπωσιν, ἀπὸ τὸν Λαλαριᾶν καὶ ἄνω, ἐφαίνοντο πέντε ἢ ἓξ πρόχειροι σκηναί, μὲ παλαιὰ καραβόπανα, μὲ κώπας καὶ μὲ κοντάρια κατασκευασθεῖσαι. Φῶτα ἔλαμπον εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἐκεῖ εἶχον εὕρει προσωρινὴν στέγην ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ὀκτὼ ἢ δέκα οἰκογένειαι, αἱ πρῶται ἐλθοῦσαι ἀπὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν. Διότι δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη ἡ μεγάλη συρροή, ἥτις ἤρχισε μετὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας ἡμέρας. Καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ὡμίλει περὶ χιλιάδων κόσμου, ὡς νὰ προέλεγε τὸ μετ᾽ ὀλίγον μέλλον, διότι πράγματι ἐπεριμένοντο πάμπολλα πλοῖα νὰ καταπλεύσωσι μετ᾽ οὐ πολὺ καὶ μέγα θὰ ἦτο τὸ πλῆθος τῶν ταξιδιωτῶν ὅσους θὰ ἔφερον ταῦτα.
Οὐ μακρὰν τοῦ Λαλαριᾶ ἐλθοῦσα ἠγκυροβόλησεν ἡ φελούκα τοῦ Γιάννη τοῦ Μπρίκου. Ὁ βαρκάρης ἐθαλάσσωσεν* ὁ ἴδιος, ἔσυρε τὴν φελούκαν ὀλίγας σπιθαμὰς πρὸς τὴν ἄμμον. Ἡ γραῖα Σκεύω, ὡς νὰ ἐνθυμήθη τὰ νιᾶτα της, ἐσηκώθη, ἐπήδησεν ἐλαφρὰ εἰς τὴν ἄμμον, ἔβρεξεν ὀλίγον τὰ πασουμάκια της εἰς τὸ κῦμα, ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε: «Πάντα κατευόδιο!»
* * *
Τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἥτις ἦτο ἡ 18η Αὐγούστου, ἡμέρα Τετάρτη τῆς ἑβδομάδος, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φλώρου καὶ Λαύρου, περὶ τὸ λυκαυγές, ὅταν ὁ πάτερ Νικόδημος ὁ Μανασσὴς ἐξύπνησε καὶ κατέβη εἰς τὸν εὐκτήριον οἶκον διὰ νὰ ψάλῃ τὸν ὄρθρον (δὲν ὑπῆρχε ναΐσκος εἰς τὸ μικρὸν μετόχιον, ἀλλὰ μόνον εὐκτήριος οἶκος, ἄνευ θυσιαστηρίου καὶ καταπετάσματος), ἐνθυμήθη τὴν ἡμέραν καὶ παρεκάλεσεν, ὡς εἴπομεν, τοὺς δύο Ἁγίους νὰ ἐλευθερώσωσι τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν χολέραν, ἐλευθερώνοντες αὐτὸν ἀπὸ τοὺς χολεριασμένους· ὅπως τὸν παλαιὸν καιρὸν εἶχον ἐλευθερώσει τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν νοητὴν χολέραν, τὴν εἰδωλολατρίαν, ἀρχιτέκτονες ὄντες, καὶ λαβόντες παραγγελίαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα νὰ κτίσωσι ναὸν εἰδωλολατρικόν, κρημνίσαντες δὲ κάτω τὰ εἴδωλα, καὶ ἀναστηλώσαντες τὴν λατρείαν τοῦ Χριστοῦ, ψάλλοντες ἅμα: «Δόξα σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ἀποστόλων καύχημα, μαρτύρων ἀγαλλίαμα…» Ὁ πάτερ Νικόδημος ἀνέγνωσε τὸν ὄρθρον κατὰ τὸν ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, διὰ τοῦ κομβοσχοινίου καὶ τῆς ἐπ᾽ ἄπειρον ἐπαναλήψεως τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Διὰ τοῦτο δὲν ἤνοιξε κἂν τὸ Ὡρολόγιον διὰ νὰ ἰδῇ τίνος Ἁγίου μνήμη ἦτο. Ὡρολόγιον εἶχε τὸν νοῦν του, καὶ τοῦτο ἤρκει. Ὡροσκόπιον εἶχε τὸν ἔναστρον οὐρανόν, μὲ τὴν Πούλιαν, τὸν Πῆχυν, τὸ ἄστρον τοῦ Βορρᾶ καὶ τοὺς τόσους ἀστερισμούς του. Παρακλητικὴν καὶ Μηναῖον εἶχε τὸ κομβοσχοίνι του. Οἱ γονεῖς του δὲν τὸν εἶχον στείλει εἰς τὸν διδάσκαλον, ὅταν ἦτο παιδίον. Εἶχεν ἀνατραφῆ εἰς τὸ βουνόν. Εἶχεν αὐξήσει εἰς τὰς βραχώδεις ἀκρωρείας ὅπου ὡδήγει τὰς αἶγάς του, καὶ ἐτελείωνε τὰς ἡμέρας του εἰς τὴν ἐρημόνησον.
Τὴν προτεραίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης (διότι ἡ διήγησίς μας κινδυνεύει ἴσως νὰ γίνῃ πρωθύστερος, καὶ ὑπεπέσομεν εἰς ἀνακριβείας τινὰς καὶ χρονολογικὰς ἀντιφάσεις, ἐφ᾽ ᾧ ἐπικαλούμεθα τὴν ἐπιείκειαν τῶν ἀναγνωστῶν) εἶχε φθάσει ἀπὸ τὴν πολίχνην καὶ ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης μὲ ὅλους τοὺς μαστόρους του. Ἡ ξυλικὴ εἶχε κομισθῆ τὴν πρὸ αὐτῆς ἑσπέραν, ἓξ ἢ ἑπτὰ βαρκαδιές, μὲ τὰς συνήθεις φελούκας. Ὁ ἀρχιτέκτων ἔφθασε τὴν πρωίαν καὶ ἤρχισε μετὰ ζέσεως τὴν ἐργασίαν του. Ἦτο δὲ ἀνυπόμονος νὰ τελειώσῃ τὰ παραπήγματα, εἰ δυνατόν, ἐντὸς τῆς ἡμέρας. Εἶχεν ὑποχρεωθῆ διὰ τοῦ συμβολαίου, τοῦ συνταχθέντος εὐθὺς μετὰ τὴν δημοπρασίαν, καὶ διὰ τῶν ὅρων αὐτῶν τῆς προκηρύξεως, νὰ κατασκευάσῃ τριάντα μεγάλα παραπήγματα καὶ πενῆντα μικρότερα πρὸς στέγασιν τῶν ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιωτῶν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 18ης Αὐγούστου περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, εἶχε φθάσει καὶ ἡ Σκεύω εἰς τὴν καραντίναν. Ἡ ταλαίπωρος γραῖα, πρὶν ἀποφασίσῃ νὰ βάλῃ εἰς πρᾶξιν τὸ παράβολον διάβημά της, εἶχε προσπαθήσει διὰ τοῦ μπαρμπα-Νίκα (καὶ τοῦτο ἦτο τὸ πρῶτον αἴτημά της τὸ ὁποῖον ὑπέβαλεν εἰς τὴν μετ᾽ αὐτοῦ συνέντευξιν) νὰ κατορθώσῃ ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν παραλάβωσιν οἱ λεμβοῦχοι οἱ ἐκτελοῦντες τὰ καθημερινὰ ταξίδια εἰς τὴν ἐρημόνησον, διὰ νὰ τὴν ρίψωσιν ἁπλῶς ἐπάνω εἰς τὸν κάβον τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ αὐτὴ εὐχαρίστως θὰ ἐδέχετο νὰ σπορκαρισθῇ ὁμοῦ μὲ τόσους ἄλλους χριστιανούς. Ἀλλ᾽ εἶχε μάθει ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτο ἀδύνατον. Αὐστηρὰ ἀπαγόρευσις ἦτο νὰ μὴ πλησιάζῃ τις, ἐκτὸς τῶν λεμβούχων καὶ τῶν ἐχόντων εἰδικὴν ἄδειαν, εἰς τὴν ἐπιχόλερον νῆσον. Εἰς τὸ ὕψος τοῦ κάβου τοῦ Ἁγίου Φλώρου, εἶχεν ἱδρυθῆ τὴν πρωίαν τῆς Τρίτης, 17 Αὐγούστου, στρατιωτικὸς σταθμός, ἐνισχυθεὶς δι᾽ ἀποσπάσματος ἀρτίως σταλέντος ἐκ Χαλκίδος. Τὸ ἀπόσπασμα συνίστατο ἐξ ἑνὸς ἐνωμοτάρχου, τριῶν χωροφυλάκων, ἑνὸς δεκανέως καὶ ἐννέα ὁπλιτῶν τοῦ πεζικοῦ.
Μέρος τοῦ ἀποσπάσματος ἐστάθμευε διαρκῶς ἐπὶ τοῦ λόφου, τοῦ ὑπερκειμένου τῆς ἀπωτέρας ἀκτῆς ἐφ᾽ ἧς ἀπεβίβαζον τὰ ἐμπορεύματα οἱ λεμβοῦχοι, καὶ ὅταν προσήγγιζε πλοῖον μὴ ἔχον εἰδικὴν ἄδειαν, ἢ ἄτομον περὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶχε γνῶσιν ὁ σταθμάρχης, πάραυτα μία φωνὴ «Στόπ», ἐξερχομένη ἀποκάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα, ὅπου εἶχον ἱδρύσει τὸ στρατόπεδόν των οἱ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ, ἠκούετο παγώνουσα τὸ αἷμα τοῦ πλέον τολμητίου. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ὁ σταθμάρχης εἶχε μετρήσει ἀπὸ τῆς πρωίας ὑψηλὰ ἀπὸ τὴν σκοπιάν του ἓξ ἀποβιβασθέντας ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου, καὶ ὁδηγηθέντας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ προσωρινοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Τὸ ἔγγραφον τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ὑγειονομεῖον ἐμνημόνευεν ἑπτὰ νέους βαρδιάνους στρατολογηθέντας χθές, καὶ μέλλοντας νὰ φθάσωσιν ἐντὸς τῆς σήμερον εἰς τὴν ἐπιχόλερον νῆσον· ὁ ἐνωμοτάρχης εἶχε μετρήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕξ, καὶ ἠπόρει πῶς ἐβράδυνε ὁ ἄλλος. Τέλος ἔφθασε περὶ λύχνων ἁφάς, εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδιόν του, ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι.
Ὁ Ἀλέξης τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς στρατιώτας, διότι δὲν παρέλειπε ποτὲ νὰ τοὺς φέρῃ καπνὸν καὶ ρώμι. Οὐχ ἧττον ἅμα ἐπλησίασεν εἰς τὴν ξηράν, δὲν ἐλησμόνησε διὰ καλὸν καὶ διὰ κακὸν νὰ φωνάξῃ μὲ μεγάλην φωνήν:
― Αὐτὸς ποὺ φέρνω εἶναι ὁ ἕβδομος βαρδιάνος γιὰ σήμερα, κύριε σταθιμάρχη!
― Καλά! ἀπήντησεν ἀποκάτω ἀπὸ τὸν πεῦκον μία νυσταλέα φωνή.
Ὁ σταθμάρχης δὲν ἐσκοτίζετο νὰ ἴδῃ καὶ ἐξετάσῃ ὁ ἴδιος τὸν βαρδιάνον. Αὐτὸ δὲν ἦτο ἰδική του δουλειά, ἦτο τοῦ ἰατροῦ. Τί ἀνάγκην εἶχεν αὐτὸς νὰ ἐξετάζῃ γέρους καὶ πτωχοὺς ἀνθρώπους; Ὁ ἰατρὸς ἦτο πράγματι ἡ ἀνωτέρα ἀρχή, μέσα εἰς τὴν νῆσον. Συνεννοεῖτο ἀπ᾽ εὐθείας μὲ ὅλας τὰς ἀρχὰς ἔξω, καὶ συχνὰ ἔγραφε καὶ εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν, ἐκτραγῳδῶν τὴν κατάστασιν. Ὁ σταθμάρχης ἐγέλασε τὴν στιγμὴν ἐκείνην, διότι τοῦ ἐπῆλθεν ἡ ἑπομένη σκέψις, διὰ τὰ συμβαίνοντα, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐφαίνοντο ὡς τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ἰατρικῆς ἐπιθεωρήσεως: «Νὰ σὲ ἐπιθεωρῇ ὁ γιατρὸς ὄχι γιὰ νὰ πάρῃς πράτιγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μβῇς καραντίνα… εἶναι σὰν νὰ σὲ δοκιμάζῃ ἂν εἶσαι καλὸς γιὰ νὰ χολεριασθῇς!»
* * *
Πράγματι, ὁ ἰατρὸς ἐνήργει ὡς ἀνωτέρα ἀρχὴ ἐντὸς τοῦ προσωρινοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, καὶ πρὸς αὐτὸν ὡδηγεῖτο πᾶς νεωστὶ ἐρχόμενος, εἴτε ταξιδιώτης ἦτο ἀπὸ τὰ μακρινὰ χολεριασμένα μέρη, εἴτε ἐργολάβος καὶ ἔμπορος ἐρχόμενος ἐκ τῆς νήσου διὰ νὰ πωλήσῃ τὴν τέχνην του, εἴτε «βαρδιάνος γιὰ τὰ σπόρκα», φύλαξ διὰ τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα στρατολογούμενος ὑπὸ τῆς ὑγειονομικῆς ἀρχῆς. Ὁ ἰατρός, πρεσβύτης, ὑπερβὰς τὸ πεντηκοστὸν ἔτος εἶχε σπορκαρισθῆ ἀκουσίως ἐλθὼν τὰς πρώτας ἡμέρας διὰ νὰ ἐπιθεωρήσῃ τοὺς ἐπιβάτας, καὶ μὴ προφθάσας νὰ ἐξέλθῃ ἐγκαίρως ἐκ τῆς ἐρημονήσου, ἥτις ἐκηρύχθη ἐπιχόλερος ἐν τῷ μεταξύ. Ἐκ Γερμανίας καταγόμενος, εἶχε κατέλθει εἰς τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνος. Ἀπὸ τοῦ 1845 εἶχεν ἀποκατασταθῆ εἰς τὴν νῆσον, εἶχε προσφέρει τὰς ἐκδουλεύσεις του εἰς τὴν χολέραν τοῦ 1848, καὶ δὲν εἶχε παύσει ἔκτοτε ν᾽ ἀναφαίνεται παντοῦ ὅπου ἦτο χολέρα καὶ καραντίνα. Οἱ κατὰ καιροὺς ὑπουργοὶ τῶν Ἐσωτερικῶν, γνωρίζοντες τὴν ἱκανότητά του, τὸν ἀπέσπων πολλάκις ἐκ τῆς νήσου καὶ τὸν ἔστελλον ἐπὶ ἁδρῷ μισθῷ εἰς τὰ μεγάλα κέντρα τῶν καθάρσεων ἐν Ἑλλάδι.
Ὁ ἀγαθὸς ἰατρὸς εἶχεν ἀνάψει τὸ μακρὸν τσιμπούκι του, μὲ τὸ ἠλέκτρινον στόμιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀχώριστον εἰς πᾶν ταξίδιόν του, καὶ τὸ ὁποῖον εὐτυχῶς ἠδυνήθη νὰ μετάσχῃ τοῦ σπορκαρισμοῦ τοῦ κυρίου του. Εἶχε πήξει μικρὰν σκηνὴν πλησίον ἑνὸς πεύκου, πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ λόφου, ὀλίγον ἀπώτερον τοῦ μέρους ὅπου ἦσαν αἱ ἄλλαι πρόχειροι σκηναί. Ἔξω τῆς θύρας καθήμενος, ἐπί τινος ξηροῦ στελέχους, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἐρρέμβαζε βλέπων τὰ κύματα τῆς θαλάσσης, ἀλλεπάλληλα ἐρχόμενα, ὀρχούμενα καὶ φεύγοντα, ἐφ᾽ ὧν ἀντανεκλῶντο τόσαι τρέμουσαι σελῆναι, καὶ τόσα μηκυνόμενα ὀφιοειδῆ φῶτα ἐκρέμαντο κάτω ἀπὸ τὰς τρόπιδας τῶν ἀραγμένων πλοίων. Ὄπισθέν του τὸ δάσος τῶν πευκῶν, ἀργυρούμενον τὴν κορυφὴν ἀπὸ τὸ ὠχρὸν μελαγχολικὸν φέγγος, ἀδιαπέραστον εἰς τὸ βάθος ἀπὸ τὰς ἀσθενεῖς ἀκτῖνάς του, ἐθρόει κ᾽ ἐμορμύριζεν ἀπὸ μυρίας μυστηριώδεις δονήσεις ὑπὸ τὸ ἐλαφρὸν φύσημα τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς. Μεγάλη ἦτο ἡ θερμότης, ὁ νότος εἶχεν ἀρχίσει ἤδη νὰ πνέῃ, καὶ μόλις πρὸς τὴν ἑσπέραν εἶχε κόψει ὁ ἄνεμος. Ἄνω εἰς τὸν οὐρανὸν ἐφαίνοντο πρὸς δυσμὰς καὶ πρὸς νότον νέφη τινὰ μελαγχολικὰ καὶ ἡ ἀτμοσφαῖρα, ἡμίγυμνος ἀκόμη μὲ τὰ ἀπομείναντα ράκη τοῦ ἔαρος, μὲ τὰ πρῶτα κιτρινίζοντα φύλλα τοῦ φθινοπώρου, ἐφαίνετο ἐπαιτοῦσα βροχήν.
Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺνδ ἐκάπνιζε ταχέως καὶ θορυβωδῶς τὸ τσιμπούκι του, καὶ ἔβγαζε μεγάλας τολύπας καπνοῦ ἀπὸ τὸ στόμα, μετὰ πλαταγισμοῦ τῶν χειλέων, κολλώσας πρὸς στιγμὴν περὶ τὸν μέγαν, παχὺν καστανὸν μύστακά του, καὶ ἀνερχομένας ἑλικοειδῶς εἰς τὸν προέχοντα πρὸς τὸ μέρος τῆς σκηνῆς ἀπώτερον κλῶνα τοῦ πεύκου. Ἐφαίνετο κάπως πεισμωμένος, καὶ δὲν ἀπήντα εἰς τὰ πολλὰ σχέδια τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξέθετε λεπτομερῶς, ἀντικρύ του καθήμενος, ὁ ἀρχιτέκτων Εὐστάθιος ὁ Χερχέρης, τὴν προτεραίαν φθάσας, ὅστις περιέγραφε πρὸς τὸν ἰατρὸν τὴν προσεχῆ ἐργασίαν του, καὶ ἐξεθείαζε τὰ παραπήγματα τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ κατασκευάσῃ, ὡς τέλεια εἰς τὸ εἶδός των. Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺνδ ἐλικνίζετο τερπόμενος ἀπὸ τὴν φωνὴν τοῦ ἀρχιτέκτονος, ἀλλὰ δὲν ἐπρόσεχεν εἰς τὰς λέξεις, καὶ ἐνίοτε ἐσφύριζε, καὶ ἐμάσα μισὰς βλασφημίας, τὰς ὁποίας ἀνεμείγνυε μὲ τὸν καπνὸν τοῦ τσιμπουκίου του, καὶ τὰς ἔστελλε νοερῶς ἐναντίον τοῦ ὑγειονόμου καὶ τῶν ἄλλων ἀρχῶν τῆς νήσου.
Διὰ εἰκοστὴν φοράν, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του ἓν ἔγγραφον τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἀπὸ τὸ ὑγειονομεῖον, καὶ ἀνάψας κηρίον τὸ ἀνεγίνωσκε. Τὸ ἔγγραφον διελάμβανεν ὅτι ἀπεστέλλοντο αὐθημερὸν φύλακες διὰ τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, εἰς τὸν τόπον τῆς καθάρσεως. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ πῶς εἶχον ἔλθει ἕξ, ἐνῷ ἀνεφέροντο ἑπτά, καὶ διατί δὲν εἶχεν ἔλθει ὁ ἕβδομος. Ἔπειτα δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ ἀκόμη, καὶ αὐτὸ τὸν ἐφούρκιζε περισσότερον, τί συνέβαινεν ὡς πρὸς τὸ ὄνομα τοῦ ἑβδόμου. Ὁ Βοὺνδ δὲν εἶχε προσέξει κατ᾽ ἀρχὰς εἰς τὰ ὀνόματα, οὔτε τὸν ἐνδιέφερον ταῦτα. Ἀλλ᾽ ἦτο, ἐκτὸς τῆς ἰδιοτροπίας καὶ τοῦ ὀργίλου χαρακτῆρος, ἀγαθὸς ἀνήρ, καὶ [χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ] εἶχεν ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους. Χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, ἐγνώριζεν, ἀπὸ εἰκοσαετίας διατρίβων ἐν τῷ τόπῳ, ὅλα σχεδὸν τὰ ὀνόματα τῆς πολίχνης. Τοῦ ἐφαίνετο λοιπόν, ἦτο βέβαιος μάλιστα, ὅτι ὁ ὡς ἕβδομος ἀναφερόμενος ἐν τῷ ἐγγράφῳ τοῦ φίλου του, τοῦ ὑγειονόμου, ἦτο ἀποθαμένος πρὸ πολλοῦ. Συνήθειαν δὲν εἶχε βεβαίως ὁ ἰατρὸς νὰ προπέμπῃ τοὺς νεκροὺς εἰς τὰς κηδείας. Ἀλλ᾽ εἶχε συνήθειαν νὰ ἐκδίδῃ πιστοποιητικὰ νεκροσκοπίας «ἐνταφιαστήρια», καὶ δι᾽ ἐκείνους τῶν νεκρῶν τοὺς ὁποίους εἶχεν ἐπισκεφθῆ μέχρι τῶν ἐσχάτων στιγμῶν των, καὶ δι᾿ ἐκείνους τοὺς ὁποίους οὐδόλως εἶχεν ἐπισκεφθῆ. Αὐτὸν δὲ τὸν Σταμάτιον Γυρατσίνην ἐνθυμεῖτο πολὺ καλὰ ὅτι τὸν εἶχεν ἐπισκεφθῆ πολλάκις, ὅτι εἶχεν ἀποθάνει στὰ χέρια του, καὶ ὅτι εἶχεν ἐκδώσει πιστοποιητικὸν διὰ τὴν ταφήν του. Τί συνέβαινε λοιπόν; Ἢ πρέπει νὰ ὑπῆρχε δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης, ἔγγονος τοῦ πρώτου· ἀλλὰ τότε ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἡλικίαν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ ὄχι ἑξῆντα, οἵα ἐφέρετο ἐν τῷ ἐγγράφῳ· ἢ ὁ δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης θὰ ἦτο ἀνεψιὸς ἢ πρωτεξάδελφος τοῦ ἀποθανόντος, φέρων τὸ αὐτὸ ὄνομα. Τὸν δεύτερον τοῦτον Σταμάτην Γυρατσίνην οὐδέποτε ἐγνώρισε, καὶ ἦτο περίεργος νὰ τὸν γνωρίσῃ. Τὸ πρᾶγμα τοῦ εἶχε κάμει δυσανάλογον ἐντύπωσιν, ἴσως ἕνεκα τῆς μοναξίας καὶ τοῦ ἀποκλεισμοῦ ἐν ᾧ διετέλει. Ἀλλὰ μόλις εἶχεν ἀνάψει τὸ κηρίον, βήματα ἠκούσθησαν, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὁ βαρκάρης, ὁδηγῶν τὸν καλούμενον Σταμάτιον Γυρατσίνην, μὲ δειλὸν βῆμα ἀκολουθοῦντα.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐκράτει μὲ τὴν μίαν χεῖρα φανόν, καὶ μὲ τὴν ἄλλην ἐκράτει τὸ ἔγγραφον τοῦ διορισμοῦ τοῦ βαρδιάνου, τὸ ὁποῖον εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν καλούμενον Σταμάτην Γυρατσίνην νὰ τοῦ παραδώσῃ, διὰ νὰ τὸ ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν ἰατρόν. Ἐπλησίασε, τοῦ συντρόφου του μένοντος ὀλίγα βήματα ὀπίσω, ἐχαιρέτισε καὶ ἔτεινε τὸν φάκελον πρὸς τὸν ἰατρόν:
― Τί ντιάολο τέλεις πάλι; ἀνέκραξεν ἅμα ἀναγνωρίσας τὸν λεμβοῦχον ὁ ἰατρός.
Ὁ Σταμάτης Γυρατσίνης πολὺ θὰ ἐπεθύμει ν᾽ ἀπηλλάσσετο εἰ δυνατὸν τῆς ἀνάγκης τῆς ἐπισκέψεως ταύτης, ἀλλὰ δὲν ἦτο κατορθωτὸν τὸ πρᾶγμα. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος τοῦ εἶχε δώσει νὰ ἐννοήσῃ ὅτι πᾶς νεωστὶ ἐρχόμενος εἰς τὸν τόπον τῶν καθάρσεων ὤφειλε νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸν ἰατρόν, καὶ ἂν μάλιστα ἦτο βαρδιάνος διὰ τὰ καράβια τὰ σπόρκα, ὁ ἰατρὸς θὰ τὸν ἐδέχετο, θὰ τὸν ἀνεγνώριζε καὶ θὰ τὸν ἐτοποθέτει ὁριστικῶς εἰς ἓν τῶν πλοίων, ἢ καὶ ἔξω εἰς τὴν ξηράν, διότι δὲν ἦτο ὑπόχρεως νὰ λαμβάνῃ ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν τὰς διαταγὰς τοῦ κυρίου ὑγειονόμου ὡς πρὸς τοῦτο. Αὐτὸς δέ, ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὡς ἐκτελῶν τὰ ἔργα τοῦ πορθμέως ἐντὸς τοῦ τόπου τῶν καθάρσεων εἶχεν ἀτομικὴν εὐθύνην διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς διατυπώσεως ταύτης, καὶ ἂν παρέβαινε τὸ καθῆκόν του, ὑπέκειτο εἰς φυλάκισιν ἀπὸ δύο ἕως πέντε ἐτῶν, καθὼς τὸν εἶχον πληροφορήσει. Τὸ καλὸν μόνον ἦτο, διὰ τὸν Γυρατσίνην, ὅτι ἡ παρουσίασις ἐγίνετο νύκτα. Τὸ ἀκόμη καλύτερον ἦτο ὅτι θὰ ἐδίδετο εἰς τὸ μυστηριῶδες ὑποκείμενον ἡ εὐκαιρία νὰ μάθῃ ἀμέσως διὰ τοῦ ἰατροῦ ποῦ ἦτο καὶ τί ἐγίνετο ὁ Σταῦρος.
Τούτου ἕνεκα ἡ Σκεύω ἠκολούθησε μετ᾽ ἐλπίδος καὶ φόβου τὸν Γιάννην, καὶ τὰ γόνατά της ἔτρεμον. Ἀφοῦ διῆλθον τὸ πλάτος τῆς ἀμμουδιᾶς, ὅπου οἱ πόδες ἐβουλοῦσαν ἕνα δάκτυλον ἐντὸς τῆς ἄμμου, καὶ αἱ ἐμβάδες της ἐγέμισαν ἀπὸ κόκκους ἄμμου, εἰσῆλθον εἰς τὸ μονοπάτιον τὸ διαχαρασσόμενον παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ἀπεξηραμμένου βάλτου, ἀνάμεσα εἰς τὲς βουρλιές, ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ὅπου τὸ ἔδαφος φαιὸν καὶ λευκὸν ἔστιλβεν ἀπὸ τὴν ἀναλαμπήν. Ἐκεῖ παρὰ τὸν βάλτον, ἀνάμεσα εἰς τρεῖς βουρλιὲς καὶ εἰς δύο συστήματα ἀκανθωδῶν θάμνων, τὸ χῶμα ἐφαίνετο προσφάτως ἀνασκαφέν, καὶ ὑπῆρχον δύο ἐξογκώματα γῆς, τὸ ἓν μακρότερον τοῦ ἄλλου, γείτονα ἀλλήλων κείμενα, ἀποτελοῦντα μᾶλλον ἓν ἐξόγκωμα εἰς δύο.
Ἡ Σκεύω ἤρχισε νὰ τρέμῃ, ἡ μητρικὴ καρδία της ἐταράχθη, καὶ ἤρχισε νὰ πάλλῃ ταχέως καὶ ἀσθενῶς, καὶ λιποψυχία ἐκυρίευσεν ὅλον τὸ εἶναί της, τὰ ὄμματά της ἐσκοτίσθησαν, καὶ τὰ ὦτά της ἤρχισαν νὰ βομβῶσι, καὶ εἰς τὸ ὠχρὸν φῶς τῆς σελήνης δὲν ἦτο ὁρατὴ ἡ ὠχρότης ἥτις ἔβαψε τὸ πρόσωπόν της. Τὰ δίδυμα ἐκεῖνα ἐξογκώματα τῆς γῆς, πολὺ ὡμοίαζον μὲ δύο τάφους, μὲ δύο τάφους νωπούς, προσφάτως καὶ ἴσως αὐθημερὸν σκαφέντας. Ἡ Σκεύω ἔκυψε καὶ εἶδε καλύτερα, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ἑνὸς τῶν δύο λάκκων πρὸς δυσμὰς ὑπῆρχε μικρὸς πρόχειρος σταυρὸς ἐκ καλάμου, μὲ κλωστὴν δεμένος εἰς τὸ κέντρον.
Διότι ἦτο ἀληθὲς καὶ δὲν ἐπεδέχετο ἄρνησιν ὅτι ὁ ἄγγελος ὁ κρατῶν τὸ μέγα δρέπανον εἶχεν ἐπιφοιτήσει αὐθημερὸν εἰς τὴν ἀποκλεισμένην νῆσον. Τὸ μεσονύκτιον πρὸς βαθὺν ὄρθρον τῆς Τρίτης εἶχε τανύσει αἰφνιδίως τὰς πτέρυγάς του ἀπὸ τῶν ἀπωτέρων ἀοράτων κόσμων, καὶ εἶχε λάβει τὸ κέλευσμα τοῦ Ἀιδίου, καὶ εἶχε καταπτῆ ἀπὸ τὰς πύλας τοῦ οὐρανοῦ, καὶ μετά τινα μόρια στιγμῶν χρόνου, ἀσύλληπτα εἰς τὴν διάνοιαν τῶν θνητῶν, εἶχε φθάσει εἰς τὴν ἀφανῆ μικρὰν γωνίαν, τὴν ταπεινὴν καὶ ἄγνωστον, καὶ εἶχεν ἀσκήσει τὸ ἀστόμωτον δρέπανόν του εἰς τὴν κοπὴν τῆς ζωῆς δύο ἁβρῶν πλασμάτων τῶν ὁποίων τὸ βάρος δὲν ᾐσθάνετο χθὲς ἀκόμη ἡ γῆ περισσότερον παρ᾽ ὅσον ταῦτα ᾐσθάνοντο σήμερον ἐπάνω των τὸ βάρος τῆς γῆς. Ἡ μήτηρ μόλις εἶχεν ἐξέλθει προχθὲς ἀκόμη εἰς τὸν λειμῶνα τοῦ κόσμου. Ἄνθος εἶχε κοπῆ ἀπὸ τὸν κῆπον τὸν παρθενικὸν καὶ εἷχεν ἐξαχθῆ διὰ τῆς πύλης τοῦ γάμου. Τὸ βρέφος μόλις εἶχεν ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ φῶς τῆς ζωῆς. Μήτηρ ἀνεύθυνος καὶ βρέφος ἄκακον· ἡ μήτηρ μετὰ τὰς τρικυμιώδεις συγκινήσεις τοῦ ἔρωτος, μετὰ τὰς γαληνίους ἀπολαύσεις τοῦ γάμου, μετὰ τὰς δεινοπαθείας τῆς κυοφορίας, μετὰ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, τὸ βρέφος μετὰ τὴν πρώτην αἴσθησιν τοῦ πόνου καὶ τὴν πρώτην φωνὴν τοῦ κλαυθμυρισμοῦ, ἀνηρπάγησαν εἰς ἐπουρανίους καλιάς, τὸ τέκνον εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρός, καὶ ἀμφότεροι εἰς τοὺς κόλπους τοῦ ἀγνώστου. Ὁ γάμος εἶχε τελεσθῆ ἐν Σμύρνῃ πρὸ δέκα μηνῶν, τὸ ζεῦγος φεῦγον τὴν χολέραν εἶχεν ἐπιβιβασθῆ ἐκ Σμύρνης. Κατὰ τὸν διάπλουν εἶχεν ἐπέλθει, ἄωρος ἴσως, ὁ τοκετός. Τὸ πλοῖον, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον τῆς καθάρσεως, ἐκόμιζε δύο τρυφερὰ πλάσματα μόλις ζῶντα, τὴν μητέρα χθὲς καὶ πρώην κόρην, τὸ βρέφος σχεδὸν ἀσώματον. Τὰ σώματα ἡμιθανῆ ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, ἀλλ᾽ ἡ πραεῖα αὔρα τοῦ δάσους δὲν ἦτο ἱκανὴ ν᾽ ἀνακαλέσῃ τὴν φεύγουσαν ζωὴν διὰ νὰ τὴν ἀποδώσῃ εἰς τὰ δύο νεαρὰ ὄντα. Ἡ πνοὴ τοῦ ἀγγέλου, θωπευτικωτέρα καὶ τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, ἀπεκοίμισε τὰ δύο ἁβρὰ πλάσματα, καὶ ὁ κραταιὸς βραχίων του ἀπεκόμισε μακρὰν εἰς ἀγνώστους κόσμους τὰ δύο πνεύματα, τὸ ἓν καθ᾽ ἑαυτὸ μακάριον, τὸ ἕτερον κατὰ μέθεξιν εὐδαῖμον.
Ἐλαφρὰ ἡ γῆ ἐκάλυψε τὰ δύο νεαρὰ σώματα, θερμὰ ἀκόμη ἀπὸ τὴν τελευταίαν ἐπαφὴν τῆς ζωῆς, θερμὰ ἀπὸ τοὺς ἀσπασμοὺς τοῦ χηρεύσαντος νυμφίου, θερμότερα ἀπὸ τοὺς ἀσπασμοὺς τῆς ἀπορφανισθείσης μητρός, ἥτις εἶχε συνοδεύσει εἰς τὸ ταξίδιον τὴν τέως εὐτυχῆ κόρην. Καὶ τὰ πνεύματα ἀπέπτησαν καὶ ἵπταντο ἀκόμη μακράν, μακράν, καὶ ὁ ἄγγελος τὰ ἀνεβίβασεν εἰς ἀγνώστους κόσμους, καὶ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης ἐφλοίσβιζε μακρόθεν λικνίζον τὸ ἁγνὸν βρέφος εἰς τὴν παγωμένην ἀγκάλην τῆς μητρός, καὶ ἡ αὔρα ἡ σείουσα τοὺς θάμνους ἐτόνιζε βαυκαλιστικὸν ᾆσμα εἰς τὸν ὕπνον τῆς μητρὸς καὶ τοῦ τέκνου.
* * *
Συνέχεια:Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ, ΙΙ
Θεματολογικές ετικέτες