Προτεινόμενα

Marilynne Robinson – «Διαβάζοντας το βιβλίο της Γένεσης»

(Βιβλιοπαρουσίαση από τον επίσκοπο Τρόντχαϊμ Έρικ Βάρντεν)

Σε ένα συνέδριο που έγινε στην Σχολή Πολιτικών Επιστημών (École des sciences politiques) το 1948, ο Paul Claudel μίλησε για τις τάσεις της σύγχρονης ερμηνείας της Βίβλου αντλώντας το σκεπτικό του από την ανατριχιαστική ιστορία που αναφέρεται στο τέλος των Κριτών, για την παλλακίδα του Λευίτη που παραδόθηκε στους παραβάτες της Γαβαά: “Συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο από την ημέρα που οι Ισραηλίτες βγήκαν από τη γη της Αιγύπτου μέχρι σήμερα; Σκεφτείτε το, συμβουλευτείτε ότι νομίζετε καλύτερο, και μιλήστε”.

Ο Claudel αναρωτιέται αν και το Βιβλικό σώμα δεν έχει υποστεί παρόμοια κακοποίηση, αν δεν έχει μετατραπεί σε ένα πτώμα του οποίου τα κομμάτια αποστέλλονται σε όλη τη χώρα ως ανησυχητικοί, από μόνοι τους ανούσιοι, κώδικες για εξέταση – ποιου ακριβώς πράγματος;

Πρόκειται για μια δραστική-έντονη εικόνα, μάλλον απαράδεκτη. Μου μίλησε όμως όταν διάβασα για πρώτη φορά την ομιλία του Claudel μετά από πολλά χρόνια ανάλυσης και αναδιοργάνωσης των βιβλικών κειμένων, αμφισβήτησης της προέλευσης και της συγγραφής τους, εισπνοής του πνιγηρού αέρα του ερμηνευτικού σκεπτικισμού. Εκ των υστέρων αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να επενδύσω τόσο πολύ χρόνο στη προσεκτική βιβλική μελέτη και να μείνω με μια τόσο αδύναμη αίσθηση της συνοχής του, για το πώς το όλο πράγμα δένει μεταξύ του. Και, ναι, η Γραφή κατέληξε να φαίνεται άψυχη, ψυχρή.

Η μοναστική ζωή με δίδαξε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης της Βίβλου. Πρώτα με την υπομονετική lectio divina, όπου το όλο θέμα είναι να παραμένεις βυθισμένος στο Λόγο, σαν μια βρώμικη λασπωμένη φόρμα η οποία μουλιάζει στο νερό με μπόλικο απορρυπαντικό. Εκεί τα “ένζυμα” έκαναν τη δουλειά τους. Άρχισα να βλέπω την Αγία Γραφή εκ των έσω. Στη συνέχεια διάβασα, με ευχαρίστηση, τα σχόλια των Πατέρων. Ω, η ανακάλυψη του Ωριγένη! Νεκρά οστά άρχισαν να κροταλίζουν, να ενώνονται, οστό με οστό, και υπήρχε ανάσα μέσα τους. Ο Ωριγένης μου ενστάλαξε το θάρρος που χρειαζόταν για να διαβάσω τους Κιστερκιανούς – τον Βερνάρδο, τον Γκουέρικ και τους υπόλοιπους – πολλούς ποιητές και φιλοσόφους, οι οποίοι είναι προσεκτικοί με την ιδιαιτερότητα του κειμένου και το ενωτικό Πνεύμα που περιέχεται σε αυτό. Το βιβλίο του Louis Bouyer “Το νόημα της Αγίας Γραφής” ήταν οξυγόνο· το ίδιο και οι μεταφράσεις και τα βιβλικά δοκίμια του Martin Buber. Ξανά και ξανά διάβαζα το Dei Verbum, αναμφισβήτητα το πιο σημαδιακό κείμενο που εκδόθηκε από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο.

“Κατά τη σύνταξη των ιερών βιβλίων”, διαβεβαίωσε η Σύνοδος, “ο Θεός επέλεξε τους ανθρώπους και, ενώ εργάζονταν γι’ Αυτόν, χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις και τις ικανότητές τους, έτσι ώστε με Εκείνον να ενεργεί μέσα τους και μέσω αυτών, αυτοί, ως πραγματικοί συγγραφείς, παρέδωσαν στη Γραφή όλα και συγχρόνως μόνο αυτά που Εκείνος ήθελε”. Κατά την Καθολική άποψη, η Βίβλος δεν μπορεί να αναχθεί σε μια συλλογή χρησμών που δόθηκαν με υπαγόρευση. Τέτοια συμβαίνουν -στην περίπτωση της διακήρυξης του Νόμου ή σε εκείνη των λόγων του Ιησού- αλλά η Βίβλος είναι κάτι περισσότερο· και ο Θεός δρώντας στο σύνολο της, εμπνέοντας, παράλληλα, την καταγραφή και την επεξεργασία του κειμένου, ποτέ δεν ακυρώνει την ανθρώπινη δημιουργικότητα, αλλά την καθοδηγεί για να υπηρετήσει τον ευλογημένο σκοπό του. Με αυτούς τους όρους, η λεπτομερής ανάλυση της Γραφής γίνεται συναρπαστική. Βλέπει κανείς ότι το σύνολο των δεξιοτήτων της σύγχρονης ερμηνείας δεν υπονομεύει το δόγμα της θείας έμπνευσης. Μας προετοιμάζει να δούμε τη λεπτότητα της έμπνευσης. Καλό είναι να διαπιστώνουμε τη σειρά με την οποία συντάχθηκε ένα κείμενο, να εξετάζουμε προσεκτικά τη συμβολή των επιρροών, αλλά αυτό είναι προπαιδευτική άσκηση. Το αποφασιστικό καθήκον είναι να διακρίνουμε τι σημαίνει το σύνολο που ακολουθεί, και στη συνέχεια να ερμηνεύσουμε αυτό το νόημα, ως παρόντα χαριτωμένο λόγο προς την Εκκλησία εδώ και τώρα. Αν δεν υπήρχε η αναστάτωση των διηπειρωτικών ταξιδιών και η ανησυχία για το αποτύπωμα του άνθρακα, θα έπρεπε να είχα πετάξει στην Αϊόβα αυτό το καλοκαίρι για να δώσω στη Marilynne Robinson ένα μπουκέτο κίτρινα τριαντάφυλλα ως ευχαριστώ που μας έδειξε με κομψότητα, πώς ένας τέτοιος τρόπος ανάγνωσης της Γραφής εφαρμόζεται στην πράξη. Αν ήμουν πρύτανης ιερατικής σχολής ή κοσμήτορας θεολογικής σχολής, θα έκανα υποχρεωτικό ανάγνωσμα το «Διαβάζοντας το βιβλίο της Γένεσης». Το έχω ήδη συστήσει σε αρκετούς φίλους για την καθαρή ευχαρίστηση που μου προσφέρει.  

 Κατά μία έννοια, υπάρχουν ελάχιστα πράγματα σε αυτό το βιβλίο που είναι καινούργια. Η Ρόμπινσον δεν παρουσιάζει ριζικά νέες θεωρίες. Απλώς ξεκινά από την παραδοχή ότι η Γένεση αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο και πρέπει, αν θέλουμε να την κατανοήσουμε υπεύθυνα, να μελετηθεί ως τέτοια. Αυτή η προσέγγιση έχει γίνει τόσο σπάνια που μοιάζει επαναστατική. Τα θραύσματα συναρμολογούνται εκ νέου. Αναδύεται ένα ολοκληρωμένο σώμα. Ένα όμορφο σώμα, που αναπνέει!  Σε καμία περίπτωση η Ρόμπινσον δεν απορρίπτει τα επιτεύγματα της επιστήμης των κειμένων. Τα τιμά, υποκλίνεται προς την κατεύθυνσή τους, αλλά τονίζει τον βοηθητικό τους χαρακτήρα. Δεν παρελαύνει ως βιβλιολόγος. Είναι, πολύ απλά, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, μια αναγνώστρια – και η ανάγνωση είναι κάτι στο οποίο τυχαίνει να είναι φοβερά καλή.

Περιγράφοντας την προσέγγισή της, η Robinson σημειώνει ότι “για εμάς τους σύγχρονους υπάρχει ένα είδος ασφάλειας στο να βρίσκουμε μια κηλίδα φατριασμού και ιδιοτέλειας σε οτιδήποτε έχουν κάνει τα ανθρώπινα όντα”. Βλέπει αυτή την τάση να λειτουργεί στις υπερβολές μιας “ερμηνευτικής της καχυποψίας” που τείνει να εξισώνει την πίστη με την ευπιστία.  

Κανείς δεν θέλει να βρεθεί ανάμεσα στους ευκολόπιστους. Η ίδια η πίστη βρίσκεται σε ενοχλητική εγγύτητα με την ευπιστία, γεγονός που έχει ταλαιπωρήσει την Εκκλησία με ένα είδος χλιαρής οδύνης επί πολλές γενεές. Αυτό που προτείνω εδώ είναι ότι υπάρχει μια ερμηνευτική της αυτοπροστασίας που έχει απενεργοποιήσει την ερμηνεία και αυτό έχει γενικευτεί με την εγκατάλειψη της μεταφυσικής ως θεμιτού τρόπου σκέψης. 

Δεν υπάρχει χλιαρή οδύνη εδώ. Διακινδυνεύοντας την ερμηνεία, χωρίς να φοβάται τα μεταφυσικά συμπεράσματα που προκύπτουν, βλέποντας την “εν εξελίξει ιστορία ως ουσιαστική και αποκαλυπτική”, αντλεί νόημα από το πρώτο βιβλίο της Βίβλου και κάνει αυτό το νόημα να φαίνεται σύγχρονο.

Η Robinson αναδεικνύει την τρισδιάστατη φύση των χαρακτήρων. Η Βίβλος, άλλωστε, δείχνει “ένα ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που δεν έχει αντίστοιχο στην αρχαία λογοτεχνία”. Όσον αφορά την αποκάλυψη της γύμνιας του Νώε, η οποία προκάλεσε βίαιη αντίδραση, γράφει ότι “το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάτι λάθος εδώ, παρά μόνο ο εξευτελισμός του, συνάδει με την κοινή ανθρώπινη συμπεριφορά”. Αναδεικνύει την “πολύ χαρακτηριστική φωνή της Ρεβέκκας”. Δεν την είχα προσέξει ποτέ! Εξετάζοντας τις σχέσεις του Ιακώβ με τον Λάβαν, παρατηρεί: “Αυτή η φυλή των ανθρώπων του Παντάν-Αράμ είναι μια ομάδα που ξέρει να ελίσσεται. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ιακώβ βρήκε τις αδυναμίες του με ειλικρίνεια”. Η Robinson θέτει την αιγυπτιοποίηση του Ιωσήφ εξετάζοντας τα όνειρά του, τα οποία είναι “σαν τα όνειρα των Αιγυπτίων, μικρά θραύσματα αλληγορίας με συγκεκαλυμμένο νόημα, παρά εβραϊκά όνειρα, στα οποία ο Θεός είναι μια ομιλούσα παρουσία”. 

 Εξετάζοντας τις αδυναμίες και τα φαινομενικά τυχαία γεγονότα, όχι λιγότερο από τα μεγαλειώδη ιδανικά, εξετάζοντας τις συνέπειές τους, αναπτύσσει μια περιγραφή της πρόνοιας που καθιστά το βιβλίο αυτό έργο θεολογίας, δείχνοντας την πίστη του Θεού στην ανθρωπότητα και την ειρωνεία ότι η πρόνοια συχνά “υπηρετείται από εκείνα ακριβώς τα βήματα που γίνονται για να την νικήσουν”. 

 Η ερμηνευτική πρόθεση της Robinson είναι εν μέρει να αναρωτηθεί τι μπορεί να μας πει η Γένεση σήμερα. Ένα ακόμη πιο ουσιαστικό μέρος της πρόθεσής της, όμως, που σε ξαφνιάζει με θαυμάσιο τρόπο, είναι ο έπαινος: “Έχω την ίδια πρόθεση”, γράφει, “να μεγαλύνω τον Κύριο σαν να ήμουν ζωγράφος ή συνθέτης”, για να προσθέσει: “Αλλά η πρώτη μου υποχρέωση όταν σχολιάζω το κείμενο είναι να είμαι πιστή στο κείμενο”. Και πράγματι είναι.  

 Πολλά μπορούμε να μάθουμε από αυτό το βιβλίο, το οποίο, όπως και η Γένεση, συχνά μεταδίδει το μήνυμά του χρησιμοποιώντας “την τέχνη του να δείχνεις παρά να λες”. Η Ρόμπινσον αρέσκεται στο να δουλεύει σε σειρές έργων. Το Gilead έχει δώσει μέχρι στιγμής αφορμή για τρία ακόμη μυθιστορήματα ενός κύκλου. Θα ξαναδιαβάσω το «Διαβάζοντας το βιβλίο της Γένεσης» ελπίζοντας ότι θα εμφανιστεί, μια θεόσταλτη ημέρα, το «Διαβάζοντας το βιβλίο της Εξόδου». 

Θεματολογικές ετικέτες