«…ΕΧΕΤΕ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ…»
Opinion makers και influencers είναι πλέον κατεστημένες καταστάσεις και συνήθειες! Καθ’ εαυτό το γεγονός δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Γίνεται καλό ή κακό αναλόγως των αντιλήψεων που ο διαμορφωτής και “επηρεαστής” προωθεί και προάγει.
Η αντίληψη περί του διδάσκοντος έχει αλλάξει, και η εξισωτική λογική-διδασκαλία: «Είμαι εξίσου καλός με σένα» είναι η κυριαρχούσα “φιλοσοφία”. Πλέον, όπως γράφει ο C. S. Lewis στην «Πρόποση σε διαβολικό τραπέζι» (31 Γράμματα από την κόλαση, εκδ. Ιωνάς, σελ. 176), η επιδίωξη καταντάει: «Συμπίεσέ τους όλους στο ίδιο επίπεδο. Κάνε τους όλους σκλάβους, μηδενικά, ανύπαρκτους. Όλοι ίσιοι». Αυτή είναι η… ατμόσφαιρα μέσα στην οποία υπάρχουμε.
Ένας επίσκοπος στη Βενετία, πριν 45 χρόνια, αποφάσισε να γράψει επιστολές σε opinion makers και influencers του παρελθόντος! Μια ευφυής ιδέα που εκμεταλλεύεται και τα θετικά και τα τρωτά των απόψεων του προσώπου στο οποίο απευθύνεται, για να τα προβάλει ή να τα “πολεμήσει” αναλόγως. Μια ιδιαίτερα επίκαιρη και ευφυής κατήχηση.
Είναι σοφία, και σκέψεις γεμάτες νόημα, μέσα σ’ ένα κόσμο καυχησιάρη, ιδιοτελή και φαφλατά. Σ’ ένα κόσμο που νομίζει ότι… είναι… αφού το θέλει! Και ότι σκέφτεται σωστά… αφού είναι οι δικές του σκέψεις!! Ο επίσκοπος λοιπόν της Βενετίας Albino Luciani [στη συνέχεια της ζωής του Πάπας για 33 ημέρες (26.8.1978 έως 28.9.1978) με το όνομα Ιωάννης-Παύλος Α΄] “απευθύνεται” και παρουσιάζει τις σκέψεις τους και τις απόψεις του, υπό τύπο ενός γράμματος, που όμως αφορά τον σύγχρονο σημερινό παραλήπτη, γιατί του διευκρινίζει και αποσαφηνίζει θέματα ουσίας που στοιχειώνουν την καθημερινότητά του όσον αφορά τα κριτήρια επιλογής-διαλογής των όσων συμβαίνουν γύρω του και στα οποία πρέπει να τοποθετηθεί.
Ο πατριάρχης Βενετίας (έτσι προσφωνείται ο επίσκοπος Βενετίας) Albino Luciani έγραψε σαράντα τέτοια γράμματα. Μεταξύ άλλων στον Dickens, στον M. Twain, στον Chesterton, στον Charles Pegny, στον Βερνάρδο του Κλαιρβώ, στον Γκαίτε, στον Δαβίδ, στην Πηνελόπη, στον Πινόκιο, στον Watter Scott, στον Ιπποκράτη, στον Manzoni, στον Marconi, στον Πετράρχη και άλλους ενδιαφέροντες γνωστούς και αγνώστους με τερματικό, last but not least, το γράμμα στον Ιησού! (Θα αναρτήσουμε και το γράμμα στον Ιησού, μετά από λίγες μέρες)
Ο εκδοτικός οίκος ΙΩΝΑΣ θα προσπαθήσει να μεταφράσει και να εκδόσει τις επιστολές. Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε συνημμένα (για να έχουμε μια “γεύση” από το όλο corpus) το γράμμα στον G. K. Chesterton για να λάβουμε μια “γεύση” της ποιότητας του βιβλίου.
……………………………………………………………………………………………………….
Albino Luciani
Illustissimi – “Διασημότητες”
* * *
Γράμμα τρίτο
Αγαπητέ Τσέστερτον,
Η Ιταλική Τηλεόραση κατά τις προηγούμενες εβδομάδες πρόβαλε τις ιστορίες του πατρός Μπράουν, του εκπληκτικού ιερέα-ντετέκτιβ που επινοήσατε και που είναι οπωσδήποτε ο πλέον χαρακτηριστικός ενσαρκωτής της σκέψης σας. Είναι βέβαια κάπως κρίμα που δεν είχαμε την τύχη να δούμε, μαζί με τον πατέρα Μπράουν, και τον Καθηγητή Λούσιφερ αλλά και το μοναχό Μιχαήλ, δηλαδή τους ήρωες του έργου σας «Η Σφαίρα και ο Σταυρός». Δε σας κρύβω πως πολύ θα ήθελα να τους δω να κάθονται, ο ένας δίπλα στον άλλο, στο φανταστικό ιπτάμενο σκάφος του Καθηγητή Λούσιφερ και να λογομαχούν, όπως τους περιγράφετε στο βιβλίο σας.
Από το έργο «Η Σφαίρα και ο Σταυρός» ανακαλώ κυρίως τη στιγμή που το ιπτάμενο σκάφος του Καθηγητή Λούσιφερ περνά ξυστά από το Σταυρό που πατάει πάνω σε μία σφαίρα, στο πιο ψηλό σημείο του τρούλου του Καθεδρικού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Τότε ακριβώς, ο Λούσιφερ βγάζει μία τρομακτική κραυγή αποτροπιασμού, και αυτό δίνει την αφορμή στο μοναχό Μιχαήλ να γυρίσει και να του πει :
«Ήξερα κάποτε κάποιον άνθρωπο ακριβώς σαν εσένα, Λούσιφερ… Αυτός λοιπόν είχε αποκτήσει την πεποίθηση πως το σύμβολο του Χριστιανισμού, ο Σταυρός, ήταν το σύμβολο κάθε αγριότητας και η επιτομή του παραλόγου. Η ιστορία αυτού του ανθρώπου είναι αρκετά διασκεδαστική και δείχνει τι μπορεί να συμβεί στους ανένδοτους ρασιοναλιστές όπως είσαι και του λόγου σου. Ο άνθρωπος αυτός ξεκίνησε, φυσικώ τω τρόπω, αρνούμενος την παρουσία κάποιου Εσταυρωμένου στο σπίτι του, απαγορεύοντας στη γυναίκα του να φοράει το σταυρουδάκι στο λαιμό της, σχίζοντας ακόμη κάθε εικόνα που παρίστανε καποιο Σταυρό στα βιβλία του. Ισχυριζόταν, όπως εσύ, πως ο Σταυρός ήταν ένα τυχάρπαστο και φανταστικό σχήμα, κάτι το απολύτως τερατώδες, και αν τύχαινε ο Σταυρός να είναι από κάποιους αγαπητός, αυτό οφειλόταν στην παραδοξότητά του. Με τον καιρό, ο εν λόγω τύπος άρχισε να γίνεται όλο και πιο εμμονικός: αν συναντούσε κάποιο σταυρικό σύμβολο στο δημόσιο δρόμο -γιατί ζούσε σε μία κατά πλειοψηφία Καθολική χώρα- θα σταματούσε να το βανδαλίσει. Κάποια στιγμή, σε μία κρίση παροξυσμού, σκαρφάλωσε στο καμπαναριό της πρόσοψης του ναού στην ενορία του και ξεχαρβάλωσε το Σταυρό, κατακρημνίζοντάς τον προς τη γη και φωνάζοντας άναρθρες κραυγές και ανήκουστους σολοικισμούς ύβρεων κάτω από τον έναστρο ουρανό. Τέλος, ένα ήσυχο καλοκαιρινό δειλινό, γυρνούσε στο σπίτι του περπατώντας σε ένα δρομάκι, όταν ο δαίμονας της εμμονής του, τού επιτέθηκε με τέτοια βιαιότητα που θα μπορούσε να αναποδογυρίσει τον κόσμο. Ενώ περπατούσε καπνίζοντας, το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα ξύλινο φράχτη που είχε μεγάλο μήκος και τότε είναι που έγινε έξαλλος! Δεν είναι ότι είδε κάποιο φώς ή ότι άκουσε κάποιο παράξενο ήχο, αλλά τα επάλληλα κατακόρυφα και οριζόντια ξύλινα σανίδια σε αυτό το διαβολεμένο φράχτη του φάνηκε σα να σχημάτιζαν μία ατελείωτη συστοιχία από Σταυρούς, έναν ολόκληρο στρατό από Σταυρούς που ήταν ενωμένοι ο ένας με τον άλλον. Σήκωσε τότε με μανία το μπαστούνι του και άρχισε να ξηλώνει με μανία τα σανίδια του ξύλινου φράχτη, σπιθαμή προς σπιθαμή, σε όλο το μήκος του δρόμου προς το σπίτι του, ισοπεδώνοντας κατά κυριολεξία στο πέρασμά του την παραμικρή υπόνοια του μισητού συμβόλου. Γιατί το μίσος του για το Σταυρό ήταν απύθμενο, και κάθε φράχτης γινόταν στα μάτια του υπόμνηση του φρικτού σταυρικού σχήματος. Όταν πλέον έφτασε στο σπίτι του, βρισκόταν σε κατάσταση παραφροσύνης. Σωριάστηκε σε μία καρέκλα, αλλά σύντομα του σφηνώθηκε η ιδέα πως οι αρμοί των κατακόρυφων και οριζόντιων ξύλινων στοιχείων του επίπλου ήταν σε διάταξη σταυρική… Τινάχτηκε αμέσως πάνω και έσπευσε στο κρεβάτι, για να διαπιστώσει αμέσως πως η ίδια διάταξη των αρμών υπήρχε και εκεί, όπως εξάλλου και σε κάθε καταραμένο αντικείμενο της επίπλωσης του σπιτιού του… Με μανία κατέστρεψε λοιπόν όλα τα έπιπλα. Έφυγε, βάζοντας φωτιά στο σπίτι του γιατί ήταν φτιαγμένο από σταυρούς. Τελικά, βρέθηκε προς το ποτάμι… »
Και συνεχίζετε, αγαπητέ Τσέστερτον:
«Ο Λούσιφερ κοιτούσε τον Μιχαήλ με απέχθεια και πικρία στα χείλια… Είναι αληθινή αυτή η ιστορία; τον διέκοψε ξαφνικά. Και ο Μιχαήλ απάντησε ελαφρά : Ω όχι, όχι! Είναι απλώς μία εύγλωττη παραβολή. Μία παραβολή για σένα και όλους τους αθεράπευτους ρασιοναλιστές σαν και του λόγου σου… Ξεκινάτε θέλοντας να εξαλείψετε το Σταυρό από τον κόσμο… Αλλά, καταλήγετε στο να καταστρέφετε κυριολεκτικώς ολόκληρο τον κόσμο…!»
Το συμπέρασμα του μοναχού Μιχαήλ, αγαπητέ Τσέστερτον, που είναι και δικό σας, είναι όντως σωστό. Βγάλε το Θεό από τη ζωή των ανθρώπων, και τί απομένει; Τι μπορει να γίνουν οι άνθρωποι χωρίς Θεό; Σε τί είδους κόσμο περιοριζόμαστε να ζήσουμε ; «Μα στον κόσμο της προόδου» ακούω κάποιον να αντιτείνει… «Στον κόσμο της αφθονίας» θα πει κάποιος άλλος. Ναι, σύμφωνοι… Ωστόσο, η πρόοδος για την οποία γίνεται λόγος φαίνεται τελικά πως δεν είναι ακριβώς αυτό που φανταζόμασταν. Περιέχει ετούτη η εκδοχή προόδου και κάποια πράγματα που δεν ήταν στην αρχική ιδέα: πυραύλους, βιολογικά και πυρηνικά όπλα μαζικής καταστροφής, μία ασταμάτητη και μη αναστρέψιμη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, και ένα σωρό άλλους εφιάλτες που αν δεν αντιμετωπισθούν εγκαίρως θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα σε βέβαιη καταστροφή.
Κοντολογίς, αν η πρόοδος είναι η επιδίωξη ανθρώπων που έχουν μεταξύ τους αγάπη και που αντιλαμβάνονται εαυτούς ως αδέλφια και ως παιδιά ενός κοινού Πατέρα, τότε όντως η πρόοδος αυτή μπορεί να είναι ένα υπέροχο πράγμα. Αντιθέτως, όταν η «πρόοδος» είναι η επιδίωξη ανθρώπων που δεν έχουν τη συναίσθηση πως είναι αδέλφια και παιδιά ενός κοινού Πατέρα, τότε η πρόοδος αυτή είναι ένας μόνιμος και εφιαλτικός κίνδυνος για όλους. Αν αυτό που ονομάζουμε «πρόοδο» δε συνοδεύεται και από την ανάλογη ηθική πρόοδο, που πρέπει να είναι συνεχής και εσωτερική, τότε δεν είναι τίποτε άλλο παρά τροφή στην πιο καταχθόνια και δόλια δύναμη που ελλοχεύει στον άνθρωπο: την τυφλή δύναμη που μετατρέπει τον άνθρωπο σε μηχανή που καταδυναστεύεται από μηχανές, σε αριθμό που υποτάσσεται σε αριθμούς. Τότε ο άνθρωπος γίνεται αυτό που περιέγραψε ο Παπίνι, ένα ανεξέλεγκτο εξαγριωμένο κτήνος, που προσπαθώντας να ικανοποιήσει τα δολοφονικά, καταστροφικά και ακόλαστα ένστικτά του δε χρησιμοποιεί πλέον ρόπαλα ή πέτρες αλλά τις κολοσσιαίες δυνάμεις της φύσης μέσω της ισχύος που του δίνουν οι επιστημονικές του επινοήσεις.
Το ξέρω πως πολλοί άνθρωποι έχουν μια τελείως διαφορετική θεώρηση για τα πράγματα. Όλοι αυτοί κατά βάση πιστεύουν πως η θρησκεία δεν είναι παρά μια παρηγορητική αυταπάτη, επινοημένη από καταπιεσμένους ανθρώπους που περιμένουν έναν καλύτερο κόσμο, ένα μελλοντικό φαντασιακό κόσμο όπου εκεί μπορούν να βρουν ό,τι τους στερούν σε αυτή τη ζωή οι συγκυρίες ή οι καταπιεστές τους. Από την άλλη, οι καταπιεστές συντηρούν τη θρησκεία προς ίδιον όφελος για να κρατούν τα πλήθη πάντοτε υποταγμένα και να καταστέλλουν τις όποιες τάσεις ξεσηκωμού ή αντίδρασης, τάσεις που αν δεν υπήρχε η θρησκεία, θα έσπρωχναν τους ανθρώπους σε έμπρακτη διαμαρτυρία και εξέγερση.
Είναι μάλλον μάταιο να υπενθυμίσουμε σε όσους έχουν αυτές τις ιδέες πως η Χριστιανική θρησκεία στην πραγματικότητα ευνοεί και ενθαρρύνει την αυτοσυνειδησία των καταπιεσμένων τάξεων, πάντα υποστηρίζει τον φτωχότερο, πάντα επιζητεί την κοινωνική αδελφοσύνη και ένα δικαιότερο κόσμο για όλους. « Σίγουρα» θα ανταπαντήσουν, «ο Χριστιανισμός όντως αφυπνίζει την αυτοσυνειδησία των κοινωνικά αδύναμων, όμως την ίδια στιγμή ακρωτηριάζει αυτή την αυτοσυνειδησία, κηρύττοντας την υπομονή και υποκαθιστώντας την διάθεση για ταξική πάλη με την πίστη στο Θεό και με την εμπιστοσύνη πως μέσω αυτής της πίστης θα επέλθει σταδιακά η εξυγίανση της κοινωνίας».
Επίσης, υπάρχει μεγάλη μερίδα ανθρώπων που πιστεύουν πως ο Θεός και η θρησκεία τοποθετούν τις ελπίδες των ανθρώπων σε ένα μελλοντικό και μακρινό παράδεισο και άρα αποξενώνουν τους ανθρώπους από το παρόν και τους εμποδίζουν στο να στρατευθούν στη μάχη για έναν επίγειο παράδεισο εδώ και τώρα.
Για τους παραπάνω, ίσως είναι μάταιο να τους υπενθυμίσουμε πως σύμφωνα με την τελευταία Σύνοδο (στμ. μάλλον αναφέρεται στη Β’ Βατικανή), κάθε Χριστιανός -ακριβώς επειδή είναι Χριστιανός- πρέπει να εργάζεται και να υποστηρίζει την πρόοδο και κάθε προσπάθεια για το κοινό καλό και για την ευημερία και προκοπή όλων των συνανθρώπων του. Βέβαια, και πάλι θα ακουστούν αντιρρήσεις στο ακόλουθο μήκος κύματος:
«Μπορεί εσείς οι Χριστιανοί αυτό να λέτε, όμως για σας η πρόοδος δεν είναι παρά μία μεταβατική φάση εν αναμονή του οριστικού παραδείσου, που όμως ποτέ δε θα επιτευχθεί εδώ. Εμείς αποζητούμε τον παράδεισό μας εδώ στη Γη, και μάλιστα ως καρπό των αγώνων μας. Ήδη μπορούμε να δούμε την αρχή αυτού του γήινου παραδείσου, ενώ ο δικός σας Χριστιανικός Θεός είναι πια νεκρός. Συντασσόμαστε λοιπόν με τον Χάινε που λέει σε κάποιους στίχους του:
Ακούτε τις καμπάνες; Πέσετε στα γόνατα !!
Πηγαίνουμε την τελευταία μετάληψη στο Θεό που ξεψυχάει…»
Αγαπητέ Τσέστερτον, ξέρω πως τόσο εσείς όσο και εγώ θα πέσουμε στα γόνατα μπροστά σε ένα Θεό που είναι περισσότερο παρών παρά ποτέ. Γιατί, μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα που είναι για όλους τα πλέον καίρια : Ποιος είμαι; Από πού προήλθα; Προς τα πού πηγαίνω;
Όσο για το γήινο παράδεισο που θα εγκαθιδρυθεί στη γη -και μόνο σε αυτή- ως αποτέλεσμα των κοινωνικών αγώνων, θα ήθελα να θυμηθώ κάποιον που είναι πολύ πιο ικανός από μένα και -χωρίς καθόλου να θέλω να μειώσω την αξία σας, αγαπητέ Τσέστερτον- είναι μάλλον ικανότερος και από εσάς. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Ντοστογιέφσκη…
Θυμάστε τον Ιβάν Καραμάζωφ; Αυτός ήταν ένας άθεος, σατανικός άνθρωπος. Ωστόσο, αυτός ο τύπος διαμαρτυρόταν με κάθε δυνατή σθεναρότητα ενάντια στην ιδέα ενός παραδείσου που θα ήταν το αποτέλεσμα κόπου, θυσιών και μαρτυρίου αναρίθμητων γενεών. Η σκέψη πως η ευτυχία των μελλοντικών γενεών θα μπορούσε να οφείλεται ή να απαιτεί τη δυστυχία και μιζέρια των προηγούμενων και νυν γενεών τον απωθούσε αφάνταστα! Πρόγονοι που παλεύουν χωρίς καμία ελπίδα να γευθούν ποτέ κάποια χαρά, που θα παραμείνουν αιώνια άμοιροι και αμέτοχοι του παραδείσου που τάχα και θα ανατείλει από την κόλαση που εκείνοι υπέστησαν… Ατέλειωτα πλήθη ανθρώπων που βασανίστηκαν, που πληγώθηκαν, που θυσιάστηκαν μόνο και μόνο για να καταστούν το «λίπασμα» από το οποίο θα μπορούσε να ξεφυτρώσει το δέντρο της χαράς. Αδύνατον! κραυγάζει ο Ιβάν. Κάτι τέτοιο θα ήταν μία απάνθρωπη, κτηνώδης αδικία.
Και ο Ιβάν, αγαπητέ Τσέστερτον, έχει δίκιο! Γιατί το αίσθημα δικαίου που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκευτικής τοποθέτησης, απαιτεί πως το καλό ή το κακό που κάνουμε ή που υφιστάμεθα, με κάποιον τρόπο θα ανταποδοθεί. Πως η δίψα για ζωή σε κάθε άνθρωπο, κάποια στιγμή θα ανταμειφθεί. Πώς όμως, και πού μπορεί να γίνει αυτό αν δεν υπάρχει κάποια «άλλη ζωή»; Και από ποιόν, αν όχι από το Θεό; Και από ποιόν Θεό, αν όχι από Εκείνον, για τον Οποίο ο Άγιος Φραγκίσκος ντε Σαλ έγραψε: «Μη φοβάστε το Θεό που ποτέ δε θα βλάψει κανένα, αλλά να Τον αγαπάτε πολύ, γιατί για όλους ετοιμάζει ό,τι είναι προς το αγαθό.»
Αυτό που οι περισσότεροι αντιστρατεύονται δεν είναι ο αληθινός Θεός αλλά η ψευδής και παραμορφωμένη εικόνα που έχουν για Αυτόν. Είναι ο Θεός που τάχα προστατεύει τους πλούσιους, που τάχα δεν κάνει άλλο από το να απαιτεί και να διατάζει, που τάχα φθονεί τη δική μας ευημερία, που τάχα κατασκοπεύει συνεχώς από ψηλά τις αμαρτίες μας, που τάχα ικανοποιείται και αγάλλεται με το να μας τιμωρεί.
Αγαπητέ Τσέστερτον, εσείς το ξέρετε πως ο Θεός καμία σχέση δεν έχει με όλα τα παραπάνω. Εσείς ξέρετε πως ο Θεός είναι αγαθός και δίκαιος, είναι ο Πατέρας άσωτων υιών, για τους οποίους επιθυμεί να είναι, όχι θλιμμένοι και κατάκριτοι, αλλά μεγάλοι, ελεύθεροι και αυτεξούσιοι, κύριοι της ζωής και της μοίρας τους. Ο Θεός μας δεν είναι αντίπαλος του ανθρώπου, αλλά θέλει να αποκτήσουμε την οικειότητα του Προσώπου Του, και μας έχει καλέσει να γίνουμε συμμέτοχοι της θεϊκής Του φύσης και της αιώνιας μακαριότητας της Ζωής Του. Και, αλήθεια, τίποτε το υπερβολικό ή δύσκολο δε ζητά από μας: αντίθετα, είναι μάλλον χαρούμενος με το ελάχιστο γιατί εξάλλου ξέρει πολύ καλά τι και πόσα έχουμε για να Του δώσουμε.
Αγαπητέ Τσέστερτον, είμαι σίγουρος, όπως και εσείς, πως Αυτός ο Θεός θα γίνει γρήγορα πολύ περισσότερο γνωστός και αγαπητός και ιδίως από εκείνους που σήμερα Τον αρνούνται, όχι γιατί είναι κακοί, αλλά γιατί έχουν για Αυτόν εσφαλμένη ή παραπλανητική γνώση. Και αν Τον γνωρίσουν αληθινά και εξακολουθούν να Του λένε: «δε Σε πιστεύουμε», Εκείνος οπωσδήποτε θα τους απαντήσει: «Εγώ όμως Πιστεύω σε σας, Πιστεύω σε σας πάντα!»
Θεματολογικές ετικέτες