Στη βδομάδα που πέρασε ήταν η γιορτή της Μεταμορφώσεως, στην οποία όπως είπαμε τότε, είναι ο λόγος για τον οποίον υπάρχει η Εκκλησία: «Να μεταμορφωθεί ο κάθε ένας από μας, όχι να συμμορφωθεί σ’ ένα πρότυπο». Η γιορτή είναι η απάντηση του αν αλλάζει ένας άνθρωπος. Και φυσικά η Μεταμόρφωση αφορά όλους τους ανθρώπους· έγγαμους και άγαμους. Γι’ αυτό άλλωστε λέει ένας μεγάλος άγιος της Εκκλησίας: «Ο Χριστός στην Μεταμόρφωση εμφάνισε μαζί Του ένα καλόγερο και ένα παντρεμένο! Τον Μωυσή και τον Ηλία»!
Σήμερα στο Ευαγγέλιο, συνεχίζοντας ακριβώς αυτό το θέμα της διδασκαλίας για το πώς μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος και τι σημαίνει εσωτερικό περιεχόμενο, διαβάσαμε ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον, την περιγραφή του Χριστού να περπατάει πάνω στα κύματα. Προσέξτε: «Ο Χριστός μόνον περπατάει πάνω στα κύματα! Ο Πέτρος προσπαθεί να περπατήσει». Ο Πέτρος το κάνει όσο το «αναφέρει» στον Χριστό. Όταν, αντί να κοιτάει τον Χριστό κοιτάει τα κύματα, αρχίζει και βουλιάζει. Είναι μια εντυπωσιακή κατάσταση όλη αυτή η περιγραφή, γιατί αφορά την καθημερινότητα της ζωής του καθενός μας, ημών που δεν θα πάμε στη Γαλιλαία, ούτε θα είμαστε πάνω στα κύματα της θαλάσσης, αλλά θα βουλιάζουμε μέσα σ’ ένα σωρό άλλα πράγματα.
Ο Πέτρος περπατάει πάνω στα κύματα βλέποντας τον Χριστό να περπατάει πάνω σ’ αυτά, (αυτοί είναι μεσοπέλαγα, θα λέγαμε, αφού η λίμνη της Γενησαρέτ είναι μεγάλη, σαν θάλασσα, και ταλαιπωρούνται από μια θαλασσοταραχή η οποία απειλεί να τους βουλιάξει). Ψυλλιάζονται φυσικά όλοι ότι είναι ο Χριστός, αλλά νομίζουν επίσης ότι είναι φάντασμα, που το βλέπουν μέσα στην ταραχή τους. Και όταν ο Χριστός τους λέει να μη φοβούνται, ο Πέτρος του λέει: «Αν είσαι Συ, πες να περπατήσω κι εγώ πάνω στα κύματα». Και του λέει: «Έλα». Και κατεβαίνει και αρχίζει να περπατάει. Και μετά από λίγο όμως, παρά τις αρχικές επιτυχείς προσπάθειες, αρχίζει να βουλιάζει. Και τότε του λέει ο Χριστός μια κουβέντα η οποία είναι τραγική. Του λέει: «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;».
Σε ποιον το λέει αυτό, αδελφοί μου; Σε ποιον λέει το «ὀλιγόπιστε»; Σε μένα; Σε σας; Όχι. Το λέει σ’ εκείνον, ο οποίος Του είχε πει: «Κύριε, είμαι αμαρτωλός, βγες απ’ το καΐκι μου». Σ’ αυτόν, ο οποίος όταν ρώτησε ο Χριστός «Τι λένε οι άνθρωποι; Ποιος είναι ο Χριστός;», και οι άλλοι, ο καθένας, έλεγε ό,τι ήθελε, ο Πέτρος Του είπε «Συ είσαι ο Χριστός, ο Γιός του Θεού». Το λέει σ’ αυτόν, στον οποίο σε μια άλλη στιγμή του είπε: «Συ είσαι ένας βράχος πάνω στον οποίον εγώ θα χτίσω την Εκκλησία μου». Σ’ αυτόν, ο οποίος ομολογούσε την αμαρτία του, είχε ομολογήσει τον Χριστό Θεό, στον οποίο ο Χριστός είχε πει «Εσύ είσαι ένας βράχος πάνω στον οποίο θα χτίσω την εκκλησία μου», έρχεται τώρα και του λέει: «Ολιγόπιστε γιατί δίστασες;».
Και έρχεται στη μέση το πελώριο θέμα που, κι αυτές τις μέρες τυραγνάει, με την αφορμή αυτή την αρρώστια που σέρνεται ανάμεσά μας, πολλούς ανθρώπους: «Τι είναι η πίστη; Η παραδοχή ότι ο Χριστός είναι Θεός; Μόνον αυτό είναι; Τι είναι η πίστη; Η παραδοχή ότι είμαι αμαρτωλός;». Η παραδοχή ότι ο Χριστός είναι κύριος του ουρανού και της γης και είναι Θεός της ζωής μου, είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Αλλά, η πίστη είναι η εμπιστοσύνη που έχει κανείς σ’ Αυτόν που είναι κύριος της ζωής και του θανάτου, ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Και, συνεπώς, πώς αποχτάει κανείς πίστη; Γιατί λέει τον Πέτρο «ολιγόπιστο»;
Κοιτάχτε αδελφοί μου, έχουμε δύο θέματα με τα οποία έχουμε να παλέψουμε στο θέμα της πίστης. Χρειάζεται να αποχτήσουμε μια σταθερή απόφαση: «Να πιέσουμε τον εαυτό μας να εγκαταλείψει τα δύο ψεύτικα πόδια με τα οποία προσπαθεί να περπατάει. Το ένα πόδι είναι το ψέμα, και το άλλο πόδι είναι η αυτάρκεια».
Σε πρώτη φάση, όλοι νομίζουμε για τον εαυτό μας τα καλύτερα. Και τα ποιοτικότερα. Και φανταζόμαστε τον εαυτό μας ως «κάτι». Όταν έχω τον εαυτό μου (ακόμα χειρότερα) ως κάτι πολύ μεγάλο, είναι δύσκολο να δεχτώ κάτι άλλο μεγαλύτερο. Τα πράγματα οδηγούνται εκεί. Αν μπω σ’ αυτή τη διαδρομή της νοσηρής αξιολόγησης του ψέματος της ζωής μου, αυτό το ψέμα θα με σπρώχνει κάθε μέρα και σε μεγαλύτερη αυταπάτη. Κάθε μέρα το είδωλό μου θα μεγαλώνει. Κάθε μέρα θα γίνεται γιγάντιο. Κι απ’ την άλλη, αυτό θα αιμοδοτεί και την άλλη αυταπάτη, της αυτάρκειας: «Τα μπορώ και τα έχω όλα».
Μέσα σ’ αυτό το ψέμα δουλεύουμε όλοι. Ανέκαθεν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το ψέμα δουλεύανε, και δουλεύουμε, και «το τώρα» είναι πιο εύκολο γι’ αυτά τα δύο πράγματα. Παλιότερα, συνθήκες, ανάγκες, ευαισθησίες έκαναν τους ανθρώπους να είναι λιγάκι μαζεμένοι. Τώρα είμαστε έκδοτοι και στο ψέμα της αξιολόγησης του εαυτού μας, και στην αυτάρκεια που αυταπατώμενοι κουβαλάμε. Το ψέμα είναι το πώς απαντάμε στην απορία, «τι είμαστε;». Και η αυτάρκεια είναι ότι «μας φτάνει, μας “επαρκεί” ο εαυτός μας».
Αδελφοί μου, από τον σοφό επιστήμονα που είναι εγωιστής, μέχρι την απλοϊκή γιαγιά που είναι βολεμένη στον εγωισμό της, το πρόβλημα της πίστεως είναι το ίδιο: «Δεν είναι το μυαλό, αλλά τα κριτήρια. Δεν είναι το μυαλό, αλλά η καρδιά. Δεν είναι, τι δυνατότητες ευφυΐας έχουμε, αλλά τι διάθεση αγάπης έχουμε». Πίστη είναι, θα λέγαμε, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς όταν ελευθερωθεί από τα ψέματα και απ’ τον εαυτό του και απ’ την αυτάρκειά του, κι αρχίζει να αγαπάει. Γιατί αγαπάει; Γιατί αποχτάει ταπείνωση. Κι όταν αποχτήσει ταπείνωση, από κει και μετά αρχίζουν τα πράγματα και αλλάζουν. Μπορώ να δεχτώ και κάποιον άλλον.
Εδώ μπαίνει ένα πελώριο πρόβλημα. Η πίστη, με το νόημα που έχει επαναληφθεί εκατομμύρια φορές από τα χείλη των χριστιανών, μπερδεύεται με το να φαντάζεται κανείς ότι είναι τα περίεργα και τα έκτακτα, σαν αυτό που διαβάσαμε σήμερα. Περπατούσε πάνω στα κύματα… Περπατούν οι άνθρωποι πάνω στα κύματα; Δεν περπατάν πάνω στα κύματα. Περνάει κανείς μέσα απ’ την θάλασσα; Δεν περνάει κανείς μέσα απ’ την θάλασσα. Πώς γίνονται αυτά τα πράγματα; Πίστη είναι αυτά τα έκτακτα; Δεν είναι αυτά. Πίστη είναι η εμπιστοσύνη. Ο Πέτρος άρχισε να βουλιάζει όταν έχασε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού. Γιατί έχασε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού; Γιατί ξεκίνησε με την λογική «πες και να το κάνω», μετά «έφυγε» απ’ Αυτόν που του είπε, ναι, περπάτα, και ασχολιόταν με τα γύρω.
Χρειάζεται σ’ αυτό το σημείο να ξεμπλέξουμε κάτι. Πίστη σημαίνει να αποδέχομαι Αυτόν που εμπιστεύομαι, και όταν Αυτός συμφωνεί, και όταν διαφωνεί με ό,τι σκέπτομαι και θέλω. Και όταν επαινεί, και όταν απορρίπτει. Και όταν βοηθάει, και όταν δεν βοηθάει. Και όταν με σώζει, και όταν με αφήνει. Και όταν με λυτρώνει απ’ αυτό που με ταλαιπωρεί, και όταν μ’ αφήνει σ’ αυτό που με ταλαιπωρεί. Αυτό είναι πίστη. Ειδάλλως, αν πιστεύουμε ότι στον Χριστό πιστεύουμε «για να» τούτο, εκείνο, εκείνο, να μας κάνει, να μας κάνει, να, να, να, να, να, τότε δεν τον εμπιστευόμαστε. Απλώς βρήκαμε μια πιο καλή ή πιο πνευματική, αν θέλετε, …ασφαλιστική εταιρεία! Ο Χριστός όμως δεν είναι ασφαλιστική εταιρεία. Είναι μία σχέση, στην οποία θα πρέπει οι άνθρωποι να πάμε, εμπιστευόμενοι Αυτόν. Δυσκολία; Μεγάλη! Πορεία; Αργή… μετρημένη… σίγουρη…
Το πρωί ήρθε μια ξένη κυρία εδώ στον ναό και δεν ήθελε να φορέσει μάσκα για να μπει στο ναό, και ήρθε να μου κάνει μια διδασκαλία περί του πράγματος. Είχε μια αντίληψη ότι το ιερό και το άγιο είναι κάτι το οποίο είναι «εκτός απ’ τα ανθρώπινα». Και φανταζόταν ίσως και τον εαυτό της σ’ αυτά τα «εκτός απ’ τα ανθρώπινα». Όταν της είπα «Όταν όλοι οι υπόλοιποι θα φορούν μάσκα μετά από λίγο, κι εσείς δεν θα φοράτε, θα αισθάνεστε ταπείνωση ή εγωισμό;» η κυρία σηκώθηκε και έφυγε οργισμένη. Δεν έκατσε καν στη Λειτουργία.
Έχουμε μπερδέψει τα πράγματα. Λέει ένας άγιος: «Ο Χριστός υπέφερε και πέθανε στα χέρια των Εβραίων μία φορά, και υποφέρει στα χέρια των μαθητών Του και των χριστιανών κάθε μέρα». Είμαστε ακριβώς σ’ αυτή την ταλαιπωρία.
Εμείς θα πρέπει όμως τώρα, τα περιστατικά σαν τα σημερινά, σ’ αυτό που διαβάσαμε δηλαδή απ’ το Ευαγγέλιο, να τα «χρησιμοποιήσουμε» για να μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε: «Το πως θα αυξηθεί η πίστη μας, ελευθερούμενοι από τα ψέματα της ζωής μας κι από τις αυταπάτες αυτάρκειας της ζωής μας, και μαθαίνοντας σιγά-σιγά να εμπιστευόμαστε τον Χριστό και για τη ζωή και για τον θάνατο».
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κυριακῆς Θ´ Ματθαίου (ιδ´ 22-34)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ ̓ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· Ὁ δὲ εἶπεν· Ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Θεματολογικές ετικέτες