Ποίηση

Χριστούγεννα στη γειτονιά

Στο νάρθηκα ψηλά της εκκλησιάς

η κυρά-Λένη, η κόρη του μανάβη

κι η Μάρθα, η κυρά του παπουτσή

κι η Ρήνα, η γερόντισσα η κουτσή

κι όποια καλοκυρά της γειτονιάς

έρχεται τη συχώρεση να λάβη.

 

Πίσω από μια ξυλόπορτα κλειστή

είν’ ο πνευματικός που περιμένει.

Κι αυτές όσο να μπούνε φλυαρούν

λένε το τι θα πουν και δε θα πουν

ώσπου ν’ ανοίξη η πόρτα η σφαλιστή

κάποια να δουν να βγη, κάποια να μπαίνει.

 

Μέσα στην εκκλησιά τη θολωτή

φώλιασε η σκοτεινιά σαν αμαρτία.

Ένα κεράκι αδύναμο φωτά

και φεύγει ο φόβος πέρα και πετά.

Κάθε που ανοίγει η πόρτα η σφαλιστή

λάμπει και μια μορφή σαν οπτασία.

 

Όρθρος των Χριστουγέννων. Σκοτεινιά

ήρθεν η Λένη, η κόρη του μανάβη

κι η Μάρθα, η κυρά του παπουτσή

κι η Ρήνα, η γερόνιτσσα η κουτσή

της γειτονιάς κάθε γριά και νιά

χρονιάρα μέρα για να μεταλάβη.

 

Άκουγαν τους ψαλτάδες που συρτά

ψέλναν γιορταστικά “Χριστός Γεννάται”

κι αρχίσανε κι αυτές να ψαλμωδούν

απλά τη Θεία Γέννηση να πουν

ώσπου ξέχασαν πια τα “βιοτικά”

ως και τ’ αβάφτιστο στο σπίτι που κοιμάται.

 

Κι όπως επήραν θέση στη σειρά

να κοινωνήσουν, ήρθε η Θεία Χάρη

και σκόρπισε και γέμισε χαρά

κάθε φτωχή κι ασήμαντη καρδιά,

τη Λένη, την Ειρήνη, τη Μηλιά

τη Μάρθα, τη γυναίκα του τσαγκάρη.

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση