Σεβασμιοτάτου Ιωάννη Σπιτέρη
Αρχιεπισκόπου πρώην Κερκύρας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας
(με την ευκαιρία της επετείου 1700 ετών της Συνόδου)
֎
Αθήνα, Φεβρουάριος 2025
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ (1ο μέρος)
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ
Ο χριστιανικός κόσμος, φέτος, εορτάζει τα 1700 χρόνια από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στην ιστορία της Εκκλησίας, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια, τη σημερινή Ιζνίκ, το 325.
Πρόκειται για την πιο σπουδαία Σύνοδο σε ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας. Έχουν γραφτεί αμέτρητες μελέτες σχετικά με αυτό το γεγονός κι έχουν μελετηθεί, κυρίως οι χριστολογικές και τριαδολογικές της πτυχές. Αλλά και η πολιτική οπτική γωνία έχει τεράστια σημασία και έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία της Εκκλησίας, μπορούμε να πούμε, μέχρι τις μέρες μας. Πολλές μελέτες και άρθρα έχουν γραφτεί και γράφονται διαρκώς, και πολλά συνέδρια έχουν προγραμματιστεί γι’ αυτήν την επέτειο. Και στη γλώσσα μας, υπάρχουν εξαιρετικές μελέτες σχετικά με το θέμα αυτό. Και στα σχολεία μας γίνεται αναφορά σε αυτό το γεγονός. Ωστόσο, θα ήθελα ο ίδιος, να απευθυνθώ στους αναγνώστες των εβδομαδιαίων συναντήσεών μας, με μερικά σύντομα κείμενα.
Θα ασχοληθώ με αυτήν τη Σύνοδο σε τρεις συνέχειες: (1) «Οι ιστορικές συνθήκες της Συνόδου», (2) «Η θεολογική σημασία των αποφάσεων της Συνόδου», (3) «Οι πολιτικές και εκκλησιολογικές συνέπειες της Συνόδου της Νικαίας».
Είναι ανάγκη να υπενθυμίσουμε ορισμένα γεγονότα πριν από τη σύγκληση αυτής της Συνόδου. Το 303 άρχισε ο μεγάλος διωγμός από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος συνεχίστηκε από τους διαδόχους του. Το 313 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος νομιμοποίησε τον χριστιανισμό με το λεγόμενο Διάταγμα των Μεδιολάνων. Το 380, με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Α΄, ο χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας και η μόνη θρησκεία του κράτους.
Δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι η Σύνοδος της Νικαίας πραγματοποιήθηκε μόλις 14 χρόνια (το 325) μετά από τη λήξη των διωγμών εναντίον των Χριστιανών και μάλιστα με την πρωτοβουλία ενός Αυτοκράτορα, του Μεγά-λου Κωνσταντίνου. Το γεγονός αυτό από μόνο του, άφησε τεραστία εντύπωση στην συνείδηση της Εκκλησίας και άλλαξε ριζικά τα δεδομένα της ιστορίας, τόσο, που για μερικούς ιστορικούς, το 325 σημαδεύει το τέλος της αρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας.
Η άμεση αιτία της Συνόδου
Μετά από λίγο καιρό, κι αφότου ο χριστιανισμός είχε νομιμοποιηθεί από τον Κωνσταντίνο, ένας ιερέας από την Αλεξάνδρεια, ονόματι Άρειος, προκειμένου, κατά τη γνώμη του, να προασπίσει τη μοναδικότητα του Θεού, κήρυττε ότι ο Λόγος ή ο Υιός δεν μπορούσε να είναι Θεός (ως εκ τούτου ο Χριστός), αλλά ένα δημιούργημα του Θεού, ένας Δημιουργός που ο Θεός χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει τον κόσμο. Αυτή η διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο, πρώτα στην Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια στην Παλαιστίνη. Παρόλο που οι χριστιανοί αποτελούσαν εκείνη την εποχή μόνο το ήμισυ του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, η ειρήνη κινδύνευε σοβαρά, επειδή, όχι μόνο οι θεολόγοι συζητούσαν πολύ έντονα μεταξύ τους, αλλά και ο απλός λαός, τόσο που δεν ήταν σπάνιες οι βίαιες συγκρούσεις.
Η διεξαγωγή της Συνόδου
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε ενώσει την αυτοκρατορία και είχε γίνει ο μοναδικός αυτοκράτορας, μετά τη νίκη του επί του συν-αυτοκράτορα Λικινίου το 324, θεώρησε ότι έπρεπε να παρέμβει για να εξασφαλίσει την ομόνοια.
Η Κωνσταντινούπολη εγκαινιάσθηκε το 330, επομένως δεν ήταν ακόμα τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου. Πρωτεύουσα ήταν τότε η Νικομήδεια, πόλη κοντά στη Νίκαια, για το λόγο αυτό, προσκάλεσε σε αυτή την πόλη και τους 1800 επισκόπους της χριστιανικής εκκλησίας (περίπου 1000 από την Ανατολή και 800 από τη Δύση). Ωστόσο, μόνο 250 με 320 επίσκοποι μπόρεσαν να ανταποκριθούν. Η δυνατότητα μετακίνησης πολλών ηλικιωμένων επισκόπων από περιοχές που βρίσκονταν μακριά κι όταν μάλιστα αρκετοί από αυτούς έφεραν ακόμη τα σημάδια των πρόσφατων διωγμών, υπήρξε πάντως εφικτή, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε καταστήσει διαθέσιμες τις αυτοκρατορικές μεταφορές μέσω των οδών της αυτοκρατορίας.
Όσον αφορά τον ακριβή αριθμό των συμμετεχόντων, οι σύγχρονες πηγές δεν συμφωνούν. O Άγιος Αθανάσιος, στην Επιστολή του προς τους μοναχούς, μιλάει για 300. Πάντως ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος, με τους ιστορικούς να συγκλίνουν στους 318. Η παράδοση αναφέρει πως ήταν παρόντες και ο Άγιος Σπυρίδων από την Τριμυθούντα της Κύπρου και ο Άγιος Νικόλαος από τα Μύρα. Μάλιστα, όσον αφορά τον Άγιο Νικόλαο, λέγεται πως σηκώθηκε στη μέση της συνέλευσης και χαστούκισε τον αιρετικό Άρειο, ο οποίος είχε βλασφημήσει τη θεότητα του Υιού του Θεού. Αυτό το γεγονός, όμως, μαρτυρείται για πρώτη φορά γύρω στο 1325!
Οι περισσότεροι από τους συνοδικούς Πατέρες προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία-Φοινίκη και την Παλαιστίνη. Οι ελληνικές επαρχίες της Ευρώπης είχαν μικρότερες αντιπροσωπείες. Από τη Δύση πήραν μέρος μόνο πέντε επίσκοποι. Οι άλλες μεγάλες περιοχές της αυτοκρατορίας εκπροσωπήθηκαν από έναν ή δύο επισκόπους.
Ο επίσκοπος της Ρώμης, ο Σίλβεστρος (314-335), απέστειλε εκ μέρους του δύο ρωμαίους κληρικούς. Η απουσία του, ίσως περιστασιακή, θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο: στις επόμενες οικουμενικές συνόδους, η Έδρα της Ρώμης θα εκπροσωπούνταν τακτικά από λεγάτους. Η προεδρία της συνέλευσης της Συνόδου ανατέθηκε στον επίσκοπο Όσιο, της Κόρδοβας, από τη δυτική Ισπανία, σύμβουλο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην κεντρική αίθουσα του αυτοκρατορικού παλατιού της Νικαίας, άνοιξε με ομιλία του αυτοκράτορα, η μεγαλοπρεπής απλότητα του οποίου έκανε μεγάλη εντύπωση στους παρευρισκομένους. Ο Κωνσταντίνος παρακολούθησε, αυτοπροσώπως, ορισμένες από τις διαβουλεύσεις και πιθανώς έλαβε το λόγο.
Οι αποφάσεις της Συνόδου
Δεν έχουν φτάσει μέχρι σ’ εμάς τα πρακτικά της Συνόδου. Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τον ιστορικό Ευσέβιο της Καισαρείας (265-340), ο οποίος συμμετείχε προσωπικά στη Σύνοδο.
Η Σύνοδος έπρεπε να αποδείξει, όσο πιο επισήμως μπορούσε, αυτό που η Εκκλησία πίστευε από πάντα: Ο Λόγος του Θεού (άρα και ο Ιησούς) ήταν πραγματικά Θεός όπως ο Πατέρας. Πιθανώς με βάση τη βαπτισματική ομολογία της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, η Σύνοδος συνέταξε ένα «σύμβολο» που διατύπωνε την ορθόδοξη χριστολογία. Αλλά για αυτό το κεντρικό θέμα θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο επόμενο κείμενό μας.
Εκτός από το δογματικό ζήτημα, η Σύνοδος συνέταξε άλλους 20 κανόνες. Συζήτησε κυρίως την ημερομηνία του Πάσχα. Η διαμάχη για το Πάσχα που ταλαιπωρούσε τις Εκκλησίες επιλύθηκε τελικά: η γιορτή της Ανάστασης θα εορταζόταν σύμφωνα με το έθιμο που ίσχυε στις Εκκλησίες της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας. Το Πάσχα έπρεπε να γιορτάζεται την Κυριακή που ακολουθούσε την πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία. Η Σύνοδος υιοθέτησε αυτή τη λύση και ζήτησε από τον αυτοκράτορα να διατάξει ένα ενιαίο ημερολόγιο. Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε στην Αλεξανδρινή Εκκλησία, η οποία διέθετε τους καλύτερους αστρονόμους, να υπολογίζει κάθε χρόνο την ακριβή ημερομηνία του Πάσχα.
Οι Κανόνες της Συνόδου ήταν υποχρεωτικοί για ολόκληρη την αυτοκρατορία ως κρατικός νόμος.
Ο αρειανισμός συνέχισε για κάποια περίοδο
Ο αρειανισμός δεν τελείωσε με τη Σύνοδο της Νικαίας, αλλά διήρκεσε δύο ή τρεις αιώνες περαιτέρω. O ίδιος ο Κωνσταντίνος παρουσιάζει μια αμφιλεγόμενη στάση σχετικά με αυτό το θέμα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως βαπτίζεται, πριν πεθάνει, από τον αρειανό επίσκοπο Ευσέβιο της Νικομηδείας (και όχι από τον Ευσέβιο της Καισαρείας, όπως λανθασμένα επαναλαμβάνουν μερικοί). Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν, μετά τον θάνατό του, ο γιος του και αντικαταστάτης του, Κωνστάντιος ο Β΄ (337-361), ασπάστηκε φανερά την αίρεση και πολέμησε τους «ορθοδόξους».
Ο αρειανισμός, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε προς τα δυτικά και ο πληθυσμός του αυξήθηκε, κατακτώντας τις γερμανικές φυλές που κατέβαιναν προς την Ιταλία, σε τέτοιο βαθμό που ο Άγιος Ιερώνυμος (347-420) περιγράφει αυτήν την περίοδο ως: «η στιγμή που όλος ο κόσμος στενάζει και εκπλήσσεται που βρέθηκε αρειανός».
Βέβαια, ο αρειανισμός, σιγά σιγά εξαφανίστηκε από μόνος του, αλλά ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς, στη Ραβέννα, να επισκεφτεί τους τότε ναούς και τα βαπτιστήρια των αρειανών.
Στην Ανατολή ο μεγαλύτερος πολέμιος του αρειανισμού υπήρξε ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος μάλιστα στάλθηκε πέντε φορές στην εξορία. Στη Δύση ο Άγιος Αμβρόσιος και ο Άγιος Ιλαρίων πολέμησαν σθεναρά αυτήν την αίρεση.
֎
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ (2ο μέρος)
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΘΕΟΣ
Ένα μεγάλο ιστορικό ψέμα
Η Σύνοδος της Νικαίας έγινε γνωστή το 2003, χάρη στο μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν «Κώδικας Ντα Βίντσι». Στο μυθιστόρημα αυτό υποστηρίζεται ότι «[…] μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ιησούς θεωρούνταν από τους οπαδούς του ως ένας θνητός προφήτης… ένας μεγάλος και ισχυρός άνθρωπος, αλλά εξακολουθούσε να είναι άνθρωπος. Ένας θνητός. Ο ορισμός του ως “Υιός του Θεού” προτάθηκε επίσημα και ψηφίστηκε στη Σύνοδο της Νικαίας». Το μυθιστόρημα, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι η θεότητα του Ιησού αναγνωρίστηκε μετά από ψηφοφορία στη Σύνοδο και μάλιστα με μικρή διαφορά, και ότι ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, που την είχε συγκαλέσει, θα την είχε επιβάλει με σκοπό να εδραιώσει την εξουσία του. (Από τη Βικιπαίδεια).
Την εποχή εκείνη, πολλοί αναγνώστες πείστηκαν ότι οι φαντασιώσεις αυτής της μυθοπλασίας αποτελούσαν ιστορική αλήθεια, όταν στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια καλοστημένη απάτη. Απλά ο Νταν Μπράουν, άντλησε τις ιδέες περί Χριστού, από συγγραφείς του γαλλικού διαφωτισμού, όπως ο Βολταίρος και άλλους σύγχρονούς του, πολέμιους του Χριστιανισμού. Μόνο πως αυτοί, προσπαθούσαν να περάσουν τις νεωτερικές τους ιδέες με έναν τρόπο κάπως πιο επιστημονικό.
Αρκεί κανείς να διαβάσει, χωρίς προκαταλήψεις, την Καινή Διαθήκη, κυρίως το Ευαγγέλιο κατά Ιωάννη και τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, για να αντιληφθεί πως οι πρώτοι χριστιανοί, αν και προερχόμενοι από τον Ιουδαϊσμό, που ήταν αυστηρά μονοθεϊστικός, πίστεψαν στον Ιησού ως Θεό, συνδέοντάς τον με τον Υιό και τον Λόγο του Θεού. Εξάλλου οι πρώτες αιρέσεις δεν αμφισβήτησαν τη θεότητα του Ιησού, αλλά μάλλον την ανθρώπινη φύση του.
Το θεολογικό διακύβευμα της Συνόδου
Για την Εκκλησία ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου, σωτηρίας ή καταδίκης να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης του Ιησού και ταυτόχρονα την θεότητά του. Αν ο Ιησούς δεν ήταν αληθινός άνθρωπος, όπως εμείς, δεν θα μπορούσε να είναι ο μεσίτης της σωτηρίας, και αν δεν ήταν αληθινός Θεός, δεν θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει την ένωσή μας με τον Πατέρα, στην οποία συνίσταται η σωτηρία μας.
Από την άλλη πλευρά, με την άρνηση της θεότητας του Ιησού απορριπτόταν το κεντρικό μυστήριο του χριστιανισμού, δηλαδή η Αγία Τριάδα, και κατά συνέπεια η απονομή του βαπτίσματος στο όνομα της Τριάδας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, η Σύνοδος της Νικαίας, θεώρησε απαραίτητο να υπερασπιστεί με όλες της τις δυνάμεις την θεότητα του Ιησού από την αίρεση του Αρείου, ο οποίος αρνιόταν να δεχθεί τον Ιησού ως Θεό.
Η διδασκαλία του Αρείου
Η θεμελιώδης προϋπόθεση του Αρείου ήταν η πεποίθηση της απόλυτης μοναδικότητας και της υπερβατικότητας του Θεού, ο οποίος αποτελεί την «αγέννητο αρχή» όλης της πραγματικότητας και δεν μπορούσε να τη «μοιραστεί» με άλλα όντα. Αυτός και οι οπαδοί του, κυρίως ο Ευσέβιος της Νικομηδείας, δίδασκαν ότι εφόσον ο Θεός είναι ένας, υπερβατικός και αδιαίρετος, το είναι ή η ουσία του, δεν μπορεί να διαιρεθούν με κανέναν άλλον.
Τι αντιπροσώπευε, λοιπόν, ο Ιησούς για τον Άρειο; Γι’ αυτόν, ο Υιός ή ο Λόγος του Θεού και επομένως ο Ιησούς, ήταν ένα πλάσμα (κτίσμα) που ο Πατέρας δημιούργησε εκ του μηδενός. Ο όρος «γεννώ», που χρησιμοποιείται για τη γέννηση του Υιού, πρέπει επομένως να κατανοηθεί με την καθαρά μεταφορική έννοια της δημιουργίας. Φυσικά ο Υιός είναι ένα τέλειο πλάσμα, το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί με την υπόλοιπη δημιουργία, αλλά είναι ένα πλάσμα που οφείλει την ύπαρξή του στη θέληση του Πατέρα.
Η θεολογία της Συνόδου της Νίκαιας
Η Σύνοδος διατύπωσε ένα Σύμβολο της Πίστεως (το «Πιστεύω») ζητώντας από όλους τους παρόντες επισκόπους να το υπογράψουν. Πρόκειται για ένα κείμενο που μοιάζει πολύ με εκείνο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Το Πιστεύω της Νίκαιας είναι το εξής:
«Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε και ἀοράτων ποιητήν.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν,
τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ,
γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ,
τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός,
Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα,
ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο,
τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,
τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους
καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα
καὶ σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα,
παθόντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,
καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς,
καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.
Καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Τοὺς δὲ λέγοντας, ὅτι ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν,
καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν,
καὶ ὅτι ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας
φάσκοντας εἶναι,
[ἢ κτιστόν,] τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, [τούτους] ἀναθεματίζει
ἡ καθολικὴ [καὶ ἀποστολικὴ] ἐκκλησία».
Η σημασία του «ὁμοούσιον τῷ Πατρί»
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, απλώς, η Σύνοδος προσέθεσε στο Σύμβολο της Ιερουσαλήμ την έκφραση «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» και το τελικό ανάθεμα κατά των Αρειανών.
Οι συζητήσεις σχετικά με την προέλευση και τη σημασία της έκφρασης «ὁμοούσιον τῷ Πατρί», είναι απίστευτα πολλές και διιστάμενες. Εδώ δεν σκοπεύουμε να ασχοληθούμε με αυτή τη διαμάχη, διότι θα ξεπερνούσε τον σκοπό μας. Το βέβαιο είναι ότι οι Πατέρες στη Νίκαια χρησιμοποίησαν αυτήν τη λέξη, η οποία δεν έχει βιβλική αλλά φιλοσοφική προέλευση, για να δηλώσουν ότι έχει από κοινού την ίδια ουσία, δηλαδή την ίδια θεότητα, χωρίς όμως να την πολλαπλασιάζει. Πρόκειται για το απόλυτο μυστήριο της Αγίας Τριάδας.
Το «ὁμοούσιον» ήταν ένας αρκετά γνωστό όρος, π.χ. το γνώριζε και ο Ωριγένης (185-254), αλλά εδώ του δίνεται ένα εντελώς νέο νόημα.
Με την εισαγωγή του στο Σύμβολο της Πίστεως, οι Πατέρες της Συνόδου σκόπευαν να τονίσουν, επίσημα και ρητά, την πεποίθησή τους ότι ο Υιός ήταν πλήρως Θεός, με την έννοια ότι μοιραζόταν την ίδια φύση με τον Πατέρα και επομένως ο Ιησούς, ο ενσαρκωμένος Λόγος, ήταν αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος με όλες τις συνέπειες.
Οι επίσκοποι, στην πλειοψηφία τους, αποδέχθηκαν το σύμβολο. Ο Άρειος και οι οπαδοί του αρνήθηκαν να δεχθούν το συνοδικό «Πιστεύω» και στάλθηκαν στην εξορία.
Στην Δύση, που υιοθέτησε την ομολογία της πίστεως της Νικαίας, το «Πιστεύω» και οι υπόλοιπες αποφάσεις της Συνόδου, έφθασαν τριάντα περίπου χρόνια αργότερα. Όπως γνωρίζουμε, η επιμονή για την ενότητα της θεότητας ήταν πολύ αισθητή στη Δύση και το «ὁμοούσιον» έγινε δεκτό ως κατάλληλη μετάφραση του όρου «unius substantiae» (μίας μόνης ουσίας) που είχε κληρονομηθεί ήδη από τον Τερτυλλιανό (155 – 240 μ.X.).
Tο Σύμβολο της Νικαίας ήταν πολύ ελλιπές. Όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί όσον αφορά το Άγιο Πνεύμα, ότι ομολογούσε μόνο: πιστεύουμε «καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Συμπληρώθηκε το 381 από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης και γι’ αυτό ονομάζεται «Πιστεύω Νικαίας-Κωνσταντινου-πόλεως». Πρόκειται για το «Πιστεύω» που ομολογούμε ακόμη σήμερα, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
Ανανεώνω την πίστη μου στη Θεότητα του Χριστού
Ολοκληρώνουμε με τα λόγια του θεολόγου Καρδιναλίου Raniero Cantalamessa «Νίκαια, μια σύνοδος όλων των χριστιανών για την 17η εκατονταετηρίδα της Συνόδου» (325 μ.Χ). (στο enoriako.info).
«Οι αμέτρητες ιστορικές, θεολογικές και οικουμενικές πρωτοβουλίες που θα λάβουν χώρα με την ευκαιρία της 17ης εκατονταετηρίδας της Νίκαιας θα είναι, για τον Θεό και την Εκκλησία, σχεδόν άχρηστες, αν δεν εξυπηρετήσουν τον σκοπό που εξυπηρετούσε η Νίκαια, δηλαδή να επιβεβαιώσουν και, αν χρειαστεί, να αναζωπυρώσουν στους Χριστιανούς την πίστη στη θεότητα του Χριστού και στην τριαδικότητα του Θεού. Πριν από δεκαεπτά αιώνες, το σώμα της Εκκλησίας κατέβαλε μια υπέρτατη προσπάθεια, υψώνοντας την πίστη πάνω από όλα τα ανθρώπινα συστήματα και κάθε αντίσταση της λογικής… Δεν αρκεί πλέον να επαναλαμβάνουμε το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας· πρέπει να ανανεώσουμε το ξεχείλισμα της πίστης στη θεότητα του Χριστού, που όμοιό του δεν έχει ξαναγίνει από τότε».
֎
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ (3ο μέρος)
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ο Μέγας Κωνσταντίνος στην εκτίμηση του ανατολικού Χριστιανισμού
Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κείμενο, η Σύνοδος της Νικαίας προκάλεσε βαθιά εντύπωση σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Τοπικοί σύνοδοι είχαν πραγματοποιηθεί και στο παρελθόν, αλλά το γεγονός ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν αυτός που συγκάλεσε μία μεγάλη ή, όπως θα ονομαστεί αργότερα, «οικουμενική» Σύνοδο, δηλαδή από όλη την Χριστιανοσύνη, δεν μπορούσε παρά να καταπλήξει τους χριστιανούς που μόλις είχαν βγει από τον πιο αιματηρό από όλους τους διωγμούς (αυτόν του Διοκλητιανού). Για αυτό αναπτύχθηκε σταδιακά στους επισκόπους μια αφοσίωση και εμπιστοσύνη στον αυτοκράτορα, ακόμη και για θέματα εσωτερικά της ζωής της Εκκλησίας, που ήταν κάπως υπερβολική. Αρκεί να παρατηρήσουμε τις εικόνες της Συνόδου της Νικαίας: Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βρίσκεται ανάμεσα στους Πατέρες της Συνόδου, στη θέση του Χριστού, με το φωτοστέφανο. Μέχρι σήμερα ο Ανατολικός χριστιανισμός τιμά το Μέγα Κωνσταντίνο ως άγιο και τον κατονομάζει «Ισαπόστολο» και «Δέκατο τρίτο Απόστολο».
Η θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του
Σήμερα, όμως, οι ιστορικοί, βασισμένοι στις πηγές τις εποχής του, είναι πολύ αυστηροί απέναντί στον Μέγα Κωνσταντίνο όσον αφορά τα εκκλησιαστικά.
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αναμφίβολα έχει πολλά θετικά ως προς τον χριστιανισμό, κατέληξε στην πραγματικότητα να υπεισέρχεται με εξουσία στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτό, υπό τους διαδόχους του, θα προκαλούσε, σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, μεγαλύτερη ζημιά στην Εκκλησία από τους βίαιους διωγμούς των ειδωλολατρών αυτοκρατόρων. Προσωπικά, έχουμε κάποιες αμφιβολίες σχετικά με αυτή την εκτίμηση.
Βέβαια η καταδίκη του αρειανισμού από τη Σύνοδο της Νικαίας δεν έθεσε τέρμα στη διαμάχη για τη συμβατότητα της ομολογίας της πίστης στη θεότητα του Ιησού Χριστού με τις δοξασίες των οπαδών του Αρείου. Μετά τον Κωνσταντίνο, οι αυτοκράτορες, ιδίως ο γιος του, Κώνστας ο Α’ (337-361), ακολούθησαν αποφασιστική πολιτική μακριά από το δόγμα της Συνόδου της Νικαίας και προώθησαν και πάλι την αίρεση του Αρείου. Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν ακόμη και τον Άγιο Βασίλειο, τον επίσκοπο Καισαρείας, να παρομοιάσει την κατάσταση μετά τη Σύνοδο της Νικαίας με νυχτερινή ναυμαχία στην οποία όλοι πολεμούσαν όλους τους άλλους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, ως αποτέλεσμα των διαφωνιών της Συνόδου, θα δημιουργείτο στην Εκκλησία «τρομερή αταξία και σύγχυση» και «αδιάκοπη φλυαρία».
Γενικά, μπορούμε να ισχυριστούμε, πως η πολιτική του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, εκτός του ότι είχε σοβαρές συνέπειες για τη ζωή της Εκκλησίας, συνέβαλε επίσης στη διαφοροποίηση των δυο εκδοχών του χριστιανισμού, της ανατολικής και της δυτικής. Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι αντιμετωπίζοντας το θέμα της διαφορετικής αντίληψης του αυτοκράτορα στην Ανατολή και στη Δύση, εισέρχομαι σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο. Σχετικά με αυτό το θέμα έχω ασχοληθεί με τη διδακτορική μου διατριβή ήδη από την δεκαετία του ‘70 και δεν είναι εδώ ο τόπος και ο χώρος να εισέλθουμε σε αυτό το θέμα. Θα αναφέρω μόνο μερικές γενικές ιδέες.
Οι ίδιοι οι χριστιανοί θα είναι οι πρώτοι που θα ζητήσουν την παρέμβαση του αυτοκράτορα σε θρησκευτικές διαφορές. Η παρέμβαση του κράτους δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως μια απλή αστυνομική επιχείρηση για την καταστολή των αιτιών της αταξίας και την αποκατάσταση της ειρήνης. Το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα για τα θρησκευτικά ζητήματα είναι πιο άμεσο: συμμετέχει στο πνεύμα της νέας θρησκευτικότητας (έχοντας γίνει χριστιανός, ο αυτοκράτορας δεν είχε χάσει τίποτα από τον ιερό του χαρακτήρα όπως οι προηγούμενοι ρωμαίοι αυτοκράτορες). Με την ενοποίηση ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου υπό την εξουσία του, η αυτοκρατορική εξουσία εμφανίζεται ως επίγεια εικόνα της θείας μοναρχίας. Ως ορατή εκδήλωση του Θεού στη γη, ο αυτοκράτορας αισθάνεται υπεύθυνος μπροστά Του για τη σωτηρία των υπηκόων του.
Από την άλλη πλευρά, μετά τη νομιμοποίηση του χριστιανισμού και ακόμη περισσότερο, αφού έγινε η επίσημη θρησκεία του κράτους, τα θρησκευτικά προβλήματα καταλαμβάνουν πολύ μεγάλη θέση μεταξύ των ανησυχιών των υπηκόων της αυτοκρατορίας και στην καθημερινή τους ζωή, ώστε δεν ήταν εφικτή, σε αυτή την εποχή, μια πολιτική διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, κατά τα πρότυπα της νεότερης εποχής. Υπάρχει στενή αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πραγματικοτήτων. Εκκλησία και Κράτος γίνονται αντιληπτά ως μια ενιαία πραγματικότητα, ένα σώμα.
Ο αυτοκράτορας, κατά κάποιον τρόπο, θεωρείται η ορατή κεφαλή σε αυτήν την ενιαία Χριστιανοσύνη, εξασκώντας την εξουσία του σε όλο αυτό το σώμα. Οι κανόνες των Συνόδων και, συχνά οι «κανόνες» της Εκκλησίας γενικά, γίνονταν «νομοκάνονες», δηλαδή δίνεται σε αυτές από τον Αυτοκράτορα ισχύς νόμου, άρα νόμοι του Κράτους. Π.χ. πολλές από τις «Νεαρές» του Ιουστινιανού (483-565) αφορούν την Εκκλησία. Ένα παράδειγμα, η εισαγωγή του διαζυγίου στην Εκκλησία εισήχθη με αυτοκρατορικούς νόμους. Εξ άλλου δεν υπήρχε μια κεντρική εκκλησιαστική εξουσία για να αντιμετωπίσει τα όλο και αυξανόμενα εκκλησιαστικά προβλήματα στα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Αυτό το κενό το συμπληρώνει ο Αυτοκράτορας.
Ο Αυτοκράτορας στην συνείδηση της δυτικής Χριστιανοσύνης
Στη Δύση η πορεία της εκκλησιαστικής αυτοπεποίθησης είναι διαφορετική από αυτή της ανατολικής χριστιανοσύνης, κυρίως μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Κωνσταντίνο (330).
Η πορεία της δυτικής χριστιανοσύνης, προοδευτικά ανεξαρτητοποιείται από την πολιτική επιρροή του Αυτοκράτορα και εδραιώνεται η εξουσία του επισκόπου της Ρώμης. Είναι γνωστά τα λόγια του επισκόπου Οπτάτου Μιλέβης (+385 περίπου), που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την σχέση Εκκλησίας-Κράτους στο Βυζάντιο: «Δεν είναι το Κράτος μέσα στην Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία είναι μέσα στο Κράτος, δηλαδή στην αυτοκρατορία της Ρώμης». Το αντίθετο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει στη Δύση: «Είναι το Κράτος μέσα στην Εκκλησία». Κατά την επίσκεψή του στο Μιλάνο, στις 2 Ιουνίου 2012, ο Πάπας Βενέδικτος ο ΙΣΤ΄ δήλωνε: «Ο Άγιος Αμβρόσιος υπενθύμιζε θαρραλέα στον αυτοκράτορα γράφοντάς του: “Και εσύ, σεπτέ αυτοκράτορα, είσαι ένας άνθρωπος”». Ο αυτοκράτορας δεν είναι υπεράνω των άλλων ανθρώπων, ούτε υπεράνω της Εκκλησίας. Είναι ένας χριστιανός όπως όλοι οι άλλοι.
Υπάρχει και οικουμενικό πρόβλημα και μάλιστα στο σήμερα
Από οικουμενική άποψη, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, λόγω αυτού του ιστορικού πλαισίου, προέκυψαν διαφορετικές αντιλήψεις για τη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους στην Εκκλησία της Ανατολής και στην Εκκλησία της Δύσης.
Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να δώσω τον λόγο στο πιο αρμόδιο άτομο για το θέμα αυτό, τον καρδινάλιο Kurt Koch, επικεφαλής της ρωμαϊκής Συνόδου για την Ενότητα των Χριστιανών, ο οποίος σε ένα σημαντικό άρθρο του για τις οικουμενικές συνέπειες της Συνόδου της Νικαίας (Βλ. Vatican News), μεταξύ άλλων, γράφει:
«Η Εκκλησία στη Δύση έπρεπε να μάθει από μια μακρά και περίπλοκη ιστορία, ότι ο σωστός τρόπος για να διαμορφώσει τη σχέση της με το Κράτος είναι να διασφαλίσει ότι υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δύο, διατηρώντας παράλληλα μια εταιρική σχέση. Στην Εκκλησία της Ανατολής, αντίθετα, η στενή σχέση μεταξύ κρατικής κυβέρνησης και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που συνήθως αναφέρεται ως «συμφωνία εκκλησίας και κράτους», έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως πρότυπο, ιδιαίτερα εμφανής στην ορθόδοξη εκκλησιαστική δομή της αυτοκεφαλίας (που συνήθως ταυτίζεται με την εθνική οντότητα), και της «κανονικής ή εδαφικής δικαιοδοσίας».
«Οι διαφορετικές παραδόσεις στη διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους βρίσκονται συχνά στο παρασκήνιο των συγκρούσεων σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας μεταξύ της Εκκλησίας της Ανατολής και της Εκκλησίας της Δύσης και είχαν επίσης σημαντικό αντίκτυπο στις οικουμενικές σχέσεις… Ως εκ τούτου, η 1700ή επέτειος της Συνόδου της Νικαίας δεν αποτελεί μόνο μια γόνιμη ευκαιρία για να ανανεωθεί, σε οικουμενική κοινωνία, η ομολογία της πίστης στον Ιησού Χριστό, τον Υιό που είναι της ίδιας φύσης με τον Πατέρα, αλλά αποτελεί επίσης μια σημαντική πρόκληση για να αντιμετωπιστούν και να συζητηθούν με σαφήνεια τα θέματα του παρελθόντος, τα οποία ακόμη είναι ανοικτά και δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς στις οικουμενικές συζητήσεις που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα. Εάν τόσο η ευκαιρία όσο και η πρόκληση αξιοποιηθούν εξίσου, η 1700ή επέτειος της Συνόδου της Νικαίας μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ένα σημαντικό σημείο καμπής για το μέλλον του οικουμενισμού».
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Ευχαριστούμε τον πατέρα Ιωάννη ,πρώην επίσκοπο των Καθολικών αδελφών μας της Κέρκυρας, για την πολύ χρήσιμη συμβολή του στην γνώση αυτής της θεμελιακής για την όλη Εκκλησία Συνόδου, από τους Χριστιανούς. Μια ήρεμη συνετή και ουσιαστική ανάγνωση μιας πραγματικοτητος που απέχει από μας 1700 χρόνια. Ατυχώς …ύδατα πικρίας…έχουν ποτίσει τους χωρισμένους αδελφούς χριστιανούς και έχει δηλητηριαστεί η ύπαρξη μας τόσο ώστε να μένουμε αδιάφοροι στο λόγο του Χριστού …ίνα ώσιν εν…και να μη μας απασχολεί ο σκανδαλισμος των…εθνών ,
που « βλαστημούν» το όνομα του Χριστού εξ αιτίας μας.
Ο Χριστός με το χιούμορ που έχει έφερε την σύμπτωση να συμπέσει ( με δύο διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού!!!!)η εορτή του Πάσχα την ίδια (αυτό και αν είναι τρολαρισμα…) ημέρα στα 1700 χρόνια από την ρύθμιση του !!!
Γιορτάζοντας τα Χριστούγεννα την ίδια μέρα επι πλείστους αιώνες…ακόμα και χωρισμένοι , ας Τον παρακαλέσουμε να μας δώσει την δυνατότητα να κάνουμε ένα πρώτο βήμα να πλησιάσουμε οι μεν τους δε…όχι για να ενωθούμε , τραγικά « κακό αστείο» δυστυχώς, αλλά με την ελπίδα οι επόμενοι χριστιανοί ναναι λιγότερο τοξικοί και να κάνουν περισσότερα για την πραγμάτωση του …ίνα ώσιν εν.!!!
Εύχεσθε. Ευχαριστούμε.
Θέλουμε να ενημερώσουμε ότι έχει ήδη ανατεθεί η μετάφραση του μεγάλου ( όχι μόνο κατ’ όγκον αλλά στο περιεχόμενο και την θεολογία) έργου του Rowan Williams : «Άρειος» και θα εκδοθεί από τις εκδόσεις μας ΙΩΝΆΣ
Θεματολογικές ετικέτες