Γενικού ενδιαφέροντος

Μια μυλόπετρα στον λαιμό μας

Δεν χρειάζεται να είσαι θρησκευόμενος για να καταλάβεις ότι ο λόγος των Ιερών Γραφών συχνότατα εκφράζει βαθιές ανθρώπινες αλήθειες. Και ούτε χρειάζεται να είσαι χριστιανός για να καταλάβεις τι εννοεί ο Χριστός όταν λέει ότι «όποιος δεχθεί ένα παιδάκι στο όνομα μου, εμένα τον ίδιο δέχεται». Αυτό το «να το δεχθεί στο όνομά μου», αν το διαβάσουμε όχι με τον τρόπο της οργανωμένης θρησκείας μα με τον τρόπο της καρδιάς, σημαίνει να το δεχθεί όπως πρέπει να δέχεται κανείς ένα παιδί, δηλαδή με αγάπη, προσφέροντάς του στοργή και φροντίδα για να μεγαλώνει γερό, ασφαλές και κατά το δυνατόν χαρούμενο, με τα σωστά εφόδια για την ωριμότητα. Με άλλα λόγια το να δεχτείς ένα παιδί σωστά είναι να το δεχτείς όπως οι σωστοί γονείς δέχονται τα δικά τους παιδιά.

Μα η αμέσως επόμενη φράση στο απόσπασμα του Ευαγγελίου που ανέφερα, λέει, σε ελεύθερη μετάφραση: «Μα αν κάποιος σκανδαλίσει ένα παιδί, καλύτερα να πάει από τώρα να κρεμάσει μια μυλόπετρα και να πέσει στο πέλαγος»–παρά δηλαδή να περιμένει τη δίκαιη κρίση που θα του έρθει. Το «σκανδαλίσει» εδώ έχει πολλές σημασίες. Μα στην ανάγνωση της καρδιάς σημαίνει ακριβώς να φερθεί με τον αντίθετο τρόπο από ό,τι είναι ο σωστός, ο τρόπος του γονιού. Και αυτοί οι τρόποι έχουν διακυμάνσεις, από το κακό μέχρι το φρικαλέο.

Στην Ελλάδα, σήμερα, βρίσκονται 4.700 ασυνόδευτα παιδιά, πάει να πει παιδιά χωρίς γονείς, χωρίς συγγενείς, χωρίς κάποιον κηδεμόνα, κατά τον νόμο, το έθιμο ή την κοινή λογική. Είναι παιδιά μόνα—και ετούτος ο αριθμός μετράει μόνο τα ξένα παιδιά γιατί σίγουρα, δυστυχώς για την κοινωνία μας, υπάρχουν στην ίδια εξ ίσου άθλια και επικίνδυνη συνθήκη και κάποια Ελληνάκια.

Πώς έφτασαν να είναι μόνα; Ποτέ από ελεύθερη επιλογή τους, και ποτέ από τυχαίους παράγοντες. Μιλώντας ειδικά για τα ξένα, τα χώρισαν από τον φυσικό χώρο και την οικογένειά τους «πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί», που λέει και ο ποιητής. Τα χώρισε παντού και πάντα η ανθρώπινη κακία των μεγάλων, το μίσος, ο σπαραγμός, η έχθρα, η απανθρωπιά. Κάποια από αυτά έφυγαν μόνα από τον τόπο τους για να γλυτώσουν μοίρα φρικτή, του κυνηγητού από αποκτηνωμένους ανθρώπους, άλλα αναγκάστηκαν να τα διώξουν οι δικοί τους, από την ανάγκη της αγάπης, συνήθως για να γλυτώσουν—μιλάμε ακόμα και για δεκάχρονα παιδιά—την υποχρεωτική επιστράτευση σε άτακτους στρατούς που διαλέγουν κατά κανόνα τα παιδιά για τον ρόλο των ομάδων αυτοκτονίας. Μερικά κακότυχα, κορίτσια αλλά και αγόρια, έφυγαν για να γλυτώσουν από τα βασανιστήρια και τους πολλαπλούς κτηνώδεις βιασμούς, τους οποίους είχαν υποστεί. Κανένα σχεδόν από αυτά δεν έφτασε στη χώρα μας αλώβητο. Και όσα δεν είχαν περάσει φρικτές σωματικές ταλαιπωρίες, είχαν υποφέρει ψυχικά τόσο που ο κάθε σωστός γονιός στον τόπο μας, το ένα εκατοστό από τις ταλαιπωρίες τις δικές τους να τύχαινε σε δικό του παιδί θα έχανε τον ύπνο του.

Όλα αυτά τα παιδιά βρέθηκαν στην Ελλάδα, μόνα, για να γλυτώσουν από αυτό που λέει ο Χριστός «σκάνδαλο», αφού βέβαια τα περισσότερα το είχαν ήδη υποστεί, συχνά σε βαθμό αδιανόητο—μα γλύτωσαν τουλάχιστον τη ζωή τους. Και είναι βέβαιο, ότι το σκάνδαλο το προκάλεσαν κατά κανόνα συμπολίτες τους ή ξένοι επιδρομείς. Σε ξένους τόπους έγινε το πρώτο κακό, και ξένοι από εμάς το διέπραξαν. Εκείνοι είναι λοιπόν που πρέπει πρώτοι να κρεμάσουν τις μυλόπετρες στον λαιμό τους. Έλα όμως που τα παιδιά αυτά είναι εδώ, τώρα, μόνα τους, και αν εμείς δεν τα δεχτούμε με τον τρόπο που πρέπει, τον τρόπο της αγάπης και της στοργής, η μυλόπετρα περνάει στον δικό μας τον λαιμό. Ας το καταλάβουμε αυτό. Ας καταλάβουμε ότι, όσοι ζούμε σε αυτό τον τόπο και δεν κάνουμε κάτι για λύσουμε το πρόβλημα, γινόμαστε άθελά μας κληρονόμοι της μυλόπετρας. Όπως λέγαν στα νιάτα μου, «όσοι δεν είναι μέρος της λύσης, είναι μέρος του προβλήματος».

Φυσικά δεν λέω ότι έχει υποχρέωση ο κάθε πολίτης να ανοίξει το σπίτι του, να το κάνει ξενώνα, ή να αρχίσει να υιοθετεί παιδιά. Δεν πρέπει να δράσουμε ως άτομα—καλοί και ευλογημένοι όσοι το κάνουν, μα δεν είναι πολλοί—αλλά ως συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία, που την εκφράζει εκ μέρους όλων μας η πολιτεία. Μέσω αυτής θα έχουμε όλοι την ευθύνη μας, άλλος πιο πολύ, άλλος πιο λίγο.

Αλλά πριν πάμε στη λύση, να καταλάβουμε λίγο το πρόβλημα. Για τα Ελληνάκια που είναι μόνα τους στον τόπο δεν έχω αριθμούς αλλά σίγουρα κάποια αρμόδια αρχή τους έχει ή, αν δεν τους έχει, μπορεί αν το θέλει να τους αποκτήσει και να δράσει ανάλογα.

Να σας πω όμως τι γίνεται με τα ξένα παιδιά: από τα 4.700 ασυνόδευτα (μόνα) παιδιά στον τόπο μας, λιγότερο από το ένα τρίτο, κάπου 1,200 ζουν σε συνθήκες σωστές, θα έλεγα σχεδόν ιδανικές για την κατάσταση τους: γιατί κάποιοι, είτε ιδιώτες είτε το κράτος, τα δέχτηκαν κατά τον τρόπο τον σωστό, σαν δικά τους παιδιά. Όλα αυτά είναι σε ξενώνες μακροχρόνιας φιλοξενίας στελεχωμένους με ειδικούς ανθρώπους, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, δασκάλους, μαγείρους, ανθρώπους που ασκούν λειτούργημα σπουδαίο. (Τα κονδύλια είναι για λίγους από αυτούς τους ξενώνες ιδιωτικά, και για τους περισσότερους ευρωπαϊκά.) Αυτά τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο, κάποια μάλιστα σε ιδιωτικά που τους προσφέρουν δωρεάν τη φοίτηση. Και τα περισσότερα από αυτά έχουν περίθαλψη.

Ας σημειωθεί ότι σημαντικό έργο των δομών φιλοξενίας είναι η επανένωση με τους γονείς τους, αν και εκείνοι έχουν διαφύγει στη Δύση, πράγμα που επιτυγχάνεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό κάθε χρόνο.

Επισκέφθηκα τελευταία μερικές τέτοιες μονάδες φιλοξενίας, που η καθεμιά τους μπορεί να δεχτεί το πολύ 20 παιδιά. Αυτό είναι το ανώτατο όριο που ορίζουν οι διεθνείς μελέτες για να μπορούν οι μονάδες να δεχτούν και να περιθάλψουν σωστά τα παιδιά. Στις μονάδες αυτές γέμισα συγκίνηση, ένοιωσα να συμβαίνει ένα θαύμα, έργο αγγελικό πάνω στη γη. Σε μερικές μονάδες γνώρισα κοριτσάκια που ήταν εκεί με τα δικά τους μωρά—προϊόντα αναρίθμητων κτηνωδών βιασμών, στη χώρα τους, ή στον δρόμο της φυγής. Τα περισσότερα παιδιά που είδα είχαν φτάσει σε άθλια κατάσταση, βασανισμένα, έντρομα, γεμάτα προβλήματα σωματικά και ψυχικά που δεν τα χωρά ο νους του ανθρώπου.

Γνώρισα παιδιά που είδαν τους γονείς τους να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους, γνώρισα παιδιά που τα έβγαλαν ανθρωπόμορφα κτήνη—συχνά συμπατριώτες μας—στην πορνεία, γνώρισα παιδιά που δεν είχαν δεχτεί μέχρι τα δέκα χρόνια τους ένα χάδι, μια γλυκιά κουβέντα. Και όμως, με άφησε άναυδο η σημερινή τους άριστη κατάσταση, που είχε και άμεση σχέση με τη διάρκεια της παραμονής τους. Σε μια μονάδα ειδικά, είδα παιδιά που κάποια είναι εκεί σχεδόν τρία χρόνια. Υπ’ όψη, δεν διαλέχτηκε κανένα τους κατόπιν τεστ ευφυΐας ή συμπεριφοράς—όσα μπόρεσε πήρε η μονάδα. Μα είναι τώρα σπουδαία πλάσματα, που για όλα τους θα ήμουν περήφανος αν ήταν παιδιά μου. Εκατσα και κουβέντιασα μαζί τους για τα πάντα, ανάμεσά στα άλλα και για ιστορία και μαθηματικά, είπαμε τα δικά μας, γελάσαμε. Δεν θυμάμαι ποτέ τα τελευταία χρόνια να πέρασα τόσο καλά, όσο ανάμεσά τους. Πέρα από ό,τι έμαθα και διασκέδασα, ένοιωσα τόσο περήφανος που κάποιοι στη χώρα μου κάνουν αυτό το θαύμα, να σώζουν τραγικά θύματα της ζωής και να τα κάνουν όντα που ξεχειλίζουν χαρά, ευφυΐα και καλοσύνη.

Αλλά υπάρχουν και άλλα περίπου 3.500 μόνα παιδιά στον τόπο μας, εκτός πλαισίου προστασίας. Με κάποια έννοια είναι τα αόρατα παιδιά, αυτά που αν μάθουμε την κατάστασή τους, θα στοιχειώνουν τους εφιάλτες μας. Αυτά βρίσκονται είτε στις λεγόμενες (μόνο με μακάβρια ειρωνεία στέκει ο όρος) «ασφαλείς ζώνες», που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια από το κράτος, είτε μόνα τους εντελώς, στον δρόμο, σαν αδέσποτα σκυλιά, είτε τέλος μένοντας με κάποιους ενήλικες που τάχα τα φιλοξενούν, Ελληνες και ξένους, αλλά στην πραγματικότητα τα έχουν σκλάβους και τα εκμεταλλεύονται.

Πώς τα περνούν τα παιδιά αυτά;

Πρώτα ας δούμε τις «ασφαλείς ζώνες». Εκεί είναι μόνα μέσα στο πλήθος, εντελώς ανυπεράσπιστα. Μένουν σε τσαντίρια που μπάζουν ή σε κλουβιά-κοντέινερ, χωρίς καμία υπηρεσία πέραν κάποιων πιάτων φαγητού, επιβιώνοντας χάρη στη δύναμη του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτά που απλώς επιζούν, όμως, είναι τα τυχερά. Γιατί πολλά ανάμεσά στα παιδιά αυτά, υφίστανται τρομερή βία, ή από μεγαλύτερους τους ανεξέλεγκτους από την οποιαδήποτε έννομη αρχή, ή και κάτι που μας φαίνεται αδιανόητο: τα βράδια πηδούν τους φράκτες που χωρίζουν τα παιδιά από τους ενήλικους κατοίκους των «ασφαλών ζωνών» κάποια τέρατα που τα βιάζουν, συχνά με ενδιάμεσους που έχουν οικονομικό όφελος. Ενας φίλος που είχε πάει τελευταία στη Μόρια, μου είπε πως αντίκρυσε κάποια παιδιά καθισμένα κάπου ακίνητα, ανέκφραστα, βουβά αγάλματα, με νεκρή ψυχή, που επιβιώνουν μεταξύ των νυχτερινών βιασμών. Κάποια οδηγούνται στην τρέλα. Αλλα έχουν αυτοκτονήσει.

Οσο για παιδιά που είναι μόνα στις πόλεις, εκτός από τα λιγοστά που έχουν την τύχη να ζουν απλώς σαν αγρίμια που καταφέρνουν να επιβιώσουν, άλλα βρίσκονται υπό καθεστώς δουλείας, σε σπίτια όπου υποτίθεται «φιλοξενούνται». Από αυτά, κυρίως αγόρια, ένα μεγάλο ποσοστό ωθούνται δια της βίας στον δρόμο της πορνείας. Ακόμα και μέσα στη μέρα, αλλά κατά κανόνα τα βράδια, οδηγούνται από τους άνομους, παράνομους «προστάτες» τους σε πάρκα, σε ανοιχτούς χώρους, σε ακάλυπτα στέκια, όπου με αντίτιμο λίγα ευρώ, που παίρνουν οι ιδιοκτήτες τους, βιάζονται από ενήλικες, Ελληνες και ξένους.

Είναι τελείως φανερό ότι όλοι αυτοί οι τελευταίοι αξίζουν τη μεταφορική μυλόπετρα, όχι απλώς να τη φορέσουν τώρα στον λαιμό, αλλά να πάνε να πέσουν στο πιο βαθύ σημείο του Αιγαίου. Σωματέμποροι, δουλέμποροι, δουλοκτήτες, βιαστές, αλλά ναι και «πελάτες», ξένοι αλλά και πολλοί συμπατριώτες μας—ανάθεμά τους!—που κυκλοφορούν ανάμεσά μας τη μέρα, και τη νύχτα ασελγούν σα κτήνη σε αθώα πλάσματα. Αλλά επειδή κανείς τους δεν θα έχει την ευαισθησία να δέσει τη μυλόπετρα και να πάει να πνιγεί, είναι η δουλειά της πολιτείας, του νόμου και της τάξης, να τους βρουν, να τους ξετρυπώσουν, και να τους επιβάλουν με τον πιο αυστηρό τρόπο την τιμωρία που τους αξίζει. Και καλό είναι το ξέρουν, πέρα από τους επαγγελματίες κακοποιούς, και οι δικοί μας κατά τα άλλα ευυπόληπτοι πολίτες, που εγκληματούν ικανοποιώντας τις ορέξεις τους στα παιδιά, πως το συνήθειό τους, αν το συνεχίσουν, θα βρεθούν κι αυτοί υπόλογοι στον νόμο και στην κοινωνία, ονομαστικά—όπως τώρα είναι ανώνυμα υπόλογοι στου καθενός σωστού ανθρώπου τη συνείδηση.

Αλλά τα παιδιά, τα ίδια τα παιδιά, αυτά τα 3.000-τόσα παιδιά, τα τραγικά θύματα της ζωής, που είτε στη Μόρια, είτε σε άλλες «ασφαλείς ζώνες», είτε στους δρόμους γύρω μας, υφίστανται την απανθρωπιά, τι θα γίνουν, πώς θα σωθούν;

Ένα είναι σίγουρο: το πρόβλημα δεν το δημιούργησε η τωρινή κυβέρνηση, το παρέλαβε. Ας αφήσουμε τώρα το ποιοι και το πώς και το γιατί έφτιαξαν αυτόν τον εφιάλτη, Ελληνες και ξένοι, επίσημοι και μη, ανεύθυνοι πολιτικοί, ή γραφειοκράτες—χώρια τα τέρατα που δημιούργησαν τις πρώτες αιτίες του κακού, σε άλλους τόπους. Ας τα αφήσουμε για τώρα, γιατί επείγει άλλο: η σωτηρία των παιδιών.

Η πολιτεία πρωτίστως πρέπει να δράσει. Εχει δώσει σημάδια πως έχει την πρόθεση και ελπίζουμε να το κάνει ολοκληρωμένα, οργανωμένα και γρήγορα. Μα κι ο καθένας από μας ας καταλάβει το πρόβλημα και ας αναλάβει να φερθεί σαν άνθρωπος—τίποτε παραπάνω. Που πάει να πει, να καταλάβει ότι πρέπει όλοι μας να δεχτούμε αυτά τα παιδιά στο όνομα της αγάπης, όπως το αξίζουν. Όπως το αξίζουμε και εμείς αν θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Όπως το οφείλουμε και εμείς αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι και όχι κτήνη. Αν θέλουμε να μας δεξιωθεί και μας μια μέρα το δείπνο της αγάπης. Και ας αφήσουμε τη μυλόπετρα για τα κτήνη, που συνεχίζουν ακόμα, όσο τα αφήνουμε, τα εγκλήματά τους.

Αφήστε μια απάντηση