Γενικού ενδιαφέροντος, Προτεινόμενα

Zena Hitz – «Για τη θρησκευτική ζωή»

Η παρακάτω βιβλιοκρισία του π. Erik Varden για το ως άνω βιβλίο της Zena Hitz δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2024 του First Things.

Με την πρώτη ματιά, φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι ένας μεγάλος ακαδημαϊκός εκδοτικός οίκος θα αναλάμβανε να εκδόσει, κατά κάποιον τρόπο, έναν τόμο για τη φαινομενολογία της θρησκευτικής ζωής. Στο βαθμό που γίνονται αντιληπτοί, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι έχουν αποσυρθεί στο περιθώριο του φανταστικού μας σύμπαντος, ως κατηγορούμενοι σε δικαστικές υποθέσεις, συμπαθητικοί κομπάρσοι σε μουσικές κωμωδίες ή (περίεργοι) χαρακτήρες σε γκόθικ ταινίες τρόμου. Βέβαια, υπάρχουν θρησκευόμενοι άνθρωποι που διδάσκουν στα σχολεία εδώ και εκεί. Υπάρχουν οι αδελφές της Μητέρας Τερέζας. Υπάρχουν μερικοί αθεράπευτα εκκεντρικοί που επιλέγουν τη ζωή του εγκλεισμού. Αλλά αυτές είναι περιθωριακές ομάδες. Και το κυριότερο, μήπως οδεύουν προς εξαφάνιση; Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε μια δραματική πτώση των κλήσεων στην ιερωσύνη στη Δύση. Σε ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πρόσφατα έγγραφα της Αγίας Έδρας για τη θρησκευτική ζωή, την οδηγία Cor orans του 2018, το κλίμα καθορίζεται πολύ περισσότερο, θα έλεγα, από το κεφάλαιο για την «Καταστολή» (δηλαδή το κλείσιμο των θνησιγενών κοινοτήτων) παρά από εκείνο για τα «Ιδρύματα». Αυτό δεν είναι περιττό. Μας έλειπαν οι σαφείς διαδικασίες για το κλείσιμο αυτών των κοινοτήτων. Παρόλα αυτά, βάζει σε σκέψεις.

Οι θρησκευόμενοι άνθρωποι αγωνιούν για το τέλος του τρόπου ζωής τους. Όταν διέκρινα την κλήση μου για τη μοναστική ζωή, πριν από 25 χρόνια, η βιβλιογραφία για την μοναστική ζωή, που είχε εκδοθεί τη δεκαετία του ’70, απέπνεε ακόμη αυτοπεποίθηση. Τα ξεθωριασμένα φυλλάδια έδειχναν φωτογραφίες μοναχών, ανδρών και γυναικών, που έκαναν κάθε είδους δράσεις και ιεροπραξίες, συνήθως μέσα σε πλήθος κόσμου. Αυτή η εικονογραφική προβολή δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στην πραγματικότητα. Οι κοινότητες γερνούσαν. Τις περισσότερες φορές εγκατέλειπαν τις παραδοσιακές δράσεις. Τα θρησκευτικά σχολεία έκλειναν ή περνούσαν σε λαϊκούς διαχειριστές, που δεσμεύονταν πανηγυρικά να διατηρήσουν ζωντανό το «χάρισμα» των ιδρυμάτων! Τα νοσοκομεία και οι οίκοι ευγηρίας, ιδιωτικά ή κρατικά, δεν φιλοξενούσαν πλέον τους θρησκευόμενους ανθρώπους, που, με ανείπωτες θυσίες, είχαν θέσει τα θεμέλια της υγειονομικής περίθαλψης. Ακόμη και τα μοναστήρια αναδιαρθρώθηκαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δεν ήταν πλέον οικονομικά βιώσιμο για ένα μοναστήρι όπως το δικό μου να ζει από τη γεωργία, όπως έκανε η κοινότητά μας για σχεδόν 200 χρόνια. Οι μοναχοί και οι μοναχές έκλεισαν τα αγροκτήματά τους και στράφηκαν σε… τι; Έπρεπε να γίνουν δύσκολες επιλογές. Είναι δύσκολο να στήσεις μια καινούργια επιχείρηση σε ένα ανταγωνιστικό τοπίο με ένα κουρασμένο, μειωμένο εργατικό δυναμικό. Ένας πειρασμός ήταν να δημιουργηθούν εικονικές επιχειρήσεις για να κρατήσουν τους ικανότατους αδελφούς απασχολημένους αμείβοντάς τους καλά, ενώ σε πραγματικούς όρους οι κοινότητες άρχισαν να ζουν από τις αποταμιεύσεις. Αυτή είναι μια κοντόφθαλμη πολιτική σε κάθε τομέα της ζωής, μια από τις πολλές εκφράσεις της παραίτησης από τις φαινομενικά θλιβερές μακροπρόθεσμες προοπτικές.

Πολλές κοινότητες διαπραγματεύτηκαν την αλλαγή με μια υπερφυσική στάση: «Ο Κύριος έδωσε και ο Κύριος πήρε». Αν και ακόμη και μέσα από μια τέτοια νοοτροπία, μια νοοτροπία σταθερά εδραιωμένη στην πίστη, έχει προκύψει μια διφορούμενη συζήτηση. Σκέφτομαι μια τάση, για παράδειγμα, να αναδιατυπώνεται ο θάνατος ως σκοπός, όπως όταν, κοινότητες που επί μακρόν δεν είχαν προσέλευση νέων μοναχών διακηρύσσουν: «Το σημερινό μας καθήκον είναι να μαρτυρήσουμε τον αξιοπρεπή θάνατο», ή όταν ένας ηλικιωμένος μοναχός, περιφερόμενος σε ένα τεράστιο και αχανές μοναστήρι, λέει: «Ωραία, αρκεί να μπορώ να πεθάνω εδώ!». Μπορεί να υπάρχει ηρωισμός σε τέτοιες δηλώσεις- αλλά μπορεί επίσης να υπάρχει και αυτοϊκανοποίηση, η ικανοποίηση του να εκτελείς μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Σκέφτομαι, επίσης, ένα απόφθεγμα που με προβληματίζει εδώ και καιρό. Το ακούει κανείς τακτικά. Εκφράζει αυτό που θα αποκαλούσα ουσιαστικοποίηση της αφιερωμένης ζωής. Αντιμέτωποι με τις συνθήκες που περιγράφηκαν παραπάνω, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι λένε ο ένας στον άλλο: «Πάρτε θάρρος! Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτό που κάνετε αλλά αυτό που είστε». Η στάση αυτή, μόλις εσωτερικευθεί, ενέχει κινδύνους. Με καλεί να εξιδανικεύσω την αίσθηση της απλής παρουσίας μου και διαβρώνει τη σημασία της αποστολής. Τώρα λοιπόν, μια κοινότητα χωρίς ξεκάθαρη αποστολή δεν θα έχει καμία δύναμη προσέλκυσης νέων μοναχών· μπορεί κανείς, άλλωστε, να είναι οπουδήποτε. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν μια τέτοια κοινότητα θα είχε καν λόγο ύπαρξης.    

Μόνο σε αυτό το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο μπορεί κανείς να εκτιμήσει την επικαιρότητα του βιβλίου της Zena Hitz. Παρουσιάζεται ως η άποψη ενός φιλοσόφου για τη θρησκευτική ζωή. Τι σημαίνει αυτό; Η Hitz είναι μια μορφωμένη γυναίκα. Όχι μόνο έχει κατακτήσει τον κανόνα των φιλοσοφικών συγγραμμάτων· αναφέρεται στον Πλάτωνα και τον Χούσσερλ με την εύκολη οικειότητα της φιλίας, σαν να ήταν συμπαίκτες του squash με τους οποίους γευματίζει. Το νόημα του βιβλίου, όμως, δεν είναι να κατακλύσει τον αναγνώστη με παραθέματα ή τεχνικούς όρους. Η Hitz δείχνει ότι είναι φιλόσοφος κυρίως με την έννοια ότι αναρωτιέται «Γιατί;» για πράγματα που θεωρούμε δεδομένα. Η ίδια δηλώνει ότι πρόθεσή της δεν είναι «να κάνει κριτική στην τεράστια ποικιλία των θρησκευτικών κοινοτήτων και στην επιρροή τους στη χριστιανική ζωή», να αναλύσει, ας πούμε, το νεοπλατωνιστικό στέλεχος των Καππαδοκών, τον ρόλο των επαίτων στην αποκατάσταση του Αριστοτέλη ή την αντίδραση των Βενεδικτίνων στη Γαλλική Επανάσταση. Όχι, γιατί αυτό δεν είναι ένα βιβλίο που έχει σχεδιαστεί για να καυχηθεί για τις γνώσεις αυτού που το έγραψε, αλλά για να επιδιώξει την κατανόηση: «Είμαι φιλόσοφος, και η χονδροειδής άγνοιά μου, όπως και η άγνοια του Σωκράτη, παρέχει ευκαιρίες στα ελαττώματά της». Η προσέγγιση λειτουργεί. Είναι αναζωογονητική, δεδομένου ότι η βιβλιογραφία για τη θρησκευτική ζωή συχνά βαρύνεται από μια βαρύγδουπη αυτοεπιβεβαίωση. 

Το βιβλίο είναι δομημένο με τον τρόπο μιας τριμερούς ανακάλυψης. Ένα θέμα είναι το επαναλαμβανόμενο ερώτημα του «Γιατί;» που τίθεται με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του κόσμου. Ένα δεύτερο θέμα είναι η εμπειρία της συγγραφέως από τη θρησκευτική ζωή, κατά τη διάρκεια μερικών ετών που πέρασε στο Madonna House. Αυτή η αναφορά προσθέτει μια οικεία νότα, αν και αναπτύσσεται με τέτοια διακριτικότητα που δεν γίνεται ποτέ παρεμβατική. Το τρίτο θέμα δίνει φωνή σε μια πολυφωνική χορωδία. Η Hitz σημειώνει: «Ως προς τις πηγές μου επέλεξα την ανομοιογένεια». Η ανομοιογένεια δεν είναι πάντα κακή. Το εύρος των αναφορών της προσφέρει διαφώτιση, έκπληξη και πινελιές χιούμορ. Στο ευρετήριο, κάτω από το «P-Π», θα βρείτε τον Παύλο, τον Péguy, τον Πρίαμο της Τροίας, τον Ψευδο-Διονύσιο, τον Ezra Pound και τον Elvis Presley.

Υπάρχουν πέντε κεφάλαια. Το πρώτο, με τίτλο «Η κλήση», πραγματεύεται τη φύση της κλήσης με τρόπο αντικειμενικό. Αυτό είναι χρήσιμο σε ένα περιβάλλον που είναι επιρρεπές στη δημιουργία μυστηρίου γύρω από την όλη υπόθεση σε τέτοιο βαθμό ώστε η «διάκριση της κλήσης» να γίνεται έργο ζωής, σχεδόν αυτοτελής κλήση. Η Hitz τονίζει την πρωτοκαθεδρία της αυτογνωσίας. Το να ακολουθήσω μια κλήση σημαίνει να υποθέσω ότι ο Θεός με την πρόνοιά του έχει δει κάτι σε μένα που δεν είχα προσέξει, και στη συνέχεια να προσπαθήσω, αφήνοντας τις ανεπαρκείς αντιλήψεις για τον εαυτό μου, να φτάσω στην αληθινή κατανόηση του εαυτού μου. Αυτή η διαδικασία είναι επίπονη αλλά και, αν την ακολουθήσω με εντιμότητα, απελευθερωτική, πλαταίνει την καρδιά. Με αφήνει να δω τους πανάρχαιους κινδύνους, τους φόβους και τις επιθυμίες που είναι καταχωνιασμένες βαθιά μέσα μου, υπό νέο πρίσμα. Σε μια συγκλονιστική εικόνα, η Hitz περιγράφει μια επίσκεψη που πραγματοποίησε πριν από δεκαετίες στο παλιό Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου:

«Πήραμε το ασανσέρ για να ανεβούμε στην κορυφή ενός από τους πύργους. Μέσα από τεράστια παράθυρα, είδαμε μια καταιγίδα, πολύ κάτω από εμάς, και λάμψεις από αστραπές καθώς η καταιγίδα κινούνταν σε όλη την πόλη, από το Μπρούκλιν έως το νοτιότερο άκρο του Μανχάταν. Δεν είχα βρεθεί ποτέ πάνω από καταιγίδα, ούτε πριν, ούτε μετά από αυτή τη φορά. Ήταν υπέροχο να βλέπεις κάτι που θα ήταν συγκλονιστικό ή επικίνδυνο στο έδαφος να μετατρέπεται σε μια όμορφη διασκέδαση, ακίνδυνη σαν κοπάδι τροπικών ψαριών.»

Η μετέπειτα ιστορία την έκανε να σκεφτεί με θλίψη ότι καμία επίγεια πλεονεκτική θέση δεν είναι οριστική και μόνιμη: η συγκεκριμένη θέα πάνω από τη Νέα Υόρκη δεν υπάρχει πια. Ωστόσο, ο συμβολικός αντίκτυπος παραμένει. Το να ακολουθήσεις ένα κάλεσμα σημαίνει να μάθεις να βλέπεις πιο καθαρά. Σημαίνει να εξετάζει κανείς τον εαυτό του και την ιστορία του από μεγαλύτερο ύψος, με μια ολοένα διευρυνόμενη προοπτική. 

Η αδελφή Aquinata Böckmann, δόκιμη μελετητής του Κανόνα του Αγίου Βενέδικτου, έγραψε το 1981 έναν σημαντικό, λεπτό τόμο με τίτλο Touchstone Poverty. Η θρησκευτική αυθεντικότητα μετριέται, υπέθεσε, από τον βαθμό στον οποίο ασκείται η ουσιαστική, μόνιμη φτώχεια. Είναι δελεαστικό να προβάλλουμε δικαιολογίες σε αυτόν τον τομέα, ιδίως σε έναν πολιτισμό κορεσμένο από τον υλικό πλούτο. Πολλοί από εμάς που δηλώνουμε θρησκευόμενοι έχουμε αφορμή για αυτοκριτική. Στο δεύτερο κεφάλαιό της, «Μακάριοι είναι οι φτωχοί», η Hitz κρατά έναν καθρέφτη χρήσιμο για την άσκηση αυτή. Δεν ωραιοποιεί τη φτώχεια. Αποδεικνύει το υπαρξιακό της μεγαλείο: «η σχέση ανάμεσα στην καταστροφή, τη φτώχεια και την αγάπη είναι μυστηριώδης». Εξηγεί επίσης γιατί η φτώχεια, που γίνεται πράξη με την εκούσια αποταγή, έχει νόημα για τους ανθρώπους που είναι αποφασισμένοι να ζήσουν μέσα στην αλήθεια. Η ταπείνωση είναι «εκπαίδευση στην ορθολογική επιθυμία», αποχαιρετισμός στην τυφλή όρεξη. Αγγίζει οικεία βάθη, «την επιθυμία για ένα συγκεκριμένο είδος αδυναμίας», δηλαδή την επιθυμία «να ζήσω με έναν τρόπο που να αναγνωρίζει ότι ήμουν, στην πραγματικότητα, αβοήθητος», άρα διαθέσιμος για τη χάρη, απαλλαγμένος από την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας. Η φτώχεια μπορεί να έχει μια μυστική αποστολική διάσταση: «Η καλλιέργεια [μέσω της παραίτησης] του χαρακτήρα του ατόμου, η καύση της απληστίας και η καλλιέργεια της συμπόνιας και της ταπεινοφροσύνης, αν εφαρμοζόταν σε μεγάλο βαθμό, θα μεταμόρφωνε την κοινότητα στην οποία ζει το άτομο».

Έχουμε ανάγκη από μια τέτοια μεταμόρφωση. Ωστόσο, η τελειότητα της θρησκευτικής ζωής πηγαίνει πέρα από αυτήν. Επιδιώκει μια συνάντηση με τον Θεό, για την οποία η αυτογνωσία είναι ένα προκαταρκτικό στάδιο, ένας τρόπος να μάθουμε πού βρίσκεται ο θησαυρός μας, και άρα η καρδιά μας. Μόνο έτσι μπορούμε να κατευθύνουμε σωστά την καρδιά μας: «Όταν η ιδιωτική ζωή κάποιου είναι μια διπλή ζωή, αυτό που κρατάμε μυστικό αποκαλύπτει τι είναι αυθεντικό για μας, την αλήθεια αυτού που μας ενδιαφέρει». Αυτή μπορεί να είναι μια απολαυστική διαπίστωση. Μπορεί επίσης να είναι καταδικαστική. Η επιθυμητή γνώση του Θεού διευκρινίζεται με μια αναφορά στην Ιουλιανή του Νόργουιτς, «όχι μια ευσεβή ηλίθια», όπως μας διαβεβαιώνουν, αλλά μια γυναίκα που «συνελήφθη» τόσο από την αναστάτωση και τον τρόμο της γήινης ζωής όσο και από την απτή πραγματικότητα της θείας παρηγοριάς. Η Ιουλιανή γνώριζε τη δυνατότητα μιας στοχαστικής προοπτικής όπως αυτή που περιγράφει πως απολάμβανε η Hitz στη Νέα Υόρκη σε υψόμετρο 1.300 ποδών. Από αυτή την άποψη είναι όχι μόνο δικαιολογημένο αλλά και λογικό να ισχυριστεί κανείς, καθώς είναι αντιμέτωπος με τα πράγματα όπως είναι, ότι «όλα θα πάνε καλά, και όλοι οι τρόποι με τον οποίο θα γίνουν τα πράγματα θα είναι καλοί».

Το Διάταγμα της Β΄ Βατικανής Lumen Gentium μας λέει ότι η Εκκλησία καλείται να είναι «ένας διαρκής, ασφαλής σπόρος ενότητας, ελπίδας και σωτηρίας για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος». Μια θρησκευτική κλήση είναι αναγκαστικά προσανατολισμένη προς την κοινωνία, ακόμη και αν κάποιος είναι ερημίτης. Ένας ερημίτης, σημείωνε ο Ευάγριος, είναι απλώς εκείνος που «χωρίζεται από τα πάντα» για να «ενωθεί με όλους», διώχνοντας την αδιαφορία και επιθυμώντας να μάθει τη συμπόνια, αγκαλιάζοντας τον οριζόντιο άξονα του Σταυρού. Η επιδίωξη της ενότητας με αυτόν τον τρόπο είναι η εφαρμογή της φιλανθρωπίας. Αυτό είναι το θέμα του οξυδερκούς τέταρτου κεφαλαίου του Hitz, «Η οικογένεια της Ανθρωπότητας». Η φιλανθρωπία, γράφει, «είναι μια ενιαία και αδιαίρετη κατάσταση ενός προσώπου», που κάθετα αγγίζει τον Θεό, οριζόντια αγγίζει τον πλησίον: η κατάσταση είναι σταυροειδής. Μια κοινότητα που ζει στο σημείο τομής των αξόνων είναι «μια κοινότητα που μοιάζει με την ανθρωπότητα». Υποψιάζομαι ότι όταν η κλασικίστρια Hitz μιλάει εδώ για «ανθρωπότητα», σκοπεύει να παίξει όχι μόνο με την έννοια «που αφορά το ανθρώπινο είδος», αλλά και με την έννοια της «φιλανθρωπίας», της «καλοσύνης». Η φιλανθρωπία με αυτούς τους όρους «είναι όμορφη», αλλά «κάνει συνεχή πόλεμο με τις ανέσεις μας», οδηγώντας μας πίσω στο ζήτημα των προτεραιοτήτων μας. Η Hitz μιλάει για την αγαμία υπό την οπτική της φιλανθρωπίας, μια λογική προσέγγιση που εφαρμόζεται πολύ σπάνια. Παραδέχεται ότι είναι «αυστηρή σε ό,τι αφορά τη σεξουαλικότητα», αν και «όχι από σεμνοτυφία»· μάλλον, «για να αντιμετωπίσει τη συντριπτική ρητορική της άλλης πλευράς». Ενεργούμε, γράφει,

σαν να είναι αδύνατη η ζωή χωρίς σεξ, και διασκεδάζουμε με τη σκέψη, έστω και λιγότερο συχνά σήμερα απ’ ό,τι στα νιάτα μου, ότι το σεξ με αγνώστους είναι ακίνδυνο. Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο: Είτε το σεξ φτάνει μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξής μας, και γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευλάβεια και προσοχή, ως κάτι που μπορεί να εμπεριέχει το νόημα της ζωής για μας, είτε είναι ακίνδυνο, όπως το μάσημα της τσίχλας, που μπορείς να την φτύσεις χωρίς δεύτερη σκέψη!! 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Hitz ξεκινά να ασχοληθεί με θεμελιώδεις πτυχές της θρησκευτικής ζωής: τη μεσιτεία, την αμφιβολία, τη μοναξιά, «τις παράξενες παρηγοριές του χριστιανού, τα φώτα στο σκοτάδι» και τη συγχώρεση. Δεν ακολούθησα κάθε στροφή του επιχειρήματός της μιλώντας για την αγάπη προς τους εχθρούς. Ενστερνίζομαι τον ισχυρισμό ότι σε ανθρώπινο επίπεδο «η απόλυτη πρόκληση είναι να αφαιρεί κανείς το κεντρί από το δάγκωμα [του εχθρού], να χρησιμοποιεί αυτό που λαμβάνει από αυτόν για το δικό του καλό και το καλό των άλλων». Αλλά δεν βλέπω πώς μπορεί κανείς να πει ότι η χριστιανική αγάπη προς τους εχθρούς «απαιτεί την ικανότητα να βλέπει κανείς τα βάσανα του ως καλά, ως επιτυχίες ή ευλογίες». Τα βάσανα είναι πάντα σκανδαλώδη. Είναι η δυνατότητα της μεταμόρφωσής τους μέσω της αγάπης που είναι μεγαλειώδης. 

Το τελευταίο κεφάλαιο είναι λιγότερο δυνατό. Έχει κανείς την εντύπωση μιας συγγραφέως που βιάζεται, υποκείμενη σε εκνευριστικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον εκδότη της. Οι όροι που κατονομάζονται στον τίτλο «Εγκατάλειψη και ελευθερία» αποδεικνύονται με αναφορές στον Walter Ciszek, την Edith Stein και τον Takashi Nagai. Η Χιτζ έχει να πει διεισδυτικά πράγματα για τον καθένα, φυσικά, αλλά η επιχειρηματολογία της παραμένει, χωρίς να την χαρακτηρίζει, λίγο επιφανειακή. Η ιστορία της Edith Stein «Αντιμετωπίζοντας τον θάνατο» απλώς δεν μπορεί να ειπωθεί σε πέντε σελίδες, με μόνο μία αναφορά στη ζωή της Μητέρας Posselt. Αγγίζουμε την αβυσσαλέα προοπτική που ανοίγεται στην Kreuzeswissenschaft (Επιστήμη του Σταυρού) της Stein, ένα έργο που παρέμεινε ημιτελές στο τραπέζι του κελιού της όταν την συνέλαβαν στη Μονή Καρμελιτών του Echt στις 2 Αυγούστου 1942. Υπάρχει πραγματικά ένα ολόκληρο νέο βιβλίο σε αυτό το κεφάλαιο. Μπορεί κανείς μόνο να ελπίζει ότι η Hitz θα το γράψει μια μέρα.

Από την πλευρά της κριτικής, έχω δύο παρατηρήσεις. Συνολικά, βρήκα την έμφαση στο «ξεγύμνωμα» λίγο υπερβολική. Η Hitz διηγείται ότι όταν μπήκε στο Madonna House, ο διευθυντής της, «ένας πρώην οδοντίατρος» -ακόμα αναλογίζομαι τη σημασία αυτής της λεπτομέρειας- της είχε πει: «Αν δεν ήρθατε εδώ για να πεθάνετε, ήρθατε για λάθος λόγο». Αυτό αντιστοιχεί στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο οι παλιοί μοναχοί Τραππιστές χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με τα λόγια: «Αδελφέ, θυμήσου ότι θα πεθάνεις» (αν και η παράδοση από την οποία προέκυψε ο μύθος επιμένει επίσης ότι οι μοναχοί είχαν ορκιστεί σιωπή). Με κάθε τρόπο, αυτό το στοιχείο έχει σημασία, είναι πράγματι απαραίτητο, αλλά ως μέσο: ο σκοπός είναι η ζωή και η ευημερία. Ο Άγιος Βενέδικτος στον Κανόνα του για τους μοναχούς ορίζει δύο κριτήρια με τα οποία πρέπει να αξιολογείται μια θρησκευτική κλήση: Ο υποψήφιος αναζητά πραγματικά τον Θεό; Επιθυμεί την πληρότητα της ζωής; Η θρησκευτική ζωή που βιώνεται σωστά, έστω και επισφαλώς, είναι μια ευτυχισμένη, χαρούμενη ζωή. Αυτό το γεγονός διαφαίνεται πού και πού, αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει πιο εμφανές. 

Η δεύτερη κριτική μου απευθύνεται στους εκδότες. Ο τόμος αποτελεί μέρος μιας σειράς στην οποία το «Ένας φιλόσοφος» εξετάζει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα: την επιστήμη, την εργασία, την αρχιτεκτονική, τον αθλητισμό και ούτω καθεξής. Όλα αυτά είναι πολύ καλά. Ο φόβος μου είναι απλώς ότι ένα αναγνωστικό κοινό στο οποίο θα έπρεπε να απευθύνεται, οι ίδιοι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι, θα αποθαρρυνθούν από τη συσκευασία, θεωρώντας ότι το βιβλίο είναι μια στεγνή, ακαδημαϊκή πραγματεία. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά λυπηρό. Διότι έχουν σε αυτό το βιβλίο μια σπουδαία πηγή, μια πηγή ανανέωσης. 

Έχοντας διαβάσει το βιβλίο της Hitz με μολύβι στο χέρι, έχω αντλήσει από αυτό μια μικρή ανθολογία αποφθεγμάτων. «Αυτό που αγαπάμε προκύπτει από αυτό που βλέπουμε, […] μπορούμε να νοσταλγήσουμε κάτι αφού ρίξουμε μια ματιά μόνο στη σκιά του ενδύματός του». «Θεωρώ ότι το να κρατάμε κάτι με αγάπη, ενώ είμαστε συμφιλιωμένοι με τη μόνιμη εκμηδένισή του, δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό». «Ο θυμός πρέπει να χρησιμοποιείται σωστά». «Οι περισπασμοί μας είναι εισβολές των πραγματικών μας επιθυμιών. «Η θλίψη μας φέρνει σε επαφή με τη φύση των πραγμάτων». Το βιβλίο αυτό είναι το έργο ενός φιλοσόφου που θέτει εύστοχες ερωτήσεις, αιτιολογεί με σαφήνεια, βλέπει βαθιά και αγαπά τη σοφία. Είναι το ίδιο σοφό και συγχρόνως ικανό να μας συντροφεύει.

Πηγή: https://coramfratribus.com/archive/zena-hitz-on-religious-life