ΤΙΝΩΝ (ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 35- ANTHONY TROLLOPE, “ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΤΣΕΣΤΕΡ”, μετάφραση Ισμήνη Καπάνταη, εκδόσεις Gutenberg)
Ένα από τα θέματα που απασχολούν, κυρίως αυτούς που αμφισβητούν την το κατά πόσον ο χριστιανισμός μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον κόσμο, είναι και η θέση της γυναίκας στην ζωή της Εκκλησίας. Ερωτήματα όπως γιατί οι έγγαμοι να μην μπορούν να γίνουν επίσκοποι, γιατί οι γυναίκες να μην επιτρέπεται να χειροτονηθούν, πόση ισοτιμία και ισότητα ανδρών και γυναικών συναντούμε στην χριστιανική παράδοση δεν είναι απλώς σχολαστικά ή μοντέρνα ή εκ του πονηρού.
Έχουν να κάνουν και με την ανθρωπολογία της χριστιανικής πίστης, όπως και της θρησκείας εν γένει, αλλά και με αυτό που ονομάζουμε παράδοση και εκσυγχρονισμό. Ο προτεσταντικός κόσμος αντιμετώπισε αυτά τα ερωτήματα και τα έλυσε, υπερβαίνοντας την παράδοση. Προχώρησε στην χειροτονία γυναικών ως εφημερίων ενοριών, γυναικών ως επισκόπων, αποδέχτηκε και την χειροτονία ομοφυλοφίλων, ανδρών και γυναικών, χωρίς να μπορέσει ωστόσο να αποτρέψει την κρίση εμπιστοσύνης των ανθρώπων του σύγχρονου κόσμου στην χριστιανική πίστη και την αθεΐα. Στα καθ’ ημάς, τέτοιες κινήσεις αντιμετωπίστηκαν ως αλλοτρίωση εκ της αυθεντικής παραδόσεως, ως εκκοσμίκευση. Μιλούμε για την τιμή στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου και στις γυναίκες αγίες και από τον 6ο αιώνα μ. Χ. αφήσαμε τους εγγάμους εκτός επισκοπικού αξιώματος, για λόγους πρακτικούς, στην πραγματικότητα όμως επειδή θεωρούμε την παρθενία και τον μοναχισμό ανώτερη οδό σε σχέση με τον γάμο. Πώς λοιπόν να συμβαδίσουμε με την νεωτερικότητα σε τέτοιους προβληματισμούς;
Υπάρχει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Άγγλου συγγραφέα Anthony Trollope με τίτλο “Οι πύργοι του Μπάρτσεστερ”, το οποίο είναι ενταγμένο ως δεύτερο στην λογοτεχνική σειρά “Τα Χρονικά του Μπάρτσεστερ” και έρχεται ως συνέχεια του καταπληκτικού “ Επιτρόπου”. Ο Trollope (1815-1882) ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να σχολιάσει το ποια πραγματικά είναι η εκκοσμίκευση της Αγγλικανικής Εκκλησίας, προσπαθώντας να καταγράψει τέτοια ερωτήματα: είναι εκκοσμίκευση ο αγώνας εξουσίας ανάμεσα στα πρόσωπα μιας επισκοπής; συνδέεται η εξουσία με το χρήμα από τους μισθούς προνομιούχων και φτωχών ενοριών; είναι ο επίσκοπος αυθεντικός ηγέτης μιας τοπικής εκκλησίας ή άγεται και φέρεται από την αυλή του; ακολουθεί η εκκλησία τα πολιτικά πράγματα;
Μέσα από το συναρπαστικό μυθιστόρημά του ο Trollope δίνει απαντήσεις, χωρίς να κλείνει τα θέματα: η Αγγλικανική Εκκλησία είναι ένας εκκοσμικευμένος (secularized) θεσμός. Σε κάθε επισκοπή ο αγώνας δεν είναι ιεραποστολικός, δηλαδή για να συναντήσει ο κόσμος τον Χριστό και να εκκλησιοποιηθεί, να αγιάσει, αλλά για να επικρατήσουν οι χαρισματικοί και μη εις βάρος των λιγότερο κατηρτισμένων και ικανών, να συγκροτηθούν ομάδες με σκοπό την κατάκτηση θέσεων και τις καλύτερες αμοιβές. Ο επίσκοπος δεν είναι πατέρας, αλλά διοικητής. Αν μάλιστα δεν είναι ισχυρή προσωπικότητα, τότε οι στενοί συγγενείς του ή και οι συνεργάτες που ο ίδιος επιλέγει, διαγκωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα επικρατήσει, όχι για καλό του ποιμνίου, αλλά για καλό δικό τους. Στην Αγγλικανική Εκκλησία, όπου δεν υπάρχει υποχρεωτική η αγαμία των επισκόπων, εμφανίζεται και το φαινόμενο η σύζυγος του επισκόπου να ασκεί κυριαρχικό ρόλο στα πράγματα της επισκοπής, εξαναγκάζοντας όπως συχνά κάνουν οι γυναίκες, με το προτέρημα της ιδιωτικής επικοινωνίας και ζωής με τον άνδρα- σύζυγο- επίσκοπο τον τελευταίο να της αφήνει ζωτικό χώρο σε ζητήματα που δεν την αφορούν. Αλλά και όταν η σύζυγος λειτουργεί διακριτικά και με αγάπη και σεβασμό, υπάρχει η αυλή.
Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο Trollope επισημαίνει πως οι επίσκοποι και οι πρωτοσύγκελλοι διορίζονταν από την αγγλική κυβέρνηση, που σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων διαδραμάτιζαν πολιτικό ρόλο, ενώ ο τύπος (και πάλι, όπως στον “ Επίτροπο”, η εφημερίδα “Jupiter- Times”) ασκεί παρεμβάσεις υπέρ συγκεκριμένων προσώπων και όχι ανυστερόβουλα, καταλαβαίνουμε ότι η εκκοσμίκευση συνοδεύεται από την απουσία ελευθερίας της Εκκλησίας να ρυθμίσει τα του οίκου της.
Κι εδώ έρχεται να τεθεί ξεκάθαρα το ερώτημα κατά πόσον η απουσία λόγου του λαϊκού στοιχείου σχετικά με τα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη του ποιμνίου είναι υπαίτια για την εμφάνιση τέτοιων καταστάσεων. Η απουσία λογοδοσίας. Ένας κληρικαλισμός, ο οποίος διαχειρίζεται χρήματα, εξουσία, μονοπωλεί την αυθεντοποίηση και αρνείται οιαδήποτε κριτική, ασχέτως του επιπέδου αυτών που την εκφράζουν.
Ο Trollope δεν μπαίνει στο θεωρητικό ζήτημα αν πρέπει ή δεν πρέπει οι έγγαμοι να χειροτονούνται επίσκοποι. Περιγράφει όμως, ξεκάθαρα, κάποιους από τους λόγους για τους οποίους η χριστιανική παράδοση, τουλάχιστον στην καθ’ ημάς Ανατολή, αποφάσισε έτσι. Δεν σε κάνει ο γάμος προσωπικότητα που μπορείς να διαχειριστείς με επίγνωση της ευθύνης που ανέλαβες τα της Εκκλησίας, όπως και τα της οικογένειας. Αυτό βεβαίως δεν συνεπάγεται ότι η αγαμία από μόνη της είναι αρκετή για να λύσει όλα τα προβλήματα. Κι εδώ η προσωπικότητα του ανθρώπου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Ωστόσο, η Εκκλησία καλώς αποφάσισε να μην έχουν οι επίσκοποι έναν επιπλέον πειρασμό: αυτόν της εξασφάλισης της κατά σάρκα οικογένειάς τους.
Ο Trollope, θέτει στον αναγνώστη τον εξής προβληματισμό: “Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος είναι να πιστέψει πως τα καλά του κόσμου ετούτου δεν αξίζουν για να τα κερδίσει κανείς. Και είναι ένα λάθος που δεν συμβαδίζει με τη θρησκεία σας. Γιατί άραγε επιτρέπει ο Θεός οι επίσκοποί του, ο ένας μετά τον άλλον, να κερδίζουν πέντε χιλιάδες και δέκα χιλιάδες τον χρόνο αν τα πλούτη ήταν κακά και δεν άξιζε να τα κερδίσει κανείς; Για κάποιον προορίζονται, και ό,τι είναι καλό για τους λαϊκούς σίγουρα δεν μπορεί να είναι κακό για τους κληρικούς. Προσπαθείτε να τα περιφρονήσετε όλα αυτά, αλλά μόνον προσπαθείτε, δεν τα καταφέρνετε” (σελ. 578). Εδώ ο συγγραφέας επισημαίνει μια μεγάλη αλήθεια: είναι λίγοι οι πιστοί, και κληρικοί και λαϊκοί, που εμπιστεύονται την ζωή τους στην πρόνοια του Θεού και στον κόπο τους, χωρίς άγχος για τα υλικά. Στο μυθιστόρημα δεσπόζουν ο κ. Χάρντινγκ, ο τέως Επίτροπος, ο ιερέας Άραμπιν και η εξαιρετική Έλινορ, κόρη του κ. Χάρντινγκ, οι οποίοι δεν κινούνται με κριτήριο την δική τους αυτάρκεια και καλοπέραση, αλλά δοξάζουν τον Θεό για όσα επιτρέπει να έχουν. Πιστεύουν δηλαδή. Οι υπόλοιποι, ο καθένας για διαφορετικούς συνήθως λόγους, διαγκωνίζονται για τα γήινα, προσποιούμενοι ότι τηρούν τα ουράνια.
Θέλει ο Θεός να μην παλέψουμε για καλυτέρευση της ζωής μας; Προφανώς και δεν είναι η κλήση του καθενός να ζει εν πενία ή εν ακτημοσύνη. Η παράδοσή μας μιλά για την απουσία προσκόλλησης στα υλικά αγαθά. Θέλει πολλή πνευματικότητα για να μπούμε στον δρόμο αυτό και η χριστιανική Εκκλησία δεν δείχνει πάντοτε να αποτελείται από πρόσωπα που λειτουργούν έτσι: πιστεύοντας!
Τέλος, ένα από τα αγαπημένα θέματα του Trollope είναι η αξία των μεταρρυθμίσεων στην εκκλησιαστική πορεία. Ο συγγραφέας και πάλι μας δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι καινοτομίες που θα φέρουν την Εκκλησία κοντά στον κόσμο, αλλά η αυθεντικότητα. Και αυθεντικότητα σημαίνει νας ζεις, να μιλάς, να εργάζεσαι, κατά πώς πιστεύεις. Κατά το Ευαγγέλιο δηλαδή. Αυτός ο δρόμος είναι δύσκολος, διότι χρειάζεται την απόταξη του ήθους της εξουσίας και την υιοθέτηση της αγάπης, κάποτε σταυρικής και θυσιαστικής. Και σήμερα, η εξουσιαστικότητα δεν θεωρείται εύκολα αποδεκτή. Είναι μία από τις βαθιές μεταρρυθμίσεις της νεωτερικότητας στην σκέψη του ανθρώπου. Μπορεί από κάποιους συντηρητικούς να χαρακτηρίζεται και να απορρίπτεται ως ορθολογισμός, όμως η επίκληση στην αυθεντία της θέσης και του αξιώματος δεν πείθει. Η αγάπη όμως, όπως επίσης και το παράδειγμα, ακόμη κι αν δεν εξασφαλίζουν την αποδοχή όλων, ιδίως των εγωκεντρικών, προβληματίζουν. Το ίδιο και η ικανότητα, το ανοιχτό πνεύμα, η βίωση νοήματος, η ανοχή και ο σεβασμός στον άλλον. Δεν χρειαζόμαστε μια Εκκλησία που μάχεται φοβικά, αλλά εκείνην που κατανοεί συγχωρητικά και μιλά με ηρεμία για την αλήθεια που πιστεύει και θέλει να ζει!
“Η ήρεμη ειλικρίνεια με την οποία ο κύριος Άραμπιν αποδέχτηκε εν μέρει την κατηγορία εναντίον του και εν μέρει την αποποιήθηκε ξάφνιασε την Έλινορ. Ήτα συνηθισμένη όλη της τη ζωή ν’ ακούει συζητήσεις μεταξύ κληρικών, αυτό όμως το ζητημα αντιμετωπιζόταν κατά κανόνα όπλως όλα τα θέματα της καθημερινής ζωής και δεν την είχε αγγίξει. Πάντοτε υπήρχε ένας σκληρός πυρήνας κοσμικότητας, που είχε σχέση με την επιθυμία χρήματος ή ισχύος, στις αντεγκλήσεις που άκουγε, δεν υπήρχε η αναζήτηση της αλήθειας ούτε ο πόθος για τη θρησκευτική αγνότητα. Στο περιβάλλον της όλοι το θεωρούσαν δεδομένο ότι έχουνε αναμφισβήτητα δίκιο, ότι δεν υπάρχει λόγος για ν’ αμφιβάλλουν κι ότι η σκληρή δουλειά που χρειάζεται για να διαπιστωθεί ποιο ακριβώς είναι το καθήκον ενός κληρικού είχε ήδη γίνει και το μόνο που έμενε σ’ έναν δραστήριο κληρικό ήταν ν’ αντιμάχεται τους πάντες” (σελ. 314). Για τον συγγραφέα η γκρίνια, η κριτική απόρριψη, η στράτευση, το αίσθημα ότι δεν χωρά διάλογος, αποτελούν πληγές!
Όσοι από εσάς νιώσετε ότι αυτές οι γραμμές στην ουσιαστική τους πλευρά αφορούν και εμάς ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα αποκομίσετε πολλά και καλά από την ανάγνωση του μυθιστορήματος αυτούς, πέρα από την λογοτεχνική απόλαυση! Σημειώνουμε τα της εξαιρετικής εκδόσεως!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 23 Αυγούστου 2019
Θεματολογικές ετικέτες