Νίκος Καρούζος
Το μονοτονικό σύστημα είναι σήμερα μια γενική κρατική πραγματικότητα. Το εφαρμόζουν επίσης οι περισσότερες εφημερίδες και πλήθος περιοδικά και έντυπα, σε διάφορους χώρους. Αλλά τι γίνεται στη λογοτεχνία; Εκεί τα πράγματα είναι δυστυχώς μοιρασμένα, κι αυτό, μα την αλήθεια, το βλέπω σαν ένα επικίνδυνο φαινόμενο. Υπάρχει δυναμική διαίρεση σε «μονοτονικούς» και «πολυτονικούς».
Πολλοί κι απ’ το ένα μέρος, πολλοί κι απ’ το άλλο. Οι νεογλωσσαμύντορες, οι φωνασκούντες οπαδοί των τόνων, συνεπικουρούμενοι κι από σημαντικούς εκδοτικούς οίκους, φοβάμαι πως δημιουργούν ένα καινούργιο γλωσσικό ζήτημα, με απροσδιόριστες συνέπειες γλωσσικής αναρχίας και καταστροφικής εξέλιξης της γλώσσας.
Οι νεογλωσσαμύντορες όμως είναι απογοητευτικά κοντόφθαλμοι, δεν υπολογίζουν από μιαν αναρχούμενη κατάσταση τους γενικότερους κινδύνους υποκειμενικής γλωσσικής συμπεριφοράς. Και ενώ κόπτονται για Σολωμούς και πνευματικότητες, προασπίζουν την αποστέωση με νευρωτικό πείσμα, λιβανίζουν την περισπωμένη, θυμιατίζουν τη δασεία κι από κοντά την παραδουλεύτρα της, την ψιλή, μερικοί μάλιστα και τις ξεχασμένες βαρείες ορέγονται… Μα τι θέλουν, τι επιδιώκουν; Έχουμε, λένε, μιαν αρχαία παράδοση που δεν είναι σωστό να κατεδαφίσουμε, θα χαλάσει η συνέχεια. Το επιχείρημα είναι ανίσχυρο, κουτσαίνει. Πιο πίσω απ’ αυτή την αρχαία παράδοση, που επικαλούνται, βρίσκεται μια άλλη αρχαιότερη χωρίς τόνους. Γιατί να μην είναι αυτή σεβαστότερη; Υπενθυμίζουν ακόμη τη λατινική κι άλλες γλώσσες της Ευρώπης, που με το γράμμα «Η», στη θέση της δικής μας δασείας, εντάσσουν τις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις. Πώς εμείς, λένε, θ’ αποβάλουμε τη δασεία, όταν την υπολήπτονται οι ξένοι; Το επιχείρημά τους είναι αστείο. Πριν από τρία σχεδόν χρόνια ρωτήθηκα σε συνέντευξη που είχα δώσει στην Αυγή, ποια είναι η γνώμη μου για το μονοτονικό, και είχα πει τα εξής:
«Είμαι υπέρ. Δεν υπάρχει σωστότερη απόφαση της κυβέρνησης. μαζί με εκείνη για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Ταλαιπωρούμε δωρεάν τα Ελληνόπουλα με πνεύματα και τόνους. Λένε οι άνθρωποι της συντήρησης ότι καταλύεται διά του μονοτονικού η παράδοση. Πρέπει να τους απαντήσουμε: παράδοση άνευ όρων στην παράδοση ισοδυναμεί με ανοησία και απονέκρωση. Και επιτέλους ποια ακριβώς παράδοση να σεβαστούμε; Όταν, λόγου χάρη, ο Αλέξανδρος Πάλλης τύπωσε, πάλαι ποτέ, τη μετάφρασή του της Ιλιάδας στην Αγγλία, με τ’ αρχαία κεφαλαία, στάθηκε παραδοσιακότερος απ’ τους κ.κ. της συντηρητικής νοοτροπίας σήμερα. Παραλείπω που έτσι μας γλίτωνε κι απ’ την κουκίδα.
Δεν είναι σοβαρά τα επιχειρήματα των συντηρητικών μας. Λένε: Οι Ευρωπαίοι σέβονται τη δασεία με το γράμμα “Η” στις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις που έχουν ενσωματώσει κ’ εμείς θα την καταργήσουμε; Αλλά το γεγονός ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές γλώσσες το γράμμα “Η” υποκαθιστά τη δασεία στις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις, που έχουν πάρει, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει για μας τροχοπέδη στο δρόμο της απελευθέρωσης της γλώσσας μας από άχρηστα “σημαδάκια”. Τι μας ενδιαφέρει εμάς το γράμμα “Η” των Ευρωπαίων; Είναι σαν να πρέπει να ανοίξει κανείς την ομπρέλα του με ξαστεριά, γιατί την ίδια εκείνη την ώρα βρέχει στο Παρίσι…».
Εντούτοις ακούγεται κι άλλη αντίρρηση. Ισχυρίζονται πως το μονοτονικό καταστρέφει την οπτική εικόνα της γλώσσας από καλαισθητική άποψη. Επιχείρημα να σου πετύχει… Πρώτα πρώτα, οι τόνοι δεν επινοήθηκαν από κάποιαν ανάγκη καλαισθησίας, εξαιτίας μιας αντίληψης ωραιότητας. Ύστερα, νομίζω πως παίζει μεγάλο ρόλο σε κάτι τέτοιες φαντασιακές προσκολλήσεις η συνήθεια. Και θεωρώ απολύτως βέβαιο πως με τον καιρό θα μας φαίνεται άσκημο το πολυτονικό σύστημα, ωσάν ανυπόφορο «μπαρόκ».
Η ιδέα της ανακούφισης της γλώσσας μας απ’ τον αχρείαστο πολυτονισμό της δεν υπήρξε ουρανοκατέβατη. Λειτούργησε μια ολόκληρη προϊστορία. Συγγραφείς και μελετητές της γλώσσας ενστερνίστηκαν κατά καιρούς τη λύση του ενός τόνου ή και της κουκίδας, ώσπου το πράγμα ωρίμασε και κατορθώθηκε η επισημοποίηση του μονοτονικού συστήματος. Αν ονομάσουμε τα πνεύματα και τους τόνους εξωτερική ορθογραφία, που είναι περιττή κι ανώφελη, πιστεύω πως οι απλουστευτικές μεταβολές που επέφεραν ορισμένοι (π.χ. Καζαντζάκης) στην εσωτερική ορθογραφία των λέξεων είναι απαράδεχτες. Άλλο η τεχνητή επιβάρυνση με την εξωτερική ορθογραφία των τόνων κι άλλο, βεβαίως, η φυσική της γλώσσας εσωτερική ορθογραφία. Οποιαδήποτε εδώ μεταβολή διαστρέφει το πνεύμα της γλώσσας, αλλάζει την υπόστασή της και θα μπορούσε να τη θανατώσει με προσχώρηση τελικά στους λατινικούς χαρακτήρες.
Ο πρώτος που θα χειροκροτούσε σήμερα το μονοτονικό σύστημα, εάν εζούσε, είναι ο Σολωμός. Αυτό αποδείχνει ο «Διάλογος». Εκεί ο Σολωμός εμφανίζεται ατονικός και ειρωνεύεται τη στίξη. Κατά συνέπεια το λιγότερο που θα τον ενοχλούσε είναι ο ένας τόνος. Οι νεογλωσσαμύντορες όμως έχουν εύκολη απόφανση· «Μα ο Σολωμός δεν ήξερε ορθογραφία…». Εντάξει, δεν ήξερε ορθογραφία, ήξερε ωστόσο τι υποστήριζε. Άλλωστε ο μεγάλος εκείνος νεοέλληνας, ποτέ δεν κινήθηκε από προσωπικά ζητήματα σε ό,τι στοχάστηκε και σε ό,τι έγραψε. Στο πρώτο σχέδιο του «Διαλόγου» ο Σοφολογιότατος λέει: «ἀμή πρέπει νά σοῦ φανερώσω ὅτι λέγουν πώς δέν γνωρίζεις τήν ὀρθογραφίαν». Ο Σολωμός αντιλαμβάνεται την προσωπική σημασία της έκφρασης και στη δεύτερη γραφή του «Διάλογου» τροποποιεί την αντίδραση του Σοφολογιότατου ως εξής: «Καλά, καλά, ἀλλά λίγοι γνωρίζουν τήν παλαιήν ὀρθογραφία». Η τροποποίηση αυτή μαρτυρεί τη θεωρητική στάση του Σολωμού, θέλει να δείξει πως η περιφρόνηση που νιώθει για τους τόνους δεν έχει σαν κίνητρο την προσωπική του υπόθεση, το γεγονός πως αγνοούσε την ορθογραφία. Και επακολουθεί η απόκριση στο Σοφολογιότατο:
«Χαίρετε, λοιπόν, θεῖοι τόνοι, ὀξεῖες, βαρεῖες, περισπωμένες! χαίρετε, ψιλές, δασεῖες, στιγμές, μεσοστιγμές, ὑποστιγμές ἐρωτηματικές, χαίρετε! Ό κόσμος τρέμει τη δύναμή σας καί οὐδέ ποιητής οὐδέ λογογράφος ἠμπορεῖ νά γράψη λέξη χωρίς πρῶτα νά σᾶς ὑποταχθῆ. Ἐσεῖς ἐμπνεύσατε, πρίν γεννηθῆτε, τόν Ὄμηρο ὅταν ἐτραγουδοῦσε τήν Ἰλιάδα, τήν Ὀδύσσεια, τούς Ὕμνους, καί ὁ λαός τῆς Ἑλλάδας τόν ἐπερικύκλωνε καί τόν ἐκαταλάβαινε» κλπ.
Ο Σοφολογιότατος «κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή και φεύγει», είναι σκλαβωμένος ολότελα στο κατεστημένο των τόνων, όπως οι σύγχρονοι νεογλωσσαμύντορες. Ο Ποιητής προηγουμένως τον έχει χουγιάξει:
«Ἐσύ ὁμιλεῖς γιά ἐλευθερία; ἐσύ, ὁπού ἔχεις ἁλυσωμένον τόν νοῦν σου ἀπό ὅσες περισπωμένες ἐγράφθηκαν ἀπό τήν ἐφεύρεση τῆς ὀρθογραφίας ἕως τώρα, ἐσύ ὁμιλεῖς γιά ἐλευθερία;».
Ο «Διάλογος» όμως προσφέρει μια παραπάνω απόδειξη για τη θεωρητική και μόνο τοποθέτηση του Σολωμού στο ζήτημα των τόνων, ανεξάρτητα με την προσωπική του ορθογραφική κακοτυχία. Μολονότι είναι ανορθόγραφος έως απελπισίας, την εσωτερική ορθογραφία των λέξεων δεν την αντιμάχεται· τη σέβεται κι ας μην τη γνωρίζει. Δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτή και θα ’πρεπε να το προσέξουν οι «πολυτονικοί» σολωμολάτρες. Ο Σολωμός δεν αρνιέται την εσωτερική ορθογραφία της γλώσσας και εξακοντίζει τα βέλη του μονάχα ενάντια στους τόνους. Επομένως, όσοι ομνύουν στο όνομα του Διονύσιου Σολωμού χρειάζεται να κάνουν αναθεώρηση και να παρατήσουν την πολυτονική τους έξαψη για να συμβάλουν στο μέλλον της ένδοξης γλώσσας μας. Αν αυτό δεν το πράξουν ο χρόνος θα τους τιμωρήσει. Εύχομαι να συνέλθουν. Αμήν.
Θεματολογικές ετικέτες