Ομιλία

Τα μοναστήρια των Βενεδικτίνων ως… SCHOLA DEI

Diversity-Equity-Inclusion

Ποικιλομορφία-Ισοτιμία-Ένταξη

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια διάλεξη που δόθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2024 στο Πρίνστον από τον επίσκοπο Trondheim Erik Varden, στο πλαίσιο ενός συνεδρίου που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Ακινάτη με θέμα: Πέρα από το αδιέξοδο – Θεολογικές προοπτικές για το D.E.I..

Το μοναστήρι ως SCHOLA DEI

Στον πρόλογό του στον Ιερό Κανόνα, που γράφτηκε στα τέλη του πέμπτου αιώνα και έμελλε να γίνει, εν αγνοία του συγγραφέα του, μια βασική πηγή για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο Άγιος Βενέδικτος αποκαλεί το μοναστήρι, με έναν όρο που διέθετε ακόμη στην εποχή του γοητευτικές δυνατότητες, dominici schola servitii. Αυτή η φράση αποδίδεται συνήθως ως «σχολείο της υπηρεσίας του Κυρίου», υπονοώντας την εικόνα ενός γενειοφόρου γέροντα μοναχού στη μονή του, ο οποίος καθοδηγεί τους δόκιμους στην αλφαβήτα της ασκητικής ζωής. Ο συνειρμός δεν είναι εντελώς λανθασμένος, αλλά ανεπαρκής. Μια σχολή στη λατινική αρχαιότητα δεν ήταν ένας θεσμός που έμοιαζε πολύ με αυτό που σκεφτόμαστε σήμερα ως «σχολείο». Κάτι από την αρχαία έννοια διατηρήθηκε στα ιταλικά. Οι επισκέπτες της Βενετίας θα γνωρίζουν τη Σχολή του San Rocco ή του San Teodoro. Οι βενετσιάνικες scuole ήταν λαϊκές ενώσεις που άλλοτε έμοιαζαν με συνδικάτα, άλλοτε με λέσχες αλλοδαπών, μικροκοινωνίες στο πλαίσιο της Δημοκρατίας, οι οποίες παρείχαν στα μέλη τους ευημερία, κοινωνική συνοχή και επαγγελματική υποστήριξη. Σκεφτείτε, επίσης, τους ζωγράφους της Αναγέννησης των οποίων οι μαθητές παρήγαγαν έργα υπό την καθοδήγησή τους, πίνακες που οι επιμελητές σήμερα αποδίδουν στη «Σχολή του Μιχαήλ Άγγελου» ή στη «Σχολή του Τιτσιάνο». Οι συσχετισμοί αυτοί μας βοηθούν να κατανοήσουμε το σχέδιο των Βενεδικτίνων με τους δικούς τους όρους.

Η σχολή για την οποία μιλάει ο Βενέδικτος είναι ένας τόπος στον οποίο μεταδίδεται η γνώση, ναι· ακόμη πιο ουσιαστικά είναι ένας τόπος δράσης στον οποίο δημιουργείται κάτι νέο. Αυτό το κάτι είναι ένα νέο μοντέλο κοινότητας που δεσμεύει τους ανθρώπους ελεύθερα μεταξύ τους μέσω ενός συμφώνου ζωής και ενός σαφούς σκοπού. Γιατί προσέξτε: ο Βενέδικτος τονίζει ότι ο Κανόνας του είναι για «την ισχυρή φυλή των κοινοβίων», δηλαδή των ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να προάγουν τη συντροφικότητα, έστω και με κάποιο κόστος για τις επιθυμίες ή την άνεσή τους. Η λέξη «coenobite» προέρχεται από τα ελληνικά κοινόβιο-κοινοβιάτες. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το επίθετο κοινός και το βίος, που σημαίνει «ζωή», όπως στη «βιολογία», τη συζήτηση για τα έμβια όντα. Στο πρώτο κεφάλαιο του κανόνα, ο Βενέδικτος αντιπαραβάλλει τους κοινοβιάτες με τρεις άλλους τύπους μοναχών. Ας τους εξετάσουμε εν συντομία. 

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν οι ερημίτες που πηγαίνουν «από τη γραμμή της μάχης, όπου βρίσκονται σε παράταξη με τους αδελφούς τους, στη μοναχική μάχη της ερήμου». Η επιλογή των πολεμικών εικόνων από τον Βενέδικτο είναι αποκαλυπτική. Είναι ανόητο να βγαίνει κανείς στην έρημο, ένα επικίνδυνο μέρος, χωρίς να έχει πρώτα παλέψει ώμο με ώμο με άλλους σε μια σχολή πειθαρχίας. Ο χριστιανός ερημίτης δεν είναι απλά κάποιος απομονωμένος από όλους και από όλα. Η μάχη του υποκινείται από την παγκόσμια φιλανθρωπία. Αποκομμένος από τα πάντα, κατά τη φράση του Ευαγγέλου, είναι ενωμένος με όλους και κάνει την προσφορά του για λογαριασμό όλων. Για να πραγματοποιηθεί αυτός ο σκοπός, η αγάπη του πρέπει να αφυπνιστεί, να εξαγνιστεί και να δοκιμαστεί μέσα στην ανθρώπινη συναναστροφή. Το χριστιανικό ήθος είναι επιφυλακτικό απέναντι στη χρήση αφηρημένων εννοιών. Απαιτεί την επικύρωση με όρους πραγματικής φιλανθρωπίας. Αυτή η απαίτηση το διαφοροποιεί από τις ιδεολογίες των οποίων ο σκοπός μπορεί να είναι μεγαλειώδης, αλλά τα μέσα για την επίτευξή του είναι κακοφτιαγμένα, όπως αυτό των Rusanovs στην Καρκινική Πτέρυγα του Solzhenitsyn, οι οποίοι αγαπούσαν «τον Λαό, τον μεγάλο τους Λαό, υπηρετούσαν τον Λαό και ήταν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους για τον Λαό», αλλά οι οποίοι «έβρισκαν τον εαυτό τους όλο και λιγότερο ικανό να ανεχθεί τα πραγματικά ανθρώπινα όντα, αυτά τα πεισματάρικα πλάσματα που πάντα αντιστέκονταν, αρνούμενα να κάνουν ό,τι τους έλεγαν και, εκτός αυτού, απαιτούσαν κάτι για τον εαυτό τους». Η κοινοβιακή πειθαρχία απαλλάσσει τον άνθρωπο από τις ψευδαισθήσεις για την ανθρωπότητα και για τον εαυτό του. Τον μαθαίνει να αντιμετωπίζει την ανθρωπότητα στην πολυπλοκότητά της, με τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιφάσεις της, τους θορύβους και τις μυρωδιές της, και με την ικανότητά της για μεγαλείο. Αντί να ονειρεύεται ανιαρά έναν νοητό «Λαό», μαθαίνει, μέσα από τη μάχη, να αγαπά τους ανθρώπους όπως είναι.

Ακολουθούν οι Σαραμπίτες. Κανείς δεν ξέρει τι δηλοί αυτό το όνομα, αλλά σημαίνει παρεκτροπή. Ο Βενέδικτος αποκαλεί τους Σαραμπίτες απεχθείς, «monachorum taeterrimum genus», μια δυνατή λέξη για να βγαίνει από την πένα ενός τόσο μετρημένου στο λόγο. Όταν διαβάζουμε πώς τους περιγράφει, ντρεπόμαστε. Διότι οι Σαραμπίτες μοιάζουν απροσδόκητα με εμάς. Ο χαρακτήρας τους είναι «μαλακός σαν μολύβι». Αν και θρησκευόμενοι στην εμφάνιση, δείχνουν με τις πράξεις τους ότι είναι «ακόμα πιστοί στον κόσμο». Συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες ομοϊδεατών τους, ώστε να μην τους ενοχλεί κανείς στις αντιλήψεις τους. «Ο νόμος τους είναι αυτό που τους αρέσει να κάνουν, δηλαδή ό,τι τους αρέσει! Οτιδήποτε πιστεύουν και επιλέγουν, το ονομάζουν ιερό· οτιδήποτε δεν τους αρέσει, το θεωρούν απαγορευμένο». Το παράδειγμα μάς επιτρέπει να ονομάσουμε ομάδες που συναντάμε στην καθημερινή ζωή, οι οποίες «κλείνονται στο δικό τους μαντρί». Ο πειρασμός είναι πραγματικός. Απαιτείται επαγρύπνηση. 

Τέλος, ο Βενέδικτος παρουσιάζει τις γυρολόγους-κυκλευτές. Ένας γυρολόγος είναι κυριολεκτικά κάποιος που κάνει κύκλους. Περιφρονεί τη γραμμικότητα και ως εκ τούτου είναι απίθανο να σημειώσει οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο. Ο γυρολόγος είναι ταυτόχρονα μοναχικός λύκος, ον καταναλωτικό που αιχμαλωτίζεται εύκολα από τις εντυπώσεις και σφουγγάρι. Οι γυρολόγοι-κυκλευτές, διαβάζουμε στον κανόνα, είναι «πάντα σε κίνηση, δεν εγκαθίστανται ποτέ μόνιμα σε ένα μέρος, σκλάβοι της εγωπάθειας και των χυδαίων ορέξεών τους». Χτυπούν στρατηγικά πολλές διαφορετικές πόρτες, πάντα φιλοξενούμενοι στα σπίτια των άλλων, χωρίς ποτέ να μένουν για πολύ, αλλά πάντα γεμίζοντας την κοιλιά τους, ανίκανοι να στήσουν ένα μόνιμο σπίτι για τον εαυτό τους. Κι εδώ αναγνωρίζουμε έναν τύπο ανθρώπου που κυκλοφορεί δίπλα μας στην εποχή μας, όπου η κυκλική κίνηση που είναι καταδικασμένη να μη καταλήγει σε άφιξη, σε κάποιο τέρμα, εκτυλίσσεται, όχι μόνο στον υλικό χώρο ή στα περίπλοκα όρια του μυαλού ενός ατόμου, αλλά και στα απέραντα, άνυδρα απόβλητα του διαδικτύου. Από κάθε άποψη, λέει ο Βενέδικτος, οι γυρολόγοι «είναι χειρότεροι από τους Σαραμπίτες». Αποκλείουν τον εαυτό τους από το να φτάσουν κάποτε στην ευτυχία. Αρκετά είπαμε.

Αυτή η σύντομη επισκόπηση, μια βενεδικτίνικη κοινωνιολογία των τύπων μοναχών, μας δίνει μια ιδέα των βασικών μαθημάτων που μεταδίδονται στο dominici schola servitii. Μαθαίνει κανείς, εκεί, την αυτογνωσία που είναι ζωτικής σημασίας για κάθε κοινωνικό εγχείρημα· μαθαίνει την επιμονή και την ταπεινότητα παραμένοντας με την πάροδο του χρόνου σε μια αφοσιωμένη κοινωνία με τους άλλους· μαθαίνει να μετριάζει τις ορέξεις του και να ηρεμεί τον θυμό του· μαθαίνει να διακονεί με φιλανθρωπία· και μαθαίνει την υπομονή, αυτό το χριστιανικό χαρακτηριστικό, που έχει δυνητικά μεγάλο ηθικό εκτόπισμα. 

Με χριστιανικούς όρους, νομίζω ότι είναι θεμιτό να επαναπροσδιορίσουμε αυτό το σχολείο ως SCHOLA DEI. Η δομή της Γενικής Πρότασης διατηρεί, στα λατινικά, δύο έννοιες. Μπορεί να αναφέρεται στο αντικείμενο της μάθησης. Στην προκειμένη περίπτωση, στη ζωή σύμφωνα με την πρόσκληση του Θεού, που αποκαλύφθηκε στον Χριστό. Και μπορεί να αναφέρεται στο υποκείμενο της διδασκαλίας, τον ίδιο τον Θεό, που εργάζεται μέσω ανθρώπινων μέσων και περιστάσεων. Δεν είναι, λοιπόν, από απλή επιπολαιότητα που έχω τιτλοφορήσει την ομιλία μου υιοθετώντας το ακρωνύμιο του θέματος του συνεδρίου μας. Στην πραγματικότητα, οι αξίες της πολυμορφίας, της ισοτιμίας και της ενσωμάτωσης καθορίζουν το εγχείρημα του Βενέδικτου. Για μιάμιση χιλιετία ο κανόνας του έχει αποδειχθεί παράδειγμα για την ικανοποιητική ανθρώπινη συνύπαρξη. Μήπως έχει κάτι να μας πει σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε τώρα, το 2024 μ.Χ.; Νομίζω πως ναι. Θα εξετάσω λοιπόν τα στοιχεία της DEI σε μια βενεδικτίνεια προοπτική. Είναι λογικό να ξεκινήσουμε από την «ένταξη». Επομένως, θα εξετάσω τα αρχιγράμματα με αντίστροφη σειρά.  

Ένταξη

Το μοναστήρι των Βενεδικτίνων είναι κατ’ αρχήν, και στην πράξη, ένα μέρος όπου όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Είναι φιλόξενο. Ένα μοναστήρι «δεν είναι ποτέ χωρίς επισκέπτες», λέει ο Βενέδικτος, για τον οποίο αυτή η διαβεβαίωση είναι απλώς μια περιγραφή του πώς είναι και πώς πρέπει να είναι τα πράγματα. Αυτή η σφιχτοδεμένη, τακτική κοινωνία έχει ένα εύθραυστο όριο. Μέρος της άσκησής της είναι η ετοιμότητα να ενοχλείται από ανθρώπους που εμφανίζονται και χρειάζονται χρόνο, προσοχή και φιλεύσπλαχνη βοήθεια. Διότι οι επισκέπτες για τους οποίους μιλάμε δεν είναι απλώς ευσεβείς ησυχαστές που έρχονται για λίγες μέρες ξεκούραστης σιωπής. Ο κανόνας μιλάει για «φτωχούς ανθρώπους και προσκυνητές», με τον τελευταίο όρο να σημαίνει, «άνθρωποι που έφτασαν έξω από τη μονή», σε ένα ταξίδι ένας Θεός ξέρει από πού, ίσως απλά σε αναζήτηση βιοπορισμού. Σ’ αυτούς, μας λένε, ο Χριστός γίνεται ιδιαίτερα δεκτός. Πρέπει να τους υποδεχτούμε με «μεγάλη φροντίδα και ενδιαφέρον», με ευγένεια.

Το πώς πρέπει να γίνει αυτό φαίνεται σε δύο συγκεκριμένες συμβουλές. Την πρώτη τη βρίσκουμε στο κεφάλαιο για τον αχθοφόρο, ο οποίος είναι ένας ζωντανός αγωγός μεταξύ των κατοίκων του κοινοβίου και του γύρω κόσμου. Είναι το δημόσιο πρόσωπο του μοναστηριού και ταυτόχρονα, ενώπιον της κοινότητας, πρεσβευτής όσων προσέρχονται στην πόρτα. Πρέπει να είναι ένας senex sapiens, «ένας σοφός γέροντας». Αυτός ο τίτλος έχει μια σεβάσμια πτυχή που υποδηλώνει ωριμότητα διορατικότητας και φιλανθρωπίας. Φέρει, επίσης, μια νότα χιουμοριστικού ρεαλισμού. Η ηλικία του θυρωρού, λέει ο Βενέδικτος, «θα τον εμποδίσει να περιφέρεται». Θα είναι ικανός να κάθεται ήσυχα στο κατάλυμά του – και τι να κάνει; Κατά κύριο λόγο, η δουλειά του είναι να περιμένει. Είναι εκεί για να διασφαλίσει ότι όποιος χτυπήσει την πόρτα δεν θα μείνει χωρίς μια φιλική υποδοχή και μια καλή κουβέντα.

«Μόλις κάποιος χτυπήσει ή κάποιος φτωχός φωνάξει, απαντά: “Ευχαριστίες στον Θεό” ή “Την ευλογία σας, παρακαλώ”· στη συνέχεια, με όλη την ευγένεια που πηγάζει από τον φόβο του Θεού, δίνει μια άμεση απάντηση με τη ζεστασιά της αγάπης.

Η ευγένεια, η ταχύτητα και η ζεστασιά της αγάπης πρέπει να προσφέρονται σε όλους. Ο αχθοφόρος κινητοποιείται με αυτούς τους όρους πριν καν δει με ποιον έχει να κάνει. Χαιρετίζοντας το χτύπημα της πόρτας με την ευχετική προσφώνηση: «Deo gratias», χρησιμοποιεί τον τύπο που χρησιμοποιείται στη λειτουργία για να υμνήσει τον λόγο του Θεού. Στις ανάγκες ενός ξένου υποδέχεται, και προσπαθεί να κατανοήσει, ένα θείο κάλεσμα. Μπορεί επίσης να φωνάξει, «Benedic», δηλαδή, «Την ευλογία σας, παρακαλώ!», έχοντας επίγνωση ότι κάθε ανθρώπινο ον, όσο άπορο και αν είναι, είναι φορέας κάποιας μοναδικής καλοσύνης που πρέπει να ληφθεί ως δώρο από τον Θεό. Από την αρχή, η συνάντηση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού της μονής χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα και, συνεπώς, από σεβασμό. 

Ο φιλοξενούμενος είναι εξ ορισμού ένα ταξιδιάρικο πουλί. Τι γίνεται με εκείνους που έρχονται για να εγκατασταθούν; Εδώ υπάρχει μια αξιοσημείωτη διαφορά. Εκεί που ο επισκέπτης γίνεται δεκτός με εξαιρετική ευγένεια, ο επίδοξος αρχάριος δοκιμάζεται. Ο κανόνας προστάζει: «Μην επιτρέπετε στους νεοεισερχόμενους εύκολη είσοδο». Στη συνέχεια προδιαγράφει μια μεταχείριση που μπορεί να μας φαίνεται λίγο άγρια:   

«αν κάποιος έρχεται και συνεχίζει να χτυπάει την πόρτα, και αν στο τέλος τεσσάρων ή πέντε ημερών έχει δείξει υπομονή στο να αντέξει τη σκληρή μεταχείριση και τη δυσκολία εισόδου και επιμένει στο αίτημά του, τότε θα πρέπει να του επιτραπεί να εισέλθει και να μείνει στον ξενώνα για λίγες ημέρες.»

Κατά τη διάρκεια της αναμονής του είτε θα έχει κατασκηνώσει έξω είτε θα μπαινοβγαίνει συνεχώς. Η λέξη-κλειδί σε αυτό το απόσπασμα είναι «υπομονή». Η διαδικασία που περιγράφει ο Βενέδικτος σκοπεύει να βοηθήσει τον υποψήφιο να εξετάσει τον εαυτό του και τα κίνητρά του. Είναι αυτό που πραγματικά θέλει; Έχει τη δύναμη να παραμείνει σε αυτό; Αυτά είναι βασικά ερωτήματα που πρέπει να τίθενται σε οποιονδήποτε επιδιώκει να γίνει μέλος μιας σταθερής ανθρώπινης κοινότητας.

Όποιος αντέξει τις δοκιμασίες, θα εισαχθεί ως δόκιμος στο μοναστήρι, όπου θα τον φροντίζει «ένας ανώτερος που έχει επιλεγεί για την ικανότητά του να κερδίζει ψυχές». Αυτός ο έμπειρος μοναχός έχει ένα κύριο καθήκον: να ελέγξει «αν ο δόκιμος αναζητά πραγματικά τον Θεό». Αυτό είναι πραγματικά το μοναδικό κριτήριο του Βενέδικτου για τη διάκριση της κλήσης. Έχει μια κατεξοχήν πρακτική πλευρά. Ο δόκιμος πρέπει να εξετάσει αν αυτό που αναζητά είναι αυτό που προτείνει η κοινότητα. Αν οι προσωπικοί του στόχοι ευθυγραμμίζονται με εκείνους ανάμεσα στους οποίους επιθυμεί να στήσει τη σκηνή του. Η γόνιμη, ειρηνική συνύπαρξη προϋποθέτει ενότητα οράματος. Ο νεοεισερχόμενος διδάσκεται επομένως, για το καλό του, ένα μάθημα ρεαλισμού. Εξωτερικά, αυτό περιλαμβάνει έναν απολογισμό «των κακουχιών και των δυσκολιών που θα τον οδηγήσουν στον Θεό». Πρέπει να εξοικειωθεί με τον μοναστικό κανόνα. Κατά τη διάρκεια της μύησής του, του διαβάζεται τρεις φορές ολόκληρος. Του λένε: «Αυτός είναι ο νόμος υπό τον οποίο επιλέγεις να υπηρετήσεις. Αν μπορείς να τον τηρήσεις, έλα μέσα. Αν όχι, μπορείς να φύγεις». Η έμφαση στην ελευθερία είναι κεφαλαιώδης. Πηγάζει από το υπόβαθρο της χριστιανικής υπόστασης. Αλλά αυτή η επιταγή της ελευθερίας διατυπώνεται ενόψει της θυσίας, όχι της ναρκισσιστικής αυτοπραγμάτωσης. Τα ανθρώπινα όντα υπάρχουν, από χριστιανική άποψη, για την αυτοπροσφορά, για τη δέσμευση στην αλήθεια της στοργής τους. Η Σαραμπιτική απόσυρση ή οι αόριστες γυρολογίες δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη λαχτάρα της ψυχής τους. Για να μεγαλώσει ο άνθρωπος, πρέπει να εξαγνίσει και να κατευθύνει ελεύθερα τη θέλησή του. 

Ο δόκιμος πρέπει για το λόγο αυτό να γνωρίσει τον εαυτό του. Τι με κινεί; Τι με κάνει να φοβάμαι; Τι επιθυμώ; Πού είμαι δέσμιος; Πού χρειάζομαι περιορισμό; Το μεγάλο έβδομο κεφάλαιο του κανόνα, «Περί ταπεινοφροσύνης», είναι ένα εγχειρίδιο τέτοιας έρευνας, που πρέπει να διεξάγεται ενώπιον του Θεού με μια λογική έμπιστης υπακοής σε έναν πνευματικό πατέρα, διότι η «ένταξη» εδώ συνεπάγεται την εμπιστοσύνη σε μια προσωπική κοινωνία, όχι απλώς τη χάραξη ενός χώρου για τον εαυτό μας. Η μοναστική παιδαγωγική της αυτογνωσίας διαφέρει από τους ελιγμούς μέσα στον κωδικοποιημένο με αριθμούς ιστό του εννεαγράμματος. Πραγματοποιείται για να επιτρέψει, όχι απλώς την αυτοαποδοχή, που δεν είναι παρά ένα προπαιδευτικό στάδιο, αλλά την αυτο-υπερβατικότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αδελφικές σχέσεις αποτελούν πάντα την οξεία δοκιμασία της γνήσιας προόδου. Οι εντολές του κανόνα είναι σαφείς: «Βοηθήστε τους ταραγμένους και παρηγορήστε τους θλιμμένους. […] Μην ενεργείτε με θυμό και μην κρατάτε κακία. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε δόλο. Ποτέ μη δίνεις έναν κενό χαιρετισμό ειρήνης ή μην απομακρύνεσαι όταν κάποιος χρειάζεται την αγάπη σου». Όταν τέτοιες αντιδράσεις, με την αλληλεπίδραση της αποφασιστικότητας και της χάρης, γίνονται σιγά σιγά δεύτερη φύση, ο μοναχός παύει να είναι ένας δανεικός άσος μέσα σε ένα ασταθές σπίτι από τραπουλόχαρτα. Αντίθετα, γίνεται συστατικό μέρος ενός ζωντανού σώματος, μπολιασμένο σε αυτό που ο Βενέδικτος αποκαλεί corpus monasterii ως ζωντανό μέλος. Και δεν είναι πράγματι αλήθεια, ότι η γνήσια «ένταξη» είναι ένα θέμα ενσωμάτωσης, που απαιτεί ζωτικές, λεπτές μεταγγίσεις από τον οργανισμό υποδοχής και αντίστροφα, για την ευημερία του συνόλου; 

Ισοτιμία 

Η λέξη «ισοτιμία» είναι πολυσήμαντη. Συνήθως χρησιμοποιείται στον οικονομικό χώρο για να δηλώσει μετοχές ή μερίδια που αλλάζουν χέρια, αγοράζονται και πωλούνται για να αποφέρουν εισόδημα. Όταν ακούμε να λέγεται «ισοτιμία-ίδια κεφάλαια», είμαστε συνηθισμένοι να ρωτάμε: «Τι κερδίζω εγώ;» Στο πλαίσιο της DEI, η ηθική έννοια της «ισοτιμίας» είναι φυσικά στο προσκήνιο. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε κατά νου τον οικονομικό, θα μπορούσαμε να πούμε καπιταλιστικό, αντίλαλο. Αυτό συμφωνεί με έναν ορισμό της «ισοτιμίας» που βρήκα σε ένα άρθρο του 2022 που δημοσιεύθηκε από την McKinsey & Company:

«Η ισοτιμία αναφέρεται στη δίκαιη μεταχείριση όλων των ανθρώπων, έτσι ώστε οι κανόνες, οι πρακτικές και οι πολιτικές που εφαρμόζονται να διασφαλίζουν ότι η ταυτότητα δεν είναι προγνωστικός παράγοντας για τις ευκαιρίες ή τα αποτελέσματα στο χώρο εργασίας. Η ισοτιμία διαφέρει από την ισότητα με έναν ανεπαίσθητο αλλά σημαντικό τρόπο. Ενώ η ισότητα προϋποθέτει ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης, η ισοτιμία λαμβάνει υπόψη τις μοναδικές συνθήκες ενός ατόμου, προσαρμόζοντας ανάλογα τη μεταχείριση, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ίσο.»

Αλλά ίσο με ποιους όρους; Εδώ υπάρχει περιθώριο εφαρμογής αντίστοιχο με εκείνο των γουρουνιών του Όργουελ, οι οποίοι σε ένα μανιφέστο ισότητας δήλωσαν ότι «όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά είναι πιο “ίσα” από τα άλλα». Ο ορισμός της ισοτιμίας από την McKinsey συνδέεται με τις έννοιες του δικαιώματος. Η αφετηρία του είναι η «ταυτότητα». Η ταυτότητα κανενός δεν πρέπει να είναι εκ των προτέρων «προγνωστικό των ευκαιριών ή […] των αποτελεσμάτων». Στο σημείο αυτό δημιουργείται ένταση. Οι «ευκαιρίες» ανήκουν στη σφαίρα της αντικειμενικής αναφοράς, ενώ η «ταυτότητα», στον κόσμο στον οποίο ζούμε, είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική. Ως εκ τούτου, πρόκειται για ιερό έδαφος, διότι κανείς δεν πρέπει να αμφισβητήσει την αντιληπτή ή προβαλλόμενη αίσθηση του εαυτού του άλλου. Αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να εμβαθύνουμε σε αυτό το πρόβλημα. Η άποψή μου είναι η εξής, απλά: στον σημερινό κοσμικό λόγο, η «ταυτότητα» σημαίνει απόκτηση, οι μετοχές που επενδύω σε εταιρικές επιχειρήσεις, αναμένοντας ότι αυτές θα αντιστοιχούν χωρίς καμία επιφύλαξη στο προσδοκώμενο περιθώριο κέρδους μου.

Αν γυρίσουμε πίσω στον κανόνα, θα βρεθούμε να ασχολούμαστε με άλλες κατηγορίες. Ως νομοθέτης, ο Βενέδικτος ασχολείται με τη δικαιοσύνη. Για να εφαρμόσει αυτή την αρετή στην πράξη, αντιλαμβάνεται τη «δικαιοσύνη» με όρους «εξισορρόπησης». Ο Βενέδικτος παρασύρεται λιγότερο από την «ισότητα» από ό,τι οι σύγχρονοι θεωρητικοί. Η εμπειρία τον έχει διδάξει ότι μπορεί να είναι ένας καταπιεστικός όρος, αναίσθητος στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Πάρτε τα κεφάλαιά του για το σωστό μέτρο του φαγητού και του ποτού. Παρέχει έναν κανόνα, έναν αρκετά άφθονο (ένα κιλό ψωμί και μισή φιάλη κρασί ανά μοναχό την ημέρα), για να τονίσει ότι «ο καθένας έχει το δικό του δώρο από τον Θεό, άλλο αυτό και άλλο εκείνο», οπότε «με κάποια ανησυχία καθορίζουμε την ποσότητα φαγητού και ποτού για τους άλλους». Αυτό που είναι σωστό για τον έναν είναι πολύ λίγο ή πάρα πολύ για τον διπλανό του. Όταν η εργασία είναι βαριά και ο καιρός ζεστός, ο ηγούμενος μπορεί να ασκεί διακριτική μεταχείριση, φροντίζοντας να λαμβάνει ο καθένας ό,τι χρειάζεται, φροντίζοντας μόνο «να αποφεύγεται η υπερβολή, για να μην βιώσει κάποιος μοναχός κάποια υπερβολή».

Αυτό το ρεαλιστικό απόσπασμα εκφράζει το ύφος του κανόνα σε θέματα δικαιοσύνης, θέτοντας ως δείκτη ταυτότητας πρώτα την χαρισματικότητα και μετά την αδυναμία. Η ενσωμάτωση ενός μέλους εμπλουτίζει το σώμα· ταυτόχρονα, οι αδυναμίες του καθενός επηρεάζουν το σύνολο. Η λήψη ενός δώρου απαιτεί την έκφραση ευγνωμοσύνης· η αντιμετώπιση της ανάγκης, απαιτεί την επίδειξη ελέους. Αυτές οι συμπληρωματικές αντιδράσεις οικοδομούν τη μοναστική κοινωνία και δείχνουν, από κοινού, προς μια αρχή που την καθορίζει: Ο Βενέδικτος τονίζει ότι οι μοναχοί πρέπει να «τιμούν» ο ένας τον άλλον. Πρέπει να σέβονται, δηλαδή, την αναπόσπαστη διαφορετικότητα του άλλου, να έχουν συνείδηση του μυστηρίου που ο καθένας ενσαρκώνει, διακρίνοντας στον άλλον μια αντανάκλαση της Εικόνας βάσει της οποίας όλοι είναι μοναδικά φτιαγμένοι. Ευγνωμοσύνη, έλεος, τιμή. Αν μας ενδιαφέρει η ισότητα, αυτές είναι οι ιδιότητες από τις οποίες αναγνωρίζεται. 

Όσον αφορά τις «ευκαιρίες» και τα «αποτελέσματα», ο Βενέδικτος δεν εστιάζει στο ιδιωτικό κέρδος. Πράγματι, όσοι εισέρχονται στη βενεδικτίνικη κοινωνία παραιτούνται από τις προοπτικές κέρδους για πάντα, προσφέροντας το πρόσωπό τους στις διανοητικές, ηθικές και σωματικές πτυχές του. Η μικροφιλοδοξία, όπως αυτή του τεχνίτη που επιδιώκει τη διάκριση από τα προϊόντα του, και η κρυφή αποθησαύριση, οι κρυψώνες κάτω από το στρώμα, θέτουν σε κίνδυνο την υπερφυσική και κοινωνική δέσμευση του μοναχού. Κατρακυλώντας σε τέτοιες πλαγιές, ατιμάζει τον εαυτό του. Η τελειότητα της ζωής του είναι υπερβατική: «Ώστε σε όλα να δοξάζεται ο Θεός». Αυτός ο στόχος επιδιώκεται με τη ζωή της λατρείας· επιχειρώντας να υποστασιοποιηθεί η εργασία με τον τρόπο που την γνώρισε πρώτος ο Αδάμ, ως μακαριότητα (διότι η αμαρτία ήταν αυτή που έκανε την εργασία κοπιαστική)· με την χαρά που μοιράζεται, με το διακαή πόθο για «καλές μέρες» να αποτελεί “επαγγελματική” προϋπόθεση και  απαίτηση για τους μοναχούς, και με τη σταδιακή απελευθέρωση από τον πιο σκληρό τύραννο, τον οποίο ο Βενέδικτος αποκαλεί voluntas propria, «αυτοθέληση» (-ίδιο θέλημα), το σύνολο δηλαδή των οικείων εθισμών και εμμονών μου, των ιδεοληψιών και των λόγων αυτολύπησης, των προτύπων σκέψης και συμπεριφοράς που με κλείνουν στον εαυτό μου και με απομακρύνουν από τους άλλους. Μια τέτοια εκούσια εκκοπή του ιδίου θελήματος δεν αποτελεί εξάλειψη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Ο Βενέδικτος θα απέφευγε εντελώς την ιδέα να γίνει ο άνθρωπος ένα αυτόματο μηχάνημα. Αυτό που πρέπει να εκλείψει είναι η τάση μου να βλέπω τον εαυτό μου ως τον ήλιο σε ένα σύμπαν σβησμένων άστρων, ένας πειρασμός που, παρ’ όλο τον προφανή παραλογισμό του, είναι εκπληκτικά δύσκολο να εξαλειφθεί. 

Δεδομένου ότι η ελευθερία από την κάθε είδους προσκόλληση και εξάρτηση είναι μέρος του στόχου που επιδιώκει ένας μοναχός, η προσωπική απώλεια της «καθαρής θέσης» με την έννοια του McKinseyan μπορεί να είναι αξιέπαινη. Ο Βενέδικτος αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο ερώτημα: «Εάν όλοι πρέπει να λαμβάνουν εξίσου τα αναγκαία;», προσκαλώντας μια ρεαλιστική προοπτική εμποτισμένη με φιλανθρωπία, που αφορά τις θεμιτές ανάγκες κάθε μοναχού. Στη συνέχεια, ορίζει: «Όποιος έχει λιγότερες ανάγκες ας ευχαριστεί τον Θεό και ας μην στενοχωριέται· όποιος έχει περισσότερες ανάγκες ας αισθανθεί ταπείνωση εξαιτίας της αδυναμίας του, και ας μην υπερηφανεύεται για την καλοσύνη που του επιδεικνύεται». Τόσο η ανάγκη όσο και η απουσία ανάγκης γίνονται ευκαιρίες για την καλλιέργεια μιας ευχαριστιακής νοοτροπίας που επενδύει ένα πρόσωπο, και ενδεχομένως μια κοινότητα προσώπων, με ευσπλαχνία, ένα χάρισμα που ο πιο απλός υπολογισμός δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια το μέγεθός του. 

Όσον αφορά τις διαβουλεύσεις μεταξύ των μοναχών, ο Βενέδικτος είναι απόλυτα δίκαιος. Ενώ το μοναστήρι διοικείται ιεραρχικά, με τον ηγούμενο να θεωρείται ότι «κατέχει τη θέση του Χριστού», δεν διοικείται με ολοκληρωτισμό. Ο ηγούμενος δεσμεύεται πάνω απ’ όλα από τον κανόνα και υπενθυμίζει την προσωπική του αδυναμία. Σε όλα τα ζητήματα που έχουν συνέπειες πρέπει να συμβουλεύεται τους άλλους αδελφούς. Οι αδελφοί έχουν δικαίωμα και καθήκον να εκφράζουν τις απόψεις τους. Όλοι πρέπει να ακούγονται, ακόμη και οι νεοεισερχόμενοι «αφού ο Κύριος συχνά αποκαλύπτει στους νεότερους τι είναι καλύτερο». Για ένα ρωμαϊκό κείμενο του πέμπτου αιώνα, η δήλωση αυτή είναι εξαιρετική, αποπνέοντας τον ριζοσπαστισμό που συμπληρώνει πάντα τα συντηρητικά ένστικτα των μοναχών. Η κοσμική ή κληρονομούμενη ιδιότητα δεν πρέπει να παίζει κανέναν απολύτως ρόλο: «ένας άνθρωπος που γεννιέται ελεύθερος δεν πρέπει να έχει ανώτερη θέση από έναν δούλο που γίνεται μοναχός». Αν ο Βενέδικτος έγραφε σήμερα, θα μπορούσε να είχε προσθέσει ότι το αισθητό κληρονομικό μειονέκτημα δεν πρέπει πλέον να αποτελεί λόγο για προνομιακή μεταχείριση. Μας παροτρύνει συνεχώς να βλέπουμε πέρα από τις πρόσκαιρες συνθήκες και εξαρτήσεις. Μας προτρέπει να δούμε και να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας εκ νέου, χωρίς να φοβόμαστε ταυτόχρονα τη φτώχεια μας και αποφασισμένοι να ανυψώσουμε την ανθρώπινη και χριστιανική μας αξιοπρέπεια, έτσι ώστε να βλέπουμε και τους άλλους με καθαρή όραση, αγαπητικό ενδιαφέρον και ελπίδα.

Διαφορετικότητα

Όποιος βλέπει μια μοναστική κοινότητα να μπαίνει στο ναό για τον εσπερινό, θα εντυπωσιαστεί από την ομοιομορφία της. Οι μοναχοί φορούν τα ίδια ρούχα, ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό, αναπαράγουν τις ίδιες χειρονομίες και, ιδανικά, ψάλλουν μελωδικά. Όποιος γνωρίζει μια κοινότητα προσωπικά, εν τω μεταξύ, θα εντυπωσιαστεί από τη συχνά ειλικρινά απίθανη ποικιλία της. Υπάρχει κάτι στη μοναστική ζωή που, όταν λειτουργεί, απελευθερώνει τον χαρακτήρα. Εδώ και χρόνια αναλογίζομαι κάτι που είπε κάποτε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν για τις ταινίες του: η επεξεργασία ενός πολύπλοκου υλικού απαιτεί αυστηρότητα στη φόρμα. Η μοναστική ζωή παρέχει σε όσους καλούνται σε αυτήν μια φορμαλιστική αυστηρή δομή που επιτρέπει στην προσωπικότητα να ανθίσει.

Αν εξετάσει κανείς την πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή των Βενεδικτίνων κατά τη διάρκεια μιάμισης χιλιετίας, θα δει μεγάλη ποικιλία ευαισθησιών και ιδιοσυγκρασιών. Επιπλέον, οι μοναχοί και οι μοναχές έχουν ενσωματωθεί σε κάθε ήπειρο, όντας ικανοί να ενσωματώσουν την εθνοτική, γλωσσική και πολιτιστική ποικιλομορφία, διατηρώντας παράλληλα ένα brand (διακριτικό σήμα) άμεσα αναγνωρίσιμο ως βενεδικτίνικο. Ο μοναχισμός έχει κάτι το Τερεντιανό. Η ρήση, «Τίποτα ανθρώπινο δεν είναι ξένο για μένα», αντικατοπτρίζεται στα χρονικά του. Η μοναστική αγιογραφία αναδεικνύει κάθε ανθρώπινη παραλλαγή. Η ποικιλομορφία είναι εξαρχής ένα μοναστικό γνώρισμα. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σ΄ αυτό το σημείο. Θα ήθελα, αντίθετα, να επικεντρωθώ στις ασφαλιστικές δικλείδες που προβλέπονται για να διατηρηθεί η ποικιλομορφία σε ωφέλιμα και βοηθητικά όρια, αποτρέποντάς την από το να υπονομεύσει την ενότητα της κοινότητας και από το να διολισθήσει σε απλή μοναδικότητα. 

Η «μοναδικότητα» στη μοναστική ορολογία είναι μια ολέθρια έκφραση του ιδίου θελήματος, όπως την όρισα παραπάνω. Με τη μοναδική-μεμονωμένη συμπεριφορά, αποκλίνω από τον κοινό ρυθμό και κανόνα. Υποκύπτω σε μια παιδική επιθυμία για προσοχή, θέλω να με βλέπουν. Επιθυμώ οι άλλοι να αναγνωρίσουν τα ταλέντα ή τις πληγές μου· να με θαυμάσουν ή να με λυπηθούν. Κάνοντας εμένα το επίκεντρο της ύπαρξης, αναζητώ επιβεβαίωση και παρηγοριά. Ζητώ εξαιρέσεις από την κοινή ζωή, η οποία έχει καταντήσει να μου φαίνεται βαριά και ανιαρή· ή απλώς απομονώνομαι, επικαλούμενος προσωπική ανάγκη ή κάποια αδιαπραγμάτευτη ευπάθεια. Αισθάνομαι παραγνωρισμένος, υποτιμημένος και ανεπιθύμητος. Σε λίγο καιρό θα επιδοθώ σε ένα πάθος που ο Βενέδικτος αποδοκιμάζει αυστηρά, γνωρίζοντας τι καταστροφές μπορεί να προκαλέσει: Θα αρχίσω να μουρμουρίζω· θα αρχίσω να γκρινιάζω. 

Η μουρμούρα είναι μια μορφή παθητικής επιθετικότητας που περιγράφεται επαρκώς στη Βίβλο. Η μουρμούρα διαφέρει από τον θρήνο. Θρήνος είναι να φωνάζεις βρισκόμενος σε απόγνωση, να εκφράζεις τον πόνο, να αφήνεις την αγωνία να βγει σε μια κραυγή για βοήθεια, είτε υπερβολικά είτε ακόμη και παράλογα. Αυτό είναι μια δίκαιη πράξη: Το απόστημα πρέπει να σπάσει· το πύον πρέπει να βγει. Η μουρμούρα, αντίθετα, είναι εγωιστική, υπολογιστική και εκδικητική. Αυτός που μουρμουρίζει αποφεύγει την ευθύνη, κατηγορώντας τους άλλους για την πραγματική ή την υποτιθέμενη δυστυχία. Αυτός ή αυτή εργαλειοποιεί τις κακουχίες ή τις θεωρούμενες από την πλευρά του προσβολές, για να διαδώσει τη δυσαρέσκεια και να υπονομεύσει την εξουσία, δείχνοντας με το δάχτυλο τους άλλους, όπως έκανε ο Ισραήλ στην έρημο, νοσταλγώντας τα σκόρδα της Αιγύπτου, κουρασμένος από την έξοδο που είχε επιλέξει ελεύθερα να συμμετάσχει, συρίζοντας στον Μωυσή: «Εσύ μας έβγαλες σ’ αυτή την έρημο». 

Στο πλαίσιο του μοναχισμού, ο Βενέδικτος επισημαίνει τον κίνδυνο της γκρίνιας σε αυτές τις καταστάσεις, που μπορούν εύκολα να μεταφερθούν σε άλλους τομείς της ζωής. Όπως για παράδειγμα όταν ένας μοναχός καλείται, για το κοινό καλό, να αναλάβει ένα έργο που αισθάνεται ότι είναι κατώτερό του· όταν αισθάνεται ότι κάποιος άλλος λαμβάνει προνομιακή μεταχείριση που θα ήθελε για τον εαυτό του· όταν πιστεύει ότι του ζητούνται πολλά· όταν δεν παίρνει τη μερίδα του κρασιού του. Με τη γκρίνια, ουσιαστικά αποσύρει την αυτοθυσία που είναι η συνεκτική κόλλα της συμφωνίας που υπέγραψε με τον Θεό και σφραγίζει τη κλήση του, το θεμέλιο για τις «καλές μέρες» που κάποτε αναζητούσε εκστατικά, έξω από τον εαυτό του, κοιτάζοντας ψηλά και γύρω του. Κατεβαίνοντας από τα κρυστάλλινα υψώματα του Θεού, αποσύρεται στον υγρό αυτοεναγκαλισμό του. Όταν οι επικλήσεις στην εγωκεντρική «διαφορετικότητα» απομακρύνουν τον άνθρωπο από την κοινωνία και γεννούν τυραννικές διεκδικήσεις προνομίων, ενεργοποιούν πάθη της ψυχής που στρέφονται κατά της πνευματικής ελευθερίας. Παγιδευμένος σε αυτά, έχω μάτια μόνο για τον εαυτό μου. Η δική μου μουρμούρα γίνεται σύντομα η μόνη μελωδία στην οποία συντονίζονται τα αυτιά μου. 

Είναι κουραστικό να ζεις με γκρινιάρηδες. Ωστόσο, η μουρμούρα κάνει τη χειρότερη ζημιά σε όσους επιδίδονται σε αυτήν. Τους κλειδώνει έξω από το πραγματικό κόσμο σε έναν κόσμο φαντασίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Βενέδικτος την αντιμετωπίζει με την αυστηρότερη ποινή του: τον αφορισμό. Ένας επίμονος γκρινιάρης πρέπει να προειδοποιηθεί δύο φορές προσωπικά. Το θέμα είναι να προσπαθήσει να τον κάνει να δει το κακό που κάνει στον εαυτό του και στους άλλους· αν αυτό δεν αποδώσει, πρέπει να επιτιμηθεί ενώπιον όλων. «Αν και τότε δεν διορθωθεί, ας αφοριστεί». Ο αφορισμός επιβάλλεται σε διαβαθμίσεις, ανάλογα με τη σοβαρότητα του σφάλματος. Πρώτα συνεπάγεται τον αποκλεισμό από το κοινό τραπέζι· στη συνέχεια, τόσο από το τραπέζι όσο και από το αναλόγιο, αναγκάζοντας τον αδελφό να τρώει και να προσεύχεται μόνος του. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο μοναχός αποκλείεται από κάθε ανθρώπινη επαφή: «Κανένας αδελφός δεν πρέπει να συναναστρέφεται ή να συνομιλεί μαζί του καθόλου”· κάτι τέτοιο θα προκαλούσε από μόνο του την επιβολή κυρώσεων. Αυτή η τιμωρία έχει παιδαγωγικό σκοπό. Σκοπός της είναι να κάνει τον μοναχό να καταλάβει πως ενεργώντας έτσι διαλύεις την κοινωνία. Ο αφορισμός θα πρέπει να ανοίγει τα μάτια, παρακινώντας τον περιπλανώμενο να επιστρέψει στο μαντρί. Είναι ένα μέσο με το οποίο ο ηγούμενος ασκεί τη διακονία του ως ποιμένας, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να φέρει πίσω το αδέσποτο πρόβατο, ακόμα και μαζεύοντάς το και μεταφέροντάς το στους ώμους του.

Ωστόσο, ο Βενέδικτος δεν θα ήταν Βενέδικτος, αν το άφηνε έτσι. Τα κεφάλαια για τον αφορισμό ακολουθούνται από ένα κεφάλαιο «Περί της φροντίδας του ηγουμένου για τους αφορισμένους». Πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο κείμενο. Ο Βενέδικτος αναγνωρίζει ότι ο ηγούμενος πρέπει μερικές φορές να είναι άκαμπτος, θέτοντας και τηρώντας όρια. Ταυτόχρονα πρέπει να προσπαθεί να προσεγγίσει, να παρηγορήσει και να καθοδηγήσει τον αποκλεισμένο. Ανίκανος να το πράξει ο ίδιος, ως φύλακας του κανόνα, στέλνει πρεσβευτές, σοφούς μοναχούς που αποστέλλονται «υπό τον μανδύα της μυστικότητας» για να στηρίξουν τον αμφιταλαντευόμενο αδελφό «για να μην κατακλυστεί από υπερβολική θλίψη». Προσδιορίζει με λεπτότητα την αυστηρότητα ενός δίκαιου δικαστή με «την ικανότητα ενός σοφού γιατρού». Καθήκον του είναι να ενώσει τους διαφορετικούς συντρόφους του σε αρμονία, να αφήσει την ιδιοφυΐα του καθενός να εμπλουτίσει και να ομορφύνει το σύνολο. Η ποικιλομορφία είναι προβληματική μόνο όταν δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις, κατακερματίζοντας αντί να συμπληρώνει, προωθώντας την απόσχιση και όχι την επιθυμία του ανήκειν. Για να διατηρηθεί η λεπτή ισορροπία της ποικιλομορφίας στην ενότητα, απαιτείται ένας κοινός σκοπός που υπερβαίνει το απλό άθροισμα των συστατικών μερών. Το σώμα πρέπει να καλείται να ανυψωθεί προς τη μεταμόρφωση, δεσμευόμενο διαρκώς σε μια αποστολή διασφάλισης της υγείας κάθε μέλους με στόχο την ευημερία ολόκληρης της κοινότητας. Όταν ένα δάχτυλο του ποδιού είναι προσηλωμένο στο να είναι απλώς ένα δάχτυλο του ποδιού, απορροφημένο ίσως από την ενόχληση ενός ενσφηνωμένου νυχιού, στερεί από τον εαυτό του τη χαρά του να φέρει ένα σώμα σε κίνηση προς τα εμπρός, προχωρώντας συντονισμένα κατά μήκος ενός βασιλικού δρόμου με προορισμό την πατρίδα.

Συμπέρασμα 

Η DEI πρεσβεύει αξίες σχετικές με το βενεδικτινικό μοντέλο της κοινωνίας. Κάθε μία αξία, ωστόσο, έχει και μια καταστροφική πλευρά. Η «ένταξη» είναι καλή για την οικοδόμηση της κοινωνίας, ωστόσο είναι βλαβερή ως ένα σλόγκαν δικαιώματος. Η «ισοτιμία» είναι θαυμάσια ως δείκτης κοινωνικής ισορροπίας· καπηλευόμενη με σκοπό το ιδιωτικό κέρδος μπορεί να γίνει εργαλείο χειραγώγησης. Η «ποικιλομορφία» είναι υπέροχη, αναδεικνύοντας τη συμπληρωματικότητα των χαρισμάτων· εγκλωβίζοντας ανθρώπους σε αυτοεπιβεβαιούμενες ιδιαιτερότητες, οι καρποί της είναι πικροί, προκαλώντας δυσπεψία στο κοινό σώμα. Για να είναι ωφέλιμη, η ορθή άσκηση αυτών των αξιών πρέπει να διδαχθούν. Δεν είναι λοιπόν ανώδυνο να μιλάμε για μια SCHOLA DEI. Χρειαζόμαστε στοχοθετημένη εκπαίδευση για να είμαστε ισότιμοι, συμπεριληπτικοί και ποικιλόμορφοι  στην αλήθεια, ακόμη και όταν πρέπει να διδαχθούμε πώς να είμαστε, και να βοηθάμε τους άλλους να είναι, πραγματικά ελεύθεροι.

Μια ρητορική, καρικατουρίστικη εκμετάλλευση αυτών των όρων έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο. Η λέξη είναι καλά επιλεγμένη γιατί υποδηλώνει ένα σημείο από το οποίο κανονικά δεν είναι δυνατή καμία κίνηση προς τα εμπρός, παρά μόνο οπισθοχώρηση. Οι θέσεις είναι κλειδωμένες, τα πάθη κορυφώνονται. Υπάρχουν φωνές που ταιριάζουν μεταξύ τους. Το να απαντάμε στη ρητορική και την καρικατούρα κυνικά με τα ίδια μέσα είναι αντιπαραγωγικό, όμως, και γελοίο, πραγματικά. Αξίζει να αναλογιστούμε ότι η φυγή προς τα πίσω είναι η μόνη διέξοδος από ένα αδιέξοδο μόνο αν το εμπόδιο δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Αλλά τι γίνεται αν μπορεί να ξεπεραστεί; Διαβάζουμε σε έναν ψαλμό του Δαβίδ: «Με τον Θεό μου μπορώ να υπερβώ κάθε εμπόδιο». Η αρχή αυτή είναι διαχρονική. Η αποθάρρυνση είναι για τους λιγόψυχους. 

Διακυβεύεται πάρα πολύ καλό, πάρα πολύ καλή θέληση που υπάρχει εν μέσω κάποιας τρέλας με πατέντα, για να παρακολουθούμε ψύχραιμα να υπονομεύονται οι όροι της DEI και στη συνέχεια να πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων! Και δεν υπάρχει ένας αυξανόμενος σωρός; Εδώ και λίγο καιρό η DEI έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής και εμπορικής εκμετάλλευσης. Γιατί να μην την χρησιμοποιήσουμε αφού πουλάει; Οι πελάτες όμως δείχνουν σημάδια ότι έχουν βαρεθεί. Η πρόσφατη αποφυγή της DEI από, ας πούμε, την Toyota δείχνει πιθανώς μια αυξητική τάση. Είναι στη φύση των συνθημάτων, ιδίως των ακρωνυμίων, να διαρκούν μόνο μια εποχή. Οι εποχές στο εμπόριο και τη μόδα είναι σύντομες.

Η κενότητα πολλών συζητήσεων για το θέμα αυτό προκύπτει από την απουσία μιας βιώσιμης μετα-αφήγησης, ενός συνολικού ανθρωπολογικού οράματος. Για να έχει νόημα, πρέπει να οριστούν οι όροι της DEI. Ένταξη σε τι; Ισοτιμία με ποιο κριτήριο; Διαφορετικότητα σύμφωνα με ποιο πρότυπο; Αυτά είναι ερωτήματα για τα οποία η πραγματιστική εποχή μας δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια για να τα αντιμετωπίσεις και τα οποία τα δημόσια πρόσωπα τα αποφεύγουν. Διότι το πέρασμα από το πεδίο του «Πώς;» στο πεδίο του «Γιατί;» προϋποθέτει δέσμευση σε μια κοσμοθεωρία, και ακόμη και το να οραματιστεί κανείς κάτι τέτοιο θεωρείται από πολλούς ως προδήλως αντι-DEI. Αυτή είναι η ειρωνεία, κατά κάποιο τρόπο η τραγωδία, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Το καθήκον αφορά όλους, αλλά ιδιαίτερα τους Χριστιανούς, οι οποίοι είναι προσκολλημένοι στο όραμα ενός νέου ουρανού και μιας νέας γης, η οποία προοπτική δεν προορίζεται για τα έσχατα. Η Εκκλησία πρέπει να είναι, εδώ και τώρα, «ένας διαρκής, ασφαλής σπόρος ενότητας, ελπίδας και σωτηρίας για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος». Αυτή είναι μια κατεύθυνση! Η ελπίδα μού φαίνεται εδώ ως ο κρίσιμος όρος. Πολλές από τις ιδεολογικές υπερβολές της εποχής μας είναι εξατομικευμένες προσπάθειες να την αναδημιουργήσουν, γιατί έχει προ πολλού φύγει από την πολιτική. Μας λείπει, έστω και υποσυνείδητα. Ωστόσο, η ελπίδα δεν μπορεί να οριστεί ως στρατηγική. Πρέπει να γεννηθεί.   

Επί αιώνες, η εκπολιτιστική αποστολή της Εκκλησίας εκφράζεται στη φιλανθρωπική δράση, στη λειτουργία και τις τέχνες, στην πνευματική προσπάθεια. Εκφράστηκε επίσης, όχι λιγότερο διαχρονικά, στην επανάληψη του λεξιλογίου, επιτρέποντας στους χριστιανούς να διασώσουν από την ομίχλη του μύθου πολύτιμες έννοιες που χρειάζονται για να μιλήσουν εκ νέου για έναν κοινό, επιθυμητό ανθρώπινο σκοπό. Οι αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν από το DEI δείχνουν την έλλειψη ενός τέτοιου σκοπού σε μια κοινωνία της οποίας ο ιστός ξετυλίγεται προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Από τον ιστό δε αυτής της κοινωνίας αποσπώνται με απότομο τρόπο ολόκληρα κουβάρια κλωστής, στα οποία δεν εμφανίζονται πλέον με γυμνό μάτι μοτίβα ευγένειας ή ομορφιάς. Ο Άγιος Βενέδικτος έζησε σε έναν κόσμο που, από αυτή την άποψη, έμοιαζε με τον δικό μας, έναν κόσμο του λυκόφωτος. Η απάντησή του ήταν, σύμφωνα με τα λόγια ενός ψαλμού, να «ξυπνήσει την αυγή», υπενθυμίζοντας παράλληλα στον άνθρωπο, για τον οποίο δεν είναι καλό να είναι μόνος, βιωματικά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, πλήρης και ευτυχισμένος άνθρωπος, προκειμένου, στη συνέχεια, να πλαισιώσει την πρόταση αυτή μέσω ενός κοινού ιδανικού. Η μέθοδος έχει λειτουργήσει στο παρελθόν, ανασύροντας από διαφορετικές ευαισθησίες μια πολύ ευγενή ποιότητα: την unanimitas, μια ενότητα ψυχής που κάνει τα βαριά πράγματα ελαφριά. Ποιος ξέρει; Μπορεί να λειτουργήσει ξανά. Γιατί πραγματικά, αυτό που χρειάζεται τώρα είναι κάτι περισσότερο από μια κουραστικά παραποιημένη πολιτική ατζέντα.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα αίσθηση της ίδιας της έννοιας της πόλης. 

Αυτό που χρειάζεται είναι μια αναγέννηση του ανθρώπου. 

Αυτό που χρειάζεται είναι μια αξιόπιστη ένσαρκη, εταιρική μαρτυρία της αληθινής ανθρωπιάς.