Η ΕΔΡΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ έχω την τιμή να κατέχω, δημιουργήθηκε σε μια κρίσιμη στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας: στις 19 Μαΐου του 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην Σμύρνη σε μιαν αποστολή που φαινόταν ότι προμηνούσε παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στις 7 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ο πρώτος κάτοχος αυτής της έδρας, ο καθηγητής Άρνολντ Τόυνμπη, έκανε την εναρκτήρια ομιλία του, την οποία ετίμησε με την παρουσία του ο Βενιζέλος, ο αγωνιστής Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητος του Λονδίνου, παρουσιάζοντας τον νέο καθηγητή, του θύμισε την διττή του υποχρέωση: πρώτα να αποσείσει όσα ο Έντουαρντ Γίβων είχε εκφράσει εναντίον της μεσαιωνικής ελληνικής αυτοκρατορίας και ύστερα να φροντίσει ώστε η ελληνική γλώσσα να διδασκόταν στο Κίνγκ’ς Κόλλετζ σε κάποια αρχαΐζουσα μορφή ή στην καθαρεύουσα, γιατί αυτές οι μορφές αρμόζανε, σε τζέντλεμεν, κι όχι στην δημοτική, που αποτελούσε το γλωσσικό ιδίωμα της σοσιαλιστικής νεολαίας.
Η παραμονή του Τόυνμπη στην έδρα ήταν μάλλον σύντομη, αλλά αξιομνημόνευτη, χάρη στην δημοσίευση ενός διορατικού και έντιμου βιβλίου για την Ελληνο –Τουρκική σύγκρουση, βιβλίου που σ’ εκείνες, τις ηλεκτρισμένες ημέρες, πολύ δύσκολα θα έκανε συμπαθή τον συγγραφέα του στον λαό του οποίου, τον πολιτισμό επιχειρούσε να ερμηνεύσει.
Οι διάδοχοι του καθηγητή Τόυνμπη – και υπήρξαν μόνο δυο-είχαν την φρόνηση να μην αναμειχθούν πολύ σε τρέχοντα πολιτικά ζητήματα. Ο Φ.Χ. Μάρσαλ επεδόθη στην μελέτη της ελληνικής γραμματείας του 16ου και 17ου αιώνα, ενώ ο Ρόμιλλυ Τζένκινς επεκτάθηκε σ’ όλο τον χώρο του ελληνικού πολιτισμού, από την κλασσική αρχαιότητα ως την ποίηση του 19ου αιώνα˙ το βασικότερο έργο του είναι αφιερωμένο στην Βυζαντινή ιστορία και φιλολογία. Η εκπληκτική επίδοση του ως ελληνιστή, έκανε τον Τζέκινς τον ιδεώδη κάτοχο αυτής της έδρας κι η αποδημία του πέρ’ από τον Ατλαντικό αποτελεί απώλεια γι’ αυτό εδώ το Πανεπιστήμιο, την οποία δεν ελπίζω ότι θα μπορέσω να αναπληρώσω εντελώς.
Εφόσον ο καθηγητής της έδρας Κοραή πρέπει να μελετήσει το βυζαντινό κι επίσης τον ελληνικό πολιτισμό, το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξεκαθαρίσει μέσα του είναι, τα κοινά σημεία που παρουσιάζουν αυτοί οι δυο πολιτισμοί. Δεν πρόκειται για καινούργιο πρόβλημα, ούτε, δυστυχώς, για εύκολο πρόβλημα. Ένα μεγάλο μέρος από την απαίτηση της νεότερης Ελλάδας να κερδίσει την συμπάθεια της Δυτικής Ευρώπης στηρίχθηκε στην υπόθεση μιας άμεσης ιστορική συνέχειας, που πηγαίνει τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω: από την νεώτερη Ελλάδα στο Βυζάντιο, από το Βυζάντιο στον Ελληνιστικό κόσμο κι από εκεί στην αρχαία Ελλάδα. Όποιος υποστηρίζει αυτή την συνέχεια χαρακτηρίζεται φιλέλληνας. Όποιος την αρνείται κινδυνεύει να τον θεωρήσουν μισέλληνα˙ ωστόσο το θέμα αυτό, στο οποίο δεν μπορεί να δοθεί απλή λύση, αξίζει να επανεξετάζεται από καιρό σε καιρό. Προσπαθώντας να κάνω κάτι τέτοιο σήμερα, δεν θα επικαλεσθώ το γέρικο φάντασμα της φυλετικής συνέχειας. Ό,τι μπορούσε να ειπωθεί γύρω απ’ αυτό το θέμα έχει κιόλας ειπωθεί, τελευταία και πολύ εύγλωττα από τον ίδιο τον καθηγητή Τζόκινς. Αντί γι’ αυτό, θα μιλήσω για την πνευματική συνέχεια. Αρχικά, θα προσπαθήσω να περιγράψω αυτό το συμπαγές σώμα από παραδεδεγμένες δοξασίες και ιδανικά που αποτέλεσαν την εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έπειτα θα εκθέσω την κυριαρχούσα νεοελληνική ιδεολογία, όπως αυτή αναφάνηκε στον περασμένο αιώνα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε ίσως να κρίνουμε ποια ομοιότητα, αν υπάρχει, βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πολιτισμούς.
Συγκεφαλαιώνοντας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του Βυζαντινισμού μπορώ μόνο να επαναλάβω ό,τι άλλοι έχουν πει περισσότερο εξαντλητικά και δόκιμα. Πάνω απ’ όλα, ο Βυζαντινισμός ήταν η πίστη σε μια μόνη Χριστιανική, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτή η Αυτοκρατορία αγκάλιαζε, ιδανικά, ολόκληρη την Χριστιανική κοινωνία, μ’ άλλα λόγια, τον πολιτισμένο κόσμο. Η διακυβέρνηση της ήταν η αντανάκλαση της θείας απεριόριστης δύναμης— ή μήπως θα έπρεπε να πούμε ότι η θεία διακυβέρνηση ήταν καμωμένη σύμφωνα με την γήινη; Δεν έχει σημασία. Όπως ακριβώς η Θεότητα βασίλευε στους ουρανούς, τριγυρισμένη από την αυλή της με τις εννέα χορωδίες αγγέλων και την αμέτρητη στρατιά αγίων, λαϊκών και στρατιωτικών, το ίδιο, ο χριστολάτρης αυτοκράτορας κυβερνούσε στο Ιερόν Παλάτιον ανάμεσα στο απέραντο πλήθος ευνούχων, στρατηγών και δημόσιων λειτουργών. Το πομπώδες εθιμοτυπικό του παλατιού αφενός, η θρησκευτική εικονογραφία, αφετέρου, χρησίμευαν για να υπογραμμίζουν αυτό τον βασικό παραλληλισμό.
Οι τύχες της Αυτοκρατορίας ήταν υπόθεση μόνο της θείας Πρόνοιας. Στην παλιά τάξη πραγμάτων αυτή η προνομιακή θέση ήταν απολαβή των Ισραηλινών. Τώρα είχε περάσει στο νέο Ισραήλ, στον χριστιανικό λαό. Φυσικά υπήρχαν επίσης και άπιστοι και βάρβαροι, αλλά αυτοί δεν υπήρχαν ως αυθύπαρκτες ομάδες. Ο σκοπός τους ήταν να υπάρχουν ως τιμωροί: όπως ακριβώς στις μέρες της Παλιάς Διαθήκης, οι Αιγύπτιοι κι οι Ασσύριοι είχαν ενεργήσει ως όργανα τιμωρίας, έτσι και τώρα, οι Πέρσες, οι Σλαύοι ή οι Άραβες εκπλήρωναν τον ίδιο ρόλο, δηλ. να ανακαλούν τους Χριστιανούς στην οδό της ευσεβείας. Όταν οι βάρβαροι νικούσαν, δεν ήταν από την δική τους δύναμη, αλλά από τις αμαρτίες των Ρωμαίων Χριστιανών. Όσον καιρό οι Βυζαντινοί διατήρησαν την αληθινή πίστη κι ακολούθησαν τις θείες εντολές ήταν νικητές σε όλα τα μέτωπα.
Η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, που ήταν βασικά η ιστορία του Περιούσιου Λαού, έδειξε καθαρά την θέση της Ρωμαϊκής, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη γενική διάρθρωση πραγμάτων. Όπως είχαν υποδείξει οι προφήτες Δανιήλ και Ζαχαρίας, θα εδημιουργούντο τέσσερις παγκόσμιες αυτοκρατορίες: η αυτοκρατορία των Ασσυρίων, των Περσών, των Μακεδόνων και των Ρωμαίων. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η τελευταία, πράγμα φανερό αφού η βασιλεία του Αύγουστου συνέπεσε με την ανθρωποποίηση του Χριστού. Αλλά αντίθετα προς την ειδωλολατρική δοξασία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έπρεπε να θεωρηθεί κι αυτή πεπερασμένη και προορισμένη ν’ ανατραπεί από τον Αντίχριστο: et cessaverit imperium Romanum, tune revelabitur manifeste Antichristus (σ. Μετ.: «Κι’ όταν θα πάψει να υπάρχει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τότε θ’ αποκαλυφθεί φανερά ο Αντίχριστος»)˙ έτσι πρόβλεπαν τον 4ο αιώνα τα Σιβυλλικά βιβλία. Ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας, ονομαζόμενος Ιωάννης, θα κατατρόπωνε τους Ισμαηλίτες και θα ερχόταν στην Ιερουσαλήμ ν’ αποθέσει το στέμμα του στον βράχο του Γολγοθά, κλείνοντας έτσι τον Ιστορικό κύκλο. Μεγάλες αναταραχές θ’ ακολουθούσαν αυτό το γεγονός, όπως εισβολή του Γώγ και Μαγώγ που ο Αλέξανδρος είχε απωθήσει πίσω από τις Πύλες της Κασπίας, ανθρωποσφαγή και κάθε είδος αποκρουστικών πράξεων, τέλος η εμφάνιση του ίδιου του Αντίχριστου. Αλλά η βασιλεία του δεν θα διαρκούσε περισσότερο από τριάμισι χρόνια, ύστερα από τα οποία, ο Χριστός θα ερχόταν να κρίνει ζώντας και νεκρούς.
Σ’ αυτό το γενικό περίγραμμα του παρελθόντος και του μέλλοντος, η Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε. Χάρη στo «translatio imperit» που είχε διατάξει ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχε γίνει η Νέα Ρώμη— αυτό ήταν πραγματικά η βάση της Βυζαντινής πεποίθησης ότι το Βυζάντιο ήταν η μόνη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μόνο η Νέα Ρώμη, ήταν και η Νέα Ιερουσαλήμ. Αφιερωμένη από τον ιδρυτή της στην προστασία της Παρθένου Μαρίας, ήταν ακόμη ισχυρότερη, αφού είχε στην κατοχή της όλα σχεδόν τα κυριότερα λείψανα της Χριστιανοσύνης— τον Αληθινό Σταυρό, τον Ακάνθινο Στέφανο, τα νύχια, τον σπόγγο, το καλάμι, το φόρεμα της Παρθένου Μαρίας— που ενεργούσε σαν ασπίδα της Πόλης— και χιλιάδες άλλα λείψανα, από την Κιβωτό του Νώε και τη ράβδο του Μωυσή ως τα δόντια του Αγίου Χριστοφόρου και τις βλεφαρίδες του Αγίου Ιωάννη του Βαφτιστή. Η Αγία Γη είχε παραδώσει όλους τους θησαυρούς της στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα, θα μπαίναμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε αυτό ως αποτέλεσμα ανθρώπινης μικροκλοπής, αλλά για τους Βυζαντινούς ήταν κάτι περισσότερο από απόδειξη θείας επιδοκιμασίας: εξάπαντος, ο Κύριος εναποθέτει τα πολυτιμότερα κτήματα του στην φροντίδα εκείνων τους οποίους εμπιστεύεται. Συνεπώς, η προστασία του Θεού δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη ως την στιγμή της δεύτερης παρουσίας˙ και όταν η Πόλη έπεφτε, θα έφθανε επίσης το τέλος του κόσμου.
ΑΥΤΗ, σε γενικές γραμμές, ήταν για τους Βυζαντινούς η έννοια της αυτοκρατορίας τους σε μιαν εποχή όπου η αυτοκρατορία βρισκόταν στον κολοφώνα της, γύρω στον 9ο και 10ο αιώνα— μια έννοια που συνδύαζε με τόσο καθαρή λογική στοιχεία της Ιστορίας με στοιχεία της θείας αποκάλυψης, ώστε να αποκλείει κάθε άλλη δυνατότητα.
Ο Βυζαντινισμός σύμφωνα μ’ αυτό τον ορισμό— που νομίζω ότι είναι έντιμος — ήταν περισσότερο βιβλικός παρά ελληνικός. Ένας κλασσικός μελετητής πολύ δύσκολα θα μπορούσε να δει αυτή την άποψη με συμπάθεια˙ το μαρτυρεί η περίπτωση του J.B.Burry που είναι ένας από τους μεγαλύτερους Βυζαντινολόγους μας, κι όμως η καρδιά του ήταν κάπου αλλού. Πράγματι, σύμφωνα με τον δικό μας τρόπο στοχασμού, ο Βυζαντινισμός ήταν μια νεφελώδης φιλοσοφία: ήταν στατικός, και οπισθοδρομικός γιατί δεν πρόβλεπε καμιά άλλη πρόοδο εκτός από το να απαιτεί ό,τι είχε χαθεί. Τότε όμως, ποια ήταν η χρυσή εποχή την οποία οι Βυζαντινοί πάσχιζαν να διαιωνίσουν; Φανερά, ήταν η εποχή των πρώτων Χριστιανών αυτοκρατόρων, η εποχή του Κωνσταντίνου, του Θεοδόσιου, του Ιουστινιανού, με άλλα λόγια, «the Spatantike». Κι αυτό ήταν λογικό, αφού η περίοδος του τέλους της Αρχαιότητος είχε συμπέσει με την μέγιστη επέκταση της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας: η επανάκτηση της κληρονομιάς του Μεγ. Κωνσταντίνου ήταν ο στόχος κάθε φιλόδοξου Βυζαντινού αυτοκράτορα, ακόμη ως τον 12ο αιώνα. Εκτός όμως από τις πολιτικές επιδιώξεις, υπήρχε επίσης μια αδιάσπαστη πνευματική συνέχεια ανάμεσα στην περίοδο του τέλους της Αρχαιότητας και του Βυζαντινού Μεσαίωνα. Αυτό μπορεί να χτυπάει στ’ αυτιά σαν παλιά αλήθεια, κι όμως δεν παύει να αποτελεί παρατήρηση με θεμελιώδη σημασία για κάθε τομέα του Βυζαντινού πολιτισμού, όπως η εκπαίδευση, η θεολογία, η νομική επιστήμη, η φιλολογία κι οι εικαστικές τέχνες. Δεν έχω τον χρόνο τώρα να επεκταθώ σ’ αυτό το θέμα, αλλά επιτρέψτε μου να σας θυμίσω το γεγονός ότι ακόμα και στον 14ο και 15ο αιώνα οι Βυζαντινοί μαθητές μάθαιναν τη γραμματική τους, την ρητορική και τη λογική τους από κείμενα βιβλίων του 4ου αιώνα˙ ότι η Βυζαντινή λογοτεχνία, «μείζων» και «ελάσσων» απλά και μόνο προέκτεινε τις μορφές τις οποίες ο 6ος αιώνας είχε εντελώς επεξεργαστεί˙ ότι τα εκκλησιαστικά κηρύγματα ποτέ δεν ξέφυγαν από τις νουθεσίες των Πατέρων του 4ου αιώνα, παρά μόνο προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης ασάφειας, ότι η υμνογραφία δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει ο Ρωμανός στον 6ο αιώνα˙ ότι ακόμα κι όταν η Βυζαντινή διανόηση εκπορνεύτηκε, τρέχοντας πίσω από την ειδωλολατρική φιλοσοφία, δεν επρόκειτο για τον Πλάτων, αλλά για τους Νεοπλατωνικούς και ιδιαίτερα τον Πρόκλο που την γοήτευαν.
Αντιστρόφως, οι Βυζαντινοί δεν έδειξαν γενικά το παραμικρότερο ενδιαφέρον γι’ αυτό που εμείς εννοούμε κλασική Ελλάδα. Πρόκειται για μια αλήθεια δυσδιάκριτη μέσα στην πολυλογία περί «Βυζαντινού ανθρωπισμού» και «Βυζαντινού ελληνισμού». Αν ανοίξετε μια βυζαντινή επιτομή παγκόσμιας ιστορίας μ’ έκπληξη θα δείτε ότι ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας δεν μνημονεύονται καθόλου, ότι ο Ξέρξης και οι Μηδικοί πόλεμοι αναφέρονται σε μια φράση που συνδυάζεται κι αυτή με την προφητεία του Δανιήλ για τα Τέσσερα Θηρία. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι κλασσικοί συγγραφείς διαβάζονταν στα σχολεία, κι αυτό γιατί αυτοί οι ίδιοι συγγραφείς διαβάζονταν στα σχολεία την παλιά καλή εποχή του Ιουστινιανού. Αλλά το γεγονός ότι στους Έλληνες ποιητές υπήρχε κάτι περισσότερο από κανόνες μετρικής και από ένα απόθεμα χρήσιμων παραθεμάτων, ότι ο Ηρόδοτος κι ο Θουκυδίδης δεν ήταν απλά και μόνο δείγματα Ιωνικής και Αττικής διαλέκτου—αυτές οι σκέψεις πολύ ελάχιστα απασχόλησαν το μυαλό των Βυζαντινών.
Στον 11ο αιώνα η Βυζαντινή φιλοσοφία εναρμονίστηκε λογικά με τα γεγονότα. Αυτή η φιλοσοφία όπως είδαμε, περιέπλεκε ένα πολύτιμο στοιχείο διαφυγής: η Αυτοκρατορία θα ταπεινωνόταν, θα αντιμετώπιζε ήττες, με τον σκοπό να διορθωθεί, γι’ αυτό και μόνο. Πραγματικά, η Αυτοκρατορία επανειλημμένα και επάξια τιμωρήθηκε, αλλά κάθε φορά είχε καταφέρει να ανορθωθεί. Η γεωγραφική μυωπία του Μεσαίωνα καθώς και το γλωσσικό φράγμα ανάμεσα στην Ανατολή και στην Δύση θα επεσκίαζαν την ύπαρξη κι άλλων Χριστιανικών κρατών που δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους υποτελή του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Στον 11ο αιώνα, ωστόσο, η Μ. Ασία, βάση της βυζαντινής ισχύος, χάθηκε ολοκληρωτικά πέφτοντας στα χέρια των Τούρκων κι η Αυτοκρατορία άρχισε σιγά-σιγά ν’ αποσυντίθενται˙ η διάλυση θα έφτανε στο έπακρον τέσσερις αιώνες αργότερα, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ο Αυτοκρατορικός μύθος μπορούσε να εξακολουθήσει να ισχύει; Μπορούσε να εξακολουθήσει να ισχύει μπροστά στο ολοφάνερο γεγονός ότι η ηγεσία του χριστιανικού κόσμου είχε περάσει στην αιρετική Δύση; Ξέρω ότι μερικοί Βυζαντινοί διανοητές, ιδίως στον 14ο και 15ο αιώνα, όταν ο αφανισμός του Βυζαντίου ήταν κοντινός και ολοφάνερος, αναγκαστικά άρχισαν να αμφιβάλλουν για την ορθότητα των παραδοσιακών θεωριών. Αλλά αποτελούσαν περιπτώσεις ξεχωριστές. Συχνά ειπώθηκε ότι με την πτώση του Βυζαντινού κόσμου, ξαναγεννήθηκε ο ελληνισμός. Περιορισμένη είναι η αλήθεια μέσα σ’ αυτήν τη ν άποψη. Είναι γεγονός ότι αρχίζοντας στον 12ο αιώνα, ιδιαίτερα ύστερα από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, στο 1204, ορισμένοι Βυζαντινοί συγγραφείς μ’ ευχαρίστηση αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Είναι επίσης αλήθεια ότι εμφανίστηκε στον 14ο αιώνα κυρίως, μια κίνηση ενθάρρυνσης— όχι αναγέννηση βέβαια— της κλασικής παιδείας κι ακόμη του σχολαστικισμού. Τέλος, τη στιγμή που ο βυζαντινός κόσμος ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, ξεπρόβαλε εκείνη η αινιγματική μορφή, ο Γεώργιος Πλήθων, ο Γεμιστός, ο Πλατωνιστής του Μυστρά, που συνηγορούσε για την αναγέννηση της αρχαίας Σπάρτης και παρουσίασε την ουτοπιστική του άποψη σε δυο βυζαντινούς ηγεμόνες, που φυσικά δεν τον πρόσεξαν διόλου. Χρειάζεται προσεκτική μελέτη ακόμα πριν να αποτιμήσουμε την σημασία αυτών των φαινομένων. Αλλά και έτσι αν είναι τα πράγματα, είναι φανερό ότι κάθε έκφραση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, την οποία παρατηρούμε μέσα σ’ αυτούς τους δυο-τρεις αιώνες, δεν ξεπερνούσε το επίπεδο της ρητορείας˙ ότι περιοριζόταν σ’ ένα μικρό κύκλο διανοητών και ότι δεν είχε καμιάν επίδραση στον λαό. Η φούχτα των βυζαντινών νέων ελληνιστών απορροφήθηκε από το πλατύ ρεύμα της Ιταλικής Αναγέννησης. Οι ίδιοι εδημιούργησαν αυτό το ρεύμα, στο οποίο ωστόσο είχαν μιάν ήσσονα συμμετοχή, ως ελληνοδιδάσκαλοι, αντιγραφείς χειρογράφων, εκδότες κειμένων και διορθωτές.
Αν θέλουμε να ακούσουμε την αληθινή φωνή του Βυζαντίου στην διάρκεια της κρίσιμης περιόδου πριν από την άλωση, θα πρέπει να στραφούμε, όχι στους ομιχλώδεις διαλογισμούς και στην ψευδο-ολύμπια θεολογία του Πλήθωνα, αλλά στον στυλοβάτη του οικοδομήματος, στον καλό μοναχό και δημοφιλή ιεροκήρυκα, τον Ιωσήφ Βρυέννιο. Είμαστε τώρα στις αρχές του 1400 ο Βρυέννιος διαισθάνεται ότι η Ορθόδοξη αυτοκρατορία συρρικνώθηκε σε μια πόλη. «Εσείς», λέει στο Βυζαντινό ακροατήριο, «εσείς μόνοι είσαστε το άνθος των Ρωμαίων, οι απόγονοι της Παλιάς Ρώμης και τα τέκνα αυτής εδώ της Νέας Ρώμης. Η πίστη σας δεν πρέπει να διαταράσσεται, γιατί είναι η μόνη κάτω από τον ήλιο που είναι ευλαβική, αληθινή, αγνή και σωστή. Μη στρέφεστε κατά του Θεού. Με την χάρη Του σας δίνει αυτές τις δοκιμασίες, όχι γιατί αποστρέφει το πρόσωπο Του από σας με μίσος, αλλά γιατί μ’ αυτό τον τρόπο σας εξαγνίζει και σας κάνει άξιους της βασιλείας Του». Πρόκειται εδώ για την παλιά φιλοσοφία με μια ελάχιστη έμφαση από το πραγματικό στο υπερφυσικό. Πραγματικά, ο αυτοκράτορας δεν κυβερνάει πια τον κόσμο∙ αλλά όσο μακριά κι αν πάει κανείς, ακόμη και στην άκρη της γης— ο Βρυέννιος είχε φτάσει έως την Κύπρο— δεν θ’ ακούσει να μνημονεύεται άλλος από τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, άλλος πατριάρχης, από τον Οικουμενικό. Μπορούσε α υ τ ό τ ο γ ε γ ο ν ό ς να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας; Με κανένα τρόπο. Ήταν θαύμα και καθαρή απόδειξη ότι ο Θεός «μας» υποστήριζε.
Ο ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ λίθος αυτής της φιλοσοφίας ήταν το επερχόμενο τέλος του κόσμου. Η ακριβής χρονολογία της «Δευτέρας Παρουσίας» ήταν ένα μεγάλο μυστικό, άγνωστο ακόμα και στους Ταξιάρχες. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν σα να επρόκειτο για κοινό μυστικό, αφού θα γινόταν στην Ιερουσαλήμ, εφτά χιλιάδες χρόνια μετά από την δημιουργία, δηλ. το 1492 μ.Χ. , κάποια Κυριακή, την έβδομη ώρα της νύχτας. Η αλήθεια αυτής της δοξασίας ενισχυόταν όχι μόνο από την μαγεία του αριθμού 7, ενός αριθμού που επανέρχεται ως επωδός (ακόμη και ο κατάλογος των ρητορικών σχημάτων στα «Προγυμνάσματα» του Αφθονίου ήταν δυο φορές εφτά), αλλά επίσης από ολοφάνερα και αλάθητα σημεία του επερχόμενου τέλους. Γιατί; όπως ο θάνατος ενός σώματος προοιωνίζεται από την αρρώστια και την βαθμιαία αποσύνθεση, όπως η κατάρρευση ενός σπιτιού από τις ρωγμές των τοίχων και από τους πεσμένους σοβάδες, με τον ίδιο τρόπο υποδηλώνεται, από πριν, το τέλος του κόσμου: έλλειψη κάθε καλοσύνης και αρετής, αύξηση της διαφθοράς και της δεισιδαιμονίας κι ακόμη το γεγονός ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε περιορισθεί όσο ποτέ άλλοτε.
Ο άνθρωπος που εγεφύρωσε την μετάβαση από το Βυζάντιο στην Τουρκοκρατία, ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κάτω από την Τουρκική κυριαρχία, ο Γεννάδιος Σχολάριος, εχάραξε τις γραμμές που θα ακολουθούσε ο Ελληνισμός στους αιώνες που θα ακολουθούσαν. Τον αποκάλεσαν «ο τελευταίος Βυζαντινός και ο πρώτος Έλληνας», στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όπως οι άλλοι πνευματικοί ηγέτες του θνήσκοντος Βυζαντίου, ο Γεννάδιος αντιμετώπισε ένα φοβερό δίλημμα: αφενός να αποδεχτεί την χρεωκοπία μιας διαδικασίας στοχασμού, η οποία αξιωματικά ίσχυε επί χίλια χρόνια, να προσπέσει στον Πάπα και να παρακαλέσει για, οποιαδήποτε, στρατιωτική βοήθεια η Δύση θα επιθυμούσε να προσφέρει, ή αφετέρου να στηρίξει τις πατροπαράδοτες δοξασίες και να εμπιστευτεί την Θεία Πρόνοια. Μερικοί Βυζαντινοί εδιάλεξαν την πρώτη λύση και τελείωσαν την ζωή τους στην Ιταλία. Ο Γεννάδιος ενσυνείδητα και, ελπίζουμε έντιμα, επέλεξε την δεύτερη κι είχε τον λαό με το μέρος του. Η φιλοσοφία του, παρά την βαθειά μελέτη του Αριστοτέλη και ένα ταξίδι στην Ιταλία, ήταν ακριβώς όμοια μ’ εκείνην του μοναχού Ιωσήφ. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Όλα συνέβαιναν όπως είχαν προβλεφθεί: η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει, τα ιερά της εσυλήθηκαν, ο Αντίχριστος κυβερνούσε τώρα και ο κόσμος είχε ακόμα σαράντα χρόνια ζωής. Άξιζε τον κόπο να πουλήσει κανείς την πίστη του, αφού πια ο αγώνας είχε σχεδόν λήξει και σε λίγο οι χριστιανοί αθλητές θα έπαιρναν τα στεφάνια της νίκης;
Αυτό τον τρόπο σκέψης θα τον ονόμαζα «Μεσαιωνικό Βυζαντινισμό». Ήταν Βυζαντινισμός χωρίς την αυτοκρατορία, αλλά κατά τα άλλα ελάχιστα τροποποιημένος. Κάθε στιγμή ο αναμενόμενος βασιλιάς ελευθερωτής —ο Ιωάννης ή ο Κωνσταντίνος; — ο μυθικός μαρμαρένιος βασιλιάς, που είχε βυθιστεί σε ένα μυστηριώδη ύπνο σε κάποια σπηλιά κοντά στην Χρυσόπορτα, μπορούσε να ξυπνήσει και να ελευθερώσει τον άπιστον, ύστερα, θα έφτανε το τέλος του κόσμου. Στο μεταξύ το μόνο πράγμα που είχε σημασία ήταν να διατηρηθεί αμόλυντη η πίστη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τώρα κεφαλή του Ελληνικού Έθνους, πάσχισε να το πετύχει. Υπερασπίστηκε την πίστη των Εφτά Συνόδων ενάντια στις επιδρομές των Ρωμαιοκαθολικών των Λουθηριανών και Καλβινιστών αργότερα της επιστήμης του τεκτονισμού, της Γαλλικής φιλοσοφίας και των Ελλήνων κλασσικών στο τέλος. Το 1797 ο επικεφαλής της Πατριαρχικής Ακαδημίας θεώρησε χρέος του να ανασκευάσει το σύστημα του Κοπέρνικου, σε τέσσερις διαλόγους, ενώ μια πατριαρχική εγκύκλιος νουθετούσε τους πιστούς να μην ενασχολούνται εις την ελληνική παιδεία και εις την των Ευρωπαίων μωροσοφίαν, ως εναντίων της χριστιανικής πολιτείας, αλλά μόνο εις την γραμματική, στηριζομένη εις την εξήγηση των εκκλησιαστικών πατέρων: οι Πλάτωνες και οι Αριστοτέλοι, οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι φέρουσιν αδιαφορία εις τα θεία.
Αλλοίμονο ο κόσμος δεν έδειξε πώς έφτανε στο τέλος. Το έτος 1492 μπορεί να αποτέλεσε την αρχή μιας νέας εποχής για την Δύση, αλλά δεν είχε καμία σημασία για τους Έλληνες. Η ημερομηνία της Δευτέρας Παρουσίας έπρεπε να τροποποιηθεί ανάλογα. Στον 16ο αιώνα επίστευαν ότι μόνο πέντε σουλτάνοι ήταν προορισμένοι να κυβερνήσουν στην Πόλη. Όταν αυτό αποδείχθηκε ανακριβές, η πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετατέθηκε έως της βασιλείας του Μωάμεθ του τρίτου (1593-1603) γιατί είχε το ίδιο όνομα με τον Μωάμεθ τον Κατακτητή. Στον 17ο αιώνα υπήρχε η πρόρρηση ότι η Κωνσταντινούπολη θ’ απελευθερωνόταν διακόσια χρόνια μετά από την πτώση της, δηλαδή το 1653, όταν ένας άλλος Μωάμεθ, ο τέταρτος αυτή την φορά, θα ετύχαινε να είναι Σουλτάνος. Στον 18ο αιώνα εφημολογείτο ότι η καταστροφή της Πόλης θα συνέβαινε το 1766, ότι θ’ ακολουθούσε ο κατακλυσμός της Αγγλίας το 1767, και ότι το 1773 θα ήταν το έτος της Δευτέρας Παρουσίας. Εξαρτημένο από τέτοιες φαντασιώσεις που τις τροφοδοτούσε μια απέραντη προφητική λογοτεχνία κι αποκοιμισμένο σχετικά με την πορεία των ιδεών στην δυτική Ευρώπη, το κύριο σώμα του Ελληνικού λαού διατήρησε τη Βυζαντινή νοοτροπία του έως το 1800 κι αργότερα.
ΤΩΡΑ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένας νέος μύθος, αυτή την φορά κατασκευασμένος στην δυτική Ευρώπη, ήταν έτοιμος να σφετεριστθεί τη θέση του Βυζαντινισμού ως το κύριο ιδανικό του Ελληνικού λαού: ήταν ο μύθος του ελληνικού ρομαντισμού. Διαμορφωμένος κυρίως στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ο ελληνισμός αυτός είχε την σοβαρή πλευρά του: ακαδημαϊκός κλασικισμός, αρχαιομανία παρακινημένη από τον Βίκελμαν και τις ανασκαφές του Ηρακλείου, Φιλοσοφία με κεφαλαίο Φ. Περισσότερο δραστική σε ό,τι αφορά τη λαϊκή απήχηση ήταν η απόδραση σε μια χρυσή ανύπαρκτη χώρα, σε μια αγροτική απλότητα που φαινόταν να τα προσφέρει η αρχαία Ελλάδα: ο καθένας αποζητούσε να είναι βοσκός στην Αρκαδία. Η μόδα για κάθε τι ελληνικό δεν είχε όρια: Ελληνικές ωδές, Ελληνικά θεατρικά έργα, Ελληνικά κοστούμια, Ελληνικές περούκες, Ελληνικές εικόνες, Ελληνικά έπιπλα. Για το «αφιλολογίζον» κοινό ένας χείμαρρος ανούσιων έργων με ελληνικά θέματα ξεχυνόταν από τα τυπογραφικά εργαστήρια: «Οι περιπέτειες του Περιφά», «Οι Έρωτες της Λάϊδας», « Οι Έρωτες του Πολύριδος και της Δρίφης», «Οι Περιπέτειες του Νεοκλή», «Γυιός του Θεμιστοκλή» κι αμέτρητα άλλα. Αλλά το έργο που απηχεί εντελώς τον τρόπο με τον οποίο ο 18ος αιώνας φανταζόταν την αρχαία Ελλάδα, είναι το πομπώδες αριστούργημα «Νέος Ανάχαρσις» , γραμμένο από τον, όχι πολύ ευλαβή, αββά Μπαρτελεμύ. Ο Ανάχαρσις ήταν ένας νέος Σκύθης , δηλαδή ένας ευγενής που περιηγήθηκε την Ελλάδα ανάμεσα στο 363 και 338 π.χ. Είχε την ικανότητα να συναντά διάσημα πρόσωπα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ισοκράτη, τον Ξενοφώντα, τον Δημοσθένη, τον Ευκλείδη, –όποιον ήταν «κάποιος»– κι αυτά τα πρόσωπα αλληλοσυναγωνίζονταν, ποιος θα κουβεντιάσει με τον νεαρό Ανάχαρσι. Κι τι θαυμάσιοι συζητητές που ήταν όλοι τους! Είκοσι πέντε χρόνια ο Ανάχαρσις δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να κουβεντιάζει με φημισμένους Έλληνες, παίρνοντας σημειώσεις για την ιστορία, την θρησκεία, την τέχνη και τα ήθη. Ύστερα από την μάχη της Χαιρώνειας, που κατέλυσε την ελληνική ελευθερία, ο Ανάχαρσις γύρισε στην πάτρια γη, στη Σκυθία. Στη νεότητα του, κατέληγε, είχε αναζητήσει την ευτυχία από ένα φωτισμένο έθνος· στα γηρατειά του βρήκε την ειρήνη ανάμεσα σ΄ ένα λαό που δεν ήξερε άλλα αγαθά από τα αγαθά της Φύσης.
Είναι δύσκολο για μας να πιστέψουμε ότι αυτό το χλιαρό έργο που εκτείνεται σε πέντε τόμους, έργο παραγεμισμένο με απέραντη μάθηση, με ατέλειωτες σημειώσεις και χρονολογικούς πίνακες, πραγματοποίησε σαράντα πλήρεις εκδόσεις και δεκατρείς επιτομές, ότι μεταφράστηκε στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, δανέζικα, ολλανδικά, στα νέα ελληνικά και ακόμη στα αρμένικα. Τέτοιος ήταν ο πόθος για κάθε τι ελληνικό. Κι ήταν, ένα χρόνο ύστερα από την έκδοση του Ανάχαρσι, ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, ήταν σα να ξαναγύριζαν στην ζωή η Ελλάδα κι η Ρώμη. Κανένας λόγος στην Εθνική Συνέλευση δεν ήταν ολοκληρωμένος αν δεν υπήρχε κάποια αναφορά στην Σπάρτη και στον Λυκούργο. Το Ανώτατο Όν δοξαζόταν με τρίποδες και σπονδές. Η κυρία Βιζέ – Λεμπρέν έδινε ελληνοπρεπείς δεξιώσεις. Κι αν οι πολίτες του Παρισιού είχαν χρήματα για να αγοράσουν μερικά καινούργια ρούχα, να είσαστε βέβαιοι ότι θα φορούσαν χλαμύδες και σάνδαλα.
Μέσα σ’ αυτή την ένταση ξαφνικά ο κόσμος ανακάλυψε ότι υπήρχαν σύγχρονοι, ζωντανοί Έλληνες, γνήσιοι απόγονοι του Θεμιστοκλή, που περίμεναν με κομμένη την ανάσα να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους με την βοήθεια των δυτικών αδελφών τους. Τι καλύτερη αφορμή από την ελευθερία, ιδίως εφόσον επρόκειτο για τους Έλληνες, τους εφευρέτες ας πούμε της ελευθερίας, τους Έλληνες που τώρα την εζητούσαν; Τους Έλληνες, είναι αλήθεια, τους είχαν συναντήσει και προηγουμένως, ιδίως ευγενείς ταξιδιώτες και πρόξενοι, εγκατεστημένοι στα εμπορικά κέντρα της Ανατολής· όλοι αυτοί συχνά έστελναν τις πληροφορίες τους και ανέφεραν ότι οι Έλληνες ήταν η πιο παρηκμασμένη φυλή επάνω στην γη. Αν όμως βρίσκονταν τώρα σ’ αυτή την κατάσταση, τούτο βέβαια οφειλόταν στην τυραννία και στην δεισιδαιμονία. Αν μπορούσαν να ελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό κι από τον αξιοθρήνητο κλήρο τους, αν θα ήταν δυνατόν να πειστούν να εγκαταλείψουν το εμπόριο και ν΄ αρχίσουν να ασχολούνται με την γεωργία που εξευγένιζε τον άνθρωπο, τότε οι Έλληνες θα ξανακέρδιζαν αμέσως την προγονική τους αγνότητα κι αρετή.
Ανάμεσα στους πολίτες του επαναστατημένου Παρισιού ζούσε ο Αδαμάντιος Κοραής, ο λόγιος και αυτοδιορισμένος μέντορας της αναδυόμενης Ελλάδας, από το όνομα του οποίου ονομάστηκε παράδοξα αυτή η έδρα. Λέω «παράδοξα» γιατί αν ήταν κάτι που ο Κοραής απεχθανόταν – ύστερα βέβαια από τους Οθωμανούς– αυτό ήταν το Βυζάντιο. Γι΄ αυτόν τον εκπατρισμένο που έκανε κλασικές σπουδές στην Ολλανδία και φιλοσοφία στην Γαλλία, το Βυζάντιο ήταν πηγή σκοταδισμού, καλογερισμού, καταπίεσης, αδράνειας. Συχνά εχλεύασε εκείνους τους καταραμένους «Ελληνορωμαίους» αυτοκράτορες που σπατάλησαν τους θησαυρούς τους για να κάνουν πλουσιότερα τα μυστήρια και συγκάλεσαν συνόδους και φιλονικούσαν σοβαρά για την προέλευση του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι Τούρκοι, με το σπαθί στο χέρι, έπαιρναν τις πόλεις την μια μετά την άλλη. Το μήνυμα του Κοραή προς τους συμπατριώτες του ήταν: σπάστε τους δεσμούς με το Βυζάντιο, αποδιώξτε τους καλογέρους, αποδιώξτε την Βυζαντινή αριστοκρατία του Φαναριού. Θυμηθείτε τους αρχαίους προγόνους σας. Αυτοί ανακάλυψαν την Φιλοσοφία, την τόσο περιφρονημένη από τους Βυζαντινούς, η οποία όμως τώρα με τα φτερά της τυπογραφίας σκορπίζει την ευλογία της επάνω σ’ όλη την φωτισμένη Ευρώπη (ο Κοραής ακατάπαυστα μιλούσε για την φωτισμένη Ευρώπη). Η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει βασιλέα. Δημιουργήστε μια δημοκρατία ισότητας και καλέστε κάποιο Λυκούργο να σας επισκεφτεί, κατά προτίμηση Αμερικανό, για να συντάξει τους νόμους σας. Ύστερα μιμηθείτε την αρετή του Ηρακλή, την πανουργία του Οδυσσέα κι όλα εκείνα τα άπειρα παραδείγματα που οι Έλληνες κλασικοί θέτουν μπροστά σας.
Αυτό το κήρυγμα ήταν τόσο χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής, ώστε θα μπορούσε να είχε προέλθει από οποιονδήποτε γραμματισμένο Γάλλο. Κι όμως, ο Κοραής ήταν από γέννηση και αρχική μόρφωση Βυζαντινός. Ο παππούς του από την μεριά της μητέρας του– του οποίου την βιβλιοθήκη κληρονόμησε ο Κοραής, και του οποίου την μνήμη ελάτρευε– είχε εκδώσει ένα βιβλίο με αρκετές χιλιάδες ιαμβικών στίχων και με τον τίτλο «Λατίνων θρησκείας έλεγχοι», βιβλίο που, αν όχι στο ύφος, στην ουσία του, θα έλεγε κανείς ότι βγήκε από την πένα ενός Βυζαντινού θεολόγου του 13ου αιώνα. Ο ίδιος ο Κοραής άρχισε την φιλολογική σταδιοδρομία του με κείμενα εκκλησιαστικά και ήταν αρκετά συνδεδεμένος με εκκλησιαστικούς κύκλους. Αλλά όταν βρέθηκε στην Ευρώπη, απέρριψε τον Βυζαντινισμό του κι έγινε φιλελεύθερος Ευρωπαίος πολύ εύκολα. Τότε κατάλαβε ότι οι Γάλλοι ήταν, απ’ όλα τα σύγχρονα έθνη, εκείνοι που παρουσίαζαν τις μεγαλύτερες ομοιότητες με τους αρχαίους Έλληνες. Από εκεί προέρχεται η σκέψη του ότι οι νεώτεροι Έλληνες έπρεπε να φροντίσουν να μιμηθούν τους Γάλλους, αν ήθελαν να φτάσουν στο επίπεδο των προγόνων τους.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ επανάσταση την οποία ο Κοραής επεδοκίμασε από μακριά, ήταν ένας πόλεμος, που όπως ο καθένας ξέρει, είχε την ενθουσιώδη υποστήριξη όλων των φιλελεύθερων πνευμάτων της Ευρώπης. Ακόμη κι ο Πούσκιν που, όπως κι ο Ανάχαρσις, καταγόταν από την Σκυθία, συνέθεσε το 1821 μια ωδή, όπου αφιέρωσε ισόβια τον εαυτό του στην πίστη της θεάς «Ελευθερίας», προσθέτοντας με λύπη ότι η ομορφιά της δεν ήταν καμωμένη για το παγερό κλίμα της Ρωσίας. Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις, γιατί είχαν να ασχοληθούν με πιο πεζά πράγματα όπως η ισορροπία των δυνάμεων και η τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οπωσδήποτε, ύστερ’ από περιττές αιματοχυσίες και ερημώσεις, δημιουργήθηκε το βασίλειο των Ελλήνων και κάτω από την βαυαρική εποπτεία ταχτοποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε ώστε να μοιάσει με την αρχαία Ελλάδα. Διώχνοντας κάθε τι που θύμιζε την τουρκική κατάκτηση, το ελληνικό κράτος εφοδιάστηκε με Άρειο Πάγο, Βουλή, νομάρχες, δημάρχους, πρυτάνεις και άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια του χρυσού παρελθόντος του. Σύμφωνα με την οδηγία του Κοραή, η γλώσσα καθαρίστηκε απ’ όλα τα βάρβαρα στοιχεία της σε σημείο που δύσκολα κανείς μπορούσε να την γράφει σωστά κι ακόμη δυσκολότερα να την μιλήσει. Παιδιά βαφτίζονταν με ονόματα όπως Αναξίμανδρος, Αριστοτέλης, Πελοπίδας, Ολυμπιάς ακόμη και Ασπασία. Ταυτόχρονα η Βυζαντινή παράδοση απορρίφθηκε, τουλάχιστον στις εξωτερικές της εκδηλώσεις: η Ελληνική Εκκλησία έπαυσε να έχει εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι ακόμη η διδασκαλία της θεολογίας μεταφέρθηκε από τα μοναστήρια σε μια θεολογική σχολή που είχε σχεδιασθεί σύμφωνα με γερμανικά πρότυπα. Εν τούτοις, το αυθόρμητο άνθισμα που ο καθένας πρόσμενε δεν έγινε. Η φωτισμένη Ευρώπη έχασε κάθε ενδιαφέρον. Οι Ευρωπαίοι κατηγόρησαν γι’ αυτό τους Έλληνες και οι Έλληνες τους Ευρωπαίους. Κάτι, λοιπόν, δεν πήγε καλά.
Διαβάζοντας τις αφηγήσεις των Ευρωπαίων ταξιδιωτών που ήρθαν στην Ελλάδα γύρω στο 1840 με 1850, νοιώθει την απογοήτευση τους. Γιατί η Ελλάδα είχε γίνει αρκετά προσιτή ώστε να παραμείνει μια πολύ εξωτική χώρα: κανονικά δρομολόγια πλοίων ένωσαν τον Πειραιά με την Μασσαλία και καθώς παρατηρεί ένας σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας, χρειάστηκε λιγότερο χρόνο για να επισκεφθεί τον βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα απ’ ό,τι χρειάστηκε η κυρία ντε Σεβινιέ για να επισκεφθεί την κόρη της στο Γκρινιόν. Όταν ο ρομαντικός ταξιδιώτης αποβιβαζόταν, δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο παρά γυμνή, σκονισμένη, καμένη από τον ήλιο γη. Η Αθήνα ήταν ένα βρώμικο χωριό. Η χώρα γεμάτη ληστές. Η ελονοσία ενδημική. Οι απόγονοι του Θεμιστοκλή έμοιαζαν όπως όλοι οι άλλοι Βαλκάνιοι, ντυμένοι με Βαλκανικές ενδυμασίες, εκτός αν φορούσαν την Ευρωπαϊκή ρ ε ν τ ι γ κ ό τ α, πράγμα ακόμη χειρότερο. Μια λεπτεπίλεπτη Γαλλίδα κυρία που την εντυπωσίασαν οι υπερβολικές αναλογίες των Ελληνίδων πήρε την απάντηση: «C’ est lanature’s» Ωστόσο διαμαρτυρήθηκε ότι αυτές δεν είναι οι αναλογίες της Αφροδίτης της Μήλου! Όσο για την άνθηση των γραμμάτων, οι Αθηναίοι βιβλιοπώλες της εποχής δεν πρόσφεραν τίποτ’ άλλο παρά κακές μεταφράσεις των χειρότερων Παρισινών μυθιστορημάτων. Ο επισκέπτης συμπέρανε ότι η Ελλάδα δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, ότι είχε προδώσει τις προσδοκίες της Ευρώπης.
Ο Έλληνας από την άλλη μεριά, υπογράμμιζε ότι η μικρή χώρα του δεν ήταν οικονομικά βιώσιμη∙ ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού έθνους εξακολουθούσε να είναι υποτελής του Σουλτάνου· ότι οι περισσότεροι ληστές έρχονταν πέρα από τα τουρκικά σύνορα κι ότι τις Μεγάλες Δυνάμεις απασχολούσε τώρα η έννοια να διασώσουν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά να υπερασπισθούν την Ελλάδα, αυτή την Ελλάδα στην οποία ώφειλαν τον πολιτισμό τους.
Πίσω από την έλλειψη κατανόησης υπέβοσκε μια άλλη αιτία την οποία καμμία από τις ενδιαφερόμενες πλευρές δεν κατάλαβε τότε. Ένα σύμπτωμα είναι ότι τα «Ταξίδια του Ανάχαρσι» ξεχάστηκαν γύρω στο 1850. Οι ταξιδιώτες τώρα ομολογούσαν ότι η Ακρόπολη, ανεξάρτητα από την τελειότητα της, τους είχε αφήσει αδιάφορους, ότι η Ελληνική γλυπτική είχε απήχηση στην νοημοσύνη των ανθρώπων και όχι στα συναισθήματα τους. Στο 1850 ένας πολύ γνωστός Γάλλος ποιητής, σα νάθελε να δικαιολογηθεί για τον θαυμασμό του για τον Παρθενώνα έγραφε ότι ήταν μάλλον ωραιότερος από την Μαντλέν, στο Παρίσι, αλλά φοβήθηκε μήπως η μοναχική του φωνή πνιγεί μέσα στα θορυβώδη εγκώμια, στην χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία την αφιερωμένη στους πυργίσκους, στα οξυκόρυφα, στις υδρορροές, στις αντηρίδες της Παναγίας των Παρισίων. Ο Γοτθικός μύθος είχε αντικαταστήσει τον ελληνικό αντικατοπτρισμό.
Αυτή η νέα απασχόληση με τον Μεσαίωνα και τα φεουδαρχικά σκοτάδια, είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα, γιατί οδήγησε, δια μέσου των Σταυροφοριών, στην εκ νέου ανακάλυψη του Βυζαντίου. Ο Σατωμπριάν άρχισε την μόδα, ξεκινώντας για την Ανατολή «en pèlerin et en chevalier, la Bible, l’évangile, et les croisades a la main» (σαν προσκυνητής και ιππότης, με την Βίβλο, το Ευαγγέλιο, και τις Σταυροφορίες στο χέρι). Αρχίζοντας γύρω στο 1830, δηλαδή ταυτόχρονα με την εμφάνιση «της Παναγίας των Παρισίων» του Β. Ουγκώ, οι Βυζαντινές σπουδές εμφανίστηκαν πάλι στην Ευρώπη, αφού είχαν παραμείνει κοιμισμένες από τον 17ο αιώνα. Πρέπει να σημειώσουμε τις τις εργασίες του Φαλμεράγιερ, του Μπυσόν, του Φίνλεϊ, του Χόπφ, στην ιστορία, των Ντιντερό, του Τεξιέ, του Λαμπάρτ, στην αρχαιολογία. Ήταν μια αργή αρχή κι αυτοί οι σκαπανείς λόγιοι βρίσκονταν πολύ μακριά από μια σωστή εκτίμηση των αρετών του Βυζαντίου. Εν τούτοις το Βυζάντιο έκανε πάλι την εμφάνιση του στον χάρτη κι αυτό επίσης οφειλόταν στην φωτισμένη Ευρώπη. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε μια νέα πνευματική πρόκληση.
ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ η ολοκληρωτική απόρριψη της Βυζαντινής κληρονομιάς δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει πολύ. Υπήρχε, πριν απ’ όλα, η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή το όνειρο της ενσωμάτωσης μέσα στο Ελληνικό Βασίλειο της Κωνσταντινούπολης και εκείνων των Τουρκικών επαρχιών στις οποίες υπήρχαν σημαντικοί ελληνικοί πληθυσμοί. Ας μη ξεχνάμε ότι γύρω στο 1850 η Ελλάδα είχε πληθυσμό λιγότερο από ενάμισι εκατομμύριο, ενώ τρία ή τέσσερα εκατομμύρια Έλληνες ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία∙ επίσης ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν περίπου πενταπλάσιος από τον συνολικό πληθυσμό της Αθήνας. Όλοι οι Έλληνες δέχτηκαν με ενθουσιασμό τη Μεγάλη Ιδέα. Μια εφημερίδα που παρέλειψε να συνηγορήσει για το θέμα δυο συνεχείς ημέρες εκινδύνευσε να χάσει την κυκλοφορία της. Η Μεγάλη Ιδέα, βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μεσαιωνικός Βυζαντινισμός με νέο ένδυμα. Αυτό το νέο ένδυμα— ας πούμε ότι η Μεγάλη Ιδέα φορούσε ρεντιγκότα— είχε καίρια σημασία: γιατί ενώ το Βυζάντιο είχε θρησκευτικά θεμέλια και λίγο πρόσεχε τις διαφορές ανάμεσα στις εθνότητες, αρκεί αυτές οι εθνότητες να ήταν ορθόδοξες, η Μεγάλη Ιδέα ήταν εθνικιστική. Οι στόχοι όμως ήταν οι ίδιοι κι επί πλέον η Μεγάλη Ιδέα ήταν βαθειά μεσαιωνική: κανείς δεν μπήκε στον κόπο να σκεφτεί καθαρά πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, τι θα γινόταν μετά την πραγματοποίηση της, με ποιο μέσο η Μεγάλη Ελλάδα θα εκτεινόταν έως την Τραπεζούντα χωρίς να περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας, ή τι θα γινόταν ο Τουρκικός πληθυσμός που αποτελούσε την πλειοψηφία σ’ εκείνα τα μέρη. Εδώ βλέπουμε πάλι την κληρονομιά του Βυζαντινισμού: οι Τούρκοι δεν αποτελούσαν μέρος του εκλεκτού λαού. Ίσως θα ήταν δυνατόν να εγκλωβιστούν σαν τον Γώγ και Μαγώγ, πίσω από τις πύλες της Κασπίας.
Σ’ αυτό το νέο ένδυμα, η Μεγάλη Ιδέα είχε σχέση περισσότερο με την Κωνσταντινούπολη, την Αγία Σοφία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά με την Αθήνα του Περικλή. Κι άλλοι όμως παράγοντες εργάζονταν προς αυτή την κατεύθυνση: η Βουλγαρία ξυπνώντας κάτω από τα κεντρίσματα της Ρωσίας, απαιτούσε δικό της ουσιαστικά μερίδιο από τη Βυζαντινή κληρονομιά, μερίδιο που περιέκλειε όλη την Μακεδονία. Για να εξισορροπηθούν παρόμοιες απαιτήσεις, ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το Βυζάντιο υπήρξε εντελώς Ελληνικό, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την γλώσσα, αλλά και στο πνεύμα, στην ουσία του πολιτισμού του.
Την προσπάθεια να συνδέσει την Ελλάδα με το Βυζάντιο την ανέλαβε ο Κων. Παπαρρηγόπουλος, ο πατέρας της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Η μνημειώδης «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» είχε τον ομολογημένο σκοπό να αποκαταστήσει την ενότητα του ελληνικού πολιτισμού που, όπως πίστευε ο συγγραφέας, αποτελούσε μια αδιάσπαστη αλυσίδα από τον Όμηρο ως τον βασιλιά Όθωνα. Παραδέχεται ότι στον Μεσαίωνα ο ελληνισμός αυτός υπέστη κάποια νόθευση, από την επίδραση των Ανατολικών λαών και από την πλημμυρίδα των βαρβάρων, με αποτέλεσμα να εισαχθούν διάφοροι όχι αντάξιοι των Ελλήνων θεσμοί. Ωστόσο ο ελληνισμός δεν έχασε ποτέ τον αρχικό του χαρακτήρα κι εδημιούργησε, στον 8ο αιώνα, μια αξιοσημείωτη μεταρρύθμιση, που πήρε το αλλόκοτο όνομα Εικονομαχία. Ο μοντέρνος ιστορικός που διδάχθηκε να θεωρεί την Εικονομαχία ως κίνημα προερχόμενο από την Ανατολή, συγγενικό περισσότερο με το Ισλάμ και υποστηριζόμενο από Σύρους, Ανατολίτες και Αρμένιους, αισθάνεται κάπως έκπληκτος σ’ αυτό το σημείο. Το ίδιο και ο Παπαρρηγόπουλος, που γνωρίζοντας την ανατολική προέλευση των αρχηγών της Εικονομαχίας, βρήκε σ’ αυτό μια ακόμη επιβεβαίωση της θεωρίας του, θεωρώντας ότι ο ελληνισμός διατηρήθηκε στην αρχική του αγνότητα στα ανατολικά ελληνικά κέντρα, ενώ είχε βασικά αλλοιωθεί στην Κωνσταντινούπολη. Όπως τους βλέπει ο Παπαρρηγόπουλος, οι Εικονομάχοι ήταν φιλελεύθεροι και ανθρωπιστές. Κατάργησαν την δουλεία και τον μοναχικό βίο, και υποστήριζαν την λαϊκή μόρφωση και μια λογική οικονομική μεταρρύθμιση. Μ’ άλλα λόγια προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν το είδος της συνετής κοινωνίας που υπερίσχυσε μόνο στον 19ο αιώνα. Στο τέλος βέβαια οι Εικονομάχοι νικήθηκαν, αλλά τα αποτελέσματα αυτή της κίνησης επέζησαν. Αποκρούοντας τους Έλληνες και εξελληνίζοντας τους Σλαύους, η Αυτοκρατορία έδειξε καθαρά τι μπορούσε να επιτύχει ο Ελληνισμός ενωμένος σ’ ένα και μόνο κράτος. Δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσουμε περισσότερο σ’ αυτό το διάγραμμα της μεσαιωνικής ιστορίας, γιατί οι αρχές του είναι πασιφανείς: ό,τι ήταν καλό στο Βυζάντιο, δηλαδή καλό σύμφωνα με τις αρχές της Βικτωριανής Ευρώπης, ήταν ελληνικό, ό,τι ήταν κακό οφειλόταν στη διάλυση και νόθευση του Ελληνισμού.
Η «ιστορία» του Παπαρρηγόπουλου» έγινε για την νεώτερη Ελλάδα ιερό κείμενο και γενεές Ελλήνων μεγάλωσαν μαζί του. Οποιεσδήποτε μικρότερες διορθώσεις και αν επιφέρει η μεταγενέστερη επιστήμη, η «Ιστορία» του θα παραμείνει «κτήμα εσαεί». Έτσι έγραφε ο Παύλος Καρολίδης, ο κυριότερος ιστορικός ύστερα από τον Παπαρρηγόπουλο. Οφείλουμε πάντως να πούμε ότι η γενική εικόνα του ελληνισμού μέσα από τους αιώνες, όπως την σχεδίασε ο Παπαρρηγόπουλος, έχει καθιερωθεί στην Ελλάδα ως τις μέρες μας κι ότι οι περισσότερες μεταγενέστερες έρευνες, στον τομέα της καθαρής ιστορίας, της λαογραφίας, της φιλολογίας, και γλώσσας, εξακολούθησαν να την παραδέχονται. Αυτή η γενική εικόνα μεταβιβάστηκε μέσα στο έργο ενός άλλου γνωστού Έλληνα λογίου του τέλους του περασμένου αιώνα, με τη μεταφορά: ο μεσαιωνικός ελληνισμός ήταν σαν μια κούπα κρασί που το άδειασαν σε ένα αμφορέα γεμάτο νερό. Το υγρό που βγήκε απ’ αυτή είχε κάτι από το χρώμα και τη γεύση του κρασιού, αλλά το χρώμα του ήταν ξέθωρο και γεύση του ανούσια. Χρειαζόταν να γίνει μια απόσταξη αιώνων ώστε το υγρό να ξαναβρεί την αρχική του περιεκτικότητα, μ’ άλλα λόγια χρειαζόταν απόσταση ώστε ο ελληνισμός να παρουσιασθεί στην αληθινή μορφή του στη νεώτερη Ελλάδα.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Βυζαντινισμός και ο ελληνισμός, συγχωνεύτηκαν. Ο μυστικός γάμος του Περικλή και της Θεοδώρας είχε επιτευχθεί. Έβλεπαν τον Παρθενώνα και την Αγία Σοφία ως συμπληρωματικές εκφράσεις του ίδιου εθνικού χαρακτήρα.
ΕΩΣ το ΤΕΛΟΣ του 19ου αιώνα, η Ελλάδα, στον πνευματικό τομέα, είχε μόλις αντιδράσει σε εξωτερικές παρορμήσεις. Τώρα άρχισε να χρησιμοποιηθεί την παρακαταθήκη της. Ήταν μια πραγματική κ ρ ί σ η σ υ ν ε ί δ η σ η ς που πήρε την μορφή μιας επικής γλωσσικής διαμάχης: οι καθαρευουσιάνοι από τη μια μεριά, οι δημοτικιστές από την άλλη. Τα ζωντανότερα και δημιουργικότερα στοιχεία ήταν βέβαια με το μέρος των δημοτικιστών. Επαναστάτησαν ενάντια στην καταπίεση του κλασικισμού, ενάντια στην απίστευτα ανιαρή εκπαίδευση εκείνης της εποχής, ενάντια στο αρχαϊκό ιδίωμα που εμπόδιζε την λογοτεχνία, κι έκανε την ποίηση αδύνατη. Αλλά κυρίως ξεσηκώθηκαν ενάντια στην τυραννία της Δύσης. Πόθος τους ήταν η δημιουργία ενός γνήσιου ελληνικού πολιτισμού με βάση τη λαϊκή παράδοση: αυτή τους οδηγούσε πίσω, αναπόφευκτα στο Βυζάντιο. Σχεδίασμα αυτού του μελλοντικού πολιτισμού είχε δημιουργήσει στα 1913 ένας από τους ηγέτες του δημοτικισμού, συγγραφέας και διπλωμάτης, ο Ίων Δραγούμης. Προείδε μια Ελλάδα περισσότερο ανατολική παρά δυτική. Οι τέχνες θα ξαναγύριζαν στο σημείο όπου οι Βυζαντινοί τις είχαν αφήσει: ο αρχιτέκτονας θ’ αναζητούσε τα πρότυπα του ανάμεσα στις εκκλησίες και τα σπίτια του Μυστρά, ο ζωγράφος θα στρεφόταν προς τις Βυζαντινές τοιχογραφίες και στα ψηφιδωτά, ο συνθέτης στους ύμνους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ευρωπαϊκή αμφίεση θα έπρεπε να καταργηθεί και ν’ αντικατασταθεί από την αμφίεση των Ελλήνων χωρικών. Όσο για θρησκεία, θα ήταν ο εθνικισμός. Σ’ αυτό το σημείο τουλάχιστον, δημοτικιστές και καθαρευουσιάνοι φαίνονταν να συμφωνούν.
Είναι διασκεδαστικό να παρατηρήσει κανείς το ανάστροφο που έγινε στο διάστημα ενός αιώνα. Στα 1800 ο φιλελεύθερος δημοκράτης Κοραής, ο κύριος αρχιτέκτονας της καθαρεύουσας, συνηγορούσε για την επιστροφή στην αρχαία Ελλάδα και στιγμάτιζε τον Βυζαντινισμό ως την τη ζοφερότερη αντίδραση. Στα 1900 η περιχαρακωμένη ολιγαρχία των καθηγητών, οι διδάσκαλοι στις ανώτατες σχολές και οι βασιλόφρονες ήταν αυτοί που επάνδρωσαν την Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας, ενώ οι δημοτικιστές, εκείνοι «οι νεαροί σοσιαλιστές» (των οποίων η πιθανή επίδραση σ’ αυτή εδώ την έδρα αποτελούσε ενόχληση το 1919), προσπαθούσαν να εμπνευσθούν από το Βυζάντιο.
Έχουμε τώρα φθάσει επικίνδυνα κοντά στο παρόν, και ίσως είναι φρόνιμο να σταματήσουμε και να δώσουμε μερικά συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή την σύντομη επισκόπηση. Βρήκαμε συνέχεια ή διακοπή; Νομίζω ότι βρήκαμε και τα δυο, αλλά όχι σε ίδιες αναλογίες. Ακολουθήσαμε μι ευδιάκριτη γραμμή συνέχειας από τον αυτοκρατορικό στον μεσσιανικό Βυζαντινισμό και από ᾽κεί στην Μεγάλη Ιδέα σημειώνοντας ταυτόχρονα πώς αυτή η αντίληψη διαστρεβλώθηκε, χάνοντας την αρχική της σημασία για να φτάσει να εξυπηρετήσει εθνικιστικούς σκοπούς. Σ’ όλα τ’ άλλα σημεία ωστόσο, βρήκαμε ότι το Βυζάντιο, ως σύστημα σκέψης, δεν είχε τίποτε το κοινό με τον ελληνισμό του 19ου αιώνα, ούτε βρήκαμε καμμιά συγγενική γραμμή που να οδηγεί από το Βυζάντιο στον ελληνισμό. Αυτός ο τελευταίος, είτε ρομαντικός, είτε εθνικός δεν ήταν αυτόχθονας: μεταφυτεύθηκε από το εξωτερικό και όντας μεταφυτευμένος, έξω από το φυσικό του πλαίσιο, δημιούργησε ένα ρήγμα στη συνέχεια. Αυτό οφειλόταν, βέβαια, σε δυτική επέμβαση. Συναισθηματικά, πολλοί από μας λυπούνται γι’ αυτό το γεγονός. Αλλά μπορούσε άραγε να αποφευχθεί και μπορεί τώρα αυτή η τάση να αντιστραφεί; Υπάρχει και σήμερα μια ωραιοποιημένη επιχειρηματολογία που προτρέπει την Ελλάδα να επιστρέψει στο Βυζαντινό μοναστήρι όπου θα ξαναβρεί την ψυχή της. Αλλά μπορούμε σοβαρά να πιστέψουμε ότι τα ελληνικά νιάτα εύχονται να ανατραφούν με τα κηρύγματα του Αγ. Βασιλείου και να συμπληρώσουν την παιδεία του στα μοναστήρια του Άθω; Δεν είναι ο ρομαντικός Βυζαντινισμός, εξίσου ουτοπιστικός με τον ρομαντικό ελληνισμό; Η Ελλάδα χρειάστηκε μια μεγάλη και οδυνηρή μαθητεία στα πόδια της Ευρώπης. Στον περασμένο αιώνα μόλις μπορούσε να μιμηθεί τα οχήματα που είχαν φτάσει κάπως βίαια στα χώματα της. Αλλά από το 1900 άρχισε η δική μας διακριτική προσφορά στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Προσωπικά, δεν βρίσκω σ’ αυτό τίποτε λυπηρό και είμαι βέβαιος ότι η φωτισμένη Ευρώπη που επισκοπεί σήμερα την Ελλάδα, δεν μπορεί πια να υποστηρίξει ότι οι ελπίδες της διαψεύστηκαν.