«…καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς
εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν…»
(Ματθ. 21, 31)
Αυτή η σκανδαλιστική επισήμανση του Χριστού προς τους Εβραίους, και προς όλους μας, βρίσκει στην ιστορία της Σαμαρείτιδος την πιο εκφραστική της υλοποίηση-υπομνημάτιση. Πάντα η σύγχυση σκοπού και μέσων δημιουργεί κομφούζιο, που αν έχουμε υπομονή να αποφεύγουμε τις πομφολυγώδεις εντυπώσεις και να σκύψουμε πάνω σε «πληγές» που πολλάκις «δείχνουν» πολύ περισσότερα πράγματα από τα φαινόμενα, τα οποία κραυγάζουν κλέβοντας την γνώμη μας, τότε θα καταλάβουμε ότι ο Χριστός, ΕΥΤΥΧΩΣ για όλους μας, ψάχνει τα εσωτερικά κίνητρα και εξυγιαίνει την πηγή και όχι τα παράγωγα, και θεραπεύει την αρρώστια, και όχι τα θορυβώδη και αιχμαλωτίζοντα συμπτώματα. Και αυτό ισχύει και λειτουργεί και για τους άλλους και για μας.
Η επισήμανση από τον Χριστό αυτών όλων γίνεται μετά τον λόγο Του για τον Πατέρα, που απευθυνόμενος στους δύο γιους του και προτρέποντάς τους να εργαστούν στον αμπελώνα του, δέχθηκε δύο απαντήσεις. Ο πρώτος γιος είπε: Ναι, εγώ αμέσως πάω… και δεν πήγε! Και ο δεύτερος γιος είπε: Άσε με, δεν πάω και το ξανασκέφτηκε και πήγε!! Ο Χριστός υπομνημάτισε το γεγονός λέγοντας ότι οι σχέσεις δεν υπάρχουν στα λόγια, ούτε χτίζονται με λόγια! Και ότι η κατ’ αρχάς τοποθέτηση δεν είναι παντοτινή! Και ότι, τελικώς, μόνον η de facto κατάσταση δείχνει την ποιότητα των πραγμάτων. Και ότι μόνον τα αληθινά και πραγματικά μένουν και προσδιορίζουν.
Ο Χριστός στην συνάντηση με την Σαμαρείτιδα ξεκινά από τα καθημερινά και υλικά και τις επιδιώξεις της. Η Σαμαρείτιδα είναι καθένας από μας. Αυτό που κάνει με εκείνη, το κάνει υπομνηματίζοντας την σχέση Του με τον καθένα μας. Εμείς είμαστε η Σαμαρείτιδα. Ξένοι με τον Χριστό. Αποκομμένοι. Απόμακροι. Αναζητούντες νόημα και ευτυχία. Έρχεται Αυτός και αγωνίζεται και αγωνιά να μας αποκαλύψει ότι η χαρά είναι πέραν της απόλαυσης, πέραν της ομορφιάς, πέραν της γοητευτικής εικόνας.
Χρησιμοποιεί την δίψα για νερό και την προσπάθεια άντλησης νερού, αναγωγικά για κάθε δίψα (νοήματος, ποιότητος, ανάγκης, επιθυμίας) και μας ξανοίγει στο πέλαγος της ζωής, που απαιτεί… σκάφος και γνώση κολύμβησης, χωρίς τα οποία είναι… αδιάβατη η ζωή, και ο κίνδυνος πνιγμού ελλοχεύει σε κάθε βήμα!
Κανένας άνθρωπος δεν θέλει να είναι σε σύγχυση και να αγνοεί τον σκοπό και τον τρόπο επίτευξης χαράς και ευτυχίας! Έλα όμως που πελαγώνουμε εύκολα και ακολουθούμε χίμαιρες και μπλέκουμε σε επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα και δυστυχούμε!!
Πώς παραμορφώνεται και αποχτά αρτηριοσκλήρυνση μια επιθυμία;
Σπάζοντας σε μια εγωιστική απαίτηση, που σταματά στον εαυτό μας για ικανοποίηση. Αν δεν σταματάνε στον εαυτό μας, όλες οι επιθυμίες είναι στραμμένες προς τον Θεό. Φυλακίζεται η υγιής εκδίπλωση της επιθυμίας στις παγίδες που στήνουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Θεωρητικά φροντίζοντας και προστατεύοντάς τον, τελικώς τον αδικούμε, μένοντας στα εξωτερικά, που εξαντλούνται και τελειώνουν γρήγορα. Αναζητάμε ευχαρίστηση και ασφάλεια αλλά, πέρα από την ευχαρίστηση που συγχέεται με την «ανάγκη», μένουμε ανικανοποίητοι γιατί τελικώς δεν στοχεύουμε στην αγάπη, απλώς την συγχέουμε με την ηδονή.
Έρχεται ο Χριστός και, μέσω της Σαμαρείτιδος, μας διδάσκει ότι δεν εξαντλείται η επίτευξη του στόχου μόνον στα εδώ και στα φαινόμενα. Αν το νομίσουμε… θα διψάσουμε.
Πέρα από το Βάπτισμα του Προδρόμου στο νερό, υπάρχει το βάπτισμα με την φωτιά του Πνεύματος του Θεού που «ἀναχωνεύει δίχα συντρίψεως».
Πέρα από το πηγάδι του Ιακώβ, υπάρχει η πηγή της ζωής που είναι ο Χριστός.
Πέρα από το νερό της Σαμαρείτιδος -του καθενός μας-, υπάρχει ο Χριστός που είναι το Ζωντανό Νερό.
Πέρα από την ἐν τόπῳ (Ιερουσαλήμ, Σαμάρεια ή όπου αλλού) λατρεία του Θεού, υπάρχει η λατρεία του Θεού ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ που αποφεύγει τον κίνδυνο… «ειδωλολατρείας» και μας ελευθερώνει από συνθήκες.
Πέρα από το καθημερινό φαγητό, υπάρχει μια «βρῶσις μυστική» που χορταίνει σώμα και ψυχή.
«Κανένας δεν κατέχει τον Θεό. Ούτε στην Ιερουσαλήμ, ούτε στην Σαμάρεια. Ο Θεός δεν εγκλωβίζεται σε ναούς, δεν περιορίζεται σε μοναστήρια, δεν οριοθετείται σε ταξίδια προσκυνήματος. Καμμιά πόλη δεν είναι ιερή. Κανένας τόπος δεν είναι άγιος, εκτός ίσως από εκείνους που ονομάζουμε “Αγίους Τόπους”, ακριβώς γιατί δεν είναι πια εκεί ο Ιησούς και το μόνο που συναντάμε είναι μια απουσία, έναν απόντα, που μας δίδαξε να Τον βρίσκουμε και να Τον βλέπουμε στα πρόσωπα των άλλων και των ξένων. Κανείς δεν μπορεί να «περικλείσει τον Θεό» (Φρ. Ντολτό).
Ο Χριστός σήμερα μας λέει ότι αν περιορίζεσαι στις ανάγκες του σώματός σου μόνον, δεν θα χορτάσεις ποτέ!
Το νερό της επιθυμίας, να γνωρίσουμε την Πηγή της Ζωής, τον Χριστό, που δεν είναι αντικείμενο της ανάγκης, μας κάνει να μη σκεφτόμαστε πια την καθημερινή ικανοποίηση του εγωισμού, αλλά να στοχεύουμε στο Ζωντανό Νερό, που σταματά την δίψα του νερού της ανάγκης, και το οποίο μαζί με την βεβαιότητα «του θερισμού της αλήθειας» κατασιγάζει την πείνα!!
Ας αφουγκραστούμε όλα αυτά και ας ακούσουμε τον Ρωμανό τον Μελωδό να μας λέει:
«Χαρείτε λοιπόν, απεσβέσθησαν τα χρέη.
Είστε ελεύθεροι από ενοχές,
μη υποδουλωθείτε σε ψεύτικες ανάγκες.
Το δουλοχάρτι σχίσθηκε, μη φτιάξετε άλλο!
Αυτά, Χριστέ μου, πέσ’τα και για μένα!
Δεν έχω και δεν μπορώ να πληρώσω το χρέος.
“Κατανάλωσα” και το κεφάλαιο και τους τόκους!
Μη μου ζητήσεις όσα μου έδωσες.
Την ψυχική μου περιουσία
και τον σωματικό μου τοκισμό,
ανακούφισέ τα, ως Εύσπλαγχνος,
και άνες άφες εκ του βορβόρου των έργων μου.»
Με αγάπη και ευχές
Ο εφημέριός σας
π. Θεοδόσιος
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ
Σαμαρείτιδος
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην
Κεφ. δ’, 5-42
Τόν καιρό ἐκεῖνο πῆγε ὁ Ἰησοῦς σέ μιά πόλη τῆς Σαμαρείας, πού τήν ἔλεγαν Σιχάρ, κοντά στό μέρος πού ἔδωσε ὁ Ἰακώβ στόν γιό του Ἰωσήφ. Στό μέρος αὐτό ὑπῆρχε ἕνα πηγάδι· καί ὁ Ἰησοῦς, καθώς ἦταν κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, κάθισε ἐπάνω στό στόμιο τοῦ πηγαδιοῦ. Τότε ἦταν ἡ ὥρα περίπου δώδεκα τό μεσημέρι.
Ἔρχεται μία γυναίκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρει νερό. Τῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: Δός μου νά πιῶ!
Οἱ μαθητές του εἶχαν πάει στήν πόλη νά ἀγοράσουν τρόφιμα. Τοῦ λέει λοιπόν ἡ γυναίκα ἐκείνη, ἡ Σαμαρείτιδα: Πῶς σύ, ἕνας Ἰουδαῖος, ζητεῖς νερό νά πιεῖς, ἀπό ἐμένα, μιά γυναίκα Σαμαρείτιδα;
Τό εἶπε αὐτό, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι δέν συναναστρέφονταν τούς Σα-μαρεῖτες.
Τῆς ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς καί τῆς εἶπε: Ἄν ἤξερες, τί δωρεά τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μπροστά σου, καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει “Δός μου νά πιῶ”, θά τοῦ γύρευες σύ νερό καί θά σοῦ ἔδινε ˝ὕδωρ ζῶν˝.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα: Κύριε, σύ δέν ἔχεις οὔτε κουβά, καί τό πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπό ποῦ λοιπόν τό ἔχεις τό ˝ὕδωρ τό ζῶν˝; ˝Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπό τόν πατέρα μας τόν Ἰακώβ, πού μᾶς ἔφτιαξε αὐτό τό πηγάδι· καί ἤπιε ἀπό αὐτό καί ὁ ἴδιος καί τά παιδιά του καί τά ζῶα του;
Τῆς ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς καί τῆς εἶπε: Ὅποιος πιεῖ ἀπό αὐτό, θά διψάσει πάλι· ἐνῶ ὅποιος πιεῖ ἀπό τό νερό, πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνει μέσα του μιά πηγή, πού θά ἀναβλύζει τήν αἰώνια ζωή.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα: Κύριε, δῶσε μου αὐτό τό νερό, γιά νά μή διψῶ πιά· καί νά μή χρειάζεται πιά νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά βγάζω νερό!
Τῆς ἀπάντησε: Πήγαινε, φώναξε τόν ἄνδρα σου καί ἔλα ἐδῶ.
Τοῦ ἀπάντησε ἡ γυναίκα. Τοῦ εἶπε: Δέν ἔχω ἄνδρα.
Τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Καλά τό εἶπες, ὅτι “δέν ἔχω ἄνδρα”. Γιατί μέχρι τώρα πῆρες πέντε ἄνδρες· καί αὐτός, πού ἔχεις τώρα, δέν εἶναι δικός σου ἄνδρας. Αὐτό πού εἶπες εἶναι ἀληθινό.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα: Κύριε, βλέπω ὅτι σύ εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας λάτρευαν τόν Θεό στό ὄρος αὐτό. Σεῖς ὅμως λέτε, ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό, εἶναι στήν Ἱερουσαλήμ.
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστευσέ με, καλή γυναίκα, ἔρχεται ὥρα πού δέν θά χρειάζεται πιά νά λατρεύετε τόν Πατέρα οὔτε στό ὄρος αὐτό, οὔτε στήν Ἱερουσαλήμ. Σεῖς λατρεύετε κάτι, πού δέν τό ξέρετε. Ἐμεῖς λατρεύουμε κάτι, πού τό ξέρουμε· ὅτι δηλαδή ὁ Σωτήρας εἶναι ἀπό τούς Ἰουδαίους· ὅμως θά ρθεῖ ὥρα, πού ἤδη καί τώρα ἔχει ἔλθει, ὅταν ὅσοι λατρεύουν τόν Θεό ἀληθινά, θά λατρεύουν τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ. Ναί, ἔτσι τούς θέλει ὁ Πατέρας, ἐκείνους πού Τόν λατρεύουν. Ὁ Θεός εἶναι Πνεῦμα· καί ὅσοι Τόν λατρεύουν πρέπει νά Τόν λατρεύουν ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα: Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, δηλαδή ὁ Χριστός· καί ὅτι ἐκεῖνος, ὅταν θά ἔλθει, θά μᾶς τά ἐξηγήσει ὅλα.
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐγώ εἶμαι πού μιλάω μαζί σου.
Στό σημεῖο αὐτό ἦλθαν οἱ μαθητές του· καί τά ἔχασαν, πού τόν εἶδαν νά μιλάει μέ γυναίκα. Μά κανείς τους δέν τοῦ εἶπε: “Τί γυρεύεις; ἤ, Τί κουβεντιάζεις μαζί της”;
Ἄφησε λοιπόν ἡ γυναίκα τήν στάμνα της ἐκεῖ καί ἔτρεξε στήν πόλη· καί λέει στούς ἀνθρώπους: Ἐλᾶτε νά δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο, πού μοῦ τά εἶπε ὅλα, ὅσα ἔχω κάνει. Μήπως εἶναι ὁ Χριστός;
Βγῆκαν ἀπό τήν πόλη οἱ κάτοικοι καί ἔρχονταν πρός αὐτόν.
Στό μεταξύ, οἱ μαθητές του τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Ραββί, φάγε.
Μά ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Ἐγώ ἔχω νά φάω μιά τροφή, πού σεῖς δέν ξέρετε.
Ἔλεγαν οἱ μαθητές μεταξύ τους: Μήπως καί τοῦ ἔφερε κανείς κάτι νά φάει;
Τούς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐμένα τροφή μου εἶναι, νά κάμω τό θέλημα Ἐκείνου, πού μέ ἀπέστειλε· καί νά τελειώσω τό ἔργο Του. Σεῖς δέν λέτε “Ἕνα τετράμηνο ἀκόμη, καί ἔρχεται ὁ θερισμός”; Νά, τώρα σᾶς λέγω: σηκῶστε τά μάτια σας καί ρίχτε μιά ματιά στά χωράφια· εἶναι κιόλας λευκά, ἕτοιμα γιά θερισμό. Καί ὅποιος θερίζει, καί μισθό παίρνει, καί συνάγει καρπό γιά τήν αἰώνια ζωή· γιά νά χαίρουν μαζί, ἐκεῖνος πού σπέρνει, καί ἐκεῖνος πού θερίζει. Ἐγώ σᾶς στέλνω νά θερίσετε αὐτό, γιά τό ὁποῖο δέν κοπιάσατε. Κάποιοι ἄλλοι κοπίασαν· καί σεῖς μπήκατε στόν κόπο τους.
Ἀπό τήν πόλη ἐκείνη πίστευσαν σ᾿ αὐτόν πολλοί Σαμαρεῖτες, ἐπηρεασμένοι ἀπό τά λόγια τῆς γυναίκας, πού τούς διαβεβαίωνε ὅτι· “Μοῦ τά εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω καμωμένα”. Αὐτοί λοιπόν οἱ Σαμαρεῖτες, ὅταν ἔφθασαν κοντά του, ἄρχισαν νά τόν παρακαλοῦν νά μείνει στήν πόλη τους. Καί ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Στό διάστημα αὐτό, χάρις εἰς τόν λόγο του, πίστευσαν πολύ περισσότεροι. Καί ἔλεγαν στήν γυναίκα: Ἐμεῖς δέν πιστεύουμε ἐπειδή ἐπηρεασθήκαμε ἀπό αὐτά πού σύ μᾶς εἶπες, ἀφοῦ νά, τόν ἀκούσαμε μέ τά ἴδια μας τά αὐτιά. Καί τό καταλάβαμε καλά, ὅτι πραγματικά αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.-
Θεματολογικές ετικέτες