Το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή οι Ορθόδοξοι -ιδίως εκείνοι που ζουν σε χώρες του κόσμου διαμορφωμένες ή έντονα επηρεαζόμενες από το «σύγχρονο πνεύμα»- είναι το λειτουργικό. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί σαν μια διπλή ερώτηση: Πόσα πράγματα από τη λειτουργική μας παράδοση είναι δυνατόν να διατηρηθούν στο σύγχρονο κόσμο μας; Πόσο καλά μπορούν να διατηρηθούν;
Το πρώτο σκέλος αφορά την ποσότητα. Οι Ορθόδοξοι που έτυχε να γεννηθούν και να ανατραφούν μέσα σε «σύγχρονο» περιβάλλον, δεν υποπτεύονται πολλές φορές ότι, από τον κυριολεκτικά απέραντο και πραγματικά «τα πάντα εναγκαλιζόμενο» λειτουργικό θησαυρό της Εκκλησίας, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος χρησιμοποιείται τώρα στους ενοριακούς μας ναούς. Γενικότερα, μπορεί κανείς να πει ότι η Ορθοδοξία, τον τελευταίο καιρό, μεταβάλλεται με μεγάλη ταχύτητα σε «Εκκλησία της Κυριακής». Για το μεγαλύτερο, αν όχι το μέγιστο μέρος των πιστών μας, η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας περιορίζεται στις μία ή δύο ώρες που περνούμε στο ναό το πρωί της Κυριακής και μερικών ακόμη μεγάλων εορτών. Όλα όσα ήταν τόσο ζωτικά, τόσο βασικά, τόσο ουσιώδη για τη λειτουργική ευσέβεια του παρελθόντος -οι εορτές και οι παραμονές τους, το «χαροποιό πένθος» των ακολουθιών της Μ. Τεσσαρακοστής, η μοναδική και πραγματικά ουράνια ομορφιά του κύκλου των Θεομητορικών εορτών, ο θερμός, ο σχεδόν προσωπικός εορτασμός της μνήμης των Αγίων, η αργή και γεμάτη επισημότητα μετάβαση από την «θλίψιν» της Μ. Εβδομάδος στην ευφροσύνη και τη χαρμονή της Εορτής των Εορτών, του Πάσχα,- όλα αυτά, μολονότι αναφέρονται ανελλιπώς στα εκκλησιαστικά ημερολόγια και στις ειδοποιητήριες πινακίδες των ναών μας, στην πράξη απουσιάζουν από την πνευματική μας ζωή… Αμέλεια; Αδιαφορία; Έλλειψη χρόνου; Αδυναμία που οφείλεται στο σημερινό ρυθμό της ζωής; Όλοι αυτοί οι παράγοντες παίζουν ασφαλώς το ρόλο τους. Αλλά δεν εξηγούν εντελώς το φαινόμενο. Γιατί την ίδια στιγμή οι «εκκλησιαστικοί κύκλοι» και οι «ενοριακές οργανώσεις» μας αναπτύσσουν σημαντική δραστηριότητα. Σε κάθε σχεδόν πόλη υπάρχουν κέντρα χριστιανικής δράσεως και ζωής. Παντού οι Ορθόδοξοι έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογη δράση: συγκεντρώσεις, διαλέξεις, κύκλους μελέτης, έργα ευποιίας, συνέδρια, εξορμήσεις, κατασκηνώσεις, κοινά δείπνα, φιλανθρωπικές αγορές κ.ο.κ. Όλη όμως αυτή η δραστηριότητα παραμένει συνήθως στο Νάρθηκα. Παρά την αναμφισβήτητη καλή θέληση και τον ηρωικό συχνά μόχθο τους, οι χριστιανικές ομάδες και οργανώσεις μας είναι τις έξι ήμερες της εβδομάδας, σαν όλες τις άλλες ομάδες και οργανώσεις. Η μόνη διαφορά συνίσταται στο ότι τα μέλη τους, το πρωί της Κυριακής εισέρχονται για μερικά τέταρτα της ώρας στο Ναό. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: αυτή η κατάσταση είναι μία φυσική εξέλιξη; Αποτελεί μια προσαρμογή της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο μας; Είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα του εκσυγχρονισμού που πολλοί θεωρούν απαραίτητο για να εξασφαλισθεί η επιβίωση της Ορθοδοξίας στην εποχή μας;
Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος -το πόσο καλά μπορεί να διατηρηθεί στις ημέρες μας η λειτουργική κληρονομιά μας- αναφέρεται στην ποιότητα. Και, φυσικά, με τον όρο «ποιότητα» δεν εννοώ απλώς τα ωραία άμφια και το καλό ψάλσιμο, την ποσότητα του χρυσού ή του αργύρου που στολίζει τις εικόνες μας, τα χρήματα που δαπανώνται για την ανέγερση και τον καλλωπισμό των ναών μας. Εκείνο που εννοώ είναι: α) η δύναμη της εκκλησιαστικής λατρείας να εντυπώνει στο νου του ανθρώπου το Ορθόδοξο όραμα του κόσμου και της ζωής· και β) η ικανότητά της να τον βοηθεί να ζήσει σύμφωνα με αυτό το όραμα. Ή απλούστερα: η επίδραση που ασκεί η λατρεία της Εκκλησίας στις ιδέες, στις αποφάσεις, στη συμπεριφορά, στις αξιολογήσεις μας – με μια λέξη, στο σύνολο της ζωής μας.
Αυτή την αποστολή είχε επί αιώνες η εκκλησιαστική λατρεία. Ερχόταν να εμβαπτίσει τον άνθρωπο μέσα στην πραγματικότητα του Πνεύματος, να του αποκαλύψει το βάθος και το κάλλος της θείας Βασιλείας· και, με αυτό τον τρόπο, τον βοηθούσε να μετανοήσει, να αλλάξει «νοῦν» και «καρδιάν». Η λατρεία ήταν συγχρόνως κρίση και έμπνευση, αποκάλυψη των στοιχείων του ψεύδους και της απάτης που ενυπάρχουν στην παρούσα μας κατάσταση, και ένα μέσο για τη μεταβολή, τη μεταμόρφωσή της. Φανερώνοντας και εικονίζοντας τον «κεκοσμημένον Νυμφῶνα», η Ορθόδοξη λατρεία φανέρωνε στον άνθρωπο πόσο υψηλός είναι ο προορισμός του, πόσο απατηλή και αφύσικη η παρούσα μορφή της ζωής του, πόσο τρομερή η αποξένωσή του από το Θεό, πόσο θλιβερή η αυτοεξορία του σε έναν τόπο όπου βασιλεύουν η φθορά, ο θάνατος, η αποτυχία. Έτσι άναβε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων τη νοσταλγία μιας πιο αληθινής ζωής, τον πόθο της επιστροφής στον Πατέρα, την επιθυμία της συμμόρφωσης με το θείο Σχέδιο, τη θεία Ιδέα. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι Ορθόδοξοι άλλων εποχών ήταν «καλύτεροι» από τους σημερινούς. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι ήξεραν τουλάχιστον πως είναι «αμαρτωλοί», ήξεραν δηλαδή ότι πραγματικός προορισμός του ανθρώπου δεν είναι να επιστρέφει στον «χοῦν», να ξαναγίνεται τέφρα και σποδός ύστερα από ένα άσκοπο και μάταιο βίο, αλλά ότι είναι πλασμένος για να υψωθεί στους ουρανούς και υπεράνω των ουρανών, για να γίνει θεός, κοινωνός της Θείας ειρήνης, της θείας αγάπης, της θείας ελευθερίας· και όλα αυτά τα ήξεραν χάρη στη λατρεία και διά της λατρείας. Η συμμετοχή του πιστού στη λατρευτική ζωή του Σώματος του Χριστού ήταν μια προοδευτική μύηση, μια μυσταγωγική πορεία. Εκεί, σιγά-σιγά, ανακάλυπτε και συνειδητοποιούσε ο πιστός ότι περιεχόμενο της ζωής του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι η ασήμαντη καθημερινότητα, αλλά η ιερωσύνη, η προσφορά λογικής λατρείας στην ενυπόστατη Αλήθεια και Ζωή· εκεί δοκίμαζε εκείνη τη δύναμη που επιτρέπει στον άνθρωπο να μη μένει «δούλος των στοιχείων», έρμαιο των άλογων δυνάμεων της φύσης ή της ψυχής, αλλά να ασκεί βασιλική εξουσία, να γίνεται κύριος του εαυτού του και κυβερνήτης της δημιουργίας, Αδάμ, «βασιλεύς πάντων τῶν ἐπί τῆς γῆς κτισμάτων τοῦ Θεοῦ»· εκεί, τέλος, μάθαινε, με κόπο και με μόχθο, την τέχνη της εμψύχου εικονοποιίας, τα μυστικά της οικοδομής του ζώντος ναού του Θεού, της μεταβολής δηλαδή του χάους της ατομικής και συλλογικής μας ύπαρξης σε προφητεία του Τέλους, σε εξαγγελία των μελλόντων αγαθών, σε «πάγκαλον εἰκόνα τῆς τρισυποστάτου καί μοναρχικῆς θείας Συμφωνίας».
Σήμερα όλα αυτά τα συναντά κανείς πολύ σπάνια. Η λατρεία της Εκκλησίας έχει χάσει για τους περισσοτέρους μας κάθε άμεση σχέση με τη ζωή. Είτε την βλέπουμε σαν χαρά και απόλαυση είτε σαν απλή κανονική υποχρέωση, σαν «νομικόν χρέος» και «ὄφλημα», έχει αποκτήσει μια νέα ποιότητα. Δεν είναι πια «κανών ἀναφορᾶς», «κριτήριον τῆς ἀληθείας», «πηγή φωτισμοῦ», «δύναμις ἀναδημιουργίας». Έχει γίνει ένα από τα πολλά στοιχεία που συνθέτουν τη θρησκευτική ζωή μας· «κάτι» που πιθανόν να μας αρέσει ή που πρέπει να κάνουμε ή που μπορεί να μελετήσουμε, «κάτι» όμως ανάμεσα σε πολλά άλλα. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει όχι επειδή οι σημερινοί Ορθόδοξοι είναι πιο αδιάφοροι, πιο ασεβείς, πιο «χλιαροί» από τους παλαιούς, αλλά επειδή ο όλος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν την «αμαρτία» και τη «δικαιοσύνη», την «αλήθεια» και τη «ζωή», το «καλόν» και το «πονηρόν», έχει αλλάξει ριζικά. Δεν έχει πια τις ρίζες του σε ένα ολοκληρωμένο όραμα της ζωής και του κόσμου, που να πηγάζει, να δοκιμάζεται και να επιβεβαιώνεται από μια συγκεκριμένη ζωή και πράξη, από τη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά κάπου αλλού -στην «κοινή λογική», στον «χρυσοῦν κανόνα», στη «μέση οδό», στη «φιλοσοφική αναγκαιότητα» ή στην «ηθική δεοντολογία». Και γεννάται το εύλογο ερώτημα: αυτή η νέα «ποιότητα» είναι προϊόν μιας φυσιολογικής αλλαγής; Αποτελεί μια νέα φάση, κανονική και νόμιμη, στην εξέλιξη του εκκλησιαστικού βίου; Η μήπως είναι μια εκτροπή, μια επικίνδυνη αλλοίωση;
Πόσα πράγματα; Πόσο καλά;… Αυτά είναι τα δύο σκέλη του λειτουργικού προβλήματος που έχουν να αντιμετωπίσουν αυτή τη στιγμή οι Ορθόδοξοι. Αρκεί όμως να προσέξει κανείς κάπως τα δύο αυτά σκέλη, για να αντιληφθεί αμέσως ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτοτελές, δεν εξηγείται δηλαδή μόνο από τις συνθήκες του τόπου και του χρόνου· και, επομένως, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με εξωτερικές προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις, με τις συνηθισμένες μεταφράσεις και προσπάθειες εκσυγχρονισμού. Οι ρίζες του βρίσκονται βαθύτερα. Οφείλεται και αυτό στην εμφάνιση ενός νέου παράγοντα, που έρχεται να ρίξει καινούργιο φως σε όλα τα πράγματα, να μεταβάλει τις αντιλήψεις μας όχι απλώς για τη λειτουργική ζωή και την εκκλησιαστική λατρεία, αλλά γενικότερα για τη φύση της θρησκείας και την ύπαρξη του ανθρώπου. Και το θέμα που θα έπρεπε να μας απασχολεί, πριν από την εξέταση οποιοσδήποτε επί μέρους λεπτομέρειας, είναι, νομίζω, το κατά πόσον αυτός ο νέος παράγων είναι κάτι που συμβιβάζεται με την ουσία της Ορθοδοξίας, με την ουσία εκείνης της ερμηνείας του κόσμου και της ζωής, κήρυγμα και φανέρωση και συγκεκριμένη βίωση της όποιας είναι η λατρεία της Εκκλησίας…
…Η βαθειά μου πεποίθηση είναι ότι οι ρίζες του σημερινού λειτουργικού προβλήματος πρέπει να αναζητηθούν στην εντελώς νέα και χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο κατάσταση, που έχει δημιουργήσει για την Ορθοδοξία η εμφάνιση μιας νοοτροπίας που ονομάζεται σαικουλαρισμός (saecularismus). Για πρώτη φορά στη μακραίωνα ιστορία της η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να ζήσει μέσα σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο, να υπάρξει και να κινηθεί μέσα σε ένα σύστημα σκέψης και ζωής, που της είναι εντελώς ξένο. Και της είναι ξένο όχι γιατί είναι σύγχρονο, δυτικό ή τεχνοκρατούμενο, αλλά επειδή οι θεμελιώδεις πνευματικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του διαφέρουν ριζικά από τις δικές της.
Ο σαικουλαρισμος είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο φαινόμενο και δεν μπορούμε, φυσικά, να τον αναλύσουμε εδώ σε όλες τις εκφάνσεις και όλες τις πλευρές του. Μπορούμε όμως, για να διευκολύνουμε τη συζήτηση, να τον ορίσουμε ως την αυτονομία του κοσμικού· ή, μάλλον, ως τη διαίρεση και την κατάτμηση της ζωής του ανθρώπου, της ατομικής και της κοινωνικής, σε πολλούς τομείς, σε διάφορα διαμερίσματα, ανεξάρτητα, αυτόνομα, αεροστεγή, χωρίς οργανική ή ουσιαστική σχέση μεταξύ τους. Κάθε ένα από αυτά τα διαμερίσματα έχει τη δική του κλίμακα αξιών· για κάθε τομέα ισχύουν ειδικά κριτήρια· και φυσικά μεταξύ της θρησκείας και των άλλων εκδηλώσεων της ζωής δεν γίνεται παραδεκτή παρά μόνο, το πολύ-πολύ, μια έμμεση και συμπτωματική σχέση.
Ο σαικουλαρισμός δεν παρουσιάζεται αναγκαστικά ως εχθρός της θρησκείας. Η Αμερική λ.χ. είναι βαθύτατα θρησκευτική και βαθύτατη σαικουλαριστική. Ο σαικουλαριστής μπορεί να αναγνωρίζει με ειλικρίνεια την αξία της θρησκείας, να διακηρύσσει την ανάγκη της, να της παραχωρεί τιμητική θέση, να την κατακαλύπτει με χίλια-δυο προνόμια. Αλλ’ αυτή η συνύπαρξη, η συνεργασία ή ακόμη και η αμοιβαία έμπνευση δεν αλλοιώνει καθόλου το θεμελιώδες γεγονός: τη βασική διχοτομία που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή και στη θρησκεία. Η θρησκεία περιορίζεται στο να εφοδιάζει τη ζωή με «ηθικές αξίες», να της παρέχει την απαραίτητη βοήθεια και ενίσχυση και παρηγορία· δεν επιχειρεί όμως πια να την μεταμορφώσει σε λατρεία, να την ενοποιήσει και να την μεταβάλει όλη σε δοξολογία, να την καταστήσει, με την καλή έννοια του όρου, «ζωή θρησκευτική», ζωή με κέντρο και περιεχόμενό της το Θεό και τη θεία Βασιλεία. Έτσι ο μεγαλοεπιχειρηματίας εξακολουθεί να εργάζεται για την αύξηση της παραγωγικότητας, ο ηθικός μεταρρυθμιστής μοχθεί για τη διόρθωση των κακών της κοινωνίας, ο κοινωνικός επαναστάτης αγωνίζεται για την αλλαγή του καθεστώτος και την επικράτηση μιας δικαιότερης, κατά τη γνώμη του, τάξης πραγμάτων… Όλοι αυτοί πιθανόν να πιστεύουν ειλικρινά στο Θεό, να παραδέχονται την αθανασία της ψυχής, να προσεύχονται και μάλιστα να αντλούν έμπνευση και δύναμη για το έργο τους από την προσευχή τους. Μόλις όμως μπουν στο εργοστάσιο ή στο γραφείο ή στην κομματική λέσχη τους και αρχίσουν τη δουλειά τους, υιοθετούν νέα κριτήρια και νέους κανόνες, δεν φαντάζονται καν ότι το έργο τους μπορεί να συσχετίζεται με τη θρησκευτική πίστη τους, να έχει κάποια «αναφορά» στις θεμελιώδεις χριστιανικές αλήθειες της Δημιουργίας, της Πτώσεως και της Σωτηρίας· το θεωρούν πολύ φυσικά σαν κάτι το αύταρκες, το αυτόνομο.
Μια τέτοια τοποθέτηση είναι, βέβαια, ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη αντίληψη του κόσμου και της ζωής. Γιατί η κεντρική ιδέα και έμπνευση της Ορθοδοξίας είναι ότι ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου όχι μόνο ανήκει στο Θεό, αλλά πρέπει να γίνει «θεοειδής» και «θεοκεντρική», να μεταμορφωθεί σε «λατρεία», δηλαδή σε έκφραση, σε προσφορά αγάπης, και σε «δόξα»,… σε φανέρωση και αποκάλυψη του Θεού. Επομένως, κανείς από τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, καμιά από τις εκδηλώσεις της δημιουργικότητας του ανθρώπου, ακόμη και η πιο «κοσμική», η πιο «βέβηλη», δεν μπορεί να μείνει έξω από τη θρησκεία, να θεωρείται σαν κάτι το ουδέτερο, το ανίκανο δηλαδή, να αγιασθεί, να πληρωθεί με τη θεία χάρη και να μεταβληθεί σε μέσο και ευκαιρία και τόπο κοινωνίας Θεού και ανθρώπου. Αυτό δεν είναι αφελής αισιοδοξία. Η Ορθοδοξία γνωρίζει πολύ καλά και διακηρύσσει με όλη της τη δύναμη ότι το πλήρωμα ενός τέτοιου αγιασμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη Βασιλεία, μια κατάσταση «μέλλουσα», υποδειγματική, ιδεώδης, που βρίσκεται πέρα από τον «παρόντα αιώνα» και προς την οποία τείνουμε. Η Ορθοδοξία γνωρίζει και διακηρύσσει επίσης ότι ο μόνος τρόπος για να φθάσουμε σ’ αυτό το Πλήρωμα είναι η «στενή καί τεθλιμμένη οδός», η άρση του σταυρού, η αποδοχή της αυταπάρνησης και της θυσίας. Αλλά συγχρόνως η Ορθοδοξία γνωρίζει και διακηρύσσει με την ίδια δύναμη ότι, χάρη στη σάρκωση, στο σταυρό, στην ανάσταση και στην ανάληψη στους ουρανούς του Υιού του Θεού, που έγινε για μάς και για τη σωτηρία μας αληθής και τέλειος άνθρωπος, ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου -και όχι μόνο το «θρησκευτικό» ή, έστω, το «πνευματικό» μέρος της- «ανεφέρθη» στο Θεό, έγινε ζωή για το Θεό και ἐν τῷ Θεῷ.
Το μέσο για τη συνέχιση αυτής της «αναφοράς», για την επίτευξη αυτού του αγιασμού της ζωής και του κόσμου, είναι η εκκλησιαστική λατρεία, η λειτουργία. Συμμετέχοντας στην εκκλησιαστική λατρεία, όχι μόνο «επικοινωνούμε με το Θεό», αλλά -όπως ωραιότατα δείχνει η Εορτή της Μεταμορφώσεως- λαμβάνουμε από τώρα τη δυνατότητα να διακρίνουμε κάτι από τη λαμπρότητα της θείας Βασιλείας, κάτι από εκείνη την κατάσταση της πλήρους τελειώσεως των πάντων ἐν τῷ Θεῷ, από εκείνο το «καλά λίαν», που είχε προκαλέσει την ευφροσύνη του ίδιου του Δημιουργού στην αυγή της δημιουργίας. Αντίθετα όμως με ό,τι συνέβη στο Μωυσή, που απλώς είδε από μακρυά τη «Γη της επαγγελίες», η συμμετοχή στη λατρεία δεν μας προσφέρει μόνο μια θέα, αλλά, χάρη στο λειτουργικό Μυστήριο, γίνεται ουσιαστική πρόγευση, πραγματική συμμετοχή από τώρα στη μέλλουσα Πραγματικότητα, στην ερχόμενη Βασιλεία. Έτσι οι πιστοί, έχοντας δει και γευθεί τον «οὐρανόν καί τήν γῆν, πλήρη τῆς θείας Δόξης», επιστρέφουν στον κόσμο οπλισμένοι με δύναμη και χάρη, για να συνεχίσουν τη «λειτουργία» τους, για να εργασθούν για την ενοποίηση και τη συνέχιση όλων των προσώπων και όλων των πραγμάτων, της ζωής, της ιστορίας, του φυσικού κόσμου, με το Τέλος, με τον τελικό σκοπό τους, για να τα κρίνουν και να τα μεταμορφώσουν όλα σύμφωνα με αυτό. Αυτή ήταν επί αιώνες η Ορθόδοξη αντίληψη για τη λατρεία της Εκκλησίας.
Ο ισχυρισμός μου είναι ότι σήμερα η αντίληψη αυτή έχει σχεδόν λησμονηθεί και ότι η λατρεία της Εκκλησίας έχει χάσει τη σχέση της με το σύνολο του ανθρώπινου βίου. Για τους περισσοτέρους μας η εκκλησιαστική «λειτουργία» έχει γίνει μια «συγκινητική τελετή», ένα «επιβεβλημένο καθήκον» ή η «κατ’ εξοχήν προσευχή»· σπάνια όμως είναι μέσον αγιασμού της ζωής και του κόσμου, πράγμα που αναπόφευκτα έχει ως συνέπεια του την αλλοίωση του κηρύγματος της Ορθοδοξίας και τη μείωση της ακτινοβολίας της μέσα στον κόσμο. Και αυτό συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, όχι επειδή οι σημερινοί Ορθόδοξοι είναι περισσότερο αμαρτωλοί ή περισσότερο οκνηροί ή επειδή έχουν χάσει τον ιεραποστολικό τους ζήλο, αλλά επειδή όλοι, κλήρος και λαός, ιεραποστολικώς εργαζόμενοι και ἐν ἐρημίαις μονάζοντες, ζηλωταί και αδιάφοροι, συντηρητικοί και μοντερνίζοντες, παραδεχόμαστε -χωρίς πολλές φορές να το καταλαβαίνουμε- τις προϋποθέσεις του σαικουλαρισμού σαν αυτονόητες και αυταπόδεικτες αλήθειες. Για όλους μας, λίγο ως πολύ, η θρησκεία έχει γίνει μια σφαίρα της ζωής, μία από τις πολλές -μια σφαίρα που μόνο έμμεσα και συμπτωματικά μπορεί να έχει σχέση με τις άλλες. Η «καθολική αντίληψη» που έβλεπε την πίστη σαν μια δύναμη ερχόμενη να αναγεννήσει τη ζωή και να αναδημιουργήσει τον κόσμο, έχει αντικατασταθεί, συνειδητά ή υποσυνείδητα, στην ψυχή μας από την ανεξέλεγκτη ιδέα ότι η «θρησκεία» είναι μια εκδήλωση του ανθρώπου, μια από τις πολλές, ανεκτή και χρήσιμη μόνο εφ’ όσον παραμένει στον τομέα της και δεν παρεμβαίνει σε αρμοδιότητες που της είναι ξένες!
Για να διαπιστώσουμε αυτή την αλλαγή, που πρακτικά αλλοιώνει το Ευαγγελικό μήνυμα και αφαιρεί κάθε περιεχόμενο από την Ορθόδοξη ζωή και πίστη, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο χώρο της θεολογίας μας, που τις περισσότερες φορές έχει γίνει απλή θρησκειολογική ή απλή κριτική μελέτη κειμένων και ιστορικών γεγονότων ή ένας άκαμπτος, ξηρός και αποκεκομμένος από τη ζωή σχολαστικισμός. Για να διαπιστώσουμε αυτή την αλλαγή, αρκεί να προσέξουμε πως ενεργούν οι εκκλησιαστικές οργανώσεις και τα θρησκευτικά μας σωματεία. Τα πιο ποικίλα και τα πιο ενδιαφέροντα θέματα μελετώνται και συζητούνται από τα μέλη αυτών των οργανώσεων· οι λύσεις όμως που προτείνονται είναι συνήθως καθαρά «τεχνικές», είναι δηλαδή λύσεις που θα μπορούσε να τις προτείνει οιοσδήποτε κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ή τεχνικός, που δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα χριστιανός για να τις ανακαλύψει. Το ιδιάζον που θα περίμενε κανείς να βρει σ’ αυτές τις λύσεις -η συσχέτιση δηλαδή όλων αυτών των προβλημάτων με το γεγονός της Εκκλησίας, με το γεγονός της σάρκωσης του Λόγου και της σκήνωσής του ανάμεσά μας- συνήθως απουσιάζει. Και απουσιάζει, γιατί αυτό το Γεγονός θεωρείται σαν κάτι που ανήκει στον τομέα της θρησκείας, της «θεολογίας», σαν κάτι, επομένως, που δεν μπορεί να έχει σχέση με την κοινωνική μεταρρύθμιση, την εκπαιδευτική αναδιοργάνωση, με τα ζητήματα που αφορούν την τέχνη, την υγεία ή την εργασία!
Ένα άλλο παράδειγμα. Τον τελευταίο καιρό γίνονται πάμπολλες συζητήσεις για την πορεία των εκκλησιαστικών μας υποθέσεων. Γράφονται και λέγονται πολλά για τον καταρτισμό του κλήρου, την ανασύνταξη των λαϊκών, την εξυγίανση της εκκλησιαστικής μας ζωής. Πολύ σπάνια όμως ενδιαφέρεται κάποιος να διευκρινίσει τι ακριβώς είναι αυτές οι «εκκλησιαστικές υποθέσεις» ποια σχέση έχουν με την ύπαρξη και τη ζωή του Λαού του Θεού. Ας μην επιμείνουμε στο γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε σοβαρά για τη θέση, το ρόλο, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των επισκόπων, των ιερέων και των λαϊκών, στο ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να μιλούμε για τη μεγάλη υπόθεση που λέγεται Εκκλησία, αν δεν έχουμε προηγουμένως καταλάβει τι είνοι ο Λαός του Θεού, το Εκλεκτόν Γένος, το Άγιον Έθνος, το Βασίλειον Ιεράτευμα. Εκείνο που θα ήθελα να υπογραμμίσω εδώ είναι ότι στη συνείδηση των περισσοτέρων μας οι «εκκλησιαστικές υποθέσεις» ταυτίζονται με τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, τη διοργάνωση των ενοριών, τη μισθοδοσία του κλήρου, τη συμμετοχή στην εκκλησιαστική διοίκηση των λαϊκών. Αλλά, και πάλι, αν δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τη σχέση που έχουν όλα αυτά με τις δυο ώρες που περνούμε μαζί -ως «εκκλησία Θεού»- στο Ανώγαιον αν δεν διαισθανόμαστε, έστω, τη σχέση που έχουν τα «χρήματα», οι «μισθοί», οι «θυσίες», τα «δικαιώματα», οι «υποχρεώσεις», με την «προσφορά», και η προσφορά με την ευχαριστία, και η Ευχαριστία με την Εκκλησία, και πάλι μένουμε έξω από την ουσία του ζητήματος. Γιατί, χωρίς την αναγνώριση αυτής της σχέσης, αυτής της «αναφοράς», οι εκκλησιαστικές υποθέσεις δεν διαφέρουν σε τίποτε από τις «υποθέσεις» ενός εμπορικού οίκου ή ενός οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος. Η Εκκλησία εξομοιώνεται με τους ποικίλους οργανισμούς του κόσμου τούτου -οικονομικούς, κοινωνικούς εμπορικούς κτλ. Και αυτό είναι το τραγικό· ότι όχι μόνο δεν διακρίνουμε πια το σύνδεσμο που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στην εκκλησιαστική μας πίστη και στην καθημερινή μας ζωή, αλλά χρησιμοποιούμε ακόμη και για την αντιμετώπιση βασικών ζητημάτων, ζωτικών τομέων της εκκλησιαστικής ζωής μας, κριτήρια καθαρώς εξωεκκλησιαστικά, κοσμικά, σαικουλαριστικά. Ύστερα όμως απ’ αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται παράδοξο ότι οι συζητήσεις μας για Ορθόδοξη ιεραποστολή, Ορθόδοξη ακτινοβολία, Ορθόδοξη θεολογία, ηχούν πολλές φορές και στα ίδια τα αυτιά μας, σαν διαλεκτική άσκηση και ακαδημαϊκή φιλολογία…
Αυτή είναι η κατάσταση που έχει δυστυχώς διαμορφωθεί σήμερα και που επηρεάζει αναπόφευκτα τις αντιλήψεις μας για τη λατρεία της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι ιερείς είναι ικανοποιημένοι όταν τελούν ωραία και σωστά τις ακολουθίες τους· οι πιστοί πάλι είναι ικανοποιημένοι όταν κατορθώνουν να εκπληρώνουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις θρησκευτικές υποχρεώσεις τους και, ακόμη περισσότερο, όταν μπορούν να συμβάλουν, με οποιοδήποτε τρόπο, στο να κάνουν την ενορία τους όμορφη, πλούσια, υποδειγματική για τις κοινωνικές εκδηλώσεις, τις φιλανθρωπικές ενέργειες και τις άλλες πρωτοβουλίες της. Εκείνο όμως που θεωρήθηκε από την αρχή ως η ουσία της εκκλησιαστικής ζωής, ως ο ευχυμότερος καρπός της εκκλησιαστικής λατρείας, το μοναδικό μίγμα της αγαλλίασης («Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν…») και της βαθειάς ανησυχίας και μη ικανοποίησης με τον εαυτό μας («Τόν Νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ…»), αυτή η αμφισβήτηση όλου του τρόπου της ζωής μας, αυτή η πρόσκληση προς μια τελειότητα που ξεπερνά τα μέτρα και τα όρια του παρόντος κόσμου, αυτή η νοσταλγία για μια αλλαγή, μια βαθειά μεταβολή, μια ριζική μεταμόρφωση του εαυτού μας και των πάντων, όλα αυτά απουσιάζουν σήμερα σε ανησυχητικό βαθμό. Τα πανεπιστημιακά μας εγχειρίδια και τα κατηχητικά βοηθήματα εξακολουθούν να γράφουν ότι «η λατρεία βρίσκεται στο κέντρο της εκκλησιαστικής μας ζωής»· στην πράξη όμως έχει γίνει ένα κέντρο χωρίς περιφέρεια, μια καρδιά χωρίς έλεγχο στην κυκλοφορία του αίματος, ένα πυρ που δεν βρίσκει τίποτε να κατακαύσει, να χωνεύσει, να καθαρίσει και να μεταβάλει σε χρυσό. Σε πόσους θέτει σήμερα η λειτουργική προσευχή και πράξη της Εκκλησίας το ερώτημα: «Τι έχει να πει η Εκκλησία σε μένα και στη ζωή μου; Τι σημασία μπορεί να έχει η ύπαρξή της για την δουλειά μου, τη γενικότερη δραστηριότητά μου, τις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους, με τον ιστορικό χρόνο ή τον φυσικό κόσμο;». Το ερώτημα που απασχολεί τους περισσοτέρους μας είναι: «Πόσο μέρος από την εκκλησιαστική Λατρεία χρειάζομαι για να είμαι εντάξει με το Θεό και με τη συνείδησή μου;» Έτσι, σχεδόν ανεπαίσθητα, η λατρεύουσα Εκκλησία έχει παύσει να είναι η ζωντανή και συγκεκριμένη εξαγγελία του χαρμόσυνου αγγέλματος, το μυστήριο της παρουσίας ανάμεσα στους ανθρώπους του αναστάντος Χριστού, του Λόγου του Θεού που έγινε σαρξ για να πληρώσει τη σάρκα και την προέκταση της σαρκός, τον υλικό κόσμο, με το Άγιον Πνεύμα.
Πρέπει να το παραδεχθούμε· όλες οι εκφάνσεις της ζωής μας -τόσο η οικογένεια όσο και το επάγγελμα, η ψυχαγωγία, η εκπαίδευση, ο πολιτικός προσανατολισμός- διέπονται και διαμορφώνονται από αρχές και κριτήρια τα οποία ποτέ κανείς δεν σκέπτεται να επανεξετάσει υπό το φως του οράματος του κόσμου που μας προσφέρει η Εκκλησία διά της λατρείας. Και όμως με τη λατρεία η Εκκλησία μας προσφέρει ένα λαμπρό καταστατικό χάρτη, ένα θαυμάσιο πρόγραμμα εκπεφρασμένο και διατυπωμένο με σύμβολα, που οδηγεί με ασφάλεια όχι μόνο στην ενοποίηση και αναγέννηση του εαυτού μας, αλλά και στην ενότητα του κόσμου, στην αναμόρφωση, αξιοποίηση και εναρμόνιση όλης της ζωής.
Το νερό του βαπτίσματος, το λάδι του μύρου και του ευχελαίου, ο οίνος και ο άρτος της ευχαριστιακής προσφοράς, οι εποχές, οι ημερομηνίες και οι ώρες του εκκλησιαστικού έτους, όλα αυτά καθιστούν τη λατρεία της Εκκλησίας κάτι το πολύ πραγματικό, το πολύ υλικό, το στενώτατα συνδεδεμένο με την ύλη και το χρόνο αυτού του κόσμου, μια δύναμη που έρχεται να δώσει ενότητα, νόημα και νέα πνοή τόσο στην ατομική μας ζωή και στην κοινωνική μας ύπαρξη, όσο και, γενικότερα, στο ιστορικό και κοσμικό μας σύμπαν. Αντίθετα, ο σαικουλαρισμός, καθιερώνει την αποσύνδεση και την ανεξάρτητη ανάπτυξη των διαφόρων στοιχείων της ύπαρξης, τα χωρίζει μεταξύ τους, τα απομονώνει από το κέντρο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ενότητα και τον αγιασμό τους. Έτσι η «τροφή», ο «έρωτας», ο «χρόνος», το «χρήμα», η «ύλη», γίνονται, μέσα στην προοπτική του σαικουλαρισμού, οντότητες καθ’ εαυτές, κλεισμένες στην απομόνωσή τους, ανίκανες να μεταμορφωθούν, αδιαπέραστες από τη θεία χάρη και το Άγιον Πνεύμα. Ο σαικουλαρισμός, με άλλα λόγια, κάνει έργο αντίθετο από εκείνο που θέλει να κάνει η Εκκλησία και η λατρεία της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως «πνευματέμφορον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ», ως «εἰκών καί φανέρωσις τῆς ἐν τριάδι Μονάδος», έχει για αποστολή να είναι μέσα στον κόσμο η «τά διεστῶτα συνάπτουσα καί τά διεμερισμένα ενώνουσα καί τά πρώην διεσκορπισμένα εἰς ἕν ἐπισυνάγουσα» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Ο σαικουλαρισμός, απεναντίας, θεωρεί ως μόνη λογική φιλοσοφία της ζωής την παραίτηση, το συμβιβασμό, την παραδοχή της διαίρεσης και της ασυνέχειας που χαρακτηρίζουν τον «παρόντα αιώνα». Και η τραγωδία έγκειται στο ότι οι σημερινοί Ορθόδοξοι, χωρίς να το υποπτεύονται καν τις περισσότερες φορές, παραδέχονται σαν κάτι φυσικό αυτόν τον συμβιβασμό, αυτή την παραίτηση· και όχι μόνο δεν αγωνίζονται για να την αποτρέψουν, αλλά την αφήνουν να διεισδύσει στην πνευματική τους ζωή, να κατακλύσει τη θεολογία τους, να παραμορφώσει και να εξουδετερώσει ακόμη και τη λατρεία τους! Θα έφθανε όμως να καταλάβουν, έστω και εν μέρει, το στοιχειώδες δίδαγμα αυτής της λατρείας, ότι δηλαδή όλη η τροφή -και, συνεπώς, όλη η ζωή που συντηρείται και αναπτύσσεται χάρη στην τροφή- είναι αμεσώτατα συνδεδεμένη με το μέγα μυστήριον της Ευχαριστίας (Φάγετε… Πίετε…), για να αρχίσουν αμέσως να βλέπουν τον κόσμο με ένα νέο τρόπο, σαν να τον ανακάλυπταν για πρώτη φορά. Αλλά μια τέτοια «εκ νέου κατανόησις» της εκκλησιαστικής λατρείας θα ήταν η αρχή του τέλους για το σαικουλαρισμό.
… Ελπίζω να έδειξα κάπως τι εννοώ, όταν υποστηρίζω ότι το μέλλον της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο εξαρτάται, σε σημαντικότατο βαθμό από την ορθή τοποθέτηση και το σωστό χειρισμό του λειτουργικού προβλήματος.
Τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζουμε το μέλλον της Ορθοδοξίας με δυο αλληλοαποκλειόμενους τρόπους. Από το ένα μέρος, υπάρχουν εκείνοι που εν ονόματι της Ορθοδοξίας απορρίπτουν κάθε ιδέα εκσυγχρονισμού· και, από το άλλο, υπάρχουν εκείνοι που εν ονόματι του εκσυγχρονισμού είναι έτοιμοι να θυσιάσουν ένα σημαντικό μέρος της ουσίας της Ορθοδοξίας. Για τους πρώτους, το μέλλον της Ορθοδοξίας είναι ταυτόσημο με τη διαιώνιση των «παραδόσεων» ή, σωστότερα, των παραδεδομένων συνηθειών μας. Αυτό τους κάνει να υιοθετούν στα περισσότερα ζητήματα μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αδιάλλακτος αρνητισμός. Βασικός συλλογισμός τους είναι ότι ο κόσμος όλος έχει περιέλθει σε αποστασία και ότι η μόνη διέξοδος που απομένει στην Εκκλησία, για να διαφυλάξει την ορθοδοξία, είναι να εγκλεισθεί μέσα σε μια προστατευτική κιβωτό, να συντηρήσει, έστω και με τεχνητό τρόπο, τους όρους που επέτρεψαν την άνθησή της στο παρελθόν. Η στάση των δευτέρων, που είναι και οι πιο πολυάριθμοι, κυριαρχείται από την έμμονη ιδέα της προσαρμογής. Για τους εκπροσώπους αυτής της κατηγορίας, ο σύγχρονος κόσμος είναι μια πραγματικότητα πέρα από κάθε συζήτηση και αμφισβήτηση. Πιστεύουν λοιπόν ότι το μόνο που μπορεί να κάνει η Εκκλησία, αν θέλει να επιζήσει, είναι να παραδεχθεί αυτή την πραγματικότητα και να προσαρμοσθεί σ’ αυτήν.
Νομίζω ότι και οι μεν και οι δε διαπράττουν ένα βασικό λάθος. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι παραλείπουν να διερωτηθούν μήπως το πρόβλημα του μέλλοντος της Ορθοδοξίας δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το δίλημμα «άρνηση ή προσαρμογή». Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, και η μια και η άλλη στάση έχουν κοινή αφετηρία· και οι δυο θεωρούν το σύγχρονο κόσμο σαν μια πραγματικότητα που μπορεί κανείς να την απορρίπτει ή να την παραδέχεται, αλλά για την όποια η Ορθοδοξία δεν μπορεί ουσιαστικά να κάνει τίποτε. Και όμως από την πρώτη στιγμή η Ορθοδοξία παρουσιάστηκε σαν δύναμη ικανή να μεταμορφώσει τα πάντα, σαν συνέχιση του έργου του Υιού του Θεού που έγινε άνθρωπος για να ανακτήσει τον κόσμο και να τον οδηγήσει στο Τέλος του, στον προορισμό του, για να πληρώσει κάθε πραγματικότητά του με θεία χάρη και θεία λαμπρότητα. Αυτή τη δύναμη και αυτό το έργο φανερώνει και καθιστά προσιτό στους ανθρώπους κάθε τόπου και κάθε εποχής, με τρόπο μυστηριακό, η λατρεία της Εκκλησίας. Αν το παραδεχόμαστε αυτό -και πρέπει να το παραδεχόμαστε, αφού είναι η πίστη της Εκκλησίας- τότε πρέπει να παραδεχθούμε επίσης ότι ανήκει στην ίδια τη φύση της Ορθοδοξίας το να βρίσκεται συνεχώς σε δημιουργική ένταση, σε δημιουργικό διάλογο, με τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει διαρκώς να γνωρίζει, να εξετάζει, να συζητεί όλες τις «αξίες» και όλους τους «τρόπους της ζωής» αυτού του κόσμου· και συγκρίνοντάς τους με την Αλήθεια της Εκκλησίας, να τους «κρίνει», να τους «αξιολογεί εκ νέου», να τους οδηγεί στην πλήρωση ή στη ριζική μεταβολή. Τόσο ο υπερβολικός συντηρητισμός (απόρριψη) όσο και ο μοντερνισμός (προσαρμογή και συμμόρφωση) αρνούνται, σε τελευταία ανάλυση, αυτή την αλήθεια· γι’ αυτό, παρά τα φαινόμενα, είναι και οι δυο στην ουσία τους στάσεις αντορθόδοξες. Μια Ορθοδοξία που θα ήταν μόνο άρνηση, θα έπαυε να είναι ορθόδοξη· και μια Ορθοδοξία που θα προσαρμοζόταν σε κάθε περίσταση και θα συμμορφωνόταν με κάθε κατάσταση, θα ήταν ορθοδοξία μόνο κατ’ όνομα. Και όμως αυτά είναι τα δύο σκέλη του φανταστικού εκκρεμούς, μεταξύ των όποιων κάθε στιγμή ταλαντευόμαστε σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής μας ζωής.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε, αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε για το μέλλον της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο, είναι, νομίζω, να απορρίψουμε ως εσφαλμένο, ακόμη περισσότερο, ως αιρετικό, το δίλημμα, «άρνηση ή προσαρμογή»· και να προσπαθήσουμε να ανακτήσουμε κάτι από τη λειτουργική θεώρηση της ζωής που μας προσφέρει με τη λατρεία της η Εκκλησία. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο Ορθόδοξος αποστέλλεται στον κόσμο όχι για να προσαρμόζεται ή για να αρνείται, αλλά για να αντιμετωπίσει δημιουργικά και με υπερφυσική αγάπη τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός. Αυτό σημαίνει ότι ο Ορθόδοξος, οπλισμένος με τη δύναμη της πίστης και καθοδηγούμενος από το φως της λατρευτικής πείρας, άνθρωπος πραγματικά λειτουργικός, θα προσπαθεί, σε κάθε περίσταση, να επιτελέσει τη «λειτουργία» που ανέλαβε, όταν αποφάσισε να γίνει -ή δέχθηκε να παραμείνει- μέλος του Σώματος του Χριστού, του μεγάλου Αποστόλου του Πατρός και Σωτήρος του κόσμου. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να αγωνίζεται κάθε στιγμή να βλέπει όλα τα πράγματα μέσα στον κόσμο, και το σύνολό τους, στη σχέση τους με το Τέλος· να τα θεωρεί όλα σαν αντικείμενα χριστιανικής κρίσης και αξιολόγησης και σωτηρίας, ικανά να χαριτωθούν, να ζωοποιηθούν, να τελειωθούν και να μεταμορφωθούν εν Χριστώ. Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που δεν παραδέχεται ο σαικουλαρισμός, αλλά αυτό είνσι επίσης εκείνο που μπορεί να νικήσει το σαικουλαρισμό.
Ο σαικουλαρισμός παραδέχεται και επικροτεί να ευλογείται ο γάμος στην εκκλησία, με τη διαφορά ότι το περιεχόμενο του γάμου θα ορίζεται όχι από τις αλήθειες που είναι ενσαρκωμένες στο γαμήλιο μυστήριο της Εκκλησίας, αλλά από αξίες και κριτήρια που καθορίζουν άλλοι παράγοντες, εξωεκκλησιαστικοί, εξωθρησκευτικοί. Ο σαικουλαρισμός δεν έχει αντίρρηση να εξωραΐζεται η κοινωνική μας ζωή με θρησκευτικές συνήθειες και εκκλησιαστικές τελετές, φθάνει μόνο το περιεχόμενο αυτής της ζωής να ρυθμίζεται από τις «ανάγκες», τα «πράγματα», το «ρεαλισμό», τα «επιστημονικά δεδομένα», και όχι από τις αξίες που εκφράζουν αυτές οι συνήθειες και διακηρύσσουν αυτές οι τελετές. Και εφ’ όσον εμείς οι Χριστιανοί θεωρούμε αρκετό να ευλογείται ο γάμος στην εκκλησία, χωρίς να φροντίζουμε να μυηθούν εκείνοι που νυμφεύονται στο όραμα και στην αντίληψη του κόσμου που απορρέουν από το σχετικό μυστήριο της Εκκλησίας, ή εφ’ όσον μας αρκούν οι επίσημες τελετές και τα νομικά προνόμια που αναγνωρίζουν οι πολιτικές εξουσίες στην Εκκλησία, χωρίς να καταβάλλουμε καμιά προσπάθεια για να διαμορφωθεί ή, τουλάχιστον, να διαπνέεται η κοινωνική μας ζωή από το μυστήριο της λειτουργικής Ευχαριστίας, τότε μπορεί να είμαστε συντηρητικοί ή μοντερνίζοντες, φύλακες των παραδόσεων ή πρωτοπόροι και καινοτόμοι, αλλά στην πραγματικότητα έχουμε παύσει να είμαστε Ορθόδοξοι, έχουμε υποκύψει και μεις στο σαικουλαρισμό, έχουμε γίνει σαικουλαριστές με χριστιανικό προσωπείο.
Ούτε η άρνηση ούτε η προσαρμογή, ούτε ο συντηρητισμός ούτε ο μοντερνισμός, μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά την Ορθοδοξία για να αντιμετωπίσει την πρόκληση του σαικουλαρισμού. Η ουσιαστική βοήθεια μπορεί να προελθεί από εκεί που προήλθε σε όλες τις εποχές: από τη λατρεία. Από τη λατρεία άντλησε πάντοτε η Εκκλησία τη δύναμη για να αντιμετωπίσει τις διάφορες καταστάσεις. Με τη λατρεία, κατά πρώτο και κύριο λόγο, ενεργεί και επηρεάζει τα μέλη της και, μέσω αυτών, τον κόσμο όπου ζει και υπάρχει. Με τη λατρεία και μέσα στη λατρεία έρχεται η Βασιλεία του Θεού «ἐν δυνάμει» (Μάρκ. 9, 1) για να κρίνει, να σώσει, να θεραπεύσει, να ολοκληρώσει. Χάρη στη λατρεία, που αποκαλύπτει στους ανθρώπους τη Βασιλεία, γίνεται η ζωή και η φύση, η ιστορία και ο κόσμος, η ύλη και ο χρόνος, μια πορεία, ένα προσκύνημα, μια συνεχής άνοδος, μια ανάληψη προς τον Πατέρα. Με λίγα λόγια, η λατρεία είναι η δύναμη εκείνη που έχει δοθεί στην Εκκλησία, για να αντιμετωπίζει τον κόσμο, να διορθώνει τις καταστάσεις, να ανατρέπει τα «είδωλα» -και ο σαικουλαρισμός είναι ακριβώς ένα από αυτά τα είδωλα. Αλλά, φυσικά, η λατρεία είναι όλα όσα είπα μόνον υπό μια προϋπόθεση: ότι οι λατρεύοντες θα έχουν καταλάβει το νόημα και τη σημασία της και θα την μεταχειρίζονται όχι σαν τυχαία λεπτομέρεια, αλλά σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή σαν ουσία και δύναμη.
(Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Σύνορο» τεύχος 37 (1966), σελ. 3-11. Απέδωσε ο Δ. Καλυβίτης)
Θεματολογικές ετικέτες