Προτεινόμενα

Συγχωρώντας τον βασανιστή

Απόσπασµα από το βιβλίο του επισκόπου Trodheim Erik Varden: “Η συντριβή της µοναξιάς”, που θα εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις ΙΩΝΑΣ. Το βιβλίο έχει όµορφη και ουσιαστική παράθεση των χριστιανικών κριτηρίων για τα ζητήµατα ζωής. Ευχάριστη και ανοιχτή σκέψη για τα καίρια του βίου. Επαγωγό διδασκαλία “µέχρις οὗ µορφωθῆ Χριστός ἐν ἡµῑν.”

Ευχαριστούµε και γι᾽ αυτό τον φίλο επίσκοπο Erik, και τον παρακαλούµε να προσεύχεται για εµάς “ἄχρις οὗ” καταντήσωµεν (=οδηγηθούµε, καταλήξουµε) εἰς “ἄνδρα τέλειον” εἰς µέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώµατος τοῦ Χριστοῦ. (Εφεσ. 4,13)

“Συγχωρώντας τον βασανιστή…”

*

«Πρέπει να γνωρίζεις

µετά να καταλαβαίνεις

και κατόπιν να εκφέρεις κρίση»

«Τολµήστε, και να είστε σταθεροί»

Όταν σκεφτόµαστε τι σηµαίνει για µας να ζούµε και να ενεργούµε «αναµιµνησκόµενοι» του Χριστού, ίσως είναι χρήσιµο να αναζητήσουµε παραδείγµατα πιο κοντά στη δική µας αµφιλεγόµενη εποχή και πραγµατικότητα. Μια νεκρολογία στις 2 Μαΐου 2014 των Times απέτισε φόρο τιµής σε ένα τέτοιο παράδειγµα: στη Maïti Girtanner, βετεράνο της Γαλλι‑ κής Αντίστασης. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής της µίλησε για την εµπειρία της από τον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, πρώτα σε µια τηλεοπτική συνέντευξη και στη συνέχεια σε µια συζήτηση µε τον Guillaume Tabard, αρχισυντάκτη της εφηµερίδας Le Figaro, που εκδόθηκε σε βιβλίο.

Η Maïti γεννήθηκε το 1922 από µητέρα Γαλλίδα και πατέρα Ελβετό. Η ελβετική υπηκοότητα και η γνώση της γερµανικής γλώσσας παίζουν σηµαντικό ρόλο στην ιστορία της. Ο πατέρας της, προσηλυτισµένος στον καθολικισµό, πέθανε όταν εκείνη ήταν τεσσάρων ετών. Η χήρα του έφερε τα δύο παιδιά της στο Παρίσι, για να τα µεγαλώσει στο σπίτι των γονιών της, Marie‑Louise και Paul Rougnon. Ο Rougnon ‑ µαθητής του César Franck, δάσκαλος του Alfred Cortot ‑ είχε πια αποσυρθεί από την έδρα του στο Ωδείο του Παρισιού, αλλά εξακολουθούσε να δέχεται µαθητές στο σπίτι του, θεωρούµενος ως ένας από τους σηµαντικότερους µουσικοδιδασκάλους της εποχής του. Υπό την καλοπροαίρετη καθοδήγησή του, η Maïti γνώριζε από µικρή ηλικία ότι επιθυµούσε να γίνει πιανίστριακαι ότι διέθετε τα απαιτούµενα χαρίσµατα.

Όταν κηρύχθηκε ο πόλεµος, η οικογένεια είχε ήδη εγκαταλείψει το Παρίσι για να εγκατασταθεί σε ένα κτήµα στην Bonnes, µια πόλη που βρέχεται από τον ποταµό Vienne, κοντά στο Poitiers. Τον Ιούνιο του 1940 ο γερµανικός στρατός εισήλθε στην πόλη. Το σπίτι των Rougnons επιτάχθηκε ως κατοικία αξιωµατικών. Η πόλη Bonnes βρέθηκε στην άκρη της κατεχόµενης επικράτειας. Ακριβώς απέναντι από τον ποταµό υπήρχε µια νεκρή απαγορευµένη ζώνη, που οδηγούσε στην ελεύθερη ζώνη που ελεγχόταν από την κυβέρνηση του Βισύ. Σύντοµα, η Maïti άρχισε να περνά λαθραία τους φυγάδες από τη γραµµή συνόρων. Οι δραστηριότητές της επεκτάθηκαν και συνδέθηκαν µε ένα τοπικό δίκτυο της Αντίστασης. Χρησιµοποίησε τα νιάτα της και τη διγλωσσία της ως ασπίδες προστασίας. Με τον καιρό, χρησιµοποίησε και το πιάνο. Τα ρεσιτάλ στη γερµανική ελίτ προσέφεραν την ευκαιρία να συλλέγει πληροφορίες και να µεσολαβεί για τους συλληφθέντες συντρόφους της. Παρόλο που εργάστηκε σκληρά για να διατηρήσει την κάλυψή της «ως αφελής νεαρή γυναίκα από καλή οικογένεια», οι δραστηριότητές της παρακολουθούνταν όλο και περισσότερο. Ένα βράδυ του Οκτωβρίου του 1943, συνελή‑ φθη και οδηγήθηκε στο αρχηγείο της Γκεστάπο στη λεωφόρο Foch για µια πρώτη ανάκριση. Στη συνέχεια την έστειλαν µαζί µε άλλους τέσσερις κρατούµενους σε ένα σπίτι σε εκείνη τη γωνιά της Ευρώπης, στον Ατλαντικό, όπου η Γαλλία συναντά την Ισπανία. Παρέµεινε εκεί για τέσσερις µήνες, υποβαλλόµενη σε διάφορες µεθόδους βασανιστηρίων.

Στους κρατούµενους, αρχικά σχεδόν δύο δωδεκάδες, απαγορεύτηκε να µιλούν µεταξύ τους. Τους έκαναν συχνά ερωτήσεις κατ’ αντιπαράσταση. Τα σωµατικά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν είχαν τιµωρητικό χαρακτήρα. Υπό την επίβλεψη ενός νεαρού γιατρού, το βασανιστήριο συνίστατο στο µεθοδικό κτύπηµα της βάσης της σπονδυλικής στήλης. Λίγα εξωτερικά ίχνη προέκυψαν, αλλά προκλήθηκαν τροµερές εσωτερικές ζηµιές. Τα χτυπήµατα επηρέασαν τον νωτιαίο µυελό και το κεντρικό νευρικό σύστηµα. Κάθε τέτοια φρικτή “συνεδρία” άφηνε την Maïti µε εξουθενωτικό πόνο. Είδε συντρόφους της να πεθαίνουν ως αποτέλεσµα αυτής της “θεραπείας”· και τουλάχιστον ένας αυτοκτόνησε.

Τον Φεβρουάριο του 1944, µη µπορώντας πλέον να σταθεί όρθια, είχε καταρρεύσει. Ο θάνατος δεν φαινόταν µακρινή προοπτική. Αυτό που την έσωσε ήταν µια αποστολή διάσωσης υπό την αιγίδα του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού. Νοσηλεύτηκε και της δόθηκε θεραπεία, αλλά η ζηµιά ήταν ανεπανόρθωτη. Έζησε µε χρόνιους πόνους για το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν ήταν σε θέση να ξαναπαίξει πιάνο. Ήξερε ότι δεν είχε τη δύναµη να φτιάξει οικογένεια. Η ζωή της πέρασε κάνοντας ιδιαίτερα µαθήµατα στο σπίτι και ασχολούµενη µε φιλανθρωπικό έργο, µε πίστη στη δέσµευσή της ως «τριτοβάθµια Δοµινικανή»1. Πέθανε στις 28 Μαρτίου 2014, σε ηλικία 92 ετών.

Αν αυτά ήταν όλα όσα έπρεπε να γνωρίζουµε για τη Maïti Girtanner, η ιστορία της θα ήταν επική, αλλά θα ήταν σχεδόν εφάµιλλη µε αµέτρητες άλλες ιστορίες ζωών, που σηµαδεύτηκαν από τον πόλεµο. Αυτό που κάνει τη Maïti να ξεχωρίζει είναι η πνευµατική της ανθεκτικότητα, η αµείλικτη αποφασιστικότητά της να δώσει χριστιανικό νόηµα σε αυτό που είχε γίνει η ζωή της και να τη ζήσει µε χριστιανική ακεραιότητα. Λίγο µετά τον πόλεµο έβαλε ένα στόχο για τον εαυτό της λέγοντα πως: «Δεν θα κάνω τη ζωή µου τραγωδία». Το τήρησε κατά γράµµα.

Στην παιδική της ηλικία, η Maïti άκουγε συχνά τον παππού της από τη µητέρα της να εκφέρει αυτό το κριτήριο διάκρισης: «Πρώτα, να γνωρίζεις, µετά, να καταλαβαίνεις, µετά, να εκφέρεις κρίση». Από την πλευρά του πατέρα της είχε κληρονοµήσει το σύνθηµα: «Oser et tenir bon» – “Τολμήστε, και να είστε σταθεροί”.

Στην αιχµαλωσία, εφάρµοσε και τις δύο αυτές αρχές. Επιδίωξε να ταξινοµήσει όσα της έκαναν µε τρόπο κατανοητό, ώστε να τα αποσπάσει από τα χέρια του χάους· και ήταν αποφασισµένη να µην λυγίσει. Καθ’ όλη τη διάρκεια των βασανιστηρίων καθοδηγούνταν από την πίστη της. Το έργο της στην Αντίσταση είχε προκύψει από την αίσθηση του καθήκοντος. Το καθήκον επίσης φώτιζε τη φυλάκισή της.

Ανέλαβε την ηθική ευθύνη για το καλό των συγκρατουµένων της. Αψηφώντας τη σιωπή που της επέβαλαν οι φρουροί, µιλούσε στους συντρόφους της και τους έπειθε να µιλήσουν µεταξύ τους, γιατί «ο άνθρωπος είναι πάνω απ’ όλα ένα ον που αρθρώνει λόγο». Αρνήθηκε να αφήσει την ανθρωπιά να φιµωθεί. Αντιµέτωπη µε βασανισµένους άνδρες και γυναίκες που ήταν κοντά στο θάνατο, κατέθεσε την πίστη της. Μίλησε για την αιώνια ζωή, παρουσιάζοντάς την ως «τη διαβεβαίωση ότι αγγίζουµε τον πραγµατικό µας στόχο! Ότι τελικά γνωρίζουµε γιατί, και, κυρίως, για Ποιον φτιαχτήκαµε»!!

Ανέλαβε την ευθύνη της δικής της ψυχικής υγείας. Στην ερώτηση πώς δεν έχανε τον εαυτό της όταν το σώµα της βυθιζόταν στον πόνο, έλεγε: «Αντιστεκόµουν στο µυαλό µου». Καλλιεργούσε τη βεβαιότητα ότι τα νήµατα αυτού που ζούσε ήταν υφασµένα σε µια ιστορία που, µε τον καιρό, θα αποκάλυπτε το νόηµά της, ίσως ακόµη και ένα είδος οµορφιάς. Ήξερε ότι: «Όσο µπορούσα να προσανατολίσω τις σκέψεις µου, όσο µπορούσα να προσεύχοµαι, ήµουν νικήτρια». Το παράδειγµα του Χριστού τη στήριζε. Ακόµα και όταν «έπρεπε» να υποφέρει, εκείνη προσκολλήθηκε στην πεποίθηση ότι η πρόνοια ενεργούσε µέσα από τον πόνο της.

Τέλος, «ανέλαβε την ευθύνη» και για τους απαγωγείς της. Η εντολή του Χριστού αντηχούσε µέσα της ως αδιαπραγµάτευτη ηθική επιταγή:

«”Αγαπάτε τους εχθρούς σας και προσεύχεστε για εκείνους που σας καταδιώκουν. […] Διότι αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, τι ανταµοιβή έχετε; Ακόµα και οι τελώνες δεν πράττουν το ίδιο;” (Ματθαίος 5.44 κ.ε.). Αυτά τα λόγια του Ιησού ήταν µια ζωντανή παρουσία µέσα µου κατά τη διάρκεια των εβδοµάδων της αιχµαλωσίας µου, ακόµη και σε εκείνες τις στιγµές που ο πόνος έφτανε σε επίπεδο που δεν είχα γνωρίσει ή φανταστεί ποτέ. Θεωρώ χάρη το γεγονός ότι από την αρχή κυριεύτηκα από αυτόν τον λόγο ζωής και ότι δεν υπέκυψα σε σκέψεις θανάτου.»

Προσπαθούσε να προσεύχεται για τους βασανιστές της, ιδίως για τον γιατρό, που επέβλεπε τη σκληρότητά τους!! «Ήδη από τότε, η επιθυµία να τον δω να σώζεται στο τέλος γεννήθηκε βαθιά µέσα µου». Ήταν µια επιθυµία απαλλαγµένη από συναισθηµατισµούς. Εκ των υστέρων, απέκτησε µια τροµακτική διαύγεια: «Ο τρόπος µε τον οποίο ευχόµουν και προσευχόµουν να σωθεί, ήταν να προσεύχοµαι εξίσου και περισσότερο να νικήσω το κακό που κουβαλούσα µέσα µου, στο οποίο ήµουν και η ίδια συνένοχος».

Μετά την απελευθέρωση, άρχισε µια νέα µάχη. Η Maïti βρέθηκε αντιµέτωπη µε µια “κανονικότητα” καθηµερινότητας, που ερχόταν σε αντίθεση όχι µόνο µε τη ζωή της πριν από τον πόλεµο, αλλά και µε τις ελπίδες της για το µέλλον:

«Ο πόνος, για µένα, δεν ήταν ένα παροδικό στάδιο, αλλά µια κατάσταση ύπαρξης. Κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να το παραδεχτεί κανείς. Ζούµε πάντα µε την ελπίδα ότι οι πληγές µας θα θεραπευτούν. Περιµένουµε ότι τα νήµατα της ζωής µας που κόπηκαν βίαια θα επανασυνδεθούν. Στην περίπτωσή µου, συνέβη το αντίθετο. Ήταν απλώς θέµα οικοδόµησης σε νέα θεµέλια, όχι από επιλογή µου.»

Η λαχτάρα για µουσική ήταν έντονη. Για ένα διάστηµα, η θεραπεία διατηρούσε την ελπίδα ότι ίσως, µια µέρα, θα µπορούσε να ξαναρχίσει να παίζει. Αλλά αυτό δεν ήταν γραφτό να συµβεί. Η Maïti κατάλαβε ότι έπρεπε να γυρίσει σελίδα, ότι δεν έπρεπε «να αρπάξω από το χέρι της µοίρας, αυτό που έπρεπε να δώσω ανεπιφύλακτα»! Αυτή η απόφαση να κάνει δώρο αυτό που της είχαν πάρει άλλαξε τη ζωή της. Ανέτειλε µια βεβαιότητα: «Δεν έπρεπε να νοσταλγήσω αυτό που ήµουν ή αυτό που θα µπορούσα να είχα γίνει. Αντίθετα, έπρεπε να αγαπήσω αυτό που ήµουν και να αναζητήσω αυτό που έπρεπε να γίνω». Εγκατέλειψε ένα σχέδιο ζωής που είχε συνταχθεί µε µια διάθεση υποταγής στη µοίρα, για ένα σχέδιο όπου αυτή είχε το τελικό και αποφασιστικό λόγο. Είναι κατηγορηµατική: «Ήταν ένα µακρύ ταξίδι. Τίποτα δεν έγινε από τη µια µέρα στην άλλη. Αλλά αυτή είναι η προϋπόθεση, ταυτόχρονα, της λύτρωσης και κάθε µάχης».

Το µεγάλο µέληµα της Maïti ήταν να συγχωρήσει. Το πάθος που ήθελε να καταπολεµήσει στον εαυτό της ήταν, όχι λιγότερο σηµαντικό, ήταν το πάθος της µνησικακίας, της εµµονής στο λάθος. Το σώµα της δεν την άφηνε ποτέ να ξεχάσει αυτά που είχε υποστεί. Ακόµα κι έτσι, δεν θα υιοθετούσε τη λογική του Λάµεχ2. Έχοντας δώσει αυτή τη µάχη, σκέφτεται οδυνηρά, αργά στη ζωή της, τα λόγια του Χριστού για τον Ιούδα: «Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο αν δεν είχε γεννηθεί» (Μάρκος 14.21):

«Πριν από τριάντα χρόνια θα το διάβαζα αυτό ως καταδίκη. Αλλά µε τον καιρό ‑ είτε µε τη χάρη είτε επειδή τα γηρατειά λειαίνουν τις τραχιές µου άκρες ‑ έφτασα να ακούω ότι αυτό που λέει ο Ιησούς είναι ένας λόγος συµπόνιας: “Μα, είναι απαίσιο! Τι κρίµα που αυτός ο άνθρωπος έφτασε σε αυτό το σηµείο!”»

Ανέλαβε ως έργο ζωής να εφαρµόσει αυτή την αυξανόµενη διορατικότητα της συµπόνιας στην εµπειρία της. Προσευχήθηκε να συγχωρεί από καρδιάς, να µην έχει καµία σχέση µε την πικρία. Αλλά είδε ότι το έργο αυτό δεν µπορούσε να γίνει µονοµερώς: «Η συγχώρεση δεν προκύπτει αφηρηµένα· απαιτεί κάποιον στον οποίο µπορεί να απευθυνθεί, κάποιον από τον οποίο µπορεί να τη λάβει». Επιθυµούσε να συγχωρήσει, αλλά δεν µπορούσε να απορρίψει το ερώτηµα: «Έχω συγχωρήσει;».

Μια απροσδόκητη στιγµή δοκιµασίας συνέβη το 1984. Επικοινώνησε µαζί της ο γιατρός που, 40 χρόνια νωρίτερα, είχε σχεδιάσει και υλοποιήσει τα βασανιστήρια που κατέστρεψαν τη ζωή της. Τώρα πια ηλικιωµένος, είχε διαγνωστεί µε µια ανίατη ασθένεια. Φοβούµενος τον θάνατο, θυµήθηκε τι είχε πει η Maïti για την αιωνιότητα και θέλησε να µάθει: Ήταν αλήθεια; Η Maïti επιβεβαίωσε την πεποίθησή της. Η συζήτηση στράφηκε στην τελευταία τους συνάντηση και στην επίδρασή της πάνω της. Αυτό επέτρεψε στον επισκέπτη να της ζητήσει συγγνώµη. Της επέτρεψε να τη δώσει. Όταν εκείνος έσκυψε µπροστά της (καθώς εκείνη την ηµέρα ήταν ξαπλωµένη σε έναν καναπέ λόγω του µεγάλου πόνου), εκείνη πήρε το κεφάλι του ανάµεσα στα χέρια της και τον φίλησε στο µέτωπο. Ήταν µια χειρονοµία, όπως επέµεινε αργότερα, που δεν ήταν προµελετηµένη αλλά «δεν θα µπορούσε να ήταν και κάποια άλλη». Αφού είδε τη συγχώρεσή της να γίνεται αποδεκτή, παρατήρησε: «Μετά από αυτό, κανείς δεν είναι πια ο ίδιος». Έχουµε την διαβεβαίωσή της ότι και ο επισκέπτης της άλλαξε κατά τον ίδιο τρόπο.

Η µαρτυρία της Maïti Girtanner δεν έγινε αποδεκτή χωρίς αµφισβητήσεις. Στον πρόλογο του βιβλίου του, ο Guillaume Tabard παραθέτει τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν. Παράλληλα δηλώνει ότι έχει συναντήσει µάρτυρες που επιβεβαιώνουν τη µαρτυρία της Maïti. Το θέµα του βιβλίου του δεν είναι να την αγιοποιήσει· ούτε η Maïti προσπαθεί να αγιοποιήσει τον εαυτό της. Τονίζει ότι οι περιστάσεις που, εκ των υστέρων, φαίνονται ξεκάθαρες, µπορεί να ήταν κάθε άλλο παρά ξεκάθαρες εκείνη τη στιγµή: «Στη φωτιά της δράσης, είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσει κανείς τις καταστάσεις δίκαια. Είναι εξαιρετικά εύκολο να διαπράξει κανείς σφάλµατα κρίσης. Το έχω διαπιστώσει αυτό µε τα µάτια µου». Η µνήµη είναι µια προσωπική, άρα υποκειµενική διαδικασία. Ακόµη µεγαλύτερη σηµασία έχει να την καλλιεργούµε συλλογικά. Ο φάκελος της πορείας της Maïti Girtanner ως résistante (αντιστασιακής) µπορεί να µην ολοκληρωθεί ποτέ. Ήταν από τις τελευταίες της γενιάς της. Αυτό που είναι αναµφισβήτητο είναι η συνέπεια της απόφασής της να αφήσει το πάθος του Χριστού να γίνει, όχι απλώς αντικείµενο ευλαβικού διαλογισµού, αλλά πρότυπο για την οικοδόµηση µιας ζωής. Ξαναδιαβάζοντας τα τελευταία κεφάλαια του Ευαγγελίου του Αγίου Μάρκου, παρατήρησε ότι, «καθ’ όλη τη διάρκεια του πάθους, του θανάτου και της Ανάστασης, το κύριο µοτίβο είναι το άνοιγµα. Πρόκειται για ένα µοτίβο που τονίζεται ακόµη περισσότερο επειδή το σύµβολο της εγκλωβισµού είναι η αµαρτία. Το άνοιγµα ξεπερνά το κλείσιµο». Από αυτό συµπεραίνει ένα µάθηµα: «Μια ζωή κλεισµένη στον εαυτό της δεν αποδίδει καρπούς». Αυτή είναι µια ευφυής, υπαρξιακή σύνθεση της θυσίας του Χριστού. Περιγράφει τη δυναµική µε την οποία ένας σπόρος συγχώρεσης µπορεί να ανοίξει, να βλαστήσει, να µεγαλώσει και να απελευθερώσει το εβδοµηνταεπταπλάσιο δυναµικό του. Δείχνει την αργή ωρίµανση του θάρρους που απαιτείται για να δεχτούµε και να ενεργοποιήσουµε τη λυτρωτική χάρη του Χριστού. Είναι ένας στόχος για τον οποίο αξίζει να αγωνιστούµε, ακόµη και αν χρειαστεί να περάσουν τα 40 χρόνια ενός ταξιδιού εξόδου στην έρηµο.

  1. Ως τριτοβάθµια Δοµινικανή αφιέρωση νοείται η ένταξη στο τάγµα των δοµινικανών µοναχών χωρίς τα εξωτερικά στοιχεία διαµονής και ενδυµασίας, µε παράλληλη αποδοχή των αντιλήψεων και του τρόπου ζωής του τάγµατος και προσπάθεια υλοποίησής του στη “κοσµική” καθηµερινότητα. Το τάγµα ιδρύθηκε το 1215 από τον άγιο Δοµήνικο (Domini cane=σκυλί του Κυρίου) µε σκοπό τη σωτηρία των ψυχών των ανθρώπων και την υπεράσπιση της πίστης.
  2. Λάµεχ ή Λαµέχ: Πατέρας του Νώε (Γεν. 4,11), ο οποίος επειδή σκότωσε ένα νεαρό άντρα από τον φόβο των αντιποίνων επινόησε για προστασία του, την αντιποίηση του Θεού µε την µορφή του νόµου: «Εβδοµήντα επτά φορές µεγαλύτερη εκδίκηση», πρά‑ γµα που ο Θεός δεν επικύρωσε! Ο Λάµεχ αγωνιά για τις τύψεις της αµαρτωλής συνείδησης. Ο Χριστός αναστρέφει το θέµα στη… συγχώρηση µε το «…ἕως ἐβδοµηκοντάκις ἑπτά…» (Ματθ. 18,21).

Βιογραφία

Η Marie‑Louise, γνωστή ως Maïti, Girtanner γεννήθηκε στο Aarau της Ελβετίας στις 15 Μαρτίου 1922. Ἠταν κόρη του Paul Werner Girtanner, από το St Gallen της Ελβετίας, και της Claire Rougnon, Γαλλίδας. Σύµφωνα µε τα δικά της λόγια και γραπτά, σε ηλικία τριών ετών, µετά το θάνατο του πατέρα της, ήρθε να ζήσει µε την οικογένεια της µητέρας της στο Saint‑Germain‑en‑Laye, κοντά στο Παρίσι. Ο παππούς της από τη µητέρα της, Paul Rougnon, ήταν µουσικός, συνθέτης και καθηγητής στο Ωδείο του Παρισιού, γεγονός που την οδήγησε στο να γίνει πιανίστρια.

Το 1940, ο παππούς της αποσύρθηκε µαζί της σε ένα οικογενειακό σπίτι κοντά στο Πουατιέ, στις όχθες του ποταµού Vienne, όπου τελείωνε η διαχωριστική γραµµή µεταξύ των αντιµαχόµενων δυνάµεων. Το σπίτι βρισκόταν στην αριστερή όχθη, στην κατεχόµενη ζώνη, ενώ η δεξιά όχθη βρισκόταν στην ελεύθερη ζώνη. Εντάχθηκε στην Αντίσταση Συνελήφθηκε, βασανίστηκε και επέζησε µε έντονα σηµάδια από τα βασανιστήρια.

Το 1984, µετά από 40 χρόνια, ένας από τους βασανιστές της επανεµφανίστηκε και θέλησε να τη συναντήσει. Έχοντας µόνο λίγες εβδοµάδες ζωής, λόγω καρκίνου, δεν µπορούσε να πεθάνει ειρηνικά χωρίς να παρουσιάσει τον εαυτό του στο θύµα του, το οποίο ήταν ακόµη ζωντανό, µετανιώνοντας που τυράννισε και σκότωσε ανθρώπους αδιακρίτως, υπακούοντας σε απάνθρωπες διαταγές.

Οι χριστιανικές πεποιθήσεις της Maïti ήταν αυτές που την ώθησαν να προσευχηθεί για αυτόν τον άνθρωπο, η κακοποίηση του οποίου την κατέστησε ανάπηρη για όλη της τη ζωή, εµποδίζοντάς την να ξαναπαίξει πιάνο. Η διαύγειά της µετά από αυτά τα γεγονότα είναι εκπληκτική: «Δύο επιθυµίες µου επιβλήθηκαν, που ήταν σε αντίθεση µε αυτά που ήθελε ο εαυτός µου. Η πρώτη ήταν η “τρελή” επιθυµία να συγχωρήσω τον άνθρωπο που µε είχε καταστρέψει. Αλλά πώς θα µπορούσα να το κάνω αυτό; Ήταν καν δυνατόν; Η δεύτερη ήταν να ψάξω να βρω τι µου είχε αποµείνει για να υπηρετήσω τους αδελφούς µου. Αυτές οι δύο επιθυµίες δεν µε εγκατέλειψαν ποτέ».

Στις 28 Μαρτίου 2014 , η Maïti Girtanner πέθανε στο Le Mes‑ nil‑le‑Roi της Yvelines και η κηδεία της έγινε την 1η Απριλίου 2014 στην εκκλησία της Bonnes.

Πηγή: https://fr.wikipedia.org/wiki/Ma%C3%AFti_Girtanner

Βυζαντινή ανάγλυφη παράσταση Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόµου σε στεατίτη

(11ος αιώνας ‑ Μουσείο Λούβρου)

Θεματολογικές ετικέτες