Η αοριστία της «θεολογικής αιτιολόγησης» διαφόρων πνευματικών θεμάτων με το… «λένε οι Πατέρες», έχει καταντήσει ένα passepartoute στα στόματα των Ορθοδόξων, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ασαφής επίκληση της Πατερικής αυθεντίας κατατροπώνει πάντα αντιλέγοντα και αντιδιατιθέμενον!
Μέσα σ’ αυτήν την θρασεία και ανυπόστατη (εφ’ όσον δεν γίνεται συγκεκριμένη, σε πρόσωπο Πατρός και σαφές έργο του, παραπομπή) ψευδεπίγραφη… «απολογητική», ατυχώς συμποσούνται και αυτάρεσκες και ψευδοπαρηγορητικές αυταπάτες μεγαλείου, δόξας, απόλυτης θεολογικής σαφήνειας, και… ζητωορθοδοξίας!
Φανταζόμαστε ότι όλα, και όσα «δικά μας», είναι όχι μόνον τέλεια, άψογα αλλά και μέτρο κρίσεως των πάντων – όλων! Δεν διανοούμαστε το ενδεχόμενο και τα δικά μας θέματα να μην είναι όπως φαίνονται και δείχνουν, αλλά να έχουν κενά και παροράματα!
Τι θέλω να πω;
Στο συνημμένο κείμενο, του σοφού αείμνηστου καθηγητού Π. Ν. Τρεμπέλα, παρουσιάζεται η κίνηση ανανέωσης της Καθολικής Εκκλησίας στη Λειτουργική της ζωή. Επισημαίνονται τα προβλήματα της αποσάθρωσης της Communio Sanctorum (Κοινωνία των Αγίων) και η ατομικιστική (έστω και με ευσεβές περίβλημα!) πρόσληψη του θέματος. Παρουσιάζονται τα προβλήματα (Λατινική γλώσσα, ιερατική ιδιωτικοποίηση) που γέννησαν το φαινόμενο και καταγράφεται το χάσμα και η απόσταση που υπήρχε ανάμεσα στον κλήρο και τον λαό, αλλά και μεταξύ των λαϊκών Χριστιανών, αφού η σύνολη ατμόσφαιρα είχε γίνει… ατομικιστική ευσεβής πρόσληψη!!
Όταν διαβάζουμε εμείς τέτοια κείμενα, αμέσως, και λόγω της ανασφάλειας εκ της ηθελημένης αυταπάτης τελειότητός μας, αξιολογούμε και φλυαρούμε επιπόλαια, ότι τέτοια θέματα σε μας δεν υπάρχουν. Δηλαδή υλοποιούμε τον λόγο του Χριστού… Και βλέπουμε το κάρφος το «εν τω οφθαλμώ του αδελφού μας», αλλά δεν κατανοούμε (κυριολεκτικά…!!) την δοκό που βρίσκεται στο μάτι μας! Συζητάμε εμπαικτικά για την Λατινική γλώσσα που… χρησιμοποιούσε (!) η Καθολική Εκκλησία, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι εμείς… χρησιμοποιούμε (τώρα, όχι στο παρελθόν όπως οι Καθολικοί!) τα αρχαία ελληνικά, μια επίσης νεκρή γλώσσα (καλά μη με κάψετε… πηγαίνετε στην αγορά κα προσπαθήστε να κάνετε συναλλαγές στα αρχαία ελληνικά!!) καθιστώντας την λατρεία μας ακατανόητη θρησκευτικότητα που προσπαθεί να περισωθεί κρεμασμένη σε συναισθήματα ατμοσφαιρικά και εκ της μουσικής επένδυσης!
Είναι μοιραίο σύμπτωμα αυτό που περιγράφεται στο κείμενο. Αφού δεν μπορεί να υπάρξει κοινή και από κοινού πρόσληψη της προσευχής (λόγω της γλώσσας) δύο λύσεις πλέον υπάρχουν:
ή θα καταφύγει κανείς στην ενδοστρέφεια των προσωπικών συναισθημάτων και της κατάνυξης [Τι ωραίος εσπερινός! Πόσο κατανυκτική ακολουθία!! Προσευχήθηκα πολύ στην αγρυπνία…!! Και αν ρωτήσεις τι ωραιότητα είχε ο εσπερινός και τι γέννησε την κατάνυξη, θα… λουστείς ένα ποταμό συναισθηματισμού χωρίς λογική και πρόσληψη]
ή θα φύγει χωρίς την διάθεση να επανέλθει, γιατί έζησε το βίωμα του ξένου και της μοναξιάς μέσα σε ένα ακατανόητο περιβάλλον.
Οι Καθολικοί ήδη πριν γραφεί το κείμενο του καθηγητού Π. Ν. Τρεμπέλα (1949) είχαν αρχίσει να βλέπουν κατάματα τα θέματα και τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους της λειτουργικής. Έτσι, αγωνιούσαν, έψαχναν, διάβαζαν και προχωρούσαν. Όταν όμως, όπως εμείς, κουβαλάς αυταπάτες τελειότητος και μεγαλείου, τότε έχεις ένα… τυφλοπάνι που δεν σου επιτρέπει να δεις το αυτονόητο!
Ο έλληνες Ορθόδοξοι δεν κατανοούν, ούτε ελλειπώς και σε σπαράγματα, τα κείμενα της Λατρείας! Η ομοιότητα της προφοράς και οι προτρεπτικές μονολεκτικές εκφράσεις (Σοφία… Ειρήνη… Άνω… Κύριε…) δεν κάνουν την γλώσσα «δική τους», ούτε τρόπο έκφρασης της Λατρείας τους προς τον Χριστό. Πολύ περισσότερο δεν την κάνουν κοινή λατρεία αφού καθένας (στην πλειονότητά τους)… καταλαβαίνει σε διαφορετικό ποσοστό! Από καθόλου μέχρι «απόλυτα»!! Και αυτά θεωρητικά! Αγκυλώσεις όμως εθνικοπατριωτικών δεσμεύσεων, και ιεροποιήσεις αιρετικών αντιλήψεων, που καθιερώνουν την γλωσσική μορφή, κάνοντας τελικώς… μαγικές τις λέξεις, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες «δεν ακούει ο Θεός» (έτσι διδάσκει εγγράφως… μέγας γέρων… ίλεως Κύριε!), κάνουν όχι δυσκίνητη, αλλά… ακίνητη την λειτουργική κατάσταση. Οι χριστιανοί σαν φθινοπωρινά φύλλα… πέφτουν από το δέντρο και το κορμί της Εκκλησίας, όμως ποιός τους ξέρει αυτούς που μας λείπουν; Ποιός γνωρίζει αυτούς που δεν έρχονται; Ποιός φροντίζει αυτούς που έκοψαν κάθε σχέση, μη αντέχοντας το… θεολογικό ακατανόητο;
Ήμασταν ποτέ, ο «Οίκος του Πατρός», δηλαδή αδέρφια μεταξύ μας, ώστε να ξέρουμε ποιός λείπει; Είναι ο ιερέας, Πατέρας του σπιτιού, ώστε να καλεί κατ’ όνομα τα παιδιά του; Γίνεται σ’ ένα σπίτι και σ’ ένα τραπέζι οικογένειας να μιλάνε ο καθ’ ένας (πατέρας – παιδιά) διαφορετική γλώσσα; Μέσα σ’ αυτή την Βαβελική σύγχυση, τι καλό μπορεί κανείς να περιμένει;
Και πάνω σ’ όλα αυτά ιεροποιήσεις και θεολογικές υπερβολές κληρικαλισμού, που σπάει το σώμα της μίας Εκκλησίας και εισάγει τάξεις και διαστρωματώσεις βαρύγδουπες και πομπώδεις, θεολογικά διάτρητες και ανυπόστατες. Συγχρόνως μονομερείς υπερτονισμοί και διοικητικές αυθαιρεσίες, που εξαφανίζουν στο ντουλάπι των αζητήτων όχι μόνο τους λαϊκούς πιστούς αλλά και τους πρεσβυτέρους, στήνοντας μια… Επισκοπελιανή Ορθοδοξία, μορμολύκειο και φάντασμα. Όπως γράφει και γέρων σοφός θεολόγος «Φαίνεται πως ο κληρικαλισμός, όσο απομακρύνεται δειλά-δειλά από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ψάχνει και βρίσκει στέγη σε άλλους χώρους της Χριστιανοσύνης»! (Ιωάν. Κ. Παπαδόπουλος)
Συζητάμε για συνοδικότητα και… διορίζουμε Επισκόπους! Μιλάμε για… δημοκρατία (!! τέτοιος ξεπεσμός για κληρικούς) και δεν αντέχουμε δεύτερη γνώμη και συμπεριφερόμαστε σαν… μονάρχες του απώτατου παρελθόντος! Θεολογούμε για την ισότητα των μελών της Εκκλησίας και δεν το μπορούμε να έχουν οι Χριστιανοί την διοίκηση των ενοριών τους!!
Και ειδικώς σαν Ορθόδοξοι, παρά τις μεγαλοστομίες μας, κάνουμε πως δεν βλέπουμε, ότι στην Ευχαριστία των Καθολικών ευλογούν τα δώρα ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι! Ότι στην χειροτονία ακουμπούν τα χέρια στο κεφάλι των χειροτονουμένων ΟΛΟΙ, οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι. Εμείς όμως θριαμβολογούμε ανόητα και ανέξοδα (οι πατέρες λένε…) ότι εμείς μόνον είμαστε και κανείς άλλος και δεν φοβόμαστε μήπως μας πει: ΔΕΝ ΣΑΣ ΞΕΡΩ – ΟΥΚ ΟΙΔΑ ΥΜΑΣ.
«Δώσε σε σοφό αφορμή και θα γίνει σοφότερος», λέει ο λόγος του Θεού. Σε μας μένει να αποδείξουμε, αν είμαστε το πρώτο και αν επιθυμούμε το δεύτερο, διαβάζοντας το συνημμένο του καθηγητού Π. Ν. Τρεμπέλα.
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Π. Ν ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ
ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
Μας φαίνεται, σε μας τουλάχιστον πρόδηλα, σαν ριζοσπαστική και επαναστατική, η Λειτουργική κίνηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία βεβαίως αποτελεί προσπάθειά της, για ανακαίνιση της λατρείας της. Και φυσικά κάτι τέτοιο είναι ορατό σ’ όσους ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν μορφές της Ρωμαιοκαθολικής λατρείας, που είχαν επικρατήσει από τον Μεσαίωνα και εντεύθεν.
Συγχρόνως δεν αμφιβάλλουμε και για το ότι οι αρχηγοί αυτής της προσπάθειας έχουν απόλυτα δίκαιο, να αρνούνται σθεναρά τον χαρακτηρισμό ότι είναι νεωτεριστική κίνηση και ότι έχει σχέση με τον Μοντερνισμό, που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει αποκηρύξει. Κάθε άλλο λοιπόν. Η λειτουργική κίνηση εξελίσσεται μέσα στην Εκκλησία και εμμένει σταθερά στα όρια της αυθεντίας της Εκκλησιαστικής και της παλαιάς λειτουργικής παράδοσης.
Η κίνηση αυτή αναπήδησε από τις σπουδές της Χριστιανικής Αρχαιολογίας, από την εποχή που έδωσε ώθηση σ’ αυτές τις σπουδές το έργο του De Rossi, και από τις έρευνες της εκκλησιαστικής ζωής των πρώτων χριστιανικών αιώνων, και βέβαια υποβοηθήθηκε έμμεσα και από τις σπουδές των έργων των μεγάλων της Εκκλησίας Πατέρων, και φυσικά επιδιώκει να επανασυνδέσει την σημερινή λειτουργική πράξη, με την παλαιά της Εκκλησίας παράδοση, χρησιμοποιώντας αυτούς τους πολύτιμους θησαυρούς της αρχαίας λειτουργικής πράξεως. Όπως ομολογεί και ο προτεστάντης Birnbaum, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κίνησης είναι: η επάνοδος στην νεότητα της Εκκλησίας, στην παλαιότατη δηλαδή λειτουργική πράξη και το ιδεώδες της λειτουργικής ευσέβειας.
Εκείνη την πρώτη περίοδο της ζωής της Εκκλησίας ο Otto Casel, που συμμετέχει σ’ αυτή την κίνηση, την χαρακτηρίζει σαν την παραδεισιακή εποχή του Χριστιανισμού και εκφράζει ζωηρό πόθο η όλη ζωή των ανθρώπων να αποστολικοποιηθεί! Οι αρχηγοί αυτής λοιπόν της κίνησης, προσβλέποντες και εμμένοντες σε εκείνη την παλαιά λειτουργική παράδοση, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τον όρο κίνηση ή ακριβέστερα κίνημα (Movement) επειδή ακριβώς ο όρος κίνημα, πολλές φορές μπορεί να υποδηλώνει επαναστατική τάση και απόκλιση από την νομιμοφροσύνη.
Ξεκινώντας από μια τέτοια αφετηρία η Λειτουργική κίνηση, έχει κύριο στόχο και επιθυμία να επαναφέρει τους Χριστιανούς στους θησαυρούς που ενυπάρχουν στην Θ. Λειτουργία, ώστε οι πιστοί να ζήσουν ξανά το παλαιό ιδανικό της χριστιανικής λατρείας, βιώνοντάς την σαν την κοινή προσευχή όλης της Εκκλησίας, σαν πράξη όλου του σώματος της Εκκλησίας, στην οποία πράξη όλα τα μέλη λαμβάνουν μέρος και συνεργούν προς επιτέλεσή της.
Οι πιστοί κατά την προσφορά της Θείας Ευχαριστίας πρέπει να έχουν ενεργό συμμετοχή γιατί όλοι είναι ενωμένοι με τον Χριστό, σαν επιμέρους μέλη του σώματος με την Κεφαλή τους και διότι ο ιερέας στο θυσιαστήριο ενεργεί εν ονόματι όλης της Εκκλησίας. Η συμμετοχή που πρέπει να έχει κάθε πιστός στην λατρεία και την Θεία Λειτουργία δεν είναι παθητική παράστασή του απλώς και μετοχή στους καρπούς της λειτουργίας, αλλά ακριβώς και κυρίως, έντονα ενεργητική συλλειτουργία με τον λειτουργό ιερέα και σε συνεργασία με το όλο πλήρωμα των πιστών, που συμπροσφέρουν το Μυστήριο. Και όπως σε ένα πολύκροτο σύγγραμμα της κινήσεως (Die betende kirche) διακηρύττεται: «Η λειτουργία είναι η Θεία Λατρεία, την οποία το μυστικό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, ως κοινωνία ενωμένη με τον Χριστό, προσφέρει στον εν ουρανοίς Πατέρα. Όλες οι τελετές των μυστηρίων και οι ακολουθίες στρέφονται, σαν γύρω από ένα πόλο, πέριξ της Θείας Ευχαριστίας, προβάλλοντας και παρουσιάζοντας το γεγονός που είναι το κέντρο του όλου Χριστιανισμού: το απολυτρωτικό δηλαδή έργο του Χριστού δια του θανάτου και της Αναστάσεώς Του. Έτσι όλες οι προσευχές της Εκκλησίας, αλλά και κάθε μιας ψυχής, γίνονται εξ αυτού προσευχή του Χριστού. Το Πνεύμα του Χριστού, το Άγιο Πνεύμα, ανυψώνει «με ισχυρές πτέρυγες» την προσευχή της Σύναξης των πιστών και της δίνει θεϊκή αξία την οποία αλλοιώτικα δεν θα είχε. Μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται όντως προσευχή στο όνομα του Ιησού (Ιωάν. 16, 23)». Και όπως παρατηρεί ο Casel: Με αυτού του τρόπου, την ενεργό συμμετοχή του λαού στην κοινή λατρεία, γίνεται απολύτως συνειδητή και καταφανής σ’ όλη της την λαμπρότητα η Communio Sanctorum, η Κοινωνία των Αγίων, των πιστών, των μελών τού ενός Σώματος του Χριστού.
Για πλήρη κατανόηση του πνεύματος και των επιδιώξεων της Ρωμαιοκαθολικής Λειτουργικής Κινήσεως, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν την λειτουργική μορφή που βρήκε εν χρήσει, η λειτουργική αναγεννητική κίνηση.
Πρωτίστως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επίσημη και ιερή γλώσσα της λατρείας στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι η λατινική, μια παλαιά και από πολλούς αιώνες ήδη νεκρή γλώσσα. Ήταν φυσικά επόμενο, η Ρωμαιοκαθολική Λατρεία και λειτουργία, τελούμενη σε γλώσσα που δεν μιλιόταν και ήταν ακατανόητη στο μέγιστο μέρος της, να είναι δυσπαρακολούθητη από τους πιστούς και ξένη στους πιο πολλούς από αυτούς. Εξ άλλου κατά τον Μεσαίωνα, που δεν είχε εφευρεθεί η τυπογραφία, η προμήθεια των αναγκαίων για την λατρεία χειρογράφων βιβλίων απαιτούσε (όπως παρατηρεί ο Harisson) δαπάνες δυσβάστακτες και γι’ αυτές ακόμα τις ενορίες, αφού οι ακολουθίες ήταν κατανεμημένες σε πολλά βιβλία, τα οποία ήταν δύσκολο να αποκτηθούν. Η τότε κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική από την σημερινή, που με μικρή δαπάνη μπορεί καθένας να προμηθευτεί βιβλία που περιέχουν την όλη λατρεία και να ενημερωθεί όπως ο ιερέας, για το περιεχόμενο και την σημασία των όσων τελούνται στον ναό.
Η λατινική λοιπόν γλώσσα αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η δυσκολία απόκτησης των αναγκαίων βιβλίων, έκανε κατά τον Μεσαίωνα αδύνατη την κατάρτιση εκκλησιάσματος διδαγμένου την πίστη και το οποίο να έχει επίγνωση και πλήρη κατανόηση της κοινής στον ναό λατρείας και να συμμετέχει σ’ αυτήν.
Από την άλλη, η ευσέβεια κάποιων ιερέων που προσπάθησαν να τελούν κάθε μέρα την Λειτουργία και κάποιες φορές να λειτουργούν μόνοι τους παντελώς, διευκόλυνε την επικράτηση των λεγομένων μυστικών ή με χαμηλή φωνή τελούμενων λειτουργιών, πράγμα εντελώς άγνωστο στην Ανατολική Εκκλησία, ενώ στην Δυτική Εκκλησία έγιναν (παρά την καλούμενη Υψηλή ή Ψαλτή Λειτουργία) μόνιμο και αναγνωρισμένο καθεστώς. Αυτές ήταν οι συνήθως το πρωί, στην αρχή μη εορτάσιμης ημέρας, τελούμενες λειτουργίες, στις οποίες λόγω της συντομίας τους, διευκολύνοντο και οι άνθρωποι που πήγαιναν στις δουλειές τους, να περνούν από τον ναό και να παρευρίσκονται για κάποια – λίγα λεπτά της ώρας που διέθεταν, στην τέλεση της Λειτουργίας.
Οι… μυστικές αυτές λειτουργίες έγιναν, συν τω χρόνω, αγαπητές στον θρησκεύοντα λαό, όχι μόνον λόγω της συντομίας, αλλά και γιατί έδιναν την δυνατότητα στους παρευρισκομένους πιστούς, να αυτοσυγκεντρωθούν χωριστά και με αφοσίωση, χρησιμοποιώντας προσευχές αυτοσχέδιες και δικές τους στην γλώσσα τους (!) ο καθένας, με τις οποίες (προσευχές) αντικαθιστούσε τις ακατανόητες λατινικές ευχές της λειτουργίας, προσφέροντας έτσι κατ’ ιδίαν προσωπική λατρεία στον Κύριο!!
Ο Dix παραθέτει στο έργο του, τεμάχια από χειρόγραφα του ΙΕ’ αιώνα, στα οποία βρίσκει κανείς οδηγίες και ευχές στην εν χρήσει γλώσσα, τις οποίες (ευχές) θα έπρεπε να διαβάζουν ατομικά σε ωρισμένες στιγμές της Λειτουργίας, αυτοί δηλαδή που παρακολουθούσαν αυτές τις μυστικές μικρές πρωινές λειτουργίες!
Έτσι σε κάποιο από αυτά διαβάζουμε:
«Κατά την προσκομιδή όταν ο ιερέας υψώνει προσφέροντας το ποτήριο, Συ να μελετάς πώς ο Κύριος και Σωτήρας όλης της ανθρωπότητας, εκουσίως πρόσφερε τον εαυτό Του στον Πατέρα Του ως θυσία και προσφορά για την απολύτρωση του ανθρώπου. Τότε να προσφέρεις και συ σ’ Αυτόν τον εαυτό σου, το σώμα σου και την ψυχή σου, τα οποία εξαγόρασε με τίμημα τόσο πολύ μεγάλο… κλπ».
Αυτού του τρόπου η εξέλιξη της λατρείας τής προσέδωσε και καινούργια έννοια, όπως παρατηρεί ο Dix. «Η παλαιά από όλο το σώμα προσφερόμενη λατρεία, μετέπεσε σε απλή συγκέντρωση για υποκειμενική αφοσίωση καθ’ ενός επί μέρους χριστιανού και απομόνωσή του στη δική του σκέψη. Αυτή, η κατ’ ιδίαν και σε προσωπική περισυλλογή, λατρευτική πράξη, άρχισε να φαίνεται στους θρησκεύοντες ως καλύτερη και σπουδαιότερη από την κοινή και εκ μέρους όλου του σώματος των χριστιανών προσφερόμενη, δηλαδή την λατρεία την “ἐν ἑνί στόματι καί μιά καρδίᾳ” από τους δοξάζοντες “τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Κυρίου”.
Και ενώ άλλοτε και απ’ αρχής γινόταν λόγος για την Θ. Ευχαριστία που ετελείτο από όλη την Εκκλησία και χρησιμοποιούνταν για την περιγραφή του γεγονότος της συνάξεως των πιστών οι όροι “ποιεῖν εὐχαριστίαν”, “τελεῖν τά μυστήρια”, “ποιεῖν προσφοράν”, στην συνέχεια το λειτουργικό μέρος στο οποίο μετείχαν οι λαϊκοί, κατά την ομαδική λατρεία της Εκκλησίας, από το να “τελούν και να κάνουν” περιορίσθηκε στο “να βλέπουν μόνον και να ακούνε” την Ευχαριστία. Στην συνέχεια κατέληξε να είναι σε περισυλλογή, να σκέφτονται τα τελούμενα και να συναισθάνονται! Κατάντησε μάλιστα να νομίζουν ότι το να τα βλέπουν όλα (στο τελετουργικό) και να τα ακούνε όλα (στο μουσικό μέρος) είναι εμπόδιο στην περισυλλογή, στην προσευχή και στην κατάνυξη.
Και έτσι δημιουργήθηκε χάσμα και απόσταση ανάμεσα στον λειτουργό και σ’ όσους άκουγαν τη λειτουργία πιστούς. Ο ιερέας ήταν ο μόνος δραστηριοποιούμενος και οι πιστοί είχαν καταντήσει παθητικά όργανα. Και εκτός τούτου, και μεταξύ τους οι πιστοί απομονώθηκαν, αφού η λατρεία στον ναό από κοινή πράξη και εκ συμφώνου ενέργεια, μεταβλήθηκε σε κατ’ ιδίαν προσευχή καθ’ ενός απομονωμένου πιστού».
Π. Ν. Τρεμπέλας
περιοδ. Εκκλησία, τεύχ. 4, 15 Φεβ. 1949
Θεματολογικές ετικέτες